Ο Χάρης Γιαννόπουλος έμαθε να σουτάρει βλέποντας φωτογραφίες
Ο φόργουορντ του Αμαρουσίου και ένας από τους καλύτερους σουτέρ του ελληνικού μπάσκετ, μίλησε για το αγαπημένο του άθλημα, τη μουσική και το νέο του βήμα στον χώρο της μόδας.
- 10 ΝΟΕ 2024
Επικοινώνησα αρχικά μαζί του με ένα μήνυμα στο Instagram, καθώς είχα την πληροφορία ότι απαντά αμέσως και έτσι ακριβώς έγινε. Αλλάξαμε αριθμούς και το ραντεβού δόθηκε για σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα αφού έτρεχε όλη μέρα με κάτι για το οποίο θα μου έλεγε από κοντά.
Την τελευταία Παρασκευή του Οκτωβρίου τον συνάντησα λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του, στο Άλσος του Παπάγου και ουσιαστικά δεν χρειάστηκε ποτέ να σπάσει ο πάγος, γιατί δεν υπήρξε ποτέ στιγμή αμηχανίας. Ακόμη και αν δεν γνωρίζεις προσωπικά τον Χάρη Γιαννόπουλο, είναι δύσκολο να μη νιώσεις άνετα από την πρώτη στιγμή που θα περάσεις με τον φόργουορντ του Αμαρουσίου.
Τον «ξέρεις» άλλωστε πάνω από 15 χρόνια. Ήταν το καλοκαίρι του 2007 όταν συστήθηκε στην ευρεία μάζα μέσα από Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων στην Ισπανία. Ναι, ήταν στην ομάδα που έφτασε ένα σουτ μακριά από το τρόπαιο, χάνοντας από τη Σερβία στον τελικό.
Η ρεβάνς για αυτήν τη γενιά (και την αμέσως επόμενη) ήρθε δύο καλοκαίρια αργότερα, στη Ρόδο. Εκεί, ως αρχηγός της πιο αγαπημένης Εθνικής Νέων που θυμόμαστε, ο Χάρης Γιαννόπουλος σήκωσε το κύπελλο του Πρωταθλητή Ευρώπης.
Αφού λοιπόν πόζαρε σαν έτοιμος από καιρό φορώντας το δικό του φούτερ (και όταν λέω δικό του, το εννοώ), αρχίσαμε να μιλάμε για την καριέρα και τη ζωή του. Σταματήσαμε πολλές φορές για να πιάσουμε ένα άσχετο ζήτημα, ενώ κάθε φορά που μιλούσε για τη Νάταλι, τη συζυγό του, έλαμπε. Εντελώς τυχαία, μερικές ημέρες αργότερα έτυχε να καθίσω δίπλα της σε έναν αγώνα του Αμαρουσίου και αμέσως κατάλαβα γιατί.
Η συζήτησή μας όμως δεν ξεκίνησε από τα ένδοξα χρόνια των μικρών Εθνικών, ούτε από όσα σπουδαία έζησε στην επαγγελματική του καριέρα, αλλά από πολύ νωρίτερα: Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας.
Μεγάλωσες στην επαρχία, στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, σωστά; Πώς ήταν αυτά τα χρόνια;
Ναι σωστά, μέχρι τα 14 μου έμεινα εκεί και έφυγα λόγω του ΠΑΟΚ. Κοίτα, όταν ήμουν μικρός δεν καταλάβαινα αν ήταν δύσκολα ή όχι. Μέχρι τα 14, δεν καταλαβαίνεις αν είναι δύσκολα ή όχι. Κάναμε τα μαθήματά μας, παίρναμε τα ποδήλατά μας και παίζαμε μπάλα μέχρι τις 11 το βράδυ. Δεν μας έψαχνε κανείς, ήταν όλα πολύ ξέγνοιαστα. Όταν άρχισα να ζητάω περισσότερα και να ψάχνω για επιπλέον ερεθίσματα, ήμουν ήδη στη Θεσσαλονίκη, οπότε ήταν πολύ ομαλή η μετάβασή μου.
Οι γονείς σου τι έκαναν;
Ο πατέρας μου είχε μια εταιρεία με κάρβουνα και ξύλα. Τη μητέρα μου την έχασα όταν ήμουν 5 χρονών. Τότε, ο αδερφός μου ήταν 15 και η αδερφή μου 13. Μετά από αυτό το γεγονός με «ανέλαβαν» πέρα από τον πατέρα μου και ο νονός με τη νονά μου και η αδερφή μου έγινε και αυτή μάνα, ενώ πολύ κοντά μας ήταν και οι τρεις ξαδέρφες μου.
Καρβουνάς έχεις κάνει εσύ; Πρόλαβες να μάθεις τη δουλειά;
Αν έχω μάθει λέει. Έχω σηκώσει άπειρους τόνους σακούλες και ξύλα. Φαντάσου να γυρνάς στο σπίτι και να είναι όλα μαύρα. Και τα χέρια και τα πνευμόνια. Ίσως τώρα που το σκέφτομαι, για αυτό ήταν ελάχιστες φορές στην καριέρα μου που να σκέφτηκα «πω, βαριέμαι να παίξω μπάσκετ σήμερα». Γιατί μου ερχόταν στο μυαλό η δουλειά του πατέρα μου, οπότε αμέσως σκεφτόμουν ξανά «παίξε μπάσκετ αγόρι μου που βαριέσαι, έλα μπράβο».
Το μπάσκετ πότε ήρθε; Γιατί μου είπες για μπάλα πριν.
Το μπάσκετ το σιχαινόμουν. Τώρα δεν μπορώ χωρίς αυτό με τίποτα, αλλά τότε το σιχαινόμουν. Έπαιζα ποδόσφαιρο στο Νησί Ημαθίας, λίγο έξω από την Αλεξάνδρεια και εκείνα τα χρόνια λόγω του «μαζικού αθλητισμού» που υπήρχε στα δημοτικά -που δεν νομίζω να τον πρόλαβες- και εξαιτίας κάποιων μετρήσεων που κάναμε, μου είπαν να ασχοληθώ με τον στίβο. Ο στίβος μου άρεσε πάρα πολύ και ασχολήθηκα σχεδόν έναν χρόνο.
