ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Βαγγέλης Ιωάννου είναι ακριβώς ο χείμαρρος που φαντάζεσαι

Μιλήσαμε με τον αθλητικό δημοσιογράφο για τα χρόνια του ρεπορτάζ, την Εθνική ομάδα, τον τελικό της Κωνσταντινούπολης, την ΕΡΤ, το ‘πεταχτάρι’ και το μεγαλύτερο παράσημο στην καριέρα του.

Αν ζητήσεις από έναν μέσο φίλο του μπασκετικού Ολυμπιακού να σου περιγράψει με δέκα λέξεις τι είναι για εκείνον η Ευρωλίγκα την τελευταία πενταετία, το μεγαλύτερο στατιστικό δείγμα θα διαλέξει μεταξύ άλλων τις λέξεις Σπανούλης, Ίβκοβιτς, Πρίντεζης, Κωνσταντινούπολη, κούπα, πεταχτάρι, Μπαρτζώκας και ανατροπή.

Είναι πιο βέβαιο κι από εύστοχο τρίποντο του Σπανούλη στα τελευταία δευτερόλεπτα κρίσιμου αγώνα, πως αρκετοί θα επιλέξουν και τις λέξεις ‘Kill Bill’, ‘βελούδινο σφυρί’ και Βαγγέλης Ιωάννου. Βλέπεις, ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ έχει συνδέσει τη φωνή του και τις ατάκες του με τις μεγάλες επιτυχίες της ομάδας, έστω κι αν ο ίδιος δεν έκανε τίποτα περισσότερο απ’ τη δουλειά του.

Στον τρόπο που περιγράφει και κυρίως ζει τα παιχνίδια ο Βαγγέλης Ιωάννου, είναι φανερό ένα πράγμα: το ευχαριστιέται. Γουστάρει αυτό που κάνει, παθιάζεται, ενθουσιάζεται κι εκφράζεται με αυθορμητισμό, αποφεύγοντας τα ξύλινα κλισέ που τόσο αγαπάνε οι αθλητικοί δημοσιογράφοι.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Για πολλούς, αυτό τον κάνει αγαπητό κι αληθινό. Για λιγότερους, τον καθιστά γραφικό και τους δίνει την ευκαιρία συχνά-πυκνά να τον λοιδορούν. Μια συζήτηση μαζί του θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε πώς βιώνει και τι λέει εκείνος για όλα αυτά και κυρίως πώς είναι ο Βαγγέλης Ιωάννου μακριά απ’ την κάμερα και τα μικρόφωνα.

Τον ρώτησα πολλά και φρόντισε να απαντήσει όπως μεταδίδει έναν αγώνα: αυθόρμητα, με ειλικρίνεια και πιο γρήγορα κι απ’ τη σκιά του.

Ο ΠΑΟΚ του Ίβκοβιτς, το ποδόσφαιρο και το ΦΩΣ

 

Αν ασχολείσαι με το μπάσκετ, είναι σχεδόν αδύνατο να μην ξέρεις τον Βαγγέλη Ιωάννου. Λίγοι όμως γνωρίζουν για τα χρόνια του στα ρεπορτάζ, πριν δηλαδή βρεθεί πίσω από ένα μικρόφωνο για λογαριασμό μιας τηλεοπτικής μετάδοσης. 

Ξεκίνησα στη Θεσσαλονίκη ως ρεπόρτερ του ΠΑΟΚ την σεζόν 91-92, ήταν η χρονιά του τέλους της παντοκρατορίας του Άρη και της ανόδου του ΠΑΟΚ. Τότε ο ΠΑΟΚ πήρε το πρώτο του πρωτάθλημα με προπονητή τον Ίβκοβιτς και την αμέσως επόμενη χρονιά έκανε τη μεγάλη πορεία μέχρι το final 4 του ΣΕΦ κι αν το έπαιρνε θα μπορούσε να έχει χτίσει τη δική του δυναστεία. Δεν τα κατάφερε όμως, και τελικά την δυναστεία την έκανε ο Ολυμπιακός του Ιωαννίδη”.

Το ρεπορτάζ τότε ήταν μια απίστευτη εμπειρία, τρομερά ενδιαφέρον, μεγαλώναμε και μαθαίναμε δίπλα σε κορυφαίες προσωπικότητες του μπάσκετ όλα τα μυστικά του αθλήματος και κυρίως τα μαθαίναμε σωστά. Οι μεγάλοι προπονητές που είχαν έρθει τότε απ’ τη Σερβία μας δίδαξαν την αλφαβήτα του μπάσκετ, με κορυφαίο όλων βέβαια τον Ίβκοβιτς, ο οποίος έφερε ορολογίες οι οποίες ακόμη και σε μας που ζούσαμε 24 ώρες το 24ωρο με το μπάσκετ, ήταν καινούριες. Πόσο μάλλον για τους φιλάθλους, ακόμη κι αυτούς της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι γνωρίζουν μπάσκετ”.

