Ο Χάρης Αλευρόπουλος παραδέχεται ότι ήταν λίγο υπερβολικός με τον Γεωργάτο
- 15 ΣΕΠ 2016
Οι δημοσιογράφοι που μεταδίδουν αθλητικά γεγονότα αποτελούν μια πολύ ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων. ‘Μπαίνουν’ μέσα στο σπίτι σου χωρίς να σε ρωτήσουν. Σου κάνουν παρέα. Σε κάνουν να γελάς. Σε κάνουν να κλαις. Σε θυμώνουν. Γίνονται δικοί σου άνθρωποι, χωρίς στην ουσία να έχεις έρθει ποτέ σε άμεση επαφή μαζί τους.
Κατά τη διάρκεια της ‘σχέσης’ σας, έρχονται στιγμές που θες να τους σφίξεις το χέρι για όλα όσα ‘ζήσατε’ μαζί και άλλες πάλι που θες να τους βρίσεις, γιατί θεωρείς ότι πήραν θέση εις βάρος της ομάδας σου ή επειδή έκαναν πιο πολλά γλωσσικά λάθη από όσα αντέχει η αντίστοιχη ‘υψηλού’ επιπέδου αισθητική σου.
Στο κοινωνιολογικό λεξικό δεν υπάρχει κάποιο λήμμα που να ορίζει τη συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων. “Απρόσκλητοι επισκέπτες”, είναι η εκδοχή που μου έδωσε ο Χάρης Αλευρόπουλος. Όταν του επισήμανα πως οι τηλεθεατές / ακροατές επιλέγουμε το κανάλι / σταθμό που θα δούμε / ακούσουμε, συνέχισε λέγοντας “στα χρόνια μου ο κόσμος δεν είχε πολλές επιλογές. Αν ήθελε να ενημερωθεί για κάποιο συγκεκριμένο αθλητικό γεγονός, έπρεπε να ανοίξει το σπίτι του σε εμάς”.
Αυτή τη φορά οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ο Χάρης Αλευρόπουλος άνοιξε το σπίτι του σε εμάς και έβαλε τέλος σε ένα άλλο χαρακτηριστικό της ιδιότυπης σχέσης μας με τους αθλητικούς δημοσιογράφους. Στο ότι ανεξάρτητα από το βαθμό οικειότητας που έχουμε δημιουργήσει ερήμην τους, μαζί τους, δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη ζωή τους εκτός των Μέσων στα οποία εργάζονται.
Το ξεκίνημα στη Θεσσαλονίκη
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
“Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ανδρώθηκα στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα κατέβηκα, αφού πήρα το πτυχίο μου στο οικονομικό τμήμα της Ανωτάτης Βιομηχανικής. Στα 16-17 αποφάσισα να ασχοληθώ με την αθλητική δημοσιογραφία. Όντας ακόμα μαθητής ξεκίνησα να γράφω για αγώνες ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου Θεσσαλονίκης για τα ‘Σπορ του Βορρά’ και μετά τη ‘Μακεδονία’ και τη ‘Θεσσαλονίκη'”.
Η μηνιαία μου αμοιβή τα πρώτα χρόνια στις εφημερίδες ανέρχονταν σε 2-3 εισιτήρια κινηματογράφου, με τα οποία πλήρωνες μόνο το φόρο αντί για ολόκληρο το αντίτιμο
“Οι γονείς μου θεωρούσαν ότι ήμουν εκτός πραγματικότητας και πως ταξίδευα σε άλλο πλανήτη. Ο πατέρας μου, όντας υψηλό στέλεχος του ΙΚΑ Θεσσαλονίκης, με παρακίνησε να δώσω εξετάσεις στην τότε τράπεζα Μακεδονίας-Θράκης. Έδωσα, πέτυχα, κάθισα 2-3 μήνες και έφυγα. Καλώς ή κακώς δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια ζωή θα ήμουν τραπεζικός υπάλληλος”.
Οι περισσότεροι αθλητικοί δημοσιογράφοι ξεκινούν την καριέρα τους στα Μέσα αφού συνειδητοποιήσουν πως δεν μπορούν να κάνουν επαγγελματική καριέρα στον αθλητισμό. Τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι με τον Χάρη Αλευρόπουλο. “Έπαιξα μπάσκετ στη ΧΑΝΘ και στο Δελασάλ (ελληνογαλλική σχολή Θεσσαλονίκης). Στα 16 μου έπαθα ρήξη μηνίσκου και μπήκε τέλος στην αθλητική μου σταδιοδρομία. Ανεξάρτητα από τον τραυματισμό, δεν θα έκανα καριέρα. Δεν είχα ούτε τα σωματικά προσόντα, ούτε το ταλέντο να διακριθώ”.
