Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος προειδοποιεί: ‘Δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου’
- 7 ΔΕΚ 2015
Σχεδόν κάθε φορά που πρόκειται να συναντήσω έναν άνθρωπο του οποίου έχω ξεχωρίσει για να μην πω αγαπήσει την καλλιτεχνική πορεία, δέκα λεπτά περίπου πριν του σφίξω το χέρι και καθίσω απέναντι του, τρέμω. Η ανυπομονησία μου φουσκώνει τα μηνίγγια και το άγχος του τι πρόκειται να συμβεί μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα με κυριεύει. Ο καιρός και το μπαράζ συνεντεύξεων με άτομα που για διαφορετικούς λόγους το καθένα έχουν αποθηκευθεί στο μυαλό μου παρέα με ένα χειροκρότημα, δεν μπορώ να πω ότι μου έχουν δώσει αυτό που λέμε κολάι, τουλάχιστον όχι στο κομμάτι της ευτυχισμένης αγωνίας που θα έλεγε και ο Βασίλης που σε λιγότερο από πέντε λεπτά θα με καλωσορίσει στο καμαρίνι του. Εκεί που θα λέγαμε ότι ίσως, με έχουν βοηθήσει αυτές οι κάποιες προηγούμενες συνεντεύξεις του ίδιου βεληνεκούς είναι στο να εντοπίσω την πηγή της αναταραχής.
Όταν έναν άνθρωπο τον έχεις πλασμένο στο μυαλό σου ως το αποκύημα ενός σκηνοθέτη ή ενός σεναριογράφου, είναι εκπληκτικά δύσκολο να δεις τη δική του πραγματικότητα. Από φόβο μήπως αυτή, σε απογοητεύσει.
Με αυτήν την εισαγωγή, μπορείς να καταλάβεις ότι εκείνο το απόγευμα Παρασκευής όταν πέρασα τις μεγάλες πόρτες του χριστουγεννιάτικα ντυμένου Πάνθεον και ενημέρωσα τη ρεσεψιόν ότι έχω ραντεβού με τον κύριο Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, ο φόβος που λέμε είχε βαρέσει τιλτ. Αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για έναν ηθοποιό που από όπου και αν έχει περάσει, όποια οθόνη (μικρή ή μεγάλη) και όποια σκηνή έχει κατορθώσει να λάβει μόνο θετικά σχόλια τότε οι εξηγήσεις, περισσεύουν.
Όσο τον περίμενα στο φουαγιέ, εκείνα τα καταραμένα δέκα λεπτά, προσπαθούσα μάταια να θυμηθώ κάτι κακό από αυτόν. Μία ερμηνεία. Σε ένα πράγμα συμφωνούμε με το Δημητρόπουλο στη δουλειά και αυτό είναι ότι το Bank Bang είναι μία από τις πιο τίμιες ταινίες στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο. Για να μη μιλήσω για την τηλεόραση που έχει καταφέρει το ακατόρθωτο. Ότι ξέρεις πολλούς ηθοποιούς της γενιάς του που να έχει υποδυθεί υπερδυνατούς χαρακτήρες σειρών (βλέπε Γρηγόρη ή Τζόνι) και να μην έχει ταυτίσει το όνομά του με έναν από αυτούς.
Θα συνέχιζα το εσωτερικό ντελίριο, αλλά εμφανίστηκε. Και μου έδωσε το πρώτο χαμόγελο αυτής της συνάντησης, το ευγενικό.
Θα ακολουθήσουν και άλλα. Δυστυχώς, δεν έφτασαν τα εννιά για να κάνω την αντιπαραβολή με το Nine που ανεβάζει φέτος σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και το οποίο αποτέλεσε την αφορμή ώστε να ακολουθήσω το Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στα παρασκήνια και να καθίσω στο βολικό καναπέ του καμαρινιού του.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Και, επειδή δεν είμαι αγνώμων, αποφάσισα να ξεκινήσω με αυτό (το Nine).
Σπόιλερ: Στο τέλος του κειμένου, θα βρεις την εξής ερώτηση: ‘έχεις γράψει στίχους στο Χρήστο Θηβαίο;’ με την απάντησή της.
Είχα ήδη ζητήσει από το Βασίλη να μου μιλήσει για την παράσταση όταν τον φώναξαν από τα παρασκήνια. Εκείνος τινάχτηκε σαν ελατήριο (παρεμπιπτόντως αυτό το σήκωμα από τον καναπέ δεν το έχει και πολύ) και μου ζήτησε ένα λεπτό.
Σε δευτερόλεπτα επέστρεψε και λαχανιασμένος μου είπε “Να σου μιλήσω για τι πράγμα είπαμε;”
Για την παράσταση.
“Είναι η πρώτη φορά που ουσιαστικά πρωταγωνιστώ σε μιούζικαλ. Και για να σου πω και την αλήθεια, τα μιούζικαλ, δεν είναι και τα καλύτερά μου. Τα θεωρούσα και νομίζω συνεχίζω να τα θεωρώ ως κάτι που δεν μας ανήκει και πολύ σαν είδος”.
