ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Τζιμ Λάμπλεϊ είναι κλαψιάρης

Ο άνθρωπος που αποτελεί τη φωνή του σύγχρονου μποξ πολλές φορές δεν μπορεί να συγκρατήσει τους δακρυγόνους αδένες του.

Η συγκίνηση στα σπορ δε γνωρίζει διακρίσεις. Ακόμα και στα πιο σκληρά αθλήματα τηρείται το συναισθηματικό οργανόγραμμα που τα κάνει ξεχωριστά και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής κάποιου. Μάλιστα, όταν μπορείς να παρατηρήσεις τη μοναξιά κάποιου στον αγωνιστικό χώρο τότε τα συναισθήματά του δεν κρύβονται πίσω από διαφορετικά βλέμματα και δεν γίνεται να σε αποπροσανατολίσουν. Ακόμα και στα πιο σκληρά σπορ, όπως είναι η πυγμαχία, η συγκίνηση δεν χάνει την πρωτοκαθεδρία τους.

(κεντρική φωτογραφία: AP Photo/Gregory Payan)

Ο Τζιμ Λάμπλεϊ είναι η φωνή της επαγγελματικής πυγμαχίας στους σύγχρονους καιρούς και ο πανέξυπνος Μαξ Κέλερμαν είναι ο σχολιαστής της. Αν βάλεις και τον αναλυτή Ρόι Τζόουνς τζούνιορ στην εξίσωση, το αποτέλεσμα κάνει… άπειρο. Το ESPN μπορεί να γεύεται αυτήν τη συνεργασία προς όφελός του. Και ακόμα και αν έχει χαθεί η αστερόσκονη από προηγούμενες εποχές, που το μποξ έμπαινε στα σπίτια των τηλεθεατών και έκανε ανθρώπους να συρρέουν, αυτήν τη στιγμή δεν είναι απογοητευτικό το αποτέλεσμα στην κάλυψη. Τουναντίον, υπάρχουν φανατικοί που ασχολούνται με μανία, καλύπτουν εκδηλώσεις, εκτοξεύονται συναισθηματικά στον Αυγερινό με συναντήσεις θρύλων.

Λογαριασμοί στο Youtube γίνονται θεοί έρωτες, που με τα βέλη τους χτυπούν στην καρδιά τους ρέκτες του μποξ, αλλά και τους εκκολαπτόμενους εραστές του με την άγνοια κινδύνου για το πόσο επώδυνο μπορεί να γίνει το εν λόγω σπορ. Το οποίο, όπως κάθε άθλημα που σέβεται τον εαυτό του, είναι μπολιασμένο με ιστορίες για θρύλους, παραδόσεις και κάθε λογής καλούδια, που θα μπορούσε να πει κάποιος ότι σε μία φανταστική ζυγαριά υπερβαίνουν εκείνα των περισσότερων αθλημάτων. Αρκεί να δει κάποιος παλιά στιγμιότυπα με τον Τζακ Ντέμπσι, να διαβάσει για το πόσο υποτιμημένος ήταν ο Μπίλι Κον, να ρίξει ένα βλέφαρο στην ιστορία του δολοφόνου Κάρλος Μονζόν, που θα γινόταν κορυφαίος αν δεν είχε… σκοτώσει τη γυναίκα του. Θα μπορούσε ενδεχομένως να εντρυφήσει στη δουλειά ξυλουργού που έκανε τα μαύρα χαράματα ο Ρόκι Μαρτσιάνο και σε εκείνον τον αγώνα που έκλαψε με μαύρο δάκρυ, όταν έβγαλε νοκ άουτ το θρύλο, ένα έμβλημα της μαύρης κοινότητας της Αμερικής, που με μία και μόνο νίκη του τουλάχιστον έβαλε ένα μεγάλο ερωτηματικό για τη συμπεριφορισιακή κατάσταση των ΗΠΑ (αν και δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι την επηρέασε σημαντικά), με το όνομα Τζο Λούις.