Μια μέρα, το καλοκαίρι που τελείωσα την έκτη Δημοτικού ο πατέρας μου είχε μια δουλειά στη Θεσσαλονίκη και με πήρε μαζί του γιατί ήθελα να πάρω και παπούτσια. Στο μαγαζί που πήγα να πάρω τα παπούτσια, βρήκα έναν πωλητή, ο οποίος παλιότερα έπαιζε μπάσκετ στον ΠΑΟΚ και τα βρήκαμε γιατί και εγώ μικρός ήμουν ΠΑΟΚτζής. Με ρώτησε πόσο ύψος είχα και πρέπει να ήμουν γύρω στο 1.75 τότε. «Ψηλός είσαι για την ηλικία σου, παίζεις μπάσκετ;» με ρώτησε.
Του είπα ότι δεν μου αρέσει καθόλου και τότε έπιασε τον πατέρα μου και του είπε ότι «αφού είναι ΠΑΟΚτζής ο μικρός, πήγαινέ τον στις ακαδημίες, έχουμε πολύ καλές». Τότε, ο πατέρας μου πήρε την πρωτοβουλία και μου είπε να πάμε να κάνουμε μια προπόνηση να δούμε πώς είναι. Εγώ δεν ήθελα με τίποτα, έκλαιγα κυριολεκτικά για να μην πάω.
Τελικά, μια Κυριακή πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και μου ψιλοάρεσε γιατί ήταν ένα τελείως διαφορετικό μπάσκετ από αυτό που γνώριζα εγώ μέχρι τότε. Πήγαινα για εκείνο το καλοκαίρι, μια φορά τη βδομάδα. Μετά έγιναν δύο κ.ο.κ. Τον πατέρα μου τον έφαγαν οι δρόμοι αφού η Θεσσαλονίκη απείχε 45 λεπτά με μία ώρα από την Αλεξάνδρεια και έτσι εγώ, εξαιτίας του και εξαιτίας του πωλητή έγινα μπασκετμπολίστας.
Τον πωλητή τον βρήκες ξανά από τότε;
Όχι, ποτέ και δεν έμαθα και το όνομά του για να τον ψάξω. Αν το διαβάζει σήμερα πάντως, τον ευχαριστώ πολύ για όλα.
Να σουτάρεις ποιος σε έμαθε;
Οι προπονητές που είχα στον ΠΑΟΚ, ο Γιάννης Τσιτλακίδης και ο Βαγγέλης Ματσαγκούρας. Γενικά στον ΠΑΟΚ εκείνα τα χρόνια, υπήρχε πάρα πολλή πειθαρχία σε ό,τι έχει να κάνει με τα βασικά του αθλήματος. Ντρίμπλα, σουτ, να μάθεις να χρησιμοποιείς δεξί και αριστερό χέρι, τα μαθαίναμε όλα άριστα. Αλλά πέρα από εκεί, την τεχνική του σουτ την έμαθα κατά κύριο λόγο από βίντεο και από φωτογραφίες.
Φωτογραφίες;
Ναι, σε όσους το λέω με κοιτάνε περίεργα, αλλά ισχύει. Μαθαίνεις πάρα πολλά παρατηρώντας έναν παίκτη να πιάνει την μπάλα, χωρίς να είναι βίντεο. Να κάθεσαι να κοιτάς πώς έχεις την μπάλα στα χέρια του, πώς τα τοποθετεί, πώς είναι αφού έχει αφήσει την μπάλα. Έμαθα πολλά από αυτές τις φωτογραφίες.
Από περιοδικά;
Ναι, κυρίως από το SLAM που το έπαιρνα μανιωδώς και είχα αφίσες σε όλο το δωμάτιο. Βεβαίως ως ΠΑΟΚτζής είχα μαζέψει ό,τι αφίσα του Πέτζα υπήρχε και ήταν και αυτός ένας λόγος που λάτρεψα το μακρινό σουτ.
Μέσα από αυτά τα περιοδικά ξεκίνησε και η τρέλα με το NBA;
Ναι, την είχα από πάντα. Ο πρώτος παίκτης που αγάπησα ήταν ο Kobe Bryant και μετά άρχισα να το ψάχνω κι άλλο και λάτρεψα τον Reggie Miller από τους παλαιότερους, ενώ φυσικά είχα αρρώστια με τον Πέτζα Στογιάκοβιτς λόγω και του ΠΑΟΚ. Τώρα βεβαίως είμαι τρελός με τον Steph Curry και νομίζω ότι αν πάρει ένα ακόμα πρωτάθλημα θα ανήκει στο Top 3. Από ομάδες πάλι, είχα την ίδια μετάβαση. Από τους Λέικερς, πέρασα στους Ουόριορς, αν και λάτρεψα το μπάσκετ των Σπερς.
Εσύ, πότε κατάλαβες ότι είσαι καλός;
Θα χρειαστεί να σε γυρίσω μερικά χρόνια πίσω και πάλι στο χωριό. Γενικά, οι άνθρωποι στην Κεντρική Μακεδονία είναι πολύ συντηρητικοί. Δηλαδή για να καταλάβεις, μία από τις θείες μου, καλά να είναι, όταν έπαιζα στον Παναθηναϊκό με είχε ρωτήσει «παιδάκι μου, τι θα γίνει; Πότε θα βρεις μια δουλειά;». Της λέω «ρε θεία στον Παναθηναϊκό παίζω». Δεν είναι ότι έπαιρνα λεφτά που δεν θα χρειαζόταν να ξαναδουλέψω βέβαια και συνέχιζε «ναι αλλά αύριο μεθαύριο κάτι γίνεται, δεν θα πρέπει να μπεις στο δημόσιο;». Οπότε η αλήθεια είναι ότι μου πήρε πάρα πολύ χρόνο ότι όντως το έχω και μπορώ να το κάνω επαγγελματικά, γιατί ήταν όλοι έτσι.
Με τις επιτυχίες των Εθνικών Ομάδων δεν την ψώνισες καθόλου;
Όχι και η οικογένειά μου έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Και ο πατέρας μου και ο αδερφός μου και όλος ο περίγυρος δεν ήταν ποτέ στο χώρο, δεν μπλέκονταν σε τίποτα. Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε να ακούω τους προπονητές μου γιατί αυτοί ξέρουν και αυτοί θα με μάθουν τα πάντα. Οπότε απέκτησα και εγώ αυτό το mindset ότι «ακούω τους προπονητές μου και προχωράω». Επίσης, ήταν σημαντικό ότι όποτε ανέβαινα στο αντρικό του ΠΑΟΚ να παίξω, έτρωγα «σφαλιάρες» γιατί ο ΠΑΟΚ είχε τότε ομαδάρα (Παναγιώτης Βασιλόπουλος, Κώστας Βασιλειάδης, Λουκάς Μαυροκεφαλίδης κλπ) οπότε σκεφτόμουν ότι θέλω δουλειά ακόμη.