Σαν είδος;
“Εννοώ ως έθνος“.
Έτσι όπως το είπες, κατάλαβα ότι εννοείς τους ηθοποιούς.
“Όχι. Θέλω να πω ότι είναι λίγο πιο αμερικάνικο. Εμείς έχουμε συνηθίσει την επιθεώρηση, ξέρεις τα σκετς, τα νούμερα, τραγουδάμε, χορεύουμε. Το να υπάρχει μία μυθοπλασία και μέσα σε αυτήν να ερμηνεύεις και μέσα από ένα τραγούδι ως χαρακτήρας είναι κάτι το περίεργο“.
Οπότε πώς και φέτος κάνεις μιούζικαλ;
“Αυτό ακριβώς θα σου έλεγα τώρα. Πάραυτα, αυτό το συγκεκριμένο μιούζικαλ βασίζεται τόσο στο 8 1/2 και γενικότερα την ιδιοσυγκρασία του Φελίνι που από μόνο του σαν στοιχεία αποτέλεσε για όλους μας ένα ενδιαφέρον σκούντημα ώστε να ξυπνήσουμε και να το κάνουμε το βήμα“.
Ρίχνει το φακελάκι από το τσάι στο ζεστό νερό και καθώς το βουτάει μέσα στο φλιτζάνι, συνεχίζει.
“Έχει μία ψυχολογική διαδρομή αυτός ο χαρακτήρας. Έχει κάτι το σουρεάλ, κάτι το φαντασιωτικό. Πρόκειται για έναν ήρωα που στο απόγειο της δόξας του βρίσκεται σε ένα τέλμα έμπνευσης, σε ένα τέλμα που δεν ξέρει ποιο θα είναι το επόμενο καλλιτεχνικό του βήμα ή αν αυτό υπάρχει“.
Σταματάει μία στιγμή σαν να θέλει να βρει τις σωστές λέξεις και συνεχίζει.
Δεν μπορώ να μην ρωτήσω όπως καταλαβαίνεις. Εσένα σε έχει οδηγήσει;
“Μέχρι στιγμής όχι γιατί κάθε φορά σε κάθε δουλειά λειτουργώ σαν να είμαι ήδη σε αδιέξοδο. Ξεκινάω λοιπόν από το αδιέξοδο προσπαθώντας να βρω φως στο τούνελ“.
Γελάει, γελάω, γελάμε.
Μάλλον πιάνει αυτός ο τρόπος που δεν ξέρεις. Δεν θυμάμαι και πολλές αποτυχίες σου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι καμία.
“Δεν έχω τα τελευταία χρόνια. Είμαι 22 χρόνια στη δουλειά“.
Ωραία λοιπόν, πόσες αποτυχίες μετράς;
“Δεν τις μετράω γιατί για μένα δεν είναι αποτυχίες. Αποτυχία ο κόσμος θεωρεί κάτι το οποίο εμπορικά δεν έχει πετύχει ή δεν έχει γεμίσει το θέατρο“.
Ας αφήσουμε λίγο τον κόσμο. Είπες πριν ότι ξεκινάς με κάτι αντιμετωπίζοντάς το ως μία αποτυχία που καθόλη τη διάρκεια δουλεύεις μέχρι να την ανατρέψεις. Αν όπως λες εσύ γιατί εγώ αμφιβάλλω, κάπου κάπως κάποτε είχες αποτύχει μία τέτοια ανατροπή τότε αυτό τι ήταν για σένα;
“Για μένα όλο αυτό είχε μία διαδρομή. Δεν έχω δουλέψει λιγότερο σε κάτι το οποίο ήταν αποτυχία, πολλές φορές έχω δουλέψει περισσότερο. Αλλά πάντοτε η αποτυχία είναι ένα σκαλοπάτι που θα σου δώσει τη δυνατότητα να εξελιχθείς“.
Μου έδειξε το διστακτικό του χαμόγελο. Έτεινε το δείκτη του με ένα ερωτηματικό σχηματισμένο στο βλέμμα του με ρώτησε: “Τι σου έλεγα όμως πριν από αυτό;“
Λέγαμε για το ρόλο σου στο Nine.
“Σωστά. Ο Γκουίντο Κοντίνι λοιπόν, βρίσκεται σε μία αναζήτηση έμπνευσης πιεσμένος από το χρόνο, καθώς σε τέσσερις ημέρες πρέπει να ξεκινήσει τα γυρίσματα και δεν ξέρει ποια είναι η ιδέα της ταινίας του. Η ψυχολογική πίεση τον φέρνει σε ένα σημείο να φαντασιωθεί τη μητέρα του που δεν ζει πια και την οποία υποδύεται η Μάρω Κοντού και να ασχοληθεί με τις διάφορες γυναίκες της ζωής του, πραγματικές και φανταστικές“.