 

Τελειώναμε το μάθημα στο Πανεπιστήμιο και πηγαίναμε στην πρωινή προπόνηση του ΠΑΟΚ. Μετά κάναμε δουλειά για την εφημερίδα και το ραδιόφωνο και στη συνέχεια πηγαίναμε στην απογευματινή προπόνηση. Τότε δεν χάναμε προπόνηση. Εκτός από προπονητή παγκόσμιας κλάσης, ο ΠΑΟΚ είχε και παίκτες παγκοσμίου φήμης, όπως τον πρωταθλητή με τους Μπουλς, τον Λέβινγκστον. Όλα αυτά τα ζήσαμε από πολύ κοντά και πολύ έντονα. Το ευρωπαϊκό του 1991, τον χαμένο τελικό του 1992 και το Final 4 του 1993 στην Αθήνα. Τεράστιο σχολείο, ήταν οι χρονιές που ακόμα τα πράγματα ήταν αγνά, ρομαντικά και πολύ όμορφα. Στο Αλεξάνδρειο για παράδειγμα, όταν είχαμε τα ντέρμπι της Θεσσαλονίκης στα οποία εκείνη την εποχή κρινόταν το πρωτάθλημα, είχαμε 2.500 Αρειανούς και 2.500 Παοκτζήδες και φυσικά δεν άνοιγε μύτη. Ωραία ατμόσφαιρα, ευρηματικά συνθήματα κι όταν τελείωνε ο αγώνες έφευγαν αγκαλιά. Κρίμα που δεν μπορούμε να ζούμε ανάλογες εποχές και σήμερα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα”.

Θα ήταν ψέμα να πως ότι δεν είχα κάποιο ίνδαλμα ξεκινώντας. Ο άνθρωπος που ακούσαμε και παρακολουθήσαμε ήταν ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος. Από πλευράς γραπτού τύπου, ο μέντοράς μου ήταν ο Γιάννης Χαρισούλης, ανταποκριτής του Έθνους και του Φωτός επί χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ένας σπουδαίος δημοσιογράφος. Αυτός με εισήγαγε στη δημοσιογραφία στην πραγματικότητα, απ’ αυτόν έμαθα πάρα πολλά. Πραγματικός δάσκαλος, ήταν και καθηγητής άλλωστε ο ίδιος, ακέραιος άνθρωπος, έντιμος και πήρα όλες τις αρχές και τις βάσεις απ’ αυτόν”.

 

Τα πρώτα χρόνια με τον Γιάννη τον Χαρισούλη ήμουν και ανταποκριτής του Φωτός και του Έθνους στα γραφεία της Θεσσαλονίκης. Έπρεπε να βοηθάω λοιπόν εκτός από το ρεπορτάζ του μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο. Μπορεί να με θεωρούσαν ‘μπασκετικό’, αλλά δεν προλάβαινε ένας άνθρωπος να τα καλύψει όλα, τότε ήταν και πολλές οι ομάδες της Θεσσαλονίκης στην πρώτη κατηγορία ενώ κι οι απαιτήσεις των εντύπων ήταν αυξημένες. Δεν μπορούσες να κάνεις μόνο ένα πράγμα”.

Τότε, όταν έλεγες σε συγγενείς και φίλους ότι είσαι αθλητικογράφος, σου απαντούσαν, ‘ναι, αλλά και τι δουλειά κάνεις;’. Όσοι ξεκινούσαμε στα 20 χρόνια μας αυτή την ενασχόληση το κάναμε ως χόμπι και μετά προέκυψε η επαγγελματική απασχόληση. Πάντα μέσα όμως υπάρχει το λειτούργημα της δημοσιογραφίας, αν δεν αγαπάς και δεν πιστεύεις κάτι, δεν μπορείς να το διακονήσεις. Ο σωστός δημοσιογράφος πρέπει πάντα να βλέπει τη δουλειά του ως χόμπι και να είναι αποχειροβίωτος, να εξασφαλίζει δηλαδή μόνος του τα προς το ζην”.

Τα πρώτα χρόνια πίστευα ότι θα συνεχίσω παράλληλα με κάτι άλλο. Δεν σου κρύβω ότι τα 2-3 πρώτα χρόνια, οι απολαβές που είχαμε ήταν πενιχρές, δεν έφταναν ούτε για χαρτζιλίκι. Για να βγάζουμε τα έξοδα της σχολής κάναμε κι άλλη δουλειά. Τα αδέρφια μου σπούδαζαν επίσης και τα οικονομικά της οικογένειάς μου ήταν στενά 

Στην Αθήνα μετακόμισα το 1998, απ’ τις αρχές του Απρίλη ήμουν υπεύθυνος του τμήματος μπάσκετ του Φωτός. Η ΕΡΤ προέκυψε στην πορεία, έπειτα από 2-3 χρόνια και τελικά έγινε η μόνιμη δουλειά μου γιατί πήρα και θέσεις ευθύνης”. 