15 χρόνια αργότερα τι μένει από αυτές τις πορείες με τις μικρές Εθνικές;
Είναι κάτι μοναδικό. Εγώ με τον Γιώργο Μπόγρη, αν εξαιρέσεις ένα διάστημα τριών εβδομάδων στο Περιστέρι, από τότε δεν είχα βρεθεί ποτέ σε ομάδα, παρά μόνο πέρυσι. Κι όμως, αυτή η πορεία με την Εθνική, είναι ακόμα εκεί, δεν μπορεί να φύγει. Με τον Μπόγρη είχαμε περίπου 5 χρόνια κοινής πορείας στις Εθνικές αυτές και μπορεί να είμαστε εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες και να μην κάναμε ποτέ κολλητή παρέα, αλλά εκείνα τα χρόνια πέρυσι που ξαναβρεθήκαμε ως συμπαίκτες ήταν ακόμα θέμα συζήτησης. Λέγαμε δηλαδή «ρε φίλε τι έχουμε ζήσει».
Αυτές οι τόσο έντονες στιγμές, τόσο high και τόσο low, σε σημαδεύουν. Όταν έπαιζα στο Ρέθυμνο, έτρωγα καθημερινά σε ένα εστιατόριο και μου έλεγαν τα παιδιά που δούλευαν εκεί «πω, πω σε βλέπαμε τότε με την Εθνική και λέγαμε τι ζούνε αυτά τα παιδιά, μακάρι να το κάναμε κι εμείς». Είναι πολύ δυνατό συναίσθημα και είμαστε απίστευτα τυχεροί που ζήσαμε κάτι τέτοιο.
Γιατί λες ότι αγάπησε ο κόσμος τόσο πολύ εκείνη τη γενιά, εκείνες τις Εθνικές; Κι άλλες έκαναν επιτυχίες, αλλά ο κόσμος λάτρεψε κυρίως τη φουρνιά 89-90.
Πιθανότατα επειδή συμπέσαμε και με τις επιτυχίες της Εθνικής Ανδρών. Τα χρόνια 2005-2009 ήταν μαγικά και εμείς φαινόμασταν τότε ως η συνέχειά τους. Και παράλληλα ήταν και η εποχή που ερχόντουσαν και σημαντικές συλλογικές επιτυχίες.
Τα πρώτα σου λεφτά από το μπάσκετ πότε τα έβγαλες;
Όταν πήγα στον Ολυμπιακό.
Στον ΠΑΟΚ;
(γέλια). Δεν είχε πάει καλά αυτό.
Πώς ήταν το συναίσθημα να βγάζεις τα λεφτά σου από το μπάσκετ;
Πολύ ωραίο. Ευτυχώς επειδή μεγάλωσα όπως μεγάλωσα, δεν έκανα σπατάλες ακραίες και βοήθησα την οικογένειά μου. Το να έχεις τόσα περισσότερα λεφτά από τον μέσο όρο είναι περίεργο. Δεν είχα ποτέ τα τρελά συμβόλαια, αλλά είναι σοκαριστικό το να είσαι τόσο μικρός από ένα χωριό της Κεντρικής Μακεδονίας και ξαφνικά να έχεις όλα αυτά. Αναρωτιόμουν, γιατί μένω στη Γλυφάδα, γιατί πληρώνομαι τόσο; Ήταν περίεργο και θέλει πολλή προσοχή.
Ποια ήταν η χειρότερη συμβουλή που άκουσες όταν ξεκινούσες την πορεία σου;
Είναι πάρα πολλά, αλλά ένα με έχει στιγματίσει: Ένας προπονητής μου όταν είχα ήδη γίνει επαγγελματίας, μου έλεγε στα σοβαρά ότι δεν πρέπει να πηδάω όταν σουτάρω. Ευτυχώς για εμένα, δεν τον άκουσα.
Και το πιο χρήσιμο που άκουσες;
Ότι υπάρχει μια νοοτροπία και από τα παιδιά και από τους «έξω» πως οι ομάδες δουλεύουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο τους νέους παίκτες. Καμία ομάδα όμως δεν δουλεύει τον παίκτη συγκεκριμένα. Άρα το πιο χρήσιμο tip που άκουσα ήταν ότι ο παίκτης πρέπει να πιάσει τους προπονητές και να ζητήσει μόνος του έξτρα δουλειά. Εγώ θυμάμαι είχα ξεκινήσει και σκεφτόμουν «καλά, δεν θα μας βάλουν έξτρα προπόνηση;», αλλά λίγοι είχαν αυτήν τη νοοτροπία.
Βέβαια, αυτό που κάνουν έχει μια λογική, γιατί κανείς δεν πρέπει να σε αναγκάσει να δουλέψεις. Αν αναγκάζεσαι να δουλέψεις, τελείωσε, δεν θα βελτιωθείς. Οπότε από τη στιγμή που θες ο ίδιος να βελτιωθείς, πρέπει να πιάνεις τους προπονητές και να ζητάς επιπλέον δουλειά. Αυτή η συμβουλή με είχε βοηθήσει πολύ και την ακολούθησα σε όλη μου την καριέρα.
Γιατί έφυγες αμέσως μετά από έναν χρόνο από τον Ολυμπιακό; Τι συμβόλαιο είχες;
Τρία χρόνια ήταν το συμβόλαιο. Έφυγα γιατί μου αρέσει πάρα πολύ το μπάσκετ και αυτός ήταν ο λόγος που έφυγα από όλες τις ομάδες που έκαναν πρωταθλητισμό. Και στην ΑΕΚ αν δεν ερχόταν ο Ηλίας ο Παπαθεοδώρου τη δεύτερη σεζόν δεν θα έμενα, γιατί την πρώτη μου χρονιά δεν έπαιξα όσο ήθελα και πίστευα ότι έπρεπε να παίξω. Θέλω να παίζω, δεν μπορώ να είμαι σε μια ομάδα και να κάθομαι. Μου αρέσει να είμαι πρωταγωνιστής, να επηρεάζω το παιχνίδι. Να μπαίνω μέσα και να κάνω τη διαφορά.