Αν διεισδύσεις σε αυτόν τον κόσμο, ακόμα και αν δεν μπορείς να λογίζεσαι ως μυημένος, τουλάχιστον με βάση την ουσία του σπορ, ίσως να αντιληφθείς ότι η ευαισθησία δεν αποθαρρύνεται από τη χειρωνακτική εργασία, αντιθέτως είναι απαιτητή. Το μποξ είναι ευγενής τέχνη, η οποία προέρχεται από το παγκράτιον και για αυτό τα κρατήματα, στο όριο των κανόνων, επιβάλλονται. Ακόμα και αν το ίδιο το άθλημα βρίσκεται στην κορυφή της λαϊφσταϊλικής πυραμίδας (σικ), με αγώνες στο ‘Caesars’ του Λας Βέγκας και σε άλλα διάσημα ξενοδοχεία, η φύση του αφορά αναπόφευκτα σε μοναχικούς ανθρώπους, που ενδεχομένως, όταν δεν τους μένει κάτι άλλο, ψάχνουν το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση. Και οι ιστορίες τους, τόσο ανέξοδα ίδιες με ό,τι ιδανικό πρέσβευσε ο ομηρικός κόσμος και πήρε, για να κάνει δικό του, ο δυτικός, προκαλούν τη συγκίνηση επειδή δεν έχουν φτιαχτεί, φαινομενικά, για αυτή.

Ο Τζιμ Λάμπλεϊ γνωρίζει πολύ καλά τη συγκεκριμένη κατάσταση. Νομίζεις πως όταν αποκτάς το δικαίωμα στην εμπειρία η διαχείριση των συναισθημάτων γίνεται παιχνιδάκι, με τον ίδιο τρόπο που νομίζεις ότι η επόμενη απώλεια δεν θα σε πληγώσει πολύ, επειδή είχε συμβεί η πρώτη. Πέρυσι ο Λάμπλεϊ, η φωνή του μποξ τα τελευταία 30 χρόνια, συμπλήρωσε 40 χρόνια από τότε που καλύπτει γεγονότα, αρχής γενομένης από τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976. Και η συναισθηματική κατάστασή του δεν έχει αλλάξει καθόλου. Πάει να πει, ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει ράκος. Και να το εκδηλώσει αναλόγως, μπροστά στην κάμερα.

Οι αιτίες είναι ποικίλες. Καταρχάς, οι συναισθηματικοί δεσμοί με την πυγμαχία είναι η πιο ξεχωριστή αιτία, η γενεσιουργός για τον τρόπο που κάνει τις περιγραφές του. Στο Πακιάο-Μαργκαρίτο, παραδείγματος χάρη, ο Λάμπλεϊ λέει “he is beating Margarito up in this round” και τονίζει την πρώτη συλλαβή του ρήματος, δηλαδή του ‘δέρνει’. Για να κατανοήσει κάποιος για ποιο λόγο το κάνει, πρέπει να συλλάβει την ιστορία από την αρχή. Ότι, δηλαδή, ο Μεξικανός Αντόνιο Μαργκαρίτο ήταν σχεδόν σε όλη την καριέρα του στην κατηγορία welterweight, ενώ ο Πακιάο ξεκίνησε από τη flyweight, κατηγορία μύγας δηλαδή, οπότε, φθάνοντας σε αυτόν τον αγώνα, είχε ήδη διασχίσει μία προς μία τις κατηγορίες και είχε πάρει τα απαιτούμενα σχεδόν 20 κιλά ανά τα χρόνια που τον χώριζαν από τη συγκεκριμένη κατηγορία. Με το ρήμα ‘δέρνει’, ο Λάμπλεϊ δίνει υπόσταση στη σωματική διαφορά, τόσο ανάμεσα στους δύο όσο και σε ό,τι αφορά την ίδια την πορεία του Πακιάο. Το ‘in this round’, δηλαδή σε αυτόν το γύρο, είναι η επιβεβαίωση ότι είναι μάστορας στην χρονική τοποθέτηση. Όμως αυτή η φράση δεν έρχεται από μόνη της. Έχει προηγηθεί μία ολόκληρη ιστορία σε αυτό που γίνεται κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων των γύρων, όταν ο Μαργκαρίτο λέει στον πάγκο του ότι ο Πακιάο δεν μπορούσε να τον πονέσει.