Το μεγάλο μου σχολείο είναι το ΦΩΣ του κυρίου Θόδωρου Νικολαΐδη. Του χρωστάω ευγνωμοσύνη. Με κατέβασε στην Αθήνα και για μένα το Φως αποτέλεσε αεροδιάδρομο απογείωσης, όπως για δεκάδες άλλους συναδέλφους”.

Το μυστικό της επιτυχίας

 

Απ’ χρόνια του ρεπορτάζ στις προπονήσεις, της εφημερίδας και του ραδιοφώνου, στην εποχή του ίντερνετ και των social media. Ο Βαγγέλης Ιωάννου τα έχει ζήσει και τα δύο. Πόσο εύκολη ήταν η προσαρμογή;

Το μυστικό είναι συνεχώς να επιμορφώνεσαι, η δια βίου μάθηση. Πρέπει να συμμετέχεις ενεργά σε σεμινάρια, σε διαλέξεις, να αφουγκράζεσαι το κλίμα της εποχής, να μαθαίνεις τις νέες τεχνολογίες. Η εξέλιξη δεν μπορεί να σε περιμένει να προσαρμοστείς. Όλα αυτά όμως, κρατώντας τις αρχές της παλιάς δημοσιογραφίας που μας έμαθαν οι μεγαλύτεροι. Εντιμότητα, ακεραιότητα, αξιοπιστία, αντικειμενικότητα”.

 

Είναι άλλη η δύναμη της εικόνας στα χρόνια μας κι άλλη η δύναμη της εφημερίδας, έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι. Έχουμε περάσει στα χρόνια της παντοκρατορίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της ιντερνετικής δημοσιογραφίας”.

Αν το αγαπάς κι αν έχεις τη δυνατότητα πρέπει να το κυνηγήσεις κι είναι βέβαιο ότι θα πετύχεις. Αν νομίζεις ότι μπορείς να το κάνεις, αν σου αρέσει κι είσαι αφοσιωμένος σ’ αυτό, θα πετύχεις και θα είσαι απ’ τους καλύτερους. Κανένας δεν μπορεί να σου κόψει το δρόμο προς την εξέλιξη, προς την κορυφή, όσες τρικλοποδιές κι αν σου βάλει, αν πραγματικά το αξίζεις. Αν είσαι αστέρι, θα σου δοθεί η ευκαιρία να λάμψεις. Η συμβουλή μου προς τα νέα παιδιά είναι, αν σου αρέσει αυτό το αντικείμενο, να πάρεις όλα τα εφόδια κι είναι βέβαιο ότι δεν θα χαθείς. Ο καλός πάντα προχωράει και διακρίνεται”.

Το μεγαλύτερο παράσημο στην καριέρα του και τα σχόλια του κόσμου

 

Όταν ο αγώνας του Ολυμπιακού μεταδίδεται στην ΕΡΤ, ένα είναι βέβαιο. Πώς στο Twitter και το Facebook, εκτός απ’ τον Σπανούλη, τον Πρίντεζη, τον Γιανγκ και τον Σφαιρόπουλο, θα έχει την τιμητική του κι ο Βαγγέλης Ιωάννου. Κι όπως συμβαίνει και με τους παίκτες και τους προπονητές, όχι πάντα για καλό.

Το κοινό μας, όταν ακούει κάτι που δεν γνωρίζει, που δεν καταλαβαίνει, που είναι μακριά απ’ τη δική του σφαίρα, συνήθως αρχικά το αμφισβητεί, προσπαθεί να βρει το λάθος, μετά προσπαθεί να το λοιδορήσει, να σε παρουσιάσει σαν γραφικό. Αν δει όμως πώς ζουν το παιχνίδι και ενθουσιάζονται, μπαίνουν στον παλμό του αγώνα οι ξένοι συνάδελφοι στις προηγμένες χώρες, εκεί όπου υπάρχει δημοσιογραφικός και αθλητικός πολιτισμός, όπως για παράδειγμα οι σπίκερ του ΝΒΑ, ότι τις σωστές ώρες θα φωνάξεις και θα χρωματίσεις τη φωνή σου, τότε καταλαβαίνει και σε αποδέχεται. Οι παλιότεροι συνάδελφοι φοβόντουσαν πολλές φορές να εκφραστούν ελεύθερα, σκεπτόμενοι τι θα πει ο κόσμος. Όταν αυτό βγει αυθόρμητα κι είσαι ο πραγματικός σου εαυτός, το πιστεύεις και μπορείς να το μεταδώσεις, τότε θα πετύχει, θα αρέσει στον κόσμο και θα σε αγαπήσουν, θα λένε ‘αυτόν θέλω να τον ακούω’”.  