Επίσης έχω ένα ιδιαίτερο skill set όσον αφορά το μπάσκετ: Το σουτ. Είναι δύσκολο να βάλεις έναν σουτέρ να παίξει πέντε λεπτά. Από αυτούς τους παίκτες που παίζουν πεντάλεπτα, θες να είναι αθλητικοί, να κάνουν δύο φάουλ, να βγάλουν μερικές άμυνες. Εγώ δυστυχώς ή ευτυχώς δεν ήμουν ποτέ αυτός ο παίκτης. Δεν είναι ότι δεν ήθελα, αλλά το skillset μου ήταν πάντα πάρα πολύ συγκεκριμένο. Λόγω του χαρακτήρα μου θα μπορούσα να ήμουν σε μια top ομάδα 15ος παίκτης για 15 χρόνια, γιατί δεν γκρινιάζω, είμαι πάντα χαμογελαστός και είμαι πάντα εκεί. Αλλά δεν μπορούσα να γίνω ποτέ αυτός ο παίκτης αγωνιστικά.
Ναι, αλλά μετά τον Ολυμπιακό έπαιξες πάλι σε top ομάδα. Στον Παναθηναϊκό.
Ναι, και ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου και δεν θα το ξαναέκανα ποτέ. Ήταν από τις λίγες φορές που άκουσα περισσότερο τον περίγυρό μου και όχι την καρδιά μου. Το θυμάμαι σαν χθες, γιατί είχα πάρα πολύ άγχος για αυτήν την κίνηση. Μιλούσα στο τηλέφωνο και μου έλεγαν όλοι «ρε συ, είναι ο Παναθηναϊκός, δεν μπορείς να πεις όχι». Νομίζω ότι αν δεν ήταν στην ομάδα ο προπονητής που είχα την προηγούμενη σεζόν δεν θα το σκεφτόμουν καν. Αλλά σκέφτηκα ότι «ΟΚ, με ξέρει. Είναι ο Παναθηναϊκός, θα έχεις μικρό ρόλο, αλλά στο χέρι σου είναι». Ε, δυστυχώς εκεί την πάτησα ακόμα παραπάνω.
Βέβαια, έπαιξα 25 παιχνίδια, δεν ήταν ότι δεν έπαιξα καθόλου. Είχε γίνει το εξής τότε: Είχα ξεκινήσει καλά στα φιλικά, αλλά παίξαμε με τον Ολυμπιακό πολύ νωρίς μέσα στη σεζόν. Ο Ολυμπιακός ήταν πρωταθλητής Ευρώπης τότε, είχε καλύτερη ομάδα. Έπαιξα γύρω στα 10 λεπτά και είχα 0/3 τρίποντα και τότε ξεκίνησαν όλοι να λένε ότι χρειαζόμαστε σουτέρ και να γκρινιάζουν ότι ο Παναθηναϊκός δεν έχει σουτέρ.
Στο επόμενο ματς, πάμε στη Λιουμπλιάνα για την EuroLeague και βάζω 12 πόντους και μια μέρα μετά έρχεται ο Jason Kapono. Αν αυτό γινόταν δύο χρόνια μετά θα μπορούσα να ανταπεξέλθω, αλλά τότε δεν έγινε. Έκανα ενάμιση μήνα να ξαναπαίξω και κάπου εκεί τελείωσε η σεζόν. Παρόλο που κάναμε νταμπλ και είχαμε από τα καλύτερα αποδυτήρια που βρήκα σε ομάδα, γιατί ήταν όλα τα παιδιά εξαιρετικά, για εμένα ήταν η πιο «σκοτεινή» χρονιά της καριέρας μου γιατί ένιωθα καθημερινά την απόρριψη και ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο.
Οπότε αποφάσισες να φύγεις από ένα ακόμη συμβόλαιο με κορυφαία ομάδα.
Ουσιαστικά, είχα «φύγει» από τον Φεβρουάριο και είχα αποφασίσει ότι αυτό δεν θα το έκανα ποτέ ξανά. Κατάλαβα σαν Χάρης ότι αυτό δεν θέλω να το ξαναπεράσω ποτέ στη ζωή μου. Είπα μέσα μου ότι καλύτερα να παίζω σε μια ομάδα 30 λεπτά, παρά σε μια μεγαλύτερη ομάδα και να αγωνίζομαι μια φορά τον μήνα. Αυτό το διάλεξα γιατί ίσως, μέσα μου, δεν ήθελα να κάνω τόσες πνευματικές θυσίες. Δεν μπορούσα να βρω τη χρυσή τομή και να επιλέξω να μην παίζω για κάποια χρόνια, προκειμένου ίσως να παίξω αργότερα. Ήθελα πάντα να παίζω.
Ήταν ζόρικο την ίδια περίοδο να βλέπεις τους συμπαίκτες σου στην Εθνική Νέων να διαπρέπουν; Κώστας Παπανικολάου, Κώστας Σλούκας και Βαγγέλης Μάντζαρης ήταν εκείνα τα χρόνια Πρωταθλητές Ευρώπης και έπαιζαν αρκετά.
Κοίτα, επειδή με τους συγκεκριμένους ήμουν φίλος, δεν το ένιωσα ποτέ έτσι. Σίγουρα ήταν κίνητρο για μένα, ώστε να περάσω ακόμη περισσότερες ώρες στο γήπεδο αλλά πάντα είχα στο μυαλό μου και μια συμβουλή που μου είχε δώσει ο πατέρας μου: «Μην κοιτάς να κάνεις τους άλλους να φαίνονται χειρότεροι, γίνε εσύ καλύτερος». Δεν με ένοιαζε δηλαδή ποτέ το να «πέσει» ο άλλος και να βγω πρώτος, με ένοιαζε να τον περάσω εγώ επειδή είμαι καλύτερος. Οπότε δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι.
Μετά έπαιξες και δύο χρόνια στην Ισπανία. Πώς ήταν η ACB;
Ήταν μαγικά. Το πρώτο τρίμηνο ήταν πολύ δύσκολο γιατί προσπαθούσα να συνηθίσω τον τρόπο παιχνιδιού. Παρόλο που μου αρέσει πολύ το transition, το ανοιχτό γήπεδο και οι αιφνιδιασμοί, ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ σε αυτά από το «σκεπτόμενο» μπάσκετ που τότε ήταν στα ντουζένια του στην Ελλάδα. Στην Ισπανία εάν η άμυνα σου έδινε χώρο για σουτ, δεν χρειαζόταν να δώσεις την έξτρα πάσα για ένα ακόμη πιο ελεύθερο σουτ, έπρεπε να σουτάρεις εσύ.