Ο Λάμπλεϊ παίζει με αυτήν την ιστορία. Πριν από αυτήν την ατάκα περιγράφει ότι ναι μεν ο Μαργκαρίτο λέει ότι δεν πονάει, αλλά ο Πακιάο έχει αφήσει σημάδια στο πρόσωπό του, οπότε “μπορεί να κάνει αυτό”. Και συνεχίζει, μετά το σχόλιο του Μαξ Κέλερμαν ότι το πρόσωπο του Μαργκαρίτο λέει διαφορετική ιστορία, λέγοντας “and Pacquiao is beginning to land with almost every punch”. Σε αυτήν την περίπτωση που περιγράφει ότι ο Πακιάο βρίσκει στόχο με σχεδόν κάθε μπουνιά του, ο Λάμπλεϊ κάνει χώρο για την επόμενη ατάκα του, στην οποία δίνει το δραματικό ηχόχρωμα που δύναται να συνοδεύει κάθε σπουδαία ιστορία. Οι λέξεις ρέουν. Οι σύνδεσμοι και τα επιρρήματα κάνουν τη μετάδοση απολαυστική. Σε αντίθεση με το πλούσιο λεξιλόγιο του Χάουαρντ Κοσέλ, ο Λάμπλεϊ δεν χρησιμοποιεί πομπώδεις λέξεις που κάποιος μπορεί και να μην καταλαβαίνει τη σημασία τους. Ο Κοσέλ, άλλωστε, ήταν απαράμιλλος διότι μπορούσε να τονίζει κάθε λέξη, έμοιαζε με Βρετανός με αμερικάνικο φλέγμα που απογείωσε το μποξ σε ό,τι συμβόλιζε στην εκπαιδευτική κατάστασή του.

Ο Λάμπλεϊ είναι πιο ανθρώπινος και λίγο περισσότερο σχολαστικός, φροντίζοντας να τηρεί όλους τους δεοντολογικούς κανόνες. Μόνο μετά από ενάμιση γύρο, στο τέλος του πέμπτου, λέει “ο Μαργκαρίτο λέει ότι δεν πονάει, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια”. Η διήγηση της ιστορίας φτάνει στο τέλος της. Μέσα από την κίνηση συγκεντρώνει τα δεδομένα για να δώσει νόημα στην εικόνα.

 

Την πυγμαχία, κυρίως στο επαγγελματικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως μποτιλιαρισμένη μοναξιά. Όπως όλα τα σπορ που το πρόσωπο του αθλητή φαίνεται, αυτό που ανθεί είναι η συγκίνηση, πρόκειται άλλωστε για θεατρική απάτη, κάτι που εξαρχής δεν υφίσταται. Στα ρινγκ οι άνθρωποι συνεχίζουν να τηρούν κάποιες παραδόσεις που υπάρχουν από παλιά, από τότε που τα καράβια ‘ξέβραζαν’ αλλοδαπούς στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Οι θεατές συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για event σημαντικό και γι’ αυτό υπάρχει άγραφος κώδικας στο ντύσιμο. Οι περισσότεροι απολαμβάνουν πάνω τους ένα ωραίο σακάκι με σμόκιν ή γραβάτα, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι sur measure. Οι εκδρομές στο Λας Βέγκας γίνονται γι’ αυτόν το λόγο, ένα τριήμερο γεμάτο δράση που το δεύτερο βράδυ είναι κάπου ‘χωμένος’ ο αγώνας που πρόκειται να παρακολουθήσουν και στον οποίο έχουν ποντάρει.

Υπάρχει υψηλή ένταση: Μπορεί ένας αγώνας να κρατήσει 3 γύρους και να είναι το απολύτως χορταστικό αθλητικό γεγονός στον πλανήτη, όπως έγινε στο Χάγκλερ-Χερνς και υπάρχει κι άλλος αγώνας που είναι πιο βαρετός και από λογιστή σε παλιά αξιόπιστη τράπεζα. Οι αγώνες, όμως, φέρνουν μαζί τους ιστορίες. Ο Λάμπλεϊ ήταν εκεί όταν ο Πακιάο γνωρίστηκε πρώτη φορά με το παγκόσμιο κοινό, νικώντας, στις 23 Ιουνίου 2001, με τεχνικό νοκ άουτ τον Λέχλο Λεντγουάμπα στο MGM Grand. Περιέγραψε σχεδόν όλους τους αγώνες του: τις συναντήσεις με τους Μεξικανούς, τον Μάρκο Αντόνιο Μπαρέρα, τον Έρικ Μοράλες, την απίθανη τετραλογία με τον Χουάν Μανουέλ Μάρκες, από το 2004 έως το 2012. Ήταν εκεί όταν μετά τις δύο διαδοχικές ήττες από τον Τίμοθι Μπράντλεϊ και τον Μάρκες ο Πακιάο νίκησε τον Μπράντον Ρίος. Και στον επίλογο ήταν πολύ συγκινημένος, βλέποντας τον Φιλιππινέζο να κρατάει το θρύλο του σε υψηλό επίπεδο.