Το μεγαλύτερο παράσημο της καριέρας μου ήταν όταν ο Περικλής Στέλλας -στον οποίο χρωστάω πολλά διότι έκανε τη ‘μεταγραφή’ μου απ’ το Έθνος στον Ελεύθερο Τύπο και μου προσέφερε το πρώτο μισθολόγιο στην καριέρα μου- με πήρε τηλέφωνο για να μου μεταφέρει τα λόγια της Μάρθας, της κοπέλας που έχασε το φως της στα 28 της χρόνια κι η οποία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον συνάδελφο Μένιο Σακελλαρόπουλο να περάσει εκπαίδευση ως τυφλός όταν έγραψε τα ‘Δεκατρία Κεριά στο Σκοτάδι΄. Σε μια συνάντηση μαζί της και με τον Μένιο λοιπόν, ο καλός συνάδελφος από τη Θεσσαλονίκη, Περικλής Στέλλας μου αποκάλυψε ότι η Μάρθα είπε πως κάθε φορά που ακούει τις μεταδόσεις μου, τις απολαμβάνει κι αισθάνεται σαν να βρίσκεται μέσα στο γήπεδο. Αυτό θεωρώ πως αποτελεί το μεγαλύτερο παράσημο στην καριέρα μου και ήδη ψάχνω τρόπο για να την καλέσω σ’ ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι για να ζήσει όντως την ατμόσφαιρα και την περιγραφή ενός αγώνα καθήμενη δίπλα μου. Το ελάχιστο που θα μπορούσα να της προσφέρω ως ανταπόδοση”.

 

Γελάω πολύ με τις αντιδράσεις, πλάκα γίνεται. Εντάξει υπάρχουν και κακεντρεχείς όμως δεν γίνεται σε έναν πληθυσμό 11 εκατομμυρίων όλοι να αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα και το χιούμορ. Υπάρχει στο παιχνίδι κι η σκοπιμότητα, η εμπάθεια, κάποια στιγμή σπάει η χολή σου και ζεις μ’ αυτά. Η πλειονότητα των πραγματικών φιλάθλων που αγαπάνε και την ομάδα τους και το σπορ, τα εκτιμούν, όπως και οι αθλητές. Θα σε πάω στο μεγαλείο ψυχής του Σπύρου Γιαννιώτη, τώρα που έκανα το ρεπορτάζ για τους Ολυμπιονίκες. Όλα αυτά τα παιδιά, ήταν τόσο οικεία μαζί μου διότι είχαν παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο είχα περιγράψει τους αγώνες, καταλάβαιναν ότι το ζω, ότι είμαι αυθόρμητος κι αυτό είναι και το μυστικό της επιτυχίας”.

Στην εποχή μας, αυτοί που δεν έχουν κάτι άλλο να κάνουν, βρίσκουν αντικείμενο σχολιάζοντας τους πρωταγωνιστές. Θεωρούν μάλιστα ότι μαζί με τους παίκτες και τους προπονητές, πρωταγωνιστές είναι κι οι σχολιαστές, οι δημοσιογράφοι. Μεγάλο λάθος. Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να ντύσουν την εικόνα και να ψυχαγωγήσουν το κοινό, δεν κάνουν τίποτα άλλο. Ό,τι και να πει ο δημοσιογράφος, ό,τι και να κάνει, δεν αλλάζει η κατάσταση, αυτό που είναι να συμβεί θα συμβεί.  Καταλαβαίνω την ψυχολογία της μάζας, σπάω πλάκα, δεν με επηρεάζει. Κι εμείς άλλωστε τα social media τα χρησιμοποιούμε ως εργαλείο της δουλειάς μας κι όλοι αυτοί που συμμετέχουν στο πανηγυράκι αυτό απλώς βοηθάνε τη δουλειά μας και δεν το καταλαβαίνουν”.

Σε σχέση με τις πρώτες μου μεταδόσεις έχω αλλάξει 100%. Έχει σχέση με τις ώρες πτήσης. Οι πρώτες μου μεταδόσεις ήταν στο Παγκόσμιο της Ιντιανάπολης, δεν είχα ξανακάνει τηλεοπτική περιγραφή μέχρι τότε, ούτε σαν δεύτερος. Τότε λοιπόν, έλεγα περισσότερα απ’ όσα έπρεπε“.

Κάποτε όμως ο Φίλιππος Συρίγος μου είπε, ‘μικρέ, το ξέρεις το αντικείμενο, είσαι πολύ καλός, αλλά επειδή μέχρι τώρα μόνο έγραφες ή μετέδιδες για το ραδιόφωνο, εδώ είναι τηλεόραση, μην προσπαθείς να νικήσεις την εικόνα’. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη συμβουλή που μου έχουν δώσει ποτέ για την τηλεοπτική περιγραφή. Η εικόνα είναι πολύ πιο δυνατή από μας, εμείς μπορούμε μόνο να τη συνοδεύσουμε και να την εξηγήσουμε.

 

Ο καθένας μας έχει 5-6 ανθρώπους εμπιστοσύνης, την κρίση των οποίων δεν μπορείς να αμφισβητήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα. Εμπιστεύομαι την κρίση ειδικών, ανθρώπων που ξέρουν, δεν με ενδιαφέρει τι λένε οι πολλοί”.