Ήπιε μία γουλιά από το τσάι του.
Συνέχισε σε διαφορετικό τόνο, κάπως πιο ντροπαλό.
“Άσε που έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για εμένα ως ηθοποιό να προσπαθώ να γοητεύσω γιατί όλες είναι γυναίκες γύρω μου“.
Εντάξει, τη Λέχου την έχεις.
Γελάει, γελάω, γελάμε.
Ανέφερες πριν τη γυναίκα και το ρόλο της στην έμπνευση ενός άντρα. Αλήθεια, μεγαλύτερη μούσα είναι εκείνη που θα γραφτεί στα πρακτικά ως ο ανεκπλήρωτος έρωτας ή εκείνος που ναι μεν εκπληρώθηκε αλλά σε κάποια φάση, έφυγε;
Ο βαρύς αναστεναγμός που μου χάρισε μου άναψε το πράσινο φως για να μιλήσω για το ‘μύθο’.
Εσείς οι καλλιτέχνες ειδικά έχετε δημιουργήσει ένα μεγάλο μυστήριο γύρω από τη σχέση της δημιουργικότητάς σας με τις ερωτικές σας ‘τραγωδίες’.
Σαν να πήρε μία ανάσα ανακούφισης. Χαμόγελο εφησυχασμού on the go.
“Αυτό ετοιμαζόμουν να σου πω. Μερικές φορές η καταστροφή, είτε λέγεται αποτυχία καλλιτεχνική, επαγγελματική είτε μιλάμε για έναν χωρισμό δυνατό ή ένα πάθος που έχει τελειώσει ή κάτι τέλος πάντων το οποίο θα σε ρίξει στα πατώματα, μπορεί να σου γεννήσει κάτι τόσο δημιουργικό που σε μία περίοδο ευτυχισμένης άπνοιας δεν μπορείς να το νιώσεις. Είναι σαν να σου ξεκλειδώνει κάτι“.
Το θέμα είναι ότι αυτό το κλειδί, βρίσκεται μόνο στα δικά σας χέρια. Σκέψου τώρα έναν γιατρό, έναν χειρούργο για παράδειγμα, με ερωτική απογοήτευση. Εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα να τεστάρω την δημιουργικότητά του.
“Εχμ, ναι. Οι ηθοποιοί έχουμε ίσως το πλεονέκτημα να βρισκόμαστε σε μία βάρκα χωρίς κουπιά στη θάλασσα και όπου μας βγάλει. Είμαστε σαν ναυαγοί. Δεν έχουμε λιμάνι. Και ακόμα και αν βρούμε, δεν μπορούμε να καθίσουμε εκεί για πολύ, εννοώ στη δουλειά. Γνωρίζουμε συνεχώς ανθρώπους, μαθαίνουμε σε νέες καταστάσεις. Είναι ψυχοθεραπευτική η δουλειά μας και αυτό γιατί γνωρίζουμε μέσα από αυτήν χίλιους άλλους εαυτούς που υποδυόμαστε και αυτό για έναν ηθοποιό είναι πολύ σημαντικό.
Δεν είναι τυχαίο ότι και μεγάλες ηλικίες πολλοί άνθρωποι αγγίζουν το θέατρο είτε ερασιτεχνικά είτε επαγγελματικά και τους κάνει να ξανανιώνουν, να γίνονται άλλοι άνθρωποι“.
Ίσως γιατί το θέατρο έχει αυτήν την παιδικότητα.
“Ναι αλλά κυρίως γιατί σου δίνει τη δυνατότητα να ξεφεύγεις από τον εαυτό σου και να υποδύεσαι κάποιον άλλον. Αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου αυτή είναι μία πολύ καλή διέξοδος καθώς κανείς δεν πρόκειται να σε πει τρελό“.
Εσύ πάντως έχει παραξεφύγει από τον εαυτό σου. Δεν πρέπει να έχεις παράπονο. Έχεις υποδυθεί τόσους διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους. Από τον ντραμίστα στο Αραχτοί και λάιτ μέχρι.
Με διακόπτει: “Αραχτοί και λάιτ; Έβλεπες εσύ το αραχτοί και λάιτ; Πόσο χρονών ήσουν;” Σήκωσε τα χέρια και τα κόλλησε στο μυαλό του. “Θα μας τρελάνεις“.
Όχι μόνο το έβλεπα, αλλά υποδυόμουν στον καθρέφτη και τον ρόλο της Άριελ Κωνσταντινίδη.
“Μάλιστα. Πολύ ωραίο αυτό. Τι πήγαινες να μου πεις όμως;“
Σχολίαζα τους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους. Ένα παράδειγμα θα δώσω: Τζόνι- Γρηγόρης.
“Αν με ρωτήσεις τι θέλω να κάνω σε αυτήν τη δουλειά, δεν ξέρω. Ξέρω όμως τι δεν θέλω να κάνω και αυτό είναι τα ίδια και τα ίδια. Να κάνω αυτό που λέμε μανιέρα“.
