Ο Βαρδής Μαρινάκης επιλέγει τα πλάνα της ζωής του
Ο σκηνοθέτης του Σιωπηλού Δρόμου για τον Stephen Frears, τη διαφήμιση και τα προσωπικά του βιώματα από τις μέρες στο Κολλέγιο Αθηνών.
- 16 ΜΑΙ 2021
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ο βραβευμένος σκηνοθέτης των Μαύρο Λιβάδι και Ζίζοτεκ ήταν, παρά το γεγονός ότι δεν έχει ξανακάνει τηλεόραση, ο ιδανικός άνθρωπος για να σκηνοθετήσει το Σιωπηλό Δρόμο του Mega (το επόμενο επεισόδιο προβάλλεται την Κυριακή 16 Μαΐου). Αυτό που λένε μονόδρομος.
Συγκεκριμένα, πέρα από το de facto ταλέντο του και την ευχέρεια που έχει στο να δημιουργεί ατμόσφαιρα που σε κάνει να ανατριχιάζεις, είναι και ο ίδιος -όπως και οι χαρακτήρες στη σειρά- ένα παιδί των βορείων προαστίων.
«Μου αρέσει πολύ να δημιουργώ ατμόσφαιρα. Θεωρώ ότι η ατμόσφαιρα είναι ένας ρόλος ακόμη, μια ακόμη ερμηνεία».
Με προσωπική εμπειρία από το πως είναι να συναναστρέφεσαι με τους γόνους πλουσίων οικογενειών και τα μυστικά που αυτές οι οικογένειες ενίοτε κρύβουν καθώς και ο ίδιος ήταν μαθητής του Κολλεγίου Αθηνών από τη δευτέρα δημοτικού έως και την αποφοίτησή του.
«Η αλήθεια είναι ότι, διαβάζοντας τις ιστορίες, συνειδητοποίησα ότι πάρα πολλές από αυτές τις έχω ζήσει. Ξέρω από πρώτο χέρι πώς πραγματικά είναι ο κόσμος που μένει στα βόρεια προάστια και όχι σαν τις γραφικότητες που βλέπω σε κάποιες άλλες σειρές».
Για την ακρίβεια προσωπική εμπειρία και αρκετά σχετικά βιώματα. Συμπεριλαμβανομένου του να τον σταματάνε, όταν πήγαινε δημοτικό, στο διάδρομο του σχολείου για να τον ρωτήσουν τι θα ψηφίσει και να ξεκινάει την ημέρα του ακούγοντας στο σχολικό τον ύμνο της Νέας Δημοκρατίας από γιους πολιτικών που το έπαιζαν στα κασετοφωνάκια τους.
«Εκείνη η μνήμη που μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό ήταν όταν, οι μάγκες του σχολικού, έβαλαν τον αδελφό μου να γλείψει το πάτωμα και να μαζέψει κάτι χαρτιά που είχαν πετάξει επίτηδες κάτω. Γενικότερα εγώ ήμουν ένα παιδί με φουντωτό άφρο μαλλί, σκονισμένο συνεχώς από την μπάλα που έπαιζα στα χωμάτινα γήπεδα.
Άνηκα στη μεσαία κατηγορία μαθητών που φοράγαμε πιο β’ κατηγορίας παπούτσια και που δεν πηγαίναμε για διακοπές τα Χριστούγεννα στην Ελβετία. Αισθανόμουν αόρατος. Από την άλλη υπήρχαν οι σούπερ κουλ, δηλαδή οι πάρα πολύ πλούσιοι, που κάπνιζαν, έπαιζαν χαρτιά στο διάλειμμα και πήγαιναν συνέχεια ταξίδια στο εξωτερικό. Και μια μικρή μειονότητα που αυτοί κορόιδευαν».
Και οι τρεις αυτές κατηγορίες παλιών συμμαθητών βρέθηκαν να δίνουν ομόφωνα συγχαρητήρια στον Βαρδή μετά την πρεμιέρα του Σιωπηλού Δρόμου. Ενδεχομένως διακρίνοντας εντός του και τους εαυτούς τους.