Ο τελικός της Κωνσταντινούπολης κι η Εθνική Ελλάδας

 

Το παραδέχεται κι ο ίδιος, ανήκει σε μια γενιά πολύ τυχερών δημοσιογράφων, που έζησε και συνεχίσει να ζει από κοντά όλες τις μεγάλες στιγμές του ελληνικού μπάσκετ. Απ’ αυτές που περιέγραψε για λογαριασμό της ΕΡΤ, ποιες ξεχωρίζει;

Πρώτα απ’ όλα θα έβαζα την ανατροπή της Εθνικής ομάδας το 2007 με την Κροατία, με το μπάζερ μπίτερ του Σπανούλη μπροστά στον Πλάνινιτς απ’ το κέντρο του γηπέδου. Είναι η αρχή της καθιέρωσης του Kill Bill. Μετά, είναι το τελευταίο μετάλλιο της Εθνικής στην Πολωνία, το 2009. Σε συλλογικό επίπεδο, η ανατροπή του Ολυμπιακού στην Κωνσταντινούπολη, έχω πάρει έξι βραβεία γι’ αυτή τη μετάδοση”.

Δεν ξέρω αν είναι εύκολο ή δύσκολο να παραμείνεις συγκεντρωμένος κι αισιόδοξος σε τέτοια παιχνίδια, αλλά εμένα έτσι μου βγαίνει, επειδή ακριβώς το ζω το άθλημα. Δεν εγκαταλείψαμε ποτέ τη μάχη, δεν θεωρήσαμε ποτέ ότι το παιχνίδι έχει κριθεί, ακόμη κι όταν άλλοι συνάδελφοι θεωρούσαν το παιχνίδι τελειωμένο. Ήταν απίστευτα όμορφα τα συναισθήματα για πολλούς λόγους. Έπαιξε ρόλο κι ο τόπος διεξαγωγής, η Κωνσταντινούπολη. Ένα μέρος που κάθε φορά που το επισκεπτόμαστε, συγκινούμαστε, είναι ξεχωριστή για τους Έλληνες”.

 

Είναι εντελώς διαφορετική η ψυχολογία σε ένα ντέρμπι ελληνικού πρωταθλήματος, δεν έχεις την ίδια άνεση λόγου. Υπάρχει τεράστια καχυποψία, δεν έχεις την άνεση να εκφράσεις αυτό που βλέπεις και να απολαύσεις στην ουσία το παιχνίδι, να χαρείς με την ομορφιά της φάσης. Αν υψώσεις την φωνή, θα σε κατηγορήσει αμέσως η αντίπαλη ομάδα. Είμαστε τυχεροί στην ΕΡΤ που τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε πολλά ελληνικά ντέρμπι, στην Ευρωλίγκα μπορείς να απολαμβάνεις τη χαρά του παιχνιδιού και να τη μεταδίδεις και στο κοινό. Φαντάσου αν στη θέση των συναδέλφων της συνδρομητικής στον τελευταίο τελικό του ελληνικού πρωταθλήματος πέρσι, ήμουν εγώ. Θα έπρεπε με το δικό ενθουσιώδη κι εκφραστικό τρόπο να περιγράψω τη φάση, ούτε που θέλω να φαντάζομαι τι θα είχε συμβεί”.

Υπάρχει μεγαλύτερο δέσιμο με την Εθνική ομάδα σίγουρα κι είναι κρίμα που τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε ανάλογες επιτυχίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όσα έχουμε ζήσει βέβαια, είμαστε γεμάτοι, η δική μας γενιά μπασκετικών δημοσιογράφων είναι ευλογημένη, έχουμε ζήσει χρυσές εποχές της Εθνικής ομάδας. Είμαστε χαρούμενοι γι΄αυτό και πιστεύουμε ότι θα τα ξαναζήσουμε

Με την Εθνική  ξεχωρίζω 2 ταξίδια. Το Βελιγράδι, την απαρχή της δεύτερης χρυσής εποχής και βέβαια την Ιαπωνία, ειδικά τη βραδιά που κερδίσαμε τους Αμερικανούς κι είχα όλους τους παίκτες στην μικτή ζώνη, το καλύτερο ρεπορτάζ, βραβεύτηκα από δέκα διαφορετικούς φορείς. Μου έπαιρναν τα γυαλιά, μου έβγαζαν τη γραβάτα, μπουγέλα, τραγουδούσαν όλοι μαζί, μοναδικές στιγμές. Μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να τους ξανακερδίσουμε τους Αμερικανούς, όμως τέτοιες στιγμές δεν θα ξαναζήσουμε, είναι ‘once in a lifetime’ που λένε κι αυτοί”.