Με κοίταξε στα μάτια και σαν να ζητά ένα συγκαταβατικό βλέμμα μου, λέει.
Ώστε γι αυτό δεν έκανες το Λάζαρο στο Ταίρι μου.
Είπα και του το χάρισα απλόχερα (το βλέμμα).
“Να, μετά ήταν ο Γρηγόρης στο Είσαι το Ταίρι μου. Ο γλυκός, ο ρομαντικός. Όσο με έπαιρνε και στο θέατρο και τον κινηματογράφο προσπαθούσα να ακολουθήσω την ίδια τακτική του διαφορετικού. Ξέρεις, αν καταλήξω να κάνω τα ίδια και τα ίδια θα νιώθω ότι έχω πεθάνει καλλιτεχνικά “.
Σκέφτηκα στιγμιαία ότι αυτό με τα όρια, θα μπορούσα να το βάλω και στον τίτλο της συνέντευξης. Ναι, προτρέχω.
Εκείνος, ωστόσο συνέχιζε.
“Μέχρι στιγμής πηγαίνω από το ένα άκρο στο άλλο και νιώθω πολύ ευτυχισμένος και γεμάτος από αυτά που έχω κάνει αλλά και γιατί δεν έχω κάνει κάτι πραγματικά αποτυχημένο“.
Στα λεγα εγώ και πριν.
“Σε ευχαριστώ“.
Μου το είπε με χαρά αλλά και ταπεινότητα. Έτσι, ώστε να μην μπορώ παρά να τον ρωτήσω.
Γενικά, με την αναγνωρισιμότητα τόσο του εαυτού όσο και του ταλέντου σου, πώς τα πας;
“Κοίτα, υπάρχουν πολλά στάδια αναγνωρισιμότητας, τα οποία δεν είναι όλα πολύ όμορφα“.
Θα μου τα πεις;
Ξερόβηξε, πήρε ύφος και ξεκίνησε.
“Το πρώτο, είναι καλό. Είναι εκείνο που αρχίζουν να σε αναγνωρίζουν. Δεν θυμούνται το όνομά σου αλλά σε έχουν δει στην τηλεόραση οπότε θα σου πουν ‘εσένα σε έχω δει στην τηλεόραση είσαι καλός’“.
Κινεί πάνω κάτω το δείκτη του δεξιού δαχτύλου του και συνεχίζει.
“Μπορεί μετά να σου πουν και ‘θύμισέ μου το όνομά σου’ βέβαια, αλλά εσύ χαίρεσαι γιατί σκέφτεσαι ότι ‘είμαι καλός στη δουλειά, πήγα καλά και με θυμούνται, με αναγνωρίζουν’.
Το δεύτερο στάδιο (μιλάμε για έναν κωμικό ηθοποιό, γιατί εμένα έτσι με γνώρισαν) είναι το να συνειδητοποιείς ότι αυτή η αναγνωρισιμότητα δεν είναι και τόσο καλή όταν είσαι στις μαύρες σου. Όταν φερ’ειπείν περνάς κάτι άσχημο και ακόμα και αν μέσα σου κλαις για χίλιους λόγους να πρέπει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο να χαμογελάς στους ανθρώπους που έρχονται σε σένα. Αυτό είναι λίγο ζόρικο και σε κλείνει λίγο στο καβούκι σου. Δεν βγαίνεις πολύ, κάθεσαι περισσότερο σπίτι σου, δεν πας έξω για τσιγάρα. Όχι ότι σου κάνει κάτι ο κόσμος αλλά νιώθεις ότι δεν είσαι σε διάθεση“.
Σαν να σοβάρεψε λίγο η έκφρασή του.
“Το τρίτο στάδιο αρχίζει να γίνεται πιο όμορφο γιατί εσύ περνάς στη φάση που το αποδέχεσαι όλο αυτό και αποφασίζεις να βγεις από το καβούκι. Να το χαρείς μαζί με τον κόσμο όταν είσαι σε διάθεση και με έναν διπλωματικό τρόπο αν δεν είσαι καλά να προσπαθήσεις μέσω αυτού να ξεφύγεις λίγο από την προσωπική σου υπόθεση που σε πιέζει ή σε ρίχνει“.
Ξαναχαμογέλασε, όλα καλά.
“Υπάρχει και ένα τέταρτο στάδιο που είναι πιο καλλιτεχνικό. Σε αυτό, είναι που θυμούνται το όνομά σου. Αρχίζουν λοιπόν να χρησιμοποιούν το όνομά σου και να λένε ‘Ρε Χαραλαμπόπουλε, είσαι πολύ ωραίος, γελάω πολύ μαζί σου’.
Μετά θέλεις να πας στο επόμενο στάδιο καλλιτεχνικά που να είναι όχι μόνο ‘γελάω μαζί σου’ αλλά σε είδα και σε κάτι άλλο. Αυτό το στάδιο, βάζει μέσα και το κύριε. ‘Κύριε Χαραλαμπόπουλε σας έχουμε δει και σας εκτιμούμε αφάνταστα’“.
