Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος και η υψηλή τέχνη της ωρίμανσης
Κάποτε έπαιρνε κατάκαρδα τη ζωή και δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τώρα πια τα έχει βρει με τον εαυτό του ακριβώς γιατί ξέρει ότι δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Ο καταξιωμένος συγγραφέας περιγράφει de profundis τη διαδρομή της ζωής του με αφορμή το νέο του βιβλίο.
- 8 ΜΑΙ 2021
«Το έχω κάνει και στο παρελθόν αλλά τώρα ανοίγομαι περισσότερο από ποτέ, ρέπει το βιβλίο προς την καθαρή αυτοβιογραφία. Τα κείμενα είναι επί τούτου σύντομα και αυτό ίσως να παίζει ρόλο στο ότι εισπράττω τόσο θετικά σχόλια. Ίσως να υπάρχει κάτι στον τόνο του βιβλίου που κερδίζει τον κόσμο. Είναι λίγο πιο γλυκό, πιο προσηνές. Δεν ξέρω, ιδέα δεν έχω τελικά”» λέει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ένας από τους πιο καταξιωμένους και παραγωγικούς συγγραφείς της γενιάς του, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου με τίτλο Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί.
Δεν έχει ιδέα γιατί, όπως τονίζει, πρόκειται για μια διαδικασία που εδώ και τέσσερις δεκαετίες συμβαίνει σχεδόν ασυνείδητα, ή μάλλον μια διαδικασία στην οποία το συνειδητό έχει επικουρική συμβολή, μετά από χιλιάδες αυταπάτες στη διαδρομή της ζωής του το ξέρει καλά ότι δεν ελέγχει τι γράφει.
Αυτό που ελέγχει καλύτερα από ποτέ στην αυγή της τρίτης του ηλικίας, είναι κάτι μάλλον πιο σημαντικό ακόμη και για κάποιον που έχει περάσει όλη του τη ζωή κάνοντας ένα πράγμα (γράφοντας), είναι το πώς υπάρχει μέσα στον κόσμο, και όταν λέει κόσμο δεν εννοεί μόνο τους ανθρώπους γύρω του, εννοεί τα πάντα γύρω του. Τώρα πια ξέρει ότι δεν γυρίζουν γύρω από τον ίδιο. Τώρα πια ξέρει ότι δεν είναι αυτός το κέντρο του κόσμου. Πώς το κατάλαβε; Ξεκινώντας κάπως έτσι…
Αρχικά σκέφτηκα να πιάσω το νήμα από το κολυμβητήριο, να γράψω για αυτή τη φρέσκια και ευεργετική εμπειρία. Ξεκίνησα αλλά δεν έβγαινε και τα παράτησα. Ώσπου μου ήρθε η λυτρωτική ιδέα να γράψω σε μορφή ποιημάτων. Ουσιαστικά το βιβλίο είναι όλα αυτά τα ποιήματα, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα το κείμενο, άντε να έχει προστεθεί μια γραμμή εδώ και μια μικρή παράγραφος εκεί. Όλο αυτό μου έδωσε μια αίσθηση πύκνωσης, ότι τελικά δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από τρεις πινελιές για να πεις αυτό που θες.
Ίσως να είναι λίγο φαιδρό να λέμε ότι ένα τόσο μικρό βιβλίο είναι αυτοβιογραφία. Ας πούμε ότι είναι κάτι σαν παρωδία αυτοβιογραφίας, κάτι αλλιώτικο από όλα εκείνα τα μεγάλα αυτοβιογραφικά βιβλία που ξεκινάνε με το «γεννήθηκα εκεί» και συνεχίζουν βήμα-βήμα. Μου άρεσε εξαρχής η ιδέα ότι έκανα κάτι διαφορετικό, πιο ανάλαφρο.
Το απόσταγμα όσων κέρδισα από την ψυχοθεραπεία είναι η κατανόηση ότι δεν είμαι το κέντρο του κόσμου, κάτι που με τις δουλειές που φέρνουν επωνυμία ή αναγνωρισιμότητα, μπορεί να γίνει μεγάλη μπανανόφλουδα. Με το που μπαίνεις στα 60 σε πιάνει μια μελαγχολία, συνειδητοποιείς ότι μειώνονται οι δυνάμεις σου ή ότι δεν μπορείς να χάσεις τα κιλά που έχεις πάρει στο “σωσίβιο”, παθαίνεις δηλαδή αυτό που οι γιατροί αποκαλούν ανδρόπαυση.