Επίσης δεν χρειαζόταν να ψάχνεις τον καλύτερο, γιατί ήταν όλοι καλοί και ειδικά στη Μανρέσα, που ήταν τελευταία στο πρωτάθλημα, είχα συμπαίκτες που έπαιξαν και ξεχώρισαν και στο επόμενο επίπεδο. Μου πήρε περίπου δύο μήνες να το συνηθίσω αυτό, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είμαι και ο παίκτης που θα δώσει τις πολλές έξτρα πάσες (γέλια). Από εκεί και πέρα ήταν όλα εκπληκτικά.
Τη δεύτερη σεζόν στην Ομπραντόιρο είχαμε φανταστική ομάδα. Είχαμε τον Maxi Kleber που έκανε καριέρα στους Μάβερικς, τον Rafa Luz που έπαιζε στην Εθνική Βραζιλίας, τον Alberto Corbacho που 6-7 χρόνια έβγαινε πρώτος στα τρίποντα στην ACB και τον Adam Waszynski. Δυστυχώς εκείνη τη χρονιά είχα έναν τραυματισμό στο καλάμι, ο οποίος μας πήρε τρεις μήνες να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι. Τότε μπορούσα να παίξω μόνο 7-8 λεπτά και μετά ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Τελικά ήταν κάτι σαν περιοστίτιδα και φτιάχτηκε με shock wave, μια θεραπεία με κραδασμούς, η οποία ουσιαστικά αιματώνει ξανά την περιοχή.
Γιατί δεν το δοκίμασες να μείνεις κι άλλο έξω;
Γιατί έκανα ένα ακόμα λάθος. Τη δεύτερη σεζόν πάλι, μετά από το θέμα με τα καλάμια μου, έπαθα σε μια προπόνηση ένα πολύ βαρύ διάστρεμμα και ουσιαστικά έμεινα εκτός μέχρι το τέλος. Ενώ μου είχαν πει ότι με θέλουν να συνεχίσω ως δεύτερο τριάρι, πίσω από τον Pavel Pumprla, πίστευα ότι για να ξαναβρώ τον εαυτό μου, έπρεπε να παίξω σε μια ομάδα που θα μου έδινε 30 λεπτά. Αναζητούσα ένα πιο σίγουρο περιβάλλον για εμένα, για να νιώσω πιο άνετα. Οπότε γύρισα στην Ελλάδα και στο Ρέθυμνο.
Εκείνα τα τρία χρόνια στο Ρέθυμνο μας επανασυστήθηκες ουσιαστικά.
Στο Ρέθυμνο ξαναγεννήθηκα. Μπορεί τώρα, να βλέπω ότι ήταν λάθος το να φύγω από την Ισπανία, αλλά η επιλογή μου να πάω στο Ρέθυμνο, το ισορροπεί. Ναι μεν δηλαδή έφυγα από την Ισπανία που ήταν λάθος σαν κίνηση, αλλά πήγα σε ένα μέρος στο οποίο πέρασα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Έχω δεθεί πάρα πολύ με τους ανθρώπους, με την ομάδα, με τα πάντα στο Ρέθυμνο και η ζωή ήταν φανταστική στο νησί. Έκανα πολλούς φίλους που έχω μέχρι σήμερα και όλο το περιβάλλον ήταν εκπληκτικό.
Πότε ένιωσες ότι άρχισες να ωριμάζεις μπασκετικά;
Νομίζω από την ΑΕΚ και μετά και αυτό ήταν και λίγο περίεργο γιατί τότε άρχισαν να με αποδέχονται ως σουτέρ. Έπρεπε να γίνει από πιο πριν, αλλά τελικά από τα 26-27 άρχισαν να με βλέπουν σαν σουτέρ. Στη δεύτερη σεζόν της ΑΕΚ έφτασα στο peak μου και έμεινα εκεί για αρκετά χρόνια.
Το μπάσκετ πού το απόλαυσες περισσότερο;
Παντού το απόλαυσα το μπάσκετ, όπου είχα ρόλο. Συνολικά νομίζω πέρασα καλύτερα στο Ρέθυμνο, αν και ήταν πολύ δυνατή και η δεύτερη χρονιά με την ΑΕΚ που πήραμε το Κύπελλο.
Φέτος, πώς είναι η φάση στο Μαρούσι;
Φέτος είναι πολύ ωραία φάση. Γουστάρω στο Μαρούσι, περνάω ωραία. Ή φετινή είναι πιο ταλαντούχα ομάδα από την περσινή και το απολαμβάνω ακόμα περισσότερο. Είναι απολαυστικό να βρίσκεσαι σε μια ομάδα με ταλαντούχους συμπαίκτες που έχουν παράλληλα υψηλό μπασκετικό IQ και ξέρουν να παίζουν το παιχνίδι. Τον τελευταίο μήνα είμαστε λίγο μπερδεμένα γιατί είχαμε και δύο προσθήκες που μας αποδιοργάνωσαν λίγο, λόγω ταξιδιών και αγώνων δεν είχαμε χρόνο να κάνουμε προπόνηση. Αλλά θα το βρούμε ξανά.
Πώς επηρεάζουν έναν παίκτη τα τόσα παιχνίδια; Πλέον βελτιώνεται ένας παίκτης 100% το καλοκαίρι με όποια θυσία απαιτεί αυτό;
Ο παίκτης δεν βελτιώνεται ποτέ μέσα στη χρονιά. Το μόνο που μπορεί να βελτιώσει είναι εκείνα που έχει δουλέψει το καλοκαίρι, να τα ενσωματώσει στο παιχνίδι του. Όταν τα παιχνίδια ήταν λιγότερα ήταν πιο δύσκολο. Ναι μεν είχες περισσότερο χρόνο για δουλειά, αλλά δυσκολευόσουν να βάλεις νέα πράγματα στο παιχνίδι σου.
Όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα, οι παίκτες μαθαίνουν μέσα από τις επαναλήψεις και για τις 10 επαναλήψεις που θα κάνεις στον αγώνα, δεν φτάνουν ούτε 1000 επαναλήψεις στην προπόνηση. Εκτός από την ένταση και τον ρυθμό, είναι διαφορετικό και στην ψυχολογία του παίκτη. Στον αγώνα καταλαβαίνει και ο ίδιος τι είναι πραγματικά ικανός να κάνει.
Γιατί έχει κυριαρχήσει τόσο πολύ η άποψη ότι δεν έχουμε σουτέρ;
Εγώ διαφωνώ πολύ με αυτό. Υπάρχουν πολλά παιδιά που μπορούν να σουτάρουν. Τι να λέμε τώρα: Ο Λευτέρης Μαντζούκας σουτάρει φανταστικά, ο Νίκος Ρογκαβόπουλος είναι εκπληκτικός σουτέρ, το ίδιο και ο Νίκος Χουγκάζ.
Ναι, αλλά αυτοί είναι όλοι κάτω των 25, είναι άλλη γενιά. Νομίζω αυτή η συζήτηση είχε ξεκινήσει από το 2010 και μετά.
Ίσως μετά από την απίθανη γενιά που έπαιζε από το 2005 ως το 2010 να μην είχαμε τόσο φοβερό σουτ, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό ήταν τόσο μεγάλο, όσο περιγράφεται. Δηλαδή δεν γίνεται να έχουμε τον Παπανικολάου, έναν παίκτη που σουτάρει με 40% στην EuroLeague και να λέμε ότι δεν έχουμε σουτ. Είναι αστείο. Και εκείνος και ο Ιωάννης Παπαπέτρου μπορούν να σουτάρουν και το έχουν κάνει με τις ομάδες τους. Για να μη μιλήσουμε καν για τον Tyler Dorsey.
Ποια θα είναι τα πράγματα που θα άλλαζες τώρα στο μπάσκετ;
Για εμένα το ιδανικό σενάριο είναι να έχουμε πρωτάθλημα 16 ομάδων. Δεν ξέρω αν τα οικονομικά δεδομένα μπορούν να το αντέξουν αυτό όμως. Τα έσοδα έχουν ανέβει αρκετά, αλλά δεν ξέρω ποιες ομάδες μπορούν να ανταπεξέλθουν.
Εσένα πώς σε βλέπεις τα επόμενα χρόνια; Μπορείς να γίνεις ένας Φώτσης και να συνεχίζεις να παίζεις στις μικρότερες κατηγορίες;
Θέλει μια συγκεκριμένη τρέλα αυτό, που δεν νομίζω ότι την έχω. Δεν ξέρω βέβαια, δεν το έχω σκεφτεί καν αυτό για να σου πω την αλήθεια. Είμαι σε μια ηλικία που δεν ξέρω τι σου επιφυλάσσουν τα πόδια σου από χρονιά σε χρονιά, αλλά αφού πάει καλά ακόμα δεν το σκέφτομαι. Τελευταία βέβαια επειδή έχω ασπρίσει αρκετά πολλοί με ρωτάνε «πω πω παίζεις ακόμα; Πόσο είσαι;» και όταν τους λέω ότι είμαι 35, μου λένε «α, έχεις ακόμα». Νομίζουν όλοι ότι είμαι 40.
Τι είναι επιτυχία για σένα;
Για μένα επιτυχία και ευτυχία ταυτόχρονα είναι ότι παίρνω συνειδητά τις αποφάσεις που θέλω να λαμβάνω εγώ. Είμαι ευτυχισμένος που παίρνω αποφάσεις που θέλω εγώ. Δεν έχω αναγκαστεί δηλαδή να πάρω αποφάσεις που δεν θέλω. Στην ευρύτερη αθλητική έννοια όμως, επιτυχία είναι να κερδίζεις.
Οι φίλοι σου είναι από τον χώρο του μπάσκετ;
Όχι. Είμαστε μια παρέα γύρω στα 15 άτομα και είμαστε μαζί σχεδόν από πάντα. Με τον κολλητό μου και κουμπάρο μου γνωριστήκαμε σε ηλικία 4 ετών στον παιδικό σταθμό, με τον άλλον αρχίσαμε στην πρώτη γυμνασίου να κάνουμε παρέα και τον τρίτο τον γνώρισα όταν πήγα στην Τούμπα, στη Θεσσαλονίκη. Είναι όλοι έξω από τον χώρο. Έχω φυσικά φίλους και μπασκετικούς όλα τα χρόνια και έχω γνωρίσει πάρα πολύ καλά παιδιά και έχω κρατήσει επαφές.
Είσαι πιο σταθερός δηλαδή στο κομμάτι των σχέσεων από ότι στο επαγγελματικό.
(Γέλια) Ναι, ναι καμία σχέση. Κοίταξε, το επαγγελματικό είναι τελείως διαφορετικό. Εμένα οι αγαπημένοι μου παίκτες ήταν εκείνοι που έμεναν στην ομάδα τους σε όλη την καριέρα τους, αλλά προσωπικά υπήρχαν πάντα λόγοι να φεύγω. Και αυτό ίσχυε από πολύ μικρή ηλικία. Αρχικά εγώ σταμάτησα να υποστηρίζω ομάδες όταν ξεκίνησα να παίζω επαγγελματικά.
Όταν πήγα δηλαδή στο ανδρικό τμήμα του ΠΑΟΚ, σταμάτησα να υποστηρίζω τον ΠΑΟΚ, που ήμουν από παιδί. Αυτό γιατί ήταν πολύ δύσκολες οι καταστάσεις. Γνωρίζεις ανθρώπους που καταλαβαίνεις ότι δεν το κάνουν για τον ΠΑΟΚ ή τον όποιο ΠΑΟΚ και η πλειοψηφία είναι έτσι, οπότε γκρεμίστηκε όλο αυτό στα μάτια μου.
Εκεί όμως δεν γκρεμίζεται όλο το άθλημα όπως το έχεις στο μυαλό σου;
Το επαγγελματικό μπάσκετ με το μπάσκετ δεν έχει καμία σχέση. Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Όταν είσαι σε έναν χώρο επαγγελματικό, τότε αυτομάτως γίνεσαι και εσύ επαγγελματίας. Το μπάσκετ όμως σαν άθλημα, είναι τελείως διαφορετικό με το πώς θα προσεγγίσω εγώ τη δουλειά μου. Το άθλημα σαν άθλημα είναι πολύ πιο ρομαντικό από τον χώρο.