Κάθε φορά που μου μιλά για κάποιον από άλλον, μιμείται τη φωνή του λίγο πιο σιγανά και σοβαρά.
“Φτάνουμε λοιπόν στο τελικό αν θέλεις στάδιο που είναι το ‘Κύριε Χαραλαμπόπουλε ό,τι και αν κάνετε, είστε φοβερός και σας ακολουθούμε πιστά’. Αυτό το τελευταίο, είναι και το καλύτερο στάδιο“.
Με εντυπωσίασες οφείλω να ομολογήσω.
Μου χαμογέλασε τόσο δυνατά που πίστεψα ότι θα κοκκινίσουν τα μάγουλά του. Χωρίς να παίρνω όρκο, αυτό πρέπει να ήταν το ντροπαλό του χαμόγελο.
Θα ήθελα να μείνουμε λίγο στο τελικό στάδιο. Πώς διαχειρίζεσαι όλη αυτήν την θερμή αποδοχή; Αυτό το ‘σας ακολουθούμε πιστά’ που είπες.
“Σκέφτομαι ότι το κοινό ούτε κοιμάται ούτε ξυπνάει έχοντας στο μυαλό του εγώ τι θα κάνω για να με ακολουθήσει. Όταν θα έχω ετοιμάσει κάτι, τότε είναι δική μου δουλειά να τους ξυπνήσω με έναν τρόπο λέγοντας ‘ελάτε, όποιος θέλει να δει αυτό το καινούριο που κάνω’. Αυτή η σκέψη δεν με αφήνει να πετάω στα σύννεφα ή να πιστεύω ότι είμαι το κέντρο του σύμπαντος“.
Ήπιε άλλη μία γουλιά τσάι.
Πολύς κόσμος ωστόσο, τείνει να ακολουθεί τους καλλιτέχνες και σε άλλα πράγματα πέραν της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Στο Δημοψήφισμα για παράδειγμα, υπήρξαν ηθοποιοί που υποστήριξαν δημόσια την αρνητική ή θετική τους ψήφο.
“Κοίτα εμένα με αφορά μόνο το καλλιτεχνικό. Ό,τι και αν κάνω και βγάζω προς τον κόσμο αφορά στις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες και μόνο. Δεν με ενδιαφέρει εμένα προσωπικά ούτε πιστεύω ότι από την στιγμή που είμαι εν ενεργεία καλλιτέχνης πρέπει να προσπαθώ να πείσω ένα κοινό που με αγαπά αν θες ως καλλιτέχνη για κάτι που βρίσκεται στη σφαίρα των προσωπικών πεποιθήσεων“.
Από το μυαλό μου πέρασαν μερικές ‘κατηγορίες’ για τις διαφημίσεις που έχει κάνει αλλά και μία παλαιότερη δήλωση- απάντησή του στους όψιμους ‘δικαστές’ του ότι για εκείνον, η διαφήμιση δεν είναι παρά ένας ακόμη ρόλος. Η αλήθεια είναι ότι το κάθε του βήμα εκτός καλλιτεχνικών συνόρων, είναι εξαιρετικά προσεγμένο.
Την ίδια ώρα που εγώ σκεφτόμουν αυτά, εκείνος συνέχιζε την απάντησή του.
“Το μόνο που κάνω κατά καιρούς είναι να μετάσχω όταν μου ζητείται σε κάποια ενέργεια κοινωνικής προσφοράς σχετική με αρρώστιες, γιατρούς χωρίς σύνορα ή οτιδήποτε. Κάνω ό,τι μπορώ και όσο περνάει από το χέρι μου. Προσπαθώ να βάζω και εγώ ένα λιθαράκι σε τέτοιες προσπάθειες. Όπως τότε που ήμασταν εκεί στα τηλέφωνα“.
Τηλέφωνα;
“Στους τηλεμαραθώνιους“.
Τι μου θύμισες τώρα. Πλάκα πλάκα, έχουν σταματήσει οι τηλεμαραθώνιοι.
“Ναι, ξαφνικά είναι σαν να μην υπάρχει ανάγκη“.
Ή χώρος για τέτοια τηλεοπτικά προγράμματα. Μιας και είπα τηλεόραση, έχεις περάσει και τους καλούς καιρούς της αλλά και τους πιο χαλεπούς. Δεν είναι λίγοι οι συνάδελφοί σου (βλέπε Γιάννης Μπέζος) που υποστηρίζουν ότι τώρα η τηλεόραση βρίσκεται στα φυσιολογικά της επίπεδα και είναι μάλλον καλύτερη από παλιά. Εσένα ποια είναι θέση σου;
“Τότε ήταν καλύτερα από άποψη οικονομικής επιβίωσης. Κατά τα άλλα δεν έχει αλλάξει η τηλεόραση. Καλλιτεχνικά, με πολύ λίγες εξαιρέσεις είμαστε σε ένα πάτο. Στα καλά χρόνια της τηλεόρασης που έρεε υποτίθεται το χρήμα, οι παραγωγοί δεν είχανε τα χρήματα που νομίζεις για να μας πληρώνουν τόσο αδρά. Εκείνοι βίωναν από τότε μία κρίση (καταλαβαίνεις επομένως όταν ήρθε η κρίση τι χαρά έκαναν)“.