 

Με όλους είχαμε εξαιρετικές σχέσεις και με τους παίκτες και τους προπονητές. Για εμάς δεν ήταν ποτέ σταρ και απροσπέλαστοι, αλλά νομίζω ούτε για τον κόσμο και γι’ αυτό τους αγαπάει τόσο πολύ. Είναι και μια απάντηση στην ερώτηση για τις διαφορές μπάσκετ-ποδοσφαίρου. Όλα τα παιδιά είναι καταρτισμένα, με βάσεις και γι’ αυτό έχουν κάνει και τόσο μεγάλη καριέρα. Δεν είναι μόνο πολίτες της Ελλάδας, είναι πολίτες του κόσμου, ήταν ευλογημένοι να παίξουν σε πολύ μεγάλες ομάδες και να τα κερδίσουν όλα με τις Εθνικές και τους συλλόγους τους. Ήταν καλά παιδιά και δεν είχαν το χαρακτηριστικό του νεοέλληνα που είχε πει ο μακαριστός Χριστόδουλος, ότι θέλει να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα”.

Ανάμεσα στους δημοσιογράφους του μπάσκετ υπάρχει αλληλοσεβασμός, αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη και δεν υπάρχουν οπαδικές ταυτότητες. Όπου προκύπτει όμως, αυτή η ομάδα δημοσιογράφων που ασχολείται με το συγκεκριμένο σπορ, αυτούς που προσπαθούν να κάνουν κακό, κυρίως στο ίδιο το άθλημα, αργά ή γρήγορα τους αποβάλλει

Είναι θέμα βάσεων, γνώσεων και παιδείας, το πιστεύω αυτό. Είναι περισσότερο επιμορφωμένοι οι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με το μπάσκετ, παρακολουθούν περισσότερο τις εξελίξεις. Δεν λέω ότι μόνο οι μπασκετικοί επιμορφώνονται, υπάρχουν τεράστιες προσωπικότητες και σε αθλήματα που δεν είναι πολύ προβεβλημένα στην Ελλάδα. Για το στίβο ούτε συζήτηση, υπάρχουν ιερά τέρατα κι αν δεν ξέρεις στίβο δεν ξέρεις από αθλητισμό στην πραγματικότητα. Και σε άλλα σπορ όμως συμβαίνει. Πάντως, απ’ τους μπασκετικούς δημοσιογράφους δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση καμία αντιπαλότητα προς όλους τους άλλους. Επειδή δεν υπάρχουν παρακμιακά φαινόμενα στο μπάσκετ, σε όλες τις εκφάνσεις του, δεν υπάρχουν και στη δημοσιογραφία

 

Υπάρχει μια έκφραση που λέμε μεταξύ μας: ‘το μπάσκετ είναι σαν την εκκλησία. Πολλοί πάνε, λίγοι το καταλαβαίνουν’. Είναι δύσκολο άθλημα. Δεν υποτιμούμε την νοημοσύνη κανενός, προσπαθούμε να το απλοποιήσουμε. Γεννήθηκε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και έχει πολλούς ξένους όρους, τους οποίους δεν μπορείς να αποφύγεις, όσο κι αν μεταφράζεις κάποιους. Έχει εκπαιδευτεί πλέον το κοινό και στην Ελλάδα, όμως ακόμα δεν ξέρει πλήρως τους κανονισμούς, τις ορολογίες και τα μυστικά του αθλήματος, ειδικά αυτή την εποχή που αλλάζει η κατεύθυνση του παιχνιδιού. Είναι δύσκολο να το παρακολουθήσεις αν δεν ασχολείσαι συνεχώς. Θα διαμαρτυρηθούν στον διαιτητή χωρίς να ξέρουν τον κανονισμό, θα κράξουν έναν παίκτη χωρίς να ξέρουν τι σύστημα έχει σχεδιαστεί”.

Έχουν μπει στο λεξιλόγιό μας φράσεις όπως οι ειδικές καταστάσεις, τα ‘special situations’ που λέμε, πλέον όταν οι ομάδες είναι ανταγωνιστικές τα πάντα κρίνονται στα τελευταία δευτερόλεπτα και βλέπουμε συχνά ανατροπές ακόμη και σε διαφορές 20 πόντων, όπως στον τελικό της Κωνσταντινούπολης ή στον περσινό τελικό. Ακόμη, κάποτε για να δούμε ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης κοιτάζαμε απλά ποιος έβαλε τους περισσότερους πόντους, σήμερα έχουν μπει όροι όπως τα deflections, κάτι που δεν καταγράφεται καν στα στατιστικά”.

 

Το νέο σύστημα της Ευρωλίγκας είναι πολύ ανταγωνιστικό, δεν ξέρω όμως αν θα αντέξουν οι παίκτες αλλά και το κοινό, αφού τα συνεχή παιχνίδια μπορούν να κουράσουν. Τα εθνικά πρωταθλήματα έχουν καταργηθεί στην πραγματικότητα, οι μεγάλες ομάδες μπορούν να παίζουν κατευθείαν στον τελικό για να δούμε ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα, δεν χρειάζεται να παίζουν στο ενδιάμεσο. Η ποσότητα των αγώνων αναγκαστικά θα επηρεάσει όμως και την ποιότητα, είδαμε τι έγινε και στον αγώνα του Ολυμπιακού με την Μπαρτσελόνα όπου το σκορ θύμισε εποχές Μάλκοβιτς. Ο σχεδιασμός είναι σε 5 χρόνια ευρωπαϊκές ομάδες να παίζουν στο ΝΒΑ, η Ρεάλ το έχει αιτηθεί ήδη. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι ομάδες να μάθουν σ’ αυτούς τους ρυθμούς”. 

