ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Χρήστος Οικονόμου έγραψε τα πιο σπαρακτικά διηγήματα της τελευταίας δεκαετίας

Μιλήσαμε με τον συγγραφέα που έγραψε για την κρίση σε μια εποχή που έμοιαζε με σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Το σουλούπι του θύμιζε μεταλά παλαιάς κοπής. Από εκείνους για τους οποίους το μέταλ δεν είναι απλώς μουσική, αλλά τρόπος ζωής. Πλησιάζουν τα πενήντα και συνεχίζουν ν’ ακούν Accept, Helloween και Motorhead, ενώ από συγγραφείς γνωρίζουν μόνο τον Τόλκιν και τον Λάβκραφτ.

Φορούσε μαύρη κοντομάνικη μπλούζα, μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια και είχε ριγμένα τα μαλλιά του, τα οποία είχαν μάκρος τέτοιο που θα μπορούσαν να πιαστούν σε κότσο, προς τα πίσω. Κάθε μου βήμα προς το μέρος του, την είσοδο των εκδόσεων Πόλις στην Αιόλου, επιβεβαίωνε την αρχική μου εντύπωση για τα μουσικά του γούστα και μείωνε τον αρχικό μου ενθουσιασμό για αυτή τη συνέντευξη.

Μπορεί να είχα ρουφήξει το ‘Κάτι θα γίνει, θα δεις’ και το ‘Καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα’, το δεύτερο και το τρίτο βιβλίο αντίστοιχα με διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου μέσα σε μία εβδομάδα, ωστόσο η μαυρίλα που στάζουν οι σελίδες τους σε συνδυασμό με τη φιγούρα που είχα πλέον απέναντί μου δεν αποτελούσαν τους καλύτερους οιωνούς για μια ευχάριστη και μακροσκελή συζήτηση.

Του έδωσα το χέρι και συστήθηκα. Στο δικό του ”Χρήστος, χάρηκα”, κοιτούσα τους γεμάτους ασημόμαυρα βραχιόλια καρπούς του, τα τρία χοντρά δαχτυλίδια στα δυο του χέρια και τα χαϊμαλιά στο λαιμό. Είχα χάσει πλέον κάθε ελπίδα.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Οι 204 λέξεις, τις οποίες διάβασες μέχρι τώρα -χωρίς τον τίτλο και τον υπότιτλο- είναι απολύτως ειλικρινείς. Παρόλα αυτά, μπορείς να κάνεις ένα ‘χραπ’ και να τις σβήσεις από το μυαλό σου. Ο Χρήστος Οικονόμου που γνώρισα και συναναστράφηκα από τη στιγμή της χειραψίας και μετά είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος από αυτόν που στερεοτυπικά περιγράφω παραπάνω. Δεν ξέρω αν για τον μέσο άνθρωπο που τον γνωρίζει είναι πιο ή λιγότερο συμπαθής, πιο ή λιγότερο ενδιαφέρων. Το σίγουρο είναι ότι μαζί του έκανα την μεγαλύτερης διάρκειας συνέντευξη που έχω κάνει μέχρι τώρα και στο τέλος με έπεισε ότι τα βιβλία του, τα οποία ασχολούνται με τους ανθρώπους που άγγιξε περισσότερο η κρίση και ζουν στο περιθώριο, όχι μόνο δεν είναι μαύρα, αλλά είναι βαθιά -με την έννοια του πολύ και όχι του ότι πρέπει να σκάψεις σε βάθος για να το ανακαλύψεις- αισιόδοξα.

”Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στον Πειραιά -το ‘Κάτι θα γίνει, θα δεις’ εκτυλίσσεται στις γειτονιές του hardcore Πειραιά-, τα Χανιά και σε άλλα μέρη γιατί ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω κάτι από μικρός. Απλώς γύρω στα 11-12 κι ενώ ήμουν στην Κρήτη άρχισα να γράφω. Τώρα που το βλέπω από απόσταση νομίζω ότι το έκανα επειδή ήμουν μοναχικός. Μεγάλωσα σε μια υπερπροστατευτική οικογένεια με την μητέρα μου συνεχώς από πάνω μου, λόγω της απουσίας του πατέρα μου με τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις στο πολεμικό ναυτικό. Δεν είχα πολλές επαφές με τον υπόλοιπο κόσμο, οπότε νομίζω ότι μέσω του γραψίματος βρήκα έναν τρόπο να επικοινωνώ. Όταν γράφω κάτι, ασυναίσθητα έχω πάντα κάποιον απέναντι μου και του λέω την ιστορία. Κάποιον, ο οποίος δεν είναι απαραίτητα υπαρκτό πρόσωπο. Ωστόσο, αισθάνομαι μια παρουσία. Διαβάζω πάντοτε ό,τι γράφω φωναχτά, γιατί στο διήγημα ο ρυθμός είναι πάρα πολύ σημαντικός. Θέλω αυτό που διαβάζω να στέκεται καλά στο αυτί μου. Γράφω με το αυτί”.