Αυτό το ‘καταλαβαίνεις’ μου θύμισε τον Σπύρο Παπαδόπουλο όταν πριν από λίγο καιρό από το δικό του καμαρίνι μου μιλούσε για την λανθασμένη αντίληψη ότι όσοι κάνουν τηλεόραση έχουν και πολλά λεφτά.
Αναποδογύρισε τις παλάμες του αντί να μου πει ‘για να σου δώσω να καταλάβεις’ και τα ακούμπησε στα γόνατά του. Έπειτα μου είπε.
“Όταν ένα επεισόδιο των 30 ή των 45 σελίδων πρέπει να το γυρίσεις σε τρεις μέρες την ώρα που κάποτε είχες τη δυνατότητα να το δουλέψεις δέκα μέρες, καταλαβαίνεις ότι η ποιότητα αυτού που πρόκειται να φτιάξεις δεν μπορεί να είναι η ανάλογη“.
Εκείνη τη στιγμή, η Τάνια Τρύπη, σαν από Μηχανής Θεός χτύπησε την πόρτα. Είπε κάτι στο Βασίλη και εξαφανίστηκε μαζί με την όποια συνέχεια μπορεί να είχε η συζήτησή μας περί παλιάς, νέας και ωραίας τηλεόρασης.
Κάπου διάβασα ότι στα 39 σου αποφάσισες να μην κάνεις για μία χρονιά θέατρο και να ταξιδέψεις, να επισκεφθείς για πρώτη φορά τη Ρώμη, το Λονδίνο και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Περίεργο να μην έχεις πάει στη Ρώμη και να έχεις πάει Αυστραλία.
“Είναι πολύ απλό το γιατί. Από τα 17 μου, δούλευα γιατί δεν ήθελα να επιβαρύνω τους δικούς μου. Έκανα διάφορες δουλειές. Έπειτα, μετά τη δραματική, ήρθε και εκείνη του ηθοποιού.
Είχα πάει στην Αυστραλία λόγω γυρισμάτων για το Είσαι το Ταίρι μου, είχα πάει στη Μάλτα για τα Εγκλήματα, είχα πάει στην Κύπρο για γυρίσματα ή για παράσταση και έφτασα στα 39. Ξέρεις όταν δουλεύεις στο θέατρο, αφήνεις πίσω την προσωπική σου ζωή. Εκ των πραγμάτων γιατί το ρεπό σου είναι συνήθως Δευτέρα και Τρίτη. Κοινώς όταν όλοι οι άλλοι ξεκουράζονται ή βγαίνουν το Σαββατοκύριακο, εμείς έχουμε διπλές παραστάσεις. Όλα αυτά τα χρόνια. Παράλληλα, το καλοκαίρι, υπάρχουν οι περιοδείες. Αυτό σημαίνει ότι πριν τελειώσει ο χειμώνας, ξεκινάς πρόβες για το καλοκαίρι. Πριν τελειώσεις τις παραστάσεις του καλοκαιριού, τέλη Σεπτέμβρη έχεις ξεκινήσει από τον Αύγουστο πρόβες για το χειμώνα“.
Μου σχηματίζει έναν τροχό με τα δάχτυλα των δύο χεριών του και με ρωτά ρητορικά.
“Ε, πού να πας ταξίδι;“
Μούγκα εγώ.
Για πες τα highlights εκείνων που ανακάλυψες.
“Θα ξεκινήσω από κάτι πολύ γενικό. Ανακάλυψα ότι τελικά, η Ελλάδα δεν είναι το τέλος του σύμπαντος, υπάρχει ζωή εκεί έξω“.
Ναι, κάτι έχω ακούσει και εγώ.
Μας αρέσει να κουνάμε το δάχτυλο στον άλλο, είναι η αλήθεια.
“Ναι, το ‘πρόσεξε μην το κάνεις αυτό’ και το ‘εγώ θα το έκανα καλύτερα’“.
Γέλασα, αλλά κατέβασα και λίγο το κεφάλι. Εκείνος, συνέχισε με τις εμπειρίες από τα ταξίδια του.
“Το πρώτο βασικό λοιπόν, είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε το σύμπαν. Το δεύτερο, είναι ότι ανακάλυψα πολύ ωραία μέρη. Η Ρώμη είναι ένα απέραντο μουσείο καθώς περπατάς. Εκεί, ήταν που είπα για ποιο λόγο εμείς με τόση ιστορία που έχουμε δεν έχουμε μπει στη διαδικασία να την αξιοποιήσουμε. Θα μπορούσαμε όλη τη χώρα μας να την έχουμε κάνει ένα απέραντο μουσείο. Ένα πάρκο όλη η χώρα“.