Αφού μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη, ο Αλευρόπουλος δεν θα μπορούσε να υποστηρίζει κάποια ομάδα εκτός της πόλης. “Γαλουχήθηκα, λόγω του πατέρα μου στις τάξεις του Ηρακλή και οι παιδικές συμπάθειες δεν ξεχνιούνται. Από τη στιγμή, όμως, που γνώρισα τα πράγματα επαγγελματικά, έπαθα ‘αχρωματοψία’ σχετικά με τις φανέλες των ομάδων. Όσο ήμουν ενεργός δημοσιογράφος δεν ήξερε κανείς ποια ομάδα συμπαθούσα, γιατί γνωρίζοντας τα πράγματα από κοντά δεν ήξερα αν έπρεπε να τη συμπαθώ ή όχι”.
Όσο καθόμασταν στον καναπέ του σπιτιού του στην Κηφισιά, ο Αλευρόπουλος, μου μίλησε και για τα αθλητικά του πρότυπα. “Ξεκίνησα να έχω πρότυπα από τότε που μπήκα γερά στο επάγγελμα και γνωρίζοντας από κοντά τον Βασίλη Χατζηπαναγή και το Νίκο Γκάλη. Μπροστά σε αυτούς τους δύο κολοσσούς κατάλαβα τι σημαίνει πρότυπο, όχι για να τους μοιάσω, αλλά για να τους ακολουθήσουν τα νέα παιδιά. Ήταν το κάτι άλλο. Η υπέρτατη έκφανση του τι σημαίνει ταλέντο σε παγκόσμιο επίπεδο. Απίστευτος αθλητής ήταν και ο Νίκος Αντωνιάδης του Ηρακλή στο βόλεϊ που μετά πήγε στη Γαλλία, όπου έκανε καριέρα. Από τους πρωτοπόρους του ελληνικού αθλητισμού που έκανε διεθνή καριέρα”.
Οι μεταδόσεις
Η σχέση τηλεθεατή/ακροατή και αθλητικού δημοσιογράφου αρχίζει να χτίζεται μέσω των κειμένων και των εκπομπών του δεύτερου, αλλά αυτό που θα την καθορίσει είναι οι μεταδόσεις του. Η πρώτη μετάδοση για τον Αλευρόπουλο ήταν ραδιοφωνική και επρόκειτο για ένα αγώνα ανάμεσα στον Ηρακλή και τον Πιερικό.
Όταν έμαθα ότι θα μετέδιδα το ματς, έγινε κάτω από τα πόδια μου σεισμός 7-8 ρίχτερ. Έτρεμα. Δεν ήξερα τι μου γινόταν.
Το ξεπέρασε μετά από δύο πολύ μέτριες μεταδόσεις που δεν του άρεσαν καθόλου και κάμποσα ρεπορτάζ. Στην ερώτησή μου για το αν άκουσε ξανά τις συγκεκριμένες μεταδόσεις του για να καταλάβει ότι δεν ήταν καλές ή το ένιωσε όσο ήταν στον ‘αέρα’ ανέφερε: “Την πρώτη την άκουσα. Τη δεύτερη δεν είχα το κουράγιο. Δεν μου άρεσε καθόλου. Στη συνέχεια της καριέρας μου, δεν άκουγα τις μεταδόσεις μου, ούτε έβλεπα τις εκπομπές μου. Ίσως κακώς. Αλλά από τη στιγμή που έδινα τον καλύτερο μου εαυτό στην εκπομπή, δεν θα άλλαζε κάτι αν την έβλεπα την επομένη στο βίντεο. Άκουγα τα σχόλια των σκηνοθετών, των συναδέλφων και του κόσμου και τα έβαζα στο μυαλό μου. Δεν έκανα ιδιαίτερη προετοιμασία πριν τους αγώνες. Έκανα μεταδόσεις αυθόρμητες. Ζούσα το παιχνίδι που έβλεπα. Δεν προγραμμάτιζα τι θα μεταδώσω”.