Η είσοδος στο τελευταίο κομμάτι της ζωής, το ότι αντικρύζεις κατάφατσα το επερχόμενο τέλος σου -διότι αυτό είναι το θέμα, παρακολουθείς τη σταδιακή διάλυση του σώματος σου ώσπου κατά πάσα πιθανότητα να πεθάνεις από κάποια φριχτή ασθένεια- γεννά περίεργες, δύσκολες σκέψεις. Για να μην τρελαθείς ή να μην πάθεις κατάθλιψη ή να μην ξεμωραθείς και αρχίσεις να κυνηγάς μικρούλες, ο πιο σοφός τρόπος, εκτός από το να παρακολουθείς τη φύση και να παρατηρείς ότι όλα κάποια στιγμή μαραίνονται και πέφτουν, είναι να μειώσεις τον εγωισμό σου.
Κάποτε ο μακαρίτης ο Ηλίας Πετρόπουλος μου έστειλε μια κάρτα από το Παρίσι. «Μην αφήσετε κανέναν να σας λογοκρίνει, κύριε Ραπτόπουλε», έγραφε. Ο Πετρόπουλος βέβαια ερχόταν από πιο ηρωικές εποχές, με λογοκρισία από την ασφάλεια, κατασχέσεις βιβλίων, ακόμη και φυλάκιση. Εμείς ζούμε στη φάση: «στ’ αρχίδια μας αν έβγαλες βιβλίο».
Όταν ξεκινούσα, υπήρχε ένας σεβασμός απέναντι στα βιβλία. Δεν σέβονταν ειδικά εμένα, σέβονταν γενικά τη λογοτεχνία. Ο κόσμος έψαχνε ένα βιβλίο να του αλλάξει τη ζωή, έψαχνε δηλαδή την αρχική, επαναστατική χρήση του βιβλίου. Με τη σταδιακή εμπορευματοποίηση των πάντων η κουβέντα άλλαξε, άρχισαν να ρωτάνε απλά αν πουλάει ένα βιβλίο. Λες και αυτό έχει μόνο σημασία.
Η τέχνη πρέπει να ψάχνει την αλήθεια παρόλο που είναι με ψέματα φτιαγμένη. Αν και η αλήθεια είναι ότι…δεν αντέχεται η αλήθεια μερικές φορές. Γι’ αυτό ο σοφός λαός λέει ότι αν δεν μαλώσεις, δεν λες την αλήθεια.
Πιο μικρός συνήθιζα να μετανιώνω διαρκώς, μου φαινόταν πολύ καλή γυμναστική για να κάνεις μυθοπλασία. Έτσι εξερευνάς διαφορετικές εκδοχές της πραγματικότητας. Αυτό που τα πρώτα χρόνια με έκανε να μετανιώνω ήταν ότι έβλεπα γύρω μου φίλους και γνωστούς να είναι ανέμελοι. Εγώ έπαιρνα κατάκαρδα τη ζωή, είχα την αγωνία αυτό που θα γράψω να μείνει. Ο άλλος πήγαινε στη δουλειά του, τελείωνε, πήγαινε να πιει κάνα ποτό, να πει καμιά μαλάκια. Εγώ τα έβλεπα όλα πιο σοβαρά. Αυτό ώρες ώρες μου δημιουργούσε μια ασφυξία.Τώρα πια δεν σκέφτομαι έτσι.
Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία μου. Δεν μπορώ να την επηρεάσω. Έχω συνειδητοποιήσει πλήρως μετά από χιλιάδες αυταπάτες στη διαδρομή της ζωής μου ότι δεν ελέγχω τι γράφω. Ως ένα σημείο μπορεί να το ελέγξει το συνειδητό, αλλά η αρχή γίνεται από το ασυνείδητο και σε αυτό υπακούς σαν υπνωτισμένος και το κάνεις πράξη, συνεργαζόμενος με το συνειδητό για να μην καταλήξεις σε παραλήρημα. Αφού λοιπόν δεν ελέγχω αυτά που γράφω, τι νόημα θα είχε να με απασχολεί τι θα απογίνουν στο μέλλον;
Ένα από τα πιο τρομερά μαθήματα ζωής που πήρα από τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο και τον Μένη Κουμανταρέα είναι το τι μαλακές υπήρξαμε. Αν ξέραμε πόσο ξαφνικά θα πέθαιναν, θα είχαμε άλλη συμπεριφορά. Όχι ότι ήταν ανήκουστη, αλλά φεύγει ο άλλος και συνειδητοποιείς ότι δεν είχε κανένα νόημα ο όποιος μικροκαβγάς. Έτσι είναι όμως η ζωή, δεν πορεύεσαι σκεπτόμενος ότι δεν πρέπει να πεις τίποτα γιατί μπορεί να πεθάνεις.