Έπνιξα έναν αναστεναγμό.
“Στο Λονδίνο έζησα μία άλλη κατάσταση, συνέχισε εκείνος. Ενθουσιάστηκα με το Σόχο. Και το Βουκουρέστι όμως με θάμπωσε“.
Βουκουρέστι δεν έχω πάει αλλά μου χουν πει ότι μοιάζει και λίγο με την Αθήνα.
“Καμία σχέση. Με την Αθήνα δεν μοιάζει πλέον καμία πόλη. Γιατί η Αθήνα δεν έχει καμιά ταυτότητα πια“.
Νομίζω ότι έχει ακόμη τη διασκέδαση. Θέλω να ελπίζω ότι σε αυτόν τον τομέα τουλάχιστον, ‘κρατάει’ ακόμη.
“Ναι έχεις δίκιο, αν κρατάει κάτι, αυτό είναι η διασκέδαση. Ωστόσο και αυτή η πρωτιά είναι κάπως ουτοπική. Αν πας Βαρκελώνη, συνειδητοποιείς ότι και σε αυτόν τον τομέα το χάσαμε το παιχνίδι. Δεν είμαστε μόνο εμείς, στο ξαναλέω. Πάραυτα, αν σκεφτούμε Γερμανία και Αυστρία“.
Τον διακόπτω: Εντάξει, η Αυστρία ήταν πολλή ψυχρή χώρα.
“Μπα, η Γερμανία είναι χειρότερη. Χαμόγελο γιοκ, διάθεση για εξυπηρέτηση καμία. Είσαι στο μαγαζί για να ψωνίσεις και σου λέει ο άλλος ‘πήγε 6, φύγε’. Στην Αυστρία στο ταμπεραμέντο τους είναι πιο κοντά στο ελληνικό. Έτσι το έζησα εγώ τουλάχιστον. Και σου μιλάει το αγνό παρθένο μαλλί“.
Μου δείχνει τον εαυτό του από πάνω μέχρι κάτω. Σταματά να γελάει και με κοιτάει με μία κάποια μικρή ενοχή. Ναι, ενοχικό χαμόγελο πρόσω ολοταχώς.
“Το τρίτο που ανακάλυψα ήταν ότι παρόλο που είμαστε έτσι όπως είμαστε, συνεχίζουμε να έχουμε κάτι πάρα πολύ όμορφο στα χέρια μας και στα πόδια μας. Αυτό το κομμάτι γης, έχει κάτι το μοναδικό. Και στη Ρώμη που χάρηκα, και στο Λονδίνο και στο Παρίσι και σε όσα μέρη πήγα στην Ευρώπη, κάτι μου έλειπε. Και δεν το λέω σοβινιστικά. Υπάρχει κάτι εκεί γύρω στην 5η μέρα που όπου και αν είσαι, σε κάνει να θέλεις να γυρίσεις. Εδώ έχει μία άλλου είδους ομορφιά. Πιο χύμα ομορφιά“.
Ένα μπάχαλο έχει.
‘Ναι. Ξέρεις τι συμβαίνει;“
Μάλλον όχι.
“Όταν ήμουν ενάμιση μήνα στην Αυστραλία για τα γυρίσματα και ήταν όλα τόσο τρελά οργανωμένα, συνειδητοποίησα ότι έχει άλλου είδους ομορφιά το να ξυπνάς στην Ελλάδα και να μην ξέρεις τι περιπέτεια σου επιφυλάσσει η μέρα από την ώρα που θα βγεις από το σπίτι σου“.
Τώρα το νοσταλγικό χαμόγελο, έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του.
Κάπου εκεί, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα (αν και δεν το ήθελα) να βάλω μία τελεία στη συζήτηση και να κλείσω το μετέπειτα κείμενό μου με τον αισιόδοξο επίλογο που εκείνος μου χάρισε. Έλα όμως που όπως λέει και εκείνος, ‘πια, δεν είναι τόσο αισιόδοξος’.
Θα μου πεις μία λέξη, μία ατάκα, κάτι που επαναλαμβάνεις συχνά ή πιστεύεις ότι σε χαρακτηρίζει;
Γούρλωσε κάπως τα μάτια του και με κοίταξε με το ίδιο βλέμμα που βάζω στοίχημα ότι θα κοιτούσε τη δασκάλα του αν τον έπιανε αδιάβαστο στο μάθημα.
“Συνήθως λέω το όλα θα πάνε καλά. Το έλεγα για πολλά χρόνια. Έπειτα σταμάτησα“.
Σταμάτησε λίγο και έπειτα συνέχισε. Λοιπόν, είναι ένα στιχάκι από ένα μέταλ συγκρότημα που κάπου το είχα δει στο γυμνάσιο.