Οι ακροατές / τηλεθεατές προτιμούμε τους δημοσιογράφους που κάνουν παθιασμένες περιγραφές. Ειδικά όταν περιγράφουν αγώνες που δεν αφορούν την ομάδα μας. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση κάποιου ντέρμπι; Εκεί, πολύ συχνά παρεξηγούμε το πάθος και θεωρούμε πως ο δημοσιογράφος παίρνει θέση υπέρ κάποιας ομάδας. Του ανέλυσα τη σκέψη μου και παίρνοντας το λόγο ανέφερε:
“Ποτέ δεν με έχουν κατηγορήσει για μεροληπτική μετάδοση. Δεν μπορούσαν να το κάνουν. Δεν έδινα το δικαίωμα. Πρέπει να έχεις τέτοια επαγγελματική επάρκεια που να αποσβολώσεις τον θεατή. Είναι επιεικώς ηλίθιο να προσπαθείς να τους πεις το άσπρο που βλέπει ότι είναι μαύρο”.
Τα σαρδάμ και τα “εξαίσια σερβίς του Μάριου Γκιούρδα”
Τις ημέρες πριν τη συνέντευξη γκούγκλαρα το όνομα του Χάρη Αλευρόπουλου για να μαζέψω όσες περισσότερες σχετικές πληροφορίες μπορούσα. Μεταξύ άλλων, βρήκα κάμποσα σαρδάμ που αποδίδονται στον ίδιο κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
“Έχω κάνει ουκ ολίγα σαρδάμ. Όταν περιγράφεις για 3-4 ώρες συνεχόμενες και μάλιστα παθιασμένα και με ζωντάνια, όπως το έκανα εγώ, για να κάνω τον κόσμο να ζήσει το παιχνίδι, δεν μπορείς να μην κάνεις σαρδάμ. Από αυτά, βέβαια, που γράφονται στο ίντερνετ, τα περισσότερα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ξέρω πολύ καλά τι έχω πει, αλλά και πού έχω κάνει σαρδάμ”.
Από την πρώτη στιγμή που συμφωνήσαμε να κάνουμε τη συνέντευξη, είχα στο μυαλό μου τις περιγραφές του Αλευρόπουλου από το βόλεϊ του Ολυμπιακού και συγκεκριμένα τις προσπάθειες του Μάριου Γκιούρδα. Οπότε δεν μπορούσα να αντισταθώ στο να του αναφέρω κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας το αξέχαστο: “Ένα εξαίσιο σερβίς από τον Μάριο Γκιούρδα”.
“Είναι φυσιολογικό να σου έχει μείνει αυτό, γιατί έβαλα το βόλεϊ στην τηλεόραση, αφού ήμουν ο πρώτος που μετέδωσα τόσους αγώνες του συγκεκριμένου αθλήματος. Αγάπησα πάρα πολύ το άθλημα και ήταν για μένα μεγάλο στοίχημα να το εντάξω στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Με βοήθησε πολύ σε αυτό η επιτυχία της Εθνικής να πάρει το χάλκινο στη Γάνδη και οι επιτυχίες του Ολυμπιακού στην Ευρώπη”.
Το πάθος του ήταν συνυφασμένο με την αθλητική ευφυΐα του αθλητή. “Το ίδιο πάθος που είχα στις περιγραφές μου με τον Γκιούρδα είχα και με τον Χατζηπαναγή. Με τρέλαινε. Το ίδιο με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Όπως ο τηλεθεατής σηκωνόταν από το καναπέ του και πανηγύριζε με βάση αυτό που έβλεπε, έτσι έκανα κι εγώ, απλώς με πιο κόσμιο τρόπο. Όταν ο Μάριος έκανε κάποιους απίστευτους άσους, δεν μπορούσα να μην εκδηλωθώ. Και καλά έκανα. Αυτός είμαι και έτσι έκανα καριέρα. Το απόλαυσα”.
Ο “πανταχού παρών” Γρηγόρης Γεωργάτος και ο Μιχαλάκης ο Τζόρνταν
Η παρουσία του Γρηγόρη Γεωργάτου στην Ίντερ έχει ταυτιστεί με τον Χάρη Αλευρόπουλο, αφού αυτός μετέδωσε τους πρώτους του αγώνες στο campionato. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τηλεθεατές σχολιάζαμε το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της περιγραφής ο Γεωργάτος εμπλέκονταν σε κάποιο γκολ, ακόμα και αν είχε ακουμπήσει την μπάλα μισό λεπτό νωρίτερα.