«Ο Σιωπηλός Δρόμος είναι αλήθεια ότι μου άνοιξε δρόμο σε σχέση με την αποδοχή από ένα ευρύτερο κοινό. Είτε μιλάμε για παλιούς συμμαθητές μου, που όντως επικοινώνησαν ξαφνικά μαζί μου, είτε γενικότερα. Μου ανοίγει ένα δρόμο για να κάνω πιο mainstream ποιοτική μυθοπλασία. Κάτι που με ενδιαφέρει πολύ».
Άλλωστε στο Κολλέγιο ήταν που ο εγγονός του βιομηχάνου πάγου από την Εύβοια ένοιωσε την πιο συνταρακτική εμπειρία της ζωής του. Αυτή του να περιμένει με αγωνία να δει το πρώτο του φιλμ να εμφανιστεί.
«Πήγαινα δευτέρα λυκείου και μόλις είχα βγάλει το πρώτο μου φιλμ με φωτογραφίες με θέμα ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, στο πλαίσιο των μαθημάτων που κάναμε με το γνωστό φωτογράφο και δάσκαλο Πλάτωνα Ριβέλλη. Το πήγα στο σκοτεινό θάλαμο του σχολείου και περίμενα να εμφανιστεί το επόμενο πρωί. Εκείνο το βράδυ έμεινα ξύπνιος όλη τη νύχτα από την έξαψη που ένιωθα. Ήταν μέσα μου σαν έκρηξη ηφαιστείου. Σαν να βρήκα ένα τεράστιο κάλεσμα, σαν να ανοίγεται μπροστά μου ένα καινούργιο σύμπαν. Από και πέρα ήταν που ανακάλυψα την τέχνη, τη μουσική και χίλια δυο άλλα πράγματα».
Αν και, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι ηθικός αυτουργός για τη μετέπειτα πορεία του Βαρδή (που πρόλαβε και αποφοίτησε πολιτικός μηχανικός από το Πολυτεχνείο) ήταν ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος.
«Θυμάμαι, τέλη της δεκαετίας του ’80, να κάθομαι τις νύχτες μόνος μου και να παρακολουθώ μαγεμένος Ταρκόφσκι και ό,τι άλλο παράξενο πρόβαλε η Κινηματογραφική Λέσχη της ΕΤ1. Στην πορεία άρχισα να ξεθαρρεύω και να πηγαίνω στο Δαναό για να δω ό,τι αντίστοιχο μπορούσα. Μαζί μου έρχονταν και ένας από τους κολλητούς μου που αργότερα χρηματοδότησε την πρώτη μου ταινία, το Μαύρο Λιβάδι».
Από εκεί και πέρα ο κινηματογράφος ήταν μονόδρομος για τον Βαρδή. Ξεκινώντας από την πρώτη ταινία μικρού μήκους που έκανε όσο σπούδαζε πολιτικός μηχανικός με τη Μυρτώ Αλικάκη (την εποχή της Αναστασίας). Και συνεχίζοντας με τη θητεία του στο National Film and Television School (NFTS) στο Λονδίνο με καθηγητή τον Stephen Frears. Εκεί που έμαθε ότι δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος.
«Στο Λονδίνο έμαθα για πρώτη φορά τη σημασία του να συνεργάζεσαι. Ήταν μια εμπειρία που με έκανε να νιώσω πιο ταπεινός. Το βασικότερο που μου έμαθε ο Frears ήταν το sharpness, το να είσαι ακριβής. Ενώ του άρεσε πολύ η δουλειά μου, θεωρούσε ότι είμαι πιο τριπάτος. Εκείνη την εποχή βλέπεις κυριαρχούσε ο κοινωνικός ρεαλισμός ενώ εγώ γενικά βρίσκομαι πιο κοντά στη γερμανική και τη ρωσική φιλοσοφία.
Αλλά αυτός ο συνδυασμός εμένα μου αρέσει τώρα. Μου αρέσει δηλαδή να λέω ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος. Αλλά να είναι μέσα σε ένα πλαίσιο που έχει κάτι παραπάνω από talking heads και ευκολίες στην αφήγηση. Για αυτό και στην επόμενη δουλειά θέλω σίγουρα, όσο εμπορική και εξωστρεφής και αν είναι, να υπάρχει και ένα τρίτο επίπεδο. Ένας μυστικισμός, η φύση, ένας background ρόλος που να τα αγκαλιάζει όλα».