Διάφορα χαρακτηριστικά του καθενός μου λείπουν. Του Μένη αυτό που έπαιζε το μάτι του. Ήταν μια διαρκής υπενθύμιση για κάτι που τελικά είναι το άλας της ζωής. Από τον Παναγιώτοπουλο μου έχει μείνει το χιούμορ του. Στο ανοιχτό φέρετρο ο μακαρίτης ήταν τόσο αγέλαστος, που μου φάνηκε δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Ήταν σαν σκανταλιάρικο παιδάκι. Δεν έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά. Αν σε κρίσιμα σημεία της ζωής μας καταφέρναμε να μην πάρουμε τον εαυτό μας πολύ στα σοβαρά, θα γλιτώναμε τρομερούς μπελάδες.
Με το που σφραγίζεται μια σχέση εξαιτίας του θανάτου, μένει πολύ καθαρά ένα απόσταγμα του τι ήταν ο άλλος. Όλοι αυτοί υπήρξαν φύλακες άγγελοι μου, ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, με ευεργέτησαν. Η απώλεια είναι μεγάλη. Δεν είναι ασήμαντο να χάνεις ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να μαλώσεις για ζητήματα τέχνης. Οι σημαντικοί φίλοι, ειδικά όταν είναι καλλιτέχνες, αλλάζουν τη ρότα σου.
Ακόμη και σε περιπτώσεις βιβλίων μου που ήταν σαν απαύγασμα της πορνογραφίας, όπως η Λούλα, πιο πολύ με ρωτούσαν πώς ξέρω όλα αυτά τα πράγματα για τις γυναίκες. Με ρωτούσαν αν είχα κάνει έρευνα. Μα τι έρευνα; Ο συγγραφέας πλάθει ένα γέρο, ένα παιδί, μια γυναίκα και μιλάει εξ ονόματος τους.
Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει ο Παναγιώτοπουλος διαβάζοντας τον Εργένη: η εκπόρνευση ισχύει για όλους, είμαστε όλοι πόρνες πολυτελείας σε έναν εμπορευματοποιημένο κόσμο και όσα κάνει ο ήρωας του βιβλίου, που κλείνεται στο σπίτι του κλπ, είναι μια ηρωική έξοδος ενός ρομαντικού που λέει άντε γαμηθείτε, δεν θα εμπορευματοποιηθώ άλλο. Ήταν η δική του ανάγνωση μιας δικής μου ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλο αυτό συμβαίνει τη δεκαετία του 90. Τότε γενικεύτηκε η εμπορευματοποίηση. Απέμεινε αποκλειστική αξία το χρήμα. Και το ’70 υπήρχε το συμφέρον, αλλά είχε άλλη τσίπα η κοινωνία.
Μεγάλωσα στο Περιστέρι. Ο λαϊκός άνθρωπος τότε είχε μια άλλη αυτοσυγκράτηση. Από το ΠΑΣΟΚ και μετά αποχαλινώθηκε, έβγαλε μια χυδαία επιθετικότητα. Με αυτή την έννοια της έκπτωσης και της παρακμής, τα πράγματα είναι χειρότερα τώρα. Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται διάφοροι που κάνουν λες και ζουν στη Γενεύη και λένε ότι είναι το απόλυτο χάλι η Ελλάδα. Και λες συγνώμη, από που είσαι; Μόνο εσύ δεν έχεις επηρεαστεί; Είσαι κάποια φωτεινή εξαίρεση; Αν υπάρχουν εγγενή εθνικά χαρακτηριστικά, όλοι τα έχουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, δεν γλιτώνεις δηλαδή από τον “κορονοϊό της ελληνικότητας”. Όμως και το να σιχαίνεσαι τους γύρω σου, αρρώστια είναι, ετεροκαθορίζεσαι.
Δεν μπορώ τους αφορισμούς του στιλ είναι μαλάκες οι Έλληνες ή είναι μαλάκες οι Σουηδοί. Οι Σουηδοί έχουν τέτοιες παροχές από το κράτος, που δεν νιώθουν καμία εχθρότητα απέναντι του. Μπορεί κάποιος να λέει ότι ο Έλληνας είναι κάφρος γιατί δεν φροντίζει τα πάρκα και τα παγκάκια, και να θεωρεί θεό τον Σουηδό, χωρίς να βλέπει τις αιτίες που έχουν προκαλέσει αυτές τις συμπεριφορές. Προσωπικά εντοπίζω θετικά στοιχεία σε όλα. Ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες παρακμής, βρίσκω και στοιχεία εξαίσια. Δεν εννοώ μόνο τον καιρό. Όχι ότι το φως είναι αστείο δηλαδή. Αν ζεις στο βορρά που έχει συνέχεια ομίχλη και σκοτάδι, έχεις άλλη σχέση με το σώμα σου, την ψυχή σου, τους γύρω σου.