 

Και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά. Ο Λάμπλεϊ συγκινείται τόσο εύκολα που στο Youtube, την ώρα που πληκτρολογείς το ονοματεπώνυμό του, υπάρχει η επιλογή Jim Lampley emotional. Συγκινείται όταν μιλάει για τη δική του πολύ μεγάλη μετάδοση, το κλασικό πια “It happened, it happened” στις 5 Νοεμβρίου του 1994, όταν ο θεόρατος Τζορτζ Φόρμαν έβγαλε νοκ άουτ τον Μάικλ Μούρερ στον τελικό των βαρέων βαρών, για να ξαναπάρει, μετά από 21 χρόνια, τη ζώνη και να γίνει στα 45 του παγκόσμιος πρωταθλητής.

 

Συγκινείται όταν μιλάει για μία από τις πιο σπουδαίες αναμετρήσεις στην ιστορία της πυγμαχίας, την πρώτη ανάμεσα στον Μίκι Γουόρντ και τον Αρτούρο Γκάτι στις 18 Μαΐου του 2002 και τον ένατο γύρο, που θεωρείται πλέον κλασικός, ένας από τους πιο συναρπαστικούς που έχει αποτυπώσει ποτέ τηλεοπτική κάμερα. Ίσως διότι στις 11 Ιουλίου του 2009 ο Γκάτι, στην ηλικία των 37, έπαψε πια να υπάρχει, διότι αυτοκτόνησε (αυτή τουλάχιστον είναι η επίσημη εκδοχή, με κάποιους να συνεχίζουν να στηρίζουν με πείσμα ότι δολοφονήθηκε).

 

Συγκινείται όταν μιλάει μετά το τέλος κάποιου αγώνα όπως ήταν ο πρόσφατος, στις 29 Απριλίου του 2017 στο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου, μεταξύ του Άντονι Τζόσουα και του Βλαντίμιρ Κλίτσκο, ο οποίος προσφάτως ανακοίνωσε ότι αποσύρεται οριστικά από την πυγμαχία.

 

Και, βέβαια, συγκινείται όταν καλείται να μιλήσει για το θάνατο του Μοχάμεντ Αλί, ο οποίος άφησε αυτόν τον κόσμο στις 3 Ιουνίου 2016. Ο Λάμπλεϊ, άλλωστε, βρήκε, από το πρώτο Αλί-Λίστον, στις 25 Φεβρουαρίου 1964, στη Φλόριντα, την έμπνευση και το λόγο για να ασχοληθεί με την πυγμαχία, αν όχι στο αγωνιστικό σκέλος τουλάχιστον, περιγράφοντάς τη, αγγέλλοντας τα θαύματά της.

 

Ο Τζιμ Λάμπλεϊ, στη μακρόχρονη πορεία του, έχει αποδείξει ότι είναι από τα σεβάσμια πρόσωπα του σπορ. Το οποίο τον έχει αποδεχθεί για τα συναισθηματικά σκιρτήματά του, τα οποία δεν τονίζονται από ακρότητες αλλά μιλούν στις καρδιές μας, καθώς σημαδεύουν εκείνη την ουσία, αν υπάρχει, που μας καθιστά ταξιδευτές και αλλοπαρμένους, που δεν είναι υποχρέωσή μας να τη διαθέτουμε, αλλά την εξωτερικεύουμε σαν δικαίωμά μας.

Η επιβράβευση του δράματος δεν είναι τα ουρλιαχτά και οι άγαρμπες κινήσεις, αλλά εκείνη η παραδοχή ότι ό,τι ξεχωριστό βιώνουμε και βλέπουμε ανάγεται στην κατηγορία της ανύψωσης, στο συμπέρασμα ότι ο ανθρώπινος νους είναι όντως νοήμων και, όταν ανακατεύεται με το πάθος και τη θέληση, οδηγεί στην έκσταση, την εκτόπιση, δηλαδή, των θέσεών μας, η οποία φθάνει στο να κάνει τη στιγμή ανάμνηση και να την κρατά στο μυαλό μας ως φυλαχτό.