Είμαστε τυχεροί που ζήσαμε την εποχή του Διαμαντίδη και του Σπανούλη. Δεν ήταν μόνο αυτοί όμως, ήταν ο Παπαλουκάς, ο Ζήσης, ο Κακιούζης κι όλα τα υπόλοιπα παιδιά που συμμετείχαν σ’ αυτή τη χρυσή γενιά. Βεβαίως, αυτό το δίδυμο ήταν το κορυφαίο όλων, ‘one of a kind’ και οι δύο, γιατί μιλάμε για διαφορετικούς παίκτες. Συγκρίνεις μήλα με πορτοκάλια, ο ένας ήταν ψηλότερος κι έκανε περισσότερες δουλειές στο γήπεδο, ο άλλος πιο κοντός και κάνει απίστευτα πράγματα, παρότι στην αρχή της καριέρας του δεν το περίμενε κανένας”.

Το ‘βελούδινο σφυρί’, ο ‘Άη Γιώργης ο Πρίντεζης’ και τ’ άλλα παρατσούκλια

 

Δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πλήρης μια συνέντευξη με τον Βαγγέλη Ιωάννου, χωρίς ένα σχόλιο για όλα τα παρατσούκλια που γέννησε ή καθιέρωσε αλλά και ατάκες για τις οποίες λοιδορήθηκε, όπως το περιβόητο μακρινό ριμπάουντ.

Το μακρινό ριμπάουντ:Το είχε διδάξει ο προπονητής Ρίτσαρντ Ντουξάιρ πριν από 3 δεκαετίες, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα. ‘Long shot, long rebound, fast break’. Μακρινό σουτ, μακρινό ριμπάουντ, αιφνιδιασμός. Δεν ξέρανε την ορολογία μακρινό ριμπάουντ και κοροϊδεύανε. Λέγανε δεν υπάρχει μακρινό ριμπάουντ. Ο Ντουξάιρ όμως έλεγε ότι όλες οι ομάδες κάνουν πάνω κάτω τα ίδια κι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες είναι που κάνουν τη διαφορά. Έλεγε ότι αν θωρακίζεις την ρακέτα και αναγκάζεις τον αντίπαλο να σουτάρει από μακριά, αν αυτός δεν ευστοχήσει η μπάλα θα εξοστρακιστεί, θα βγει προς τα έξω. Αν εσύ πάρεις τα περισσότερα ριμπάουντ, εξασφαλίζεις περισσότερες κατοχές αρά έχεις και τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσεις. Επίσης, παίρνοντας τη μπάλα στην περίμετρο, μικραίνεις το γήπεδο και τρέχεις στην επίθεση πιο γρήγορα.  Στο μετάλλιο της Εθνικής το 2009, κερδίσαμε στο τέλος χάρη στα μακρινά ριμπάουντ, θυμάμαι ένα μακρινό ριμπάουντ του Περπέρογλου ειδικά που ήταν πολύ κρίσιμο. Στο σημερινό μπάσκετ των 24 δευτερολέπτων και των βιαστικών επιθέσεων, τα περισσότερα σουτ θα είναι άστοχα, επομένως η σημασία του μακρινού ριμπάουντ είναι τεράστια”.

Kill Bill: Το Kill Bill αποδόθηκε στον Σπανούλη τα χρόνια που έπαιζε στο Μαρούσι απ’ τον συνάδελφο Κώστα Σωτηρίου, δεν τον βάφτισα εγώ έτσι, εγώ απλά το καθιέρωσα”.

 

3D: Δεν το γνωρίζει πολύς κόσμος, γιατί δεν έχω μεταδώσει πολλά παιχνίδια του Παναθηναϊκού, όμως τον χαρακτηρισμό αυτό τον έδωσα εγώ στον Διαμαντίδη απ’ τα χρόνια της Εθνικής και συγκεκριμένα στο Παγκόσμιο της Ιαπωνίας. Μαζί με τον υπεύθυνο για τις τηλεοπτικές περιγραφές στο κανάλι της FIBA, τον Τζεφ Τέιλορ, του αποδώσαμε αυτό το παρατσούκλι απ’ τα τρια D, Dimitris Diamantidis και Defence, γιατί ήταν βέβαια και κορυφαίος αμυντικός. Είχαν κάνει τότε ένα σκάουτιγνκ ριπόρτ το οποίο τον χαρακτήριζε κι ικανό σουτέρ κι εγώ σχολίασα ότι το σήμα-κατατεθέν του είναι η άμυνα κι απ’ την κουβέντα προέκυψε το 3D. Στη συνέχεια βέβαια απέδειξε ότι ήταν και ένας εξαιρετικός σουτέρ”.