Στο Γεωργάτο, ίσως, ήμουν λίγο υπερβολικός, αλλά μου άρεσε που ήμουν. Έπρεπε να διαφημίσω το προϊόν μου
“Μόνο εγώ ξέρω τι τράβηξα για να φτάσω στο γήπεδο στον πρώτο του αγώνα με τη φανέλα της Ίντερ, που μεταδώσαμε από το ΣΚΑΪ. Είχε κάνει κατακλυσμό στο Μιλάνο και μέσα στο Μεάτσα είχαν βραχεί τα πάντα. Δεν λειτουργούσε απολύτως τίποτα. Δεινοπάθησα να φτάσω στο γήπεδο, αλλά και να βρω τη θέση μου. Καταφέραμε με πολύ κόπο με τους συναδέλφους της RAI να κάνουμε τη μετάδοση και όταν βγήκα στον αέρα ήμουν εκστασιασμένος από την υπερπροσπάθειά μας και μου βγήκε στο παιχνίδι. Και ο Γεωργάτος, όμως, έπαιξε πολύ καλά στην πρεμιέρα του. Δεν εφηύρα ποτέ την παρουσία του. Έλεγα ότι η όλη προσπάθεια ξεκίνησε από το Γεωργάτο. Ήταν μια πραγματικότητα, ακόμα και αν είχε πάρει την μπάλα 5-6 προσπάθειες πριν το γκολ. Δεν έλεγα παραμύθια”.
Ο Αλευρόπουλος δούλεψε πάνω από 35 χρόνια στην τηλεόραση και γνώρισε ανθρώπους τόσο από τον αθλητισμό όσο και από την πολιτική, με τους οποίους δύσκολα μπορεί να έρθει σε επαφή ο μέσος άνθρωπος. Στην ερώτηση για το αν του έχει μείνει κάποιο απωθημένο απάντησε:
“Ήμουν τυχερός και έζησα όλα όσα ήθελα. Έχω γνωρίσει μέσα από τις μεταδόσεις μου από τον Τζόρνταν και τον Πίπεν μέχρι τον Δομάζο και τον Σιδέρη. Είμαι ο πρώτος που έφερα τη ζωντανή μετάδοση αγώνων ΝΒΑ στην Ελλάδα”.
Έλεγα συγκεκριμένα ότι αν δεν υπάρχει αγώνας του φίλου μου του Μιχαλάκη, δεν υπάρχει μετάδοση
“Ήθελα κάθε Σάββατο, σε βαθμό παρεξήγησης, να μεταδίδουμε αγώνα των Μπουλς για να βλέπει ο κόσμος τον Τζόρνταν. Κυνηγούσα τα νούμερα και ήξερα τι ήθελε ο κόσμος”.
Το σήμερα στον αθλητισμό
Όταν η συζήτηση έφτασε στο σήμερα, ο Αλευρόπουλος δεν είχε το πάθος που χαρακτήριζε τις μεταδόσεις του. “Δεν παρακολουθώ πλέον τόσο συχνά αθλητισμό, γιατί δεν με εκφράζει. Έχει αλλάξει ο αθλητισμός. Δεν είναι τόσο υγιής όσο ήταν. Αυτά που συμβαίνουν δεν είναι απόρροια του γνήσιου ταλέντου, συντρέχουν και άλλα πράγματα και αυτό με χαλάει. Από κρούσματα ντόπινγκ μέχρι στησίματα αγώνων λόγω στοιχήματος”.
Στην επισήμανσή μου για το ότι αυτά δεν είναι σημερινά φαινόμενα, αλλά υπήρχαν και στο παρελθόν αποκρίθηκε λέγοντας: “Και για αυτό σταμάτησα να περιγράφω αγώνες. Από κάποιο σημείο και μετά το έκανα καθαρά επαγγελματικά. Ήταν συνειδητή μου επιλογή το ότι σταμάτησα να περιγράφω. Θα περιέγραφα ξανά μόνο για κάτι που θα με έκανε να εκστασιαστώ και πάλι”.
Οι εποχές, όμως, έχουν αλλάξει. “Τότε υπήρχε συναίσθημα. Σήμερα είναι τα πάντα πολύ βιομηχανοποιημένα και ετικετοποιημένα. Έζησα τις καλύτερες εποχές της ελληνικής καθημερινότητας. Κόπιασα, εργάστηκα χωρίς να ξέρω πολλές φορές τι σημαίνει μέρα και νύχτα, αλλά αμείφθηκα καλά για χρόνια. Και είμαι ευτυχής. Κάποτε με συναντούσε κόσμος στον δρόμο και μου ζητούσε μόνο να λέω τα πράγματα με το όνομά τους. Σήμερα, με ρωτάνε πού πήγαν εκείνες οι εποχές”.