Ακούς μέταλ;
“Όχι. Ακούω τα πάντα εκτός από τρανς, ραπ, όλα αυτά που δεν έχουν μελωδία. Τρελαίνομαι. Δεν μπορώ όλα αυτά τα σάικο“.
Γελάει, γελάω, γελάμε.
Σε διέκοψα όμως.
“Ήταν ένα στιχάκι που έλεγε Whenever you dream you are holding a key that opens a door and let you be free“.
Μιας και πιάσαμε τα στιχάκια, έχεις γράψει στίχους στο Χρήστο Θηβαίο;
“Θα σε πάω σε μία ερώτηση που μου έκανες στην αρχή, περί δημιουργικότητας και ερωτικού στραπάτσου. Όταν έγραψα εκείνους τους στίχους ήμουν 24 χρονών, ήμουν φαντάρος και μετά από ένα μεγάλο χωρισμό, στη σκοπιά άρχισα να γράφω κάποιους στίχους. Μετά από χρόνια λοιπόν, αποφάσισα να τους δώσω στο Χρήστο.
Γιατί στο Χρήστο συγκεκριμένα;
“Γιατί αγαπιόμασταν και αγαπιόμαστε πολύ, τον θαυμάζω και τον εκτιμώ“.
Άρα να υποθέσω ότι στεναχωρήθηκες όταν έγιναν viral εκείνες οι δηλώσεις του με τις ντομάτες και τα παξιμάδια.
“Πολύ. Στεναχωρήθηκα γιατί έδωσαν μεγάλη βάση. Δεν υπήρχε τόσος λόγος. Μερικά πράγματα λέγονται. Δεν ήταν ο υπουργός που έβαλε μία υπογραφή και είπε ‘Κάθε οικογένεια θα έχει πέντε παξιμάδια ή οτιδήποτε για να φάει’. Μην τρελαθούμε. Δεν μπορείς έναν καλλιτέχνη να τον διαγράφεις έστω και για ένα φάουλ“.
Τώρα μάλιστα, αυτή ναι είναι μία ατάκα με την οποία μπορώ να βάλω μία άνω τελεία στη συζήτησή μου με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο από εκείνη την Παρασκευή στο Πάνθεον.
Μόλις πάτησα το στοπ, εκείνος σηκώθηκε με τέτοιο τίναγμα από τον καναπέ που για μερικά δευτερόλεπτα πίστεψα ότι πάτησα το fast forward. Μετά θυμήθηκα ότι το μαγνητοφωνάκι μου δεν έχει ακόμη λειτουργία σύνδεσης με άνθρωπο και ησύχασα. Μου εξήγησε ότι σε λιγότερο από μία ώρα έβγαινε στη σκηνή και για μερικά δευτερόλεπτα (όντως, δευτερόλεπτα) εξαφανίστηκε αναζητώντας στους διαδρόμους των παρασκηνίων το πιστολάκι των μαλλιών. ‘Αγόρασα επιτέλους δικό μου για να μη δανείζομαι των άλλων και το έχασα‘, μου είπε και εγώ γέλασα δηλώνοντας συμπαράσταση.
Πληροφορίες Παράστασης
Κάθε Τετάρτη στις 20:00, κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και κάθε Κυριακή στις 19:00 στο Πάνθεον
Παίζουν: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Μάρω Κοντού, Κατερίνα Λέχου, Νάντια Μπουλέ, Αγορίτσα Οικονόμου, Έλενα Παπαρίζου, Κατερίνα Παπουτσάκη, Τάνια Τρύπη, Ελένη Βακάλη, Σταυριάννα Γαρναβού, Μυρτώ Γράψα, Τατιάνα Δημητριάδου, Έλενα Κέκκου, Βαλέρια Κουρούπη, Μελίνα Κόντη, Ιωάννα Λέκκα, Ευγενία Λιάκου, Άννα Μάγκου, Στέφανι Μακαρίτη, Λήδα Μανουσάκη, Σοφία Μιχαήλ, Ευφροσύνη Μπαξεβανάκη.
Συντελεστές: Γιάννης Κακλέας (Σκηνοθεσία), (Απόδοση κειμένου) Θοδωρής Πετρόπουλος,(Απόδοση στίχων) Γεράσιμος Ευαγγελάτος, (Ενορχηστρώσεις – Διεύθυνση ορχήστρας) Αλέξιος Πρίφτης, (Σκηνικά) Μανόλης Παντελιδάκης, (Κοστούμια) Ντένη Βαχλιώτη, (Χορογραφίες) Χρήστος Παπαδόπουλος, (Φωτισμοί) Χρήστος Τζιόγκας, (Φωνητική διδασκαλία) Λία Βίσση, (Βοηθός σκηνοθέτη) Νουρμάλα Ήστυ, τη δωδεκαμελή ορχήστρα διευθύνει ο Αλέξιος Πρίφτης.