Το ‘τακ-τακ-τακ’ που ακούγεται από τις σελίδες των βιβλίων του

Ο ρυθμός είναι το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στα βιβλία του. Καθώς τα διαβάζω μπορώ σχεδόν ν΄ακούσω το ‘τακ-τακ-τακ’ ενός μετρονόμου, ο οποίος βρίσκεται κολλημένος στις σελίδες τους. Παρ’ όλα αυτά, ο προφορικός λόγος του Οικονόμου δεν έχει αντίστοιχο ρυθμό. Ξεκινάει προτάσεις, τις οποίες δεν ολοκληρώνει, γιατί ανοίγει συνεχώς νέα θέματα. Άλλη μία αντίφαση ανάμεσα στον ίδιο και στο έργο του. ”Ο πατέρας μου νόμιζε ότι θα πάω στο πολεμικό ναυτικό. Όταν του εξήγησα ότι το θεωρούσα αδιανόητο οι σχέσεις μας διαταράχθηκαν. Η μόνη δουλειά που ήθελα να κάνω ήταν να γίνω δημοσιογράφος, αφού ήταν ένα επάγγελμα που είχε σχέση με το γράψιμο και το διάβασμα, τα μόνα δηλαδή πράγματα που μου άρεσαν. Έτσι, πήγα στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας και ξεκινώντας από το ελεύθερο και προχωρώντας στο πολιτικό ρεπορτάζ, δούλεψα σε Αυριανή, Βραδυνή και Έθνος.

Στο πρώτο μου ρεπορτάζ, με έστειλαν στο Κερατσίνι, όπου ένα καινούργιο σουβλατζίδικο είχε φτιάξει ένα μεγάλο φουγάρο και οι γείτονες διαμαρτύρονταν γιατί οι καπνοί τους λέρωναν τα ρούχα.” Μου λέει και χαμογελάει, όπως και στο μεγαλύτερο τμήμα της συνέντευξης, κόντρα στο βάρος το οποίο είναι διάχυτο στα βιβλία του. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσουμε για λογοτεχνία.

Από τον Νίτσε στη Σταχομαζώχτρα

”Η λογοτεχνία με ενθαρρύνει και με εμψυχώνει. Αυτό είναι και ένα από τα πράγματα που προσπαθώ να κάνω. Να δώσω συνέχεια σε αυτά τα συναισθήματα που μου γεννά”. ”Μα Χρήστο, τα βιβλία σου είναι μαύρα.”, παρατηρώ. ”Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια αυτό. Κάποια κουβαλούν ένα βάρος. Ωστόσο δεν προσπαθώ να εμψυχώσω με προπαγανδιστικό τρόπο. Δεν προσπαθώ να πω στον αναγνώστη τι να κάνει. Η εμψύχωση σε μένα λειτουργεί διαισθητικά. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω. Ένα κομμάτι του εαυτού μου εμψυχώνεται και ενθαρρύνεται με τη σύνδεση που αποκτώ με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις.

Όταν διάβασα στα 12 μου το ‘Φύλακα στη Σίκαλη’, ανέπτυξα μαζί του μια βιωματική σχέση. Δεν ήταν ένα βιβλίο που το διάβασα και το έβαλα στο ράφι. Είναι κάτι που ξεφεύγει από το ‘μου αρέσει’. Μου μιλάει στην καρδιά, είναι ζωντανό, με καθορίζει. Με έχει καθορίσει ο Παπαδιαμάντης, ο Τσέχοφ, ο Βερν, ο Ντοστογέφσκι, ο Νίτσε.