Βελούδινο σφυρί:Το βελούδινο σφυρί δεν είναι δική μου έκφραση, πάλι απλά το καθιέρωσα. Πρόκειται για παρατσούκλι που έδωσαν οι Αμερικανοί στον Ματ Λοτζέσκι όταν ήταν στο Κολέγιο. Όταν κάτι μου αρέσει κι εκφράζει πραγματικά έναν πρωταγωνιστή το υιοθετώ.  Τον Καλάθη ας πούμε, επειδή έχει μια ιδιαίτερη ταχύτητα στο παιχνίδι του, τον φωνάζω ‘Nick the Quick’ και γελάει κάθε φορά που το ακούει, κάτι που το έχω πάρει απ΄ τον Νικ Βαν Έξελ, τον οποίον και φώναζαν έτσι. Κάποια βγαίνουν αυθόρμητα, άλλα παρατηρώντας το στιλ του παίκτη. Ρωτάς, το εμπεδώνεις και μετά το λανσάρεις”. 

Πεταχτάρι:Όταν το είπα πρώτη φορά δεν μπορείς να φανταστείς τι είχε γίνει. Απ’ τον Πρίντεζη το έμαθα, εκείνος το είχε βαφτίσει έτσι. Το έκανε στην προπόνηση, τον πείραζαν οι συμπαίκτες του για το στιλ του. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο Καζλάουσκας απειλούσε να τον διώξει αν δεν το άλλαζε, ευτυχώς το κράτησε και μ’ αυτό το σουτ μπήκε στο πάνθεον. Μέχρι να βγει όμως και να πει ο ίδιος σε συνέντευξη ότι εκείνος το ονόμασε έτσι, είχαν τρελαθεί όλοι, όπως και με το μακρινό ριμπάουντ”.

‘Αγιος Γεώργιος Πρίντεζης: Αυτό έγινε viral με τη μία, βγήκε 100% αυθόρμητα. Πολλές φορές λέμε ο ‘Άγιος τάδε’ για έναν παίκτη χρησιμοποιώντας το μικρό του όνομα, εκείνο το βράδυ όμως ήταν και ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, ήταν κι αυτή η περίσταση”.

 

You were on fire my man:Είναι μια κλασική αμερικάνικη έκφραση που τη λέμε όταν ένας παίκτης είναι πολύ εύστοχος, απλά ταίριαζε εκείνη τη στιγμή. Επειδή του Κάρολ του είχα κάνει πολλές συνεντεύξεις μέχρι τότε, είχα την άνεση να του μιλήσω στον ενικό και να του κάνω και πλάκα. Υπάρχει κι ο ξύλινος λόγος, όμως ο κόσμος θέλει το οικείο, το αυθόρμητο”.

Θα τους συνοδεύουν μια ζωή τους παίκτες αυτά τα παρατσούκλια, έτσι νομίζω. Το 3D θα τον συνοδεύει τον Διαμαντίδη μέχρι τα βαθιά του γεράματα, το ίδιο και τον Σπανούλη το Kill Bill, παρότι είναι αδόκιμος όρος ως παρατσούκλι, σημαίνει δολοφονήστε τον Bill. Σημασία έχει όμως πως ακούγεται και πως ταιριάζει”.

Το κλείσιμο της ΕΡΤ

 

Ζώντας καθημερινά τη λειτουργία της δημόσιας τηλεόρασης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το αθλητικό κομμάτι, μπορώ να πω ότι περάσαμε πολύ δύσκολα την εποχή που έκλεισε η ΕΡΤ και χρειάστηκε πολύ μεγάλη προσπάθεια κι απίστευτη ψυχική δύναμη απ’ όλους τους συναδέλφους για να επανέλθουμε στην κανονικότητα. Ήταν πραγματικό σοκ, γιατί ήταν η ίδια μας η ζωή, την αγαπάμε και την πονάμε. Δεν μας λύγισε όμως, παλέψαμε, ο καθένας με τις δικές του δυνάμεις, για να κρατήσουμε ζωντανή και όρθια τη δημόσια τηλεόραση και στην ενδιάμεση κατάσταση και τώρα. Πιστεύω ότι έχουμε επιστρέψει πλέον σε μια κανονικότητα που ολοένα θα βελτιώνεται, γιατί δεν νοείται χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα δίχως δημόσια τηλεόραση, το ελεύθερο βήμα όλων των πολιτών. Κάθε μέρα προσπαθούμε, με τα όποια λάθη και τις παραλείψεις μας, να προσφέρουμε ποιοτικό πρόγραμμα στον τηλεθεατή, τον ακροατή και τον αναγνώστη”. 

Παραδοσιακά θα συνεχίσουμε να επενδύουμε στο αθλητικό πρόγραμμα, αυτό είναι επιβεβαιωμένο, αλλά πάντα σύμφωνα με τις ανάγκες και τα δεδομένα της εποχής, λελογισμένα