Αυτό που κατηγορούν τον Μητσοτάκη ότι με τη λίστα Πέτσα «ασήμωσε» τα μίντια για να τα έχει του χεριού του, ξέρεις πόσο χειρότερα ήταν επί Σημίτη; Δεν υπήρχε μισός δημοσιογράφος να γράψει κάτι εναντίον του. Εκείνη την εποχή οργανώθηκε καλύτερα από ποτέ ο έλεγχος της εικονικής πραγματικότητας από τα μίντια, η χειραγώγηση του πληθυσμού.
Ακόμη και αυτοί που κάνουν καλά πράγματα, κάνουν και φριχτά. Όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου. Έκανε τομές, μεταφόρφωσε την Ελλάδα, δυστυχώς χωρίς κάποια πνευματικότητα, με έμφαση στον υλισμό, κάτι που οδήγησε σε μια αντίληψη κακομαθημένου. Στη δεκαετία του ’70 οι φτωχοί άκουγαν Θεοδωράκη. Οι απόγονοι τους το γύρισαν στον Πανταζή. Φώναζε η Αριστερά: Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία. Εντάξει, ψωμί βρέθηκε. Με την παιδεία τι έγινε; Όσο για την ελευθερία, ασ’το, σκλαβωθήκαμε στον καταναλωτισμό.
Η διάψευση του αριστερού από τους αριστερούς είναι πιο βαθιά. Ενδοοικογενειακά η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη. Αν απογοητευτείς από κάποιον που δεν συμμερίζεσαι τις ιδεολογικές απόψεις του, μπορεί να χαρείς κιόλας. Η διάψευση πονάει πιο πολύ αν έχεις εμπιστευτεί κάποιον.
Αν δεν θες να εξαπατηθείς, αν δεν θες να παραπλανηθείς, αν δεν θες να μπερδέψεις τους ευσεβείς πόθους σου με την πραγματικότητα, δεν θα μπορέσει να σε παραμυθιάσει κανείς.
Η «κομματίλα» είναι κάτι αδιανόητο, είναι τρελό να βλέπεις μέσα στους κομματικούς μηχανισμούς πώς ευνοείται ο μέτριος, αυτός που γλείφει. Πολλά εκτρώματα παράγονται από τον κομματικό σωλήνα.
Η ευαισθησία για κοινωνικά και οικολογικά ζητήματα, που είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Αριστεράς, οφείλουν να έχουν μέλλον. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι το δόγμα «η οικονομία πάνω από τον άνθρωπο» είναι καλύτερο από το «ο άνθρωπος πάνω από την οικονομία». Το να μην είσαι ένα εγωιστικό τέρας που ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του, αν υποθέσουμε ότι είναι ίδιον της Αριστεράς, δεν νομίζω ότι θα χαθεί. Δεν γίνεται να χάσουμε την ανθρωπιά μας.
Η κοινωνική ευαισθησία πρέπει να παραμείνει επίκαιρη. Να νοιάζεσαι για τον διπλανό σου. Δυστυχώς υπάρχει μια χαμένη αίσθηση του ιερού. Το θέμα της οικολογίας, ας πούμε, δεν θα βελτιωθεί προσπαθώντας μόνο ορθολογικά να πείσουμε τον αντιοικολόγο να πάψει να ρυπαίνει. Αν δεν καταλάβει ο άνθρωπος ότι το κάθε φυλλαράκι έχει κάτι ιερό, δεν πάμε πουθενά. Ξέρω ότι εκεί έξω είναι ζούγκλα, όλοι κυνηγάνε τα φράγκα, έτοιμοι να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλο ψυχολογικά και να του πιει το αίμα με το μπουρί της σόμπας. Ακούγοντας αυτό που λέω για την ιερότητα στο φυλλαράκι, με θεωρούν μαλάκα μέχρι θανάτου. Δεν είναι όμως η ιερότητα μόνο δουλειά των παπάδων. Γιατί μας φοβίζει η λέξη;
Το “Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί” του Βαγγέλη Ραπτόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Περισσότερες πληροφορίες: https://vangelisraptopoulos.wordpress.com/