Άρχισα να διαβάζω Νίτσε στα 14 και κόντεψα να πηδήξω στη θάλασσα. ”Α, εσύ είσαι τρελός.”, σχολιάζω. ”Είχαμε πάει με τον πατέρα μου για ψάρεμα στον Σαρωνικό με μία βάρκα. Εγώ δεν συμπαθούσα το ψάρεμα και είχα πάρει μαζί μου να διαβάσω το ‘Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα”. ”Και το κατάλαβες;”. ”Όχι, αλλά με πείσμωσε. Όσο το διάβαζα είχα τη διαίσθηση ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό και πως έπρεπε να επιμείνω. Έφαγα πολλές φορές τα μούτρα μου. Γυρνούσα πίσω στις σελίδες, γιατί δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Ο Νίτσε ήταν ένας από τους λόγους που ξεκίνησα να μαθαίνω γερμανικά για να μπορώ να τον διαβάζω από το πρωτότυπο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερα.

Ο Χρήστος Οικονόμου κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το ‘Κάτι θα γίνει, θα δεις’ το 2011, ενώ βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 7 γλώσσες. Το ‘Οι Κόρες του Ηφαιστείου’, είναι το τέταρτό του βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Επιστρέφω συνεχώς στα ίδια βιβλία. Όταν θολώνω διαβάζω από τη ‘Σταχομαζώχτρα’ του Παπαδιαμάντη τη φοβερή σκηνή με τα δύο πιτσιρίκια, τα οποία πεινούν και δεν έχουν τι να φάνε. Είναι χειμώνας και κρέμονται έξω από τα παράθυρα τα σπαθάκια του πάγου. Σπάει ένα σπαθάκι το ένα παιδί και δίνει και στην αδερφή του για να γλείψει και να ξεγελάσει την πείνα της. Και γράφει ο Παπαδιαμάντης ‘πεινούσαν τα καημένα’, τρεις λέξεις ολόκληρος ο κόσμος”. Το ‘πεινούσαν τα καημένα’ το επαναλαμβάνει, γουρλώνοντας τα μάτια και δείχνοντας με τον δείκτη του δεξιού του χεριού στο κενό λες και τα δύο παιδιά βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το σημείο.

Δεν μπορούσα να παραγνωρίσω το πάθος της περιγραφής του, ωστόσο αδυνατούσα να βρω κάτι ενθαρρυντικό στη συγκεκριμένη σκηνή του Παπαδιαμάντη. ”Παρ’ ολο που αυτή η σκηνή δεν είναι χαρούμενη με ενθαρρύνει, γιατί υπάρχει κάποιος εκεί έξω όπως ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος στρέφει το βλέμμα του πάνω σε αυτά τα παιδιά και δημιουργεί αυτή τη φοβερή εικόνα”. ”Συμφωνώ πως σε ενθαρρύνει σαν αναγνώστη ή συγγραφέα, αλλά πώς σε ενθαρρύνει σαν άνθρωπο;”, συνέχισα αδυνατώντας να καταλάβω το σκεπτικό του. ”Πέρα του ότι η συγκεκριμένη ιστορία έχει καλό τέλος, με ενθαρρύνει γιατί μου δείχνει πως υπάρχει ακόμα ευσυνειδησία και ευαισθησία στον κόσμο. Υπάρχει εκεί έξω ένας άνθρωπος (βλ. Παπαδιαμάντης) ο οποίος στρέφει το βλέμμα του εκεί. Αυτό είναι κάτι που ξεφεύγει από γλώσσα, πολιτισμό, από πότε γράφτηκε μια ιστορία ή ποιος της έγραψε. Αυτή η ματιά πάνω στον κόσμο είναι κάτι διαφορετικό. Μπορείς να συνεδεθείς μαζί της χωρίς να ταυτιστείς. Η ταύτιση είναι εξομοίωση”.

Όσο μου μιλάει για τη συγκεκριμένη σκηνή, ο προφορικός του λόγος γίνεται ρυθμικός, όπως ο γραπτός του. Ίσως γιατί αυτό που μου έλεγε το ζούσε έντονα, όπως ζει τη συγγραφή. ”Στη λογοτεχνία δεν πρέπει να αναζητάμε την ταύτιση, αλλά τη σύνδεση. Δεν έχω πεινάσει τόσο ώστε να φάω σπαθάκια, μπορώ όμως να συνδεθώ με αυτό. Αυτή είναι μια πολύ λεπτή γραμμή, την οποία πρέπει να ακολουθείς στη ζωή σου. Αυτό είναι ένα από τα πιο θελκτικά και μαγικά πράγματα της λογοτεχνίας. Το γεγονός ότι σου δίνει τη δυνατότητα να βγεις από τον εαυτό σου, να πας κάπου αλλού, να γίνεις κάποιος άλλος’‘. Ό,τι μάλλον είχε συμβεί στον Χρήστο τα τελευταία λεπτά της κουβέντας μας. ”Και ποιο είναι το βιβλίο, στο οποίο έχεις ανατρέξει περισσότερες φορές;”, τον ρωτάω για να πάρω ακόμα μια αναπάντεχη απάντηση.