Και πού παίζεται αυτό το άθλημα;
Όταν το βλέπεις, όταν παίζεις από παιδάκι ή ακόμα και την ώρα που παίζεις ως επαγγελματίας, είναι πολύ διαφορετικό από την ώρα που κάθεσαι έξω και βλέπεις όλες αυτές τις καταστάσεις. Να στο θέσω αλλιώς, εσένα η δουλειά σου είναι μόνο να παίρνεις συνεντεύξεις;
Όχι, κυρίως δεν είναι αυτή.
Ακριβώς έτσι είναι και για έναν επαγγελματία μπασκετμπολίστα. Το μπάσκετ σαν μπάσκετ σου παίρνει 2 – 4 – 6 ώρες τη μέρα, ανάλογα την προπόνηση ή τον αγώνα που έχεις. Την ώρα του μπάσκετ, δεν σκέφτεσαι τι γίνεται έξω. Τις υπόλοιπες ώρες όμως βλέπεις πράγματα που δεν συμβαδίζουν με το πόσο ρομαντικά βλέπεις εσύ το άθλημα.
Στην προσωπική σου ζωή είσαι επίσης σταθερός;
Ναι. Με τη Νάταλι, τη σύζυγό μου είμαστε μαζί από το 2018. Παντρευτήκαμε πριν ενάμισι χρόνο και θα βγάλω σε πέντε μήνες τον μεγαλύτερο σουτέρ στον πλανήτη Γη (γέλια), αν και δεν ξέρουμε το φύλο ακόμα. Μετά από ένα ματς έγραψε κάποιος σε ένα σχόλιο “Steph Giannopoulos” και μου λέει η Νάταλι: «ποιον φίλο σου έβαλες να το γράψει αυτό; Να το συνηθίσω;» και γελάσαμε πολύ.
Δεν ήταν δύσκολο το να αλλάζεις πόλεις τόσο συχνά;
Ευτυχώς όχι γιατί ερχόταν παντού μαζί μου. Και στην Πάτρα και στη Ρόδο και φυσικά στην Αθήνα. Είναι η γυναίκα της ζωής μου και έδειχνε πάντα κατανόηση, αν και δεν είχε καμία επαφή με τον χώρο. Δηλαδή για να καταλάβεις πάντα μου έλεγε: «τι ώρα έχεις δουλειά αύριο;», που εντάξει δεν το λες αυτό, όταν πάει ο άλλος για προπόνηση. Ή στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει ας πούμε ότι δεν μπορώ να πάρω δυο μέρες άδεια να φύγουμε ένα Σαββατοκύριακο.
Στο Twitter σου βλέπω καρφιτσωμένη την αναγγελία για την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Ωραία ημέρα ε;
Πολύ ωραία μέρα. Ήμουν στην Πάτρα τότε. Τι να πεις; Απίστευτο ήταν αυτό που ζήσαμε με εκείνους τους τύπους και δεν ήταν παιχνιδάκι. Στην αρχή δεν το πίστευα με τίποτα. Άκουγα ιστορίες ότι κυκλοφορούσαν στην Αθήνα και κυνηγούσαν μετανάστες και λες «εντάξει δεν γίνονται αυτά». Λες και είμαστε στο 1800 στην Αλαμπάμα.
Στο χωριό πώς ήταν η κατάσταση;
Στην Αλεξάνδρεια θυμάμαι είχαν εξαγριωθεί οι κάτοικοι επειδή είχαν φέρει μετανάστες σε ένα κέντρο κράτησης και σε όλη την επαρχία υπήρχε μια ακροδεξιά τάση. Εγώ προσπαθούσα τότε να μιλήσω με τον κόσμο, κυρίως για να καταλάβω τι συμβαίνει, πώς μπορεί να σκέφτονται. Τους γνωστούς μου και τους συγγενείς μου προσπαθούσα να τους «επηρεάζω».
Θεωρώ ότι σε κανέναν δεν αρέσουν οι αλλαγές και ότι επειδή εκείνη τη δεκαετία άλλαξαν πολλά, αρκετοί στράφηκαν σε εκείνους. Πλέον, έχουμε κάπως συνηθίσει τις αλλαγές εκείνες που ήρθαν και τα πράγματα έχουν γίνει λίγο καλύτερα. Αλλά ο τρόπος αντιμετώπισης ήταν λάθος. Χωρίς να πιστεύω ότι είμαι ο ειδικός για να μιλήσει για κάτι τέτοιο και μιλώντας καθαρά και μόνο σαν Χάρης, το να βάζεις κάποιους ανθρώπους περιφραγμένους μέσα σε έναν χώρο μου φαίνεται λάθος.
Ήταν πιστεύεις δημιούργημα της κρίσης ή ήταν δικαιολογία του πολιτικού συστήματος αυτή;
Η κρίση έπαιξε τεράστιο ρόλο. Είναι πολύ πιο εύκολο να εκμεταλλευτεί κάποιος την οποιαδήποτε φοβία, πίεση και θυμό που κυριαρχεί. Όποτε δεν υπάρχει κάποια σχετική σταθερότητα είναι ιστορικά πιο εύκολα να παραπλανήσουν τέτοιοι τύποι τον λαό. Επομένως, θεωρώ ότι κατά κύριο λόγο ήταν αυτό και μετέπειτα τα αρνητικά συναισθήματα που είχε και έχει ο κόσμος για τα ΜΜΕ, και εναντιωνόταν σε ό,τι έλεγαν.
Γυρνώντας όλη την Ελλάδα μέσα από τα γήπεδα, τι ακούς; Έχεις την εικόνα ότι τελικά είναι ρατσιστική η ελληνική κοινωνία;
Έχω ακούσει διάφορα η αλήθεια είναι και πολλά είναι αρκετά ακραία. Νομίζω όμως ότι βελτιωνόμαστε. Χρόνο με τον χρόνο βλέπω διαφορά αν και υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά. Για αυτά ωστόσο νομίζω ότι ευθύνεται η πώρωση με τις ομάδες και ο χουλιγκανισμός. Πλειοψηφικά πάντως πάμε καλύτερα. Οι τιμωρίες που μπαίνουν, παίζουν τον ρόλο τους, αλλά μπορούν να γίνουν ακόμα περισσότερα πράγματα, αν κάποιος θέλει να εξαλείψει τελείως τη βία.