Μια αρχή, αυτή του να είναι ανοιχτός σε ιδέες συνεργατών και ηθοποιών, που εφάρμοσε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Συμπεριλαμβανομένου των γυρισμάτων του Σιωπηλού Δρόμου, στο πλαίσιο της πρόβας για τον οποίο είδε μαζί με τους πέντε βασικούς ηθοποιούς -ως reference- σκηνές από το Zodiac και το Big Little Lies. Στέλνοντας ταυτόχρονα στον (εξαιρετικό εδώ) Αντώνη Καφετζόπουλο το Succession για να δει τον ρόλο του εξουσιαστή πατέρα-μιντάρχη.
«Δεν είμαι από τους σκηνοθέτες που διδάσκουν ερμηνεία ή που κάθονται και κάνουν πρόβες για μήνες. Δίνω έμφαση στο casting όπου το βασικό που κοιτάζω είναι να υπάρχει ηλεκτρισμός. Από εκεί και πέρα, όσον αφορά τους ηθοποιούς, ο τρόπος δουλειάς μου είναι να είμαι ανοιχτός να μου έρχονται με ιδέες και να κάνουμε αυτοσχεδιασμό πάνω στο γύρισμα. Θέλω να φέρνουν δικά τους πράγματα σε κάθε σκηνή».
Ο Σιωπηλός Δρόμος είναι η πρώτη τηλεοπτική σειρά του Βαρδή, ο οποίος ωστόσο έχει -πέρα από τις φεστιβαλικές ταινίες- μια μακρά θητεία στη διαφήμιση. Ξεκινώντας από τον bestseller Ομορφάντρα με τον σαντουιτσά Μαυροματάκη και το Από την Αρχή για την Lacta με τους Αποστόλη Τότσικα και Έλλη Τρίγγου και συνεχίζοντας με το web Robogirl που έχει φτιάξει για την Cosmote.
«Την αγαπάω όντως, όπως επισημαίνεις τη διαφήμιση. Είναι άλλωστε αυτή που με έχει ζήσει. Τα πρώτα χρήματα που έλαβα ήταν σκηνοθετώντας, το 2002, μια διαφήμιση για τον Μακεδονικό Χαλβά, για τις ανάγκες της οποίας κατασκευάσαμε μια ολόκληρη κουζίνα. Η διαφήμιση, για μένα, είναι κάτι σαν το one night stand. Έχει το καλό ότι μπλέκεις μαζί της για 15 μέρες και μετά εξαφανίζεσαι. Ενώ η τηλεοπτική σειρά είναι σαν γάμος».
Ένας γάμος από έρωτα, οφείλω να διευκρινίσω, καθώς ο Βαρδής ερωτεύτηκε εξαρχής το υλικό και την προοπτική. Και, όπως όλα δείχνουν, ένας γάμος με χάπι εντ αφού οι πάντες έχουν να πουν τα καλύτερα για το στόρι, το cast και την κινηματογραφική αισθητική του project.
«H απάντηση στην ερώτησή σου, γιατί να το δεις, είναι επειδή είναι μια πολύ συγκινητική, ηλεκτρική ιστορία, επειδή οι ηθοποιοί τα σπάνε και γιατί θεωρώ ότι δεν έχει ξαναγίνει κάτι ανάλογο στην ελληνική τηλεόραση από την άποψη της ατμόσφαιρας, των ερμηνειών και της ιστορίας».
Το πιο σημαντικό; Ότι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Βαρδής τα βλέπει όλα ρόδινα, η σειρά βγήκε τελικά όπως τη φαντάστηκε.
«Όταν το πρωτοδιάβασα το φαντάστηκα στην ιδανική του μορφή. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής, επειδή αντιμετώπισα την πραγματικότητα και τις δυσκολίες είχα την ανησυχία για το πως θα έβγαινε. Όταν το είδα βγήκε καλύτερο από αυτό που περίμενα».