Οι αθλητές μιλούν σήμερα περισσότερο; Τι βλέπεις;
Το ακούω αυτό που λες, αλλά δεν το βλέπω να σου πω την αλήθεια. Δεν νομίζω ότι θα έρθει άμεσα αυτό το μοντέλο από τις ΗΠΑ γιατί δεν είναι στη νοοτροπία μας. Η αμερικανική νοοτροπία είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας και αυτό το βλέπεις και σε άλλους χώρους, όχι μόνο στον αθλητισμό. Εγώ μπορεί να είμαι ανάμεσα σε εκείνους που έχουν αποφασίσει να μιλούν, αλλά η θέση μου είναι ότι αυτό δεν γίνεται με το ζόρι. Ξέρω ότι σας αρέσει να μιλούν οι αθλητές, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει όταν ωριμάσει αυτή η σκέψη μέσα τους.
Τον Τάσο Μπακασέτα δεν τον έχω δει ποτέ να παίζει ποδόσφαιρο γιατί δεν παρακολουθώ καθόλου, δεν ξέρω καν τι θέση παίζει, αλλά μετά από αυτά που διάβασα ότι είπε, εγώ δηλώνω φαν του. Αυτό έγινε γιατί έχουν ωριμάσει κάποια πράγματα μέσα του. Αν αναγκάσεις κάποιον να μιλήσει, χάνεται όλο το νόημα. Υπάρχει τελευταία αυτή η συζήτηση στους δημοσιογράφους κυρίως ότι «δεν μιλάνε οι αθλητές» και έχει δημιουργηθεί μια πίεση στους αθλητές, αλλά νομίζω ότι ο καθένας θέλει τον χρόνο του για να πει αυτά που πιστεύει.
Με την μουσική η τρέλα συνεχίζεται; Είχα διαβάσει και τη μουσική συνέντευξη που είχες δώσει στον Κώστα Μανιάτη.
Ναι ρε, δεν κόβεται αυτό. Είναι χειρότερο από το μπάσκετ. Παίζω ακόμα σόλο, αν και έχει λιγοστέψει φέτος λόγω των ταξιδιών. Με έβαλε στη ροκ μουσική η παρέα μου από την Τούμπα, αλλά τώρα παίζω κιθάρα κυρίως μόνος. Τα τελευταία χρόνια πηγαίνουμε και σε κάποιο φεστιβάλ στο εξωτερικό και φέτος που δεν τα κατάφερα έλιωσα τα ελληνικά. Πρέπει να έχω πάει σε πάνω από 100 συναυλίες. Μια κοπέλα στο ταμείο του Athens Release με είδε και μου λέει «πάλι εδώ είσαι εσύ;».
Τι έχεις δει τελευταία από κοντά δηλαδή;
Ενδεικτικά μπορώ να σου πω μερικά ονόματα αν και θα ξεχνάω πολλά. Queens of the Stone Age, Arctic Monkeys, Jack White, Slipknot, Tom Morello με τους Prophets, System of a Down. Είναι πάρα πολλά αλήθεια, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις κάποια.
Και τώρα με τι άλλο ασχολείσαι; Τι είναι αυτό που φοράς;
Φίλε, είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει ποτέ μετά την κιθάρα. Όλη η ιδέα ξεκίνησε πριν 15 μήνες. Από ότι μας είπε όμως η γυναίκα του ενός, το συζητάμε εδώ και 3 χρόνια. Πάντα λοιπόν με τη συγκεκριμένη παρέα το ψάχναμε αρκετά με τα ρούχα και θυμάμαι ότι το παράπονό μας ήταν ότι όλα είναι μισά – μισά και ό,τι είναι με 100% βαμβάκι είναι πανάκριβο.
Πέρυσι που ήρθα στην Αθήνα λοιπόν, αποφασίσαμε να το δούμε πιο σοβαρά και ξεκίνησε ένας Μαραθώνιος που ήταν μόνο ανηφόρα. Είναι πολύ ωραίο feeling όμως να δημιουργείς κάτι από το μηδέν και τώρα να το φοράς. Κάπως έτσι δημιουργήσαμε τους Swampers, μια εταιρεία ρούχων.
Το όνομα από που βγήκε;
Σκεφτόμασταν ότι επειδή είμαστε και οι τρεις από την Αλεξάνδρεια, θα θέλαμε κάτι αντιπροσωπευτικό. Το όνομα λοιπόν βγήκε από τους βάλτους που έχουμε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας. Swampers είναι οι άνθρωποι του βάλτου και στο logo θα δεις τρία W, που αντιπροσωπεύουν τον καθένα από εμάς. Επειδή είμαστε πολύ φίλοι της φύσης και των outdoor δραστηριοτήτων, θέλαμε να φτιάξουμε ένα brand που θα μπορείς να το φοράς και όταν πας για snowboard, αλλά και για όταν θα θες να πιεις ένα ποτό.
Το έχουμε πάει όσο πιο οργανικά μπορούμε. Το 95% των προϊόντων είναι οργανικό βαμβάκι και κινηθήκαμε έτσι γιατί θεωρούμε ότι θα φύγει λίγο η φάση από το fast fashion και το πλαστικό, γιατί αρχίζουν όλοι να σκέφτονται λίγο πιο οικολογικά ευτυχώς.
Εσένα ποιος ήταν ο ρόλος σου στη δημιουργία;
Τα μοιράζουμε όλα και έχει αναλάβει ο καθένας το κομμάτι του. Ο ένας είναι λογιστής και έχει αναλάβει τα οικονομικά, ο άλλος web developer και έχει αναλάβει το e-shop και εγώ ασχολούμαι με τη διαφήμιση. Στο θέμα των ρούχων όμως είμαστε όλοι μαζί.
Η σύζυγος σε βοηθά σε αυτό το βήμα;
Πάρα πολύ. Όσο προλαβαίνει και εκείνη βοηθά και με το σχέδιο και δημιουργικά και γουστάρει πολύ και το απολαμβάνουμε. Και νομίζω ότι μόλις γεννηθεί το παιδί θα πωρωθεί κι άλλο. Αν και η αλήθεια είναι ότι έχουμε πει ότι θα κάνουμε και κάτι μαζί, γιατί είμαστε άρρωστοι με τα επιτραπέζια. Μαζευόμαστε και παίζουμε συνέχεια.