Η διαφορά της αλήθειας από την πραγματικότητα

‘Η Αγία Γραφή και συγκεκριμένα τα Ευαγγέλια. Πιστεύω στο Θεό. Δεν ανατρέχω, όμως σε αυτά τα βιβλία σαν χριστιανός, αλλά σαν αναγνώστης. Είναι σημαντικό να μπορείς να διακρίνεις ανάμεσα στην αλήθεια και στην πραγματικότητα. Δεν είναι πάντοτε ταυτόσιμες. Υπάρχουν πράγματα που είναι αληθινά, αλλά δεν ειναι πραγματικά και το αντίστροφο. Τα Ευαγγέλια αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν με πολυενδιαφέρει αν αυτό που διαβαζω ειναι πραγματικό, δηλαδή αν έγινε όντως έτσι όπως γράφτηκε, αλλά αν είναι αληθινό. Όλη η αξιανάγνωστη λογοτεχνία το κάνει αυτό”. ”Μιας και έθιξες το θέμα της αλήθειας και της σχέσης της με την πραγματικότητα, την ανεργία και τη φτώχεια που περιγράφεις στα βιβλία σου, την έχεις ζήσει”;

”Τώρα είμαι άνεργος, αλλά όχι στο σημείο που περιγράφεται στα βιβλία. Κάποιες ιστορίες που γράφω είναι αληθινές. Δεν κάνεις λογοτεχνία με αέρα κοπανιστό. Μπορεί κάποια πράγματα να μην τα εμπνέομαι από το άμεσο περιβάλλον, ωστόσο θέλω πάντα αυτά που γράφω να πατούν με το ένα πόδι στη γη. Θέλω να υπάρχει ρεαλισμός στα γραπτά μου. Δεν με ενδιαφέρει να δημιουργήσω πολλούς μικρούς Οικονόμου. Υπάρχουν θραύσματα του εαυτού μου στους ήρωες μου, αλλά θέλω να προχωρήσω πέρα από αυτό. Αλλιώς γιατί να ενδιαφερθεί κάποιος να με διαβάσει;”

Η πρόβλεψη της κρίσης

Έχω κολλήσει με τον τρόπο γραφής του Οικονόμου. Αν, όμως, έπρεπε να βρω ένα αρνητικό που έχω σκεφτεί σχετικά με τα βιβλία του, είναι το ότι θεωρώ ευκολία το γεγονός πως ασχολήθηκε με την κρίση σε μια περίοδο που όλοι μας -είτε σε πραγματικό είτε σε φιλολογικό επίπεδο- ασχολούμαστε μόνο με την κρίση. ”Το ‘Κάτι θα γίνει, θα δεις’ ξεκίνησα να το γράφω το 2004 (όταν υπήρχαν ακόμη λεφτά). Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ξεκίνησα να το γράφω έχοντας στο μυαλό μου τους Ολυμπιακούς και μια αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά κάτω από αυτό το πανηγύρι. Με ενδιέφερε να βρω τι ήταν αυτό και να του έδινα μορφή. Σκεφτόμουν ότι υπήρχε ένας κόσμος, αυτός που τοποθέτησα στις γειτονιές του Πειραιά, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν μακρυά από τους προβολείς της όποιας προσοχής. Σκέφτηκα να πάρω το ρίσκο, γιατί όταν γράφεις πρέπει να ρισκάρεις και να έβλεπα αν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτό. Εστίασα τη ματιά μου σε αυτό το χώρο και στους ανθρώπους που είναι μεν πλάσματα της φαντασίας μου, αλλά υπάρχουν εκεί έξω. Το 2010 που εκδόθηκε το βιβλίο, συνέπεσε με την κρίση. Εγώ, όμως, δεν το έγραψα το προηγούμενο βράδυ. Μου πήρε 6-7 χρόνια να το ολοκληρώσω”.

Μία ρομαντική εκδοχή θέλει τους συγγραφείς να γράφουν μόνο όταν έχουν έμπνευση. Από την άλλη πλευρά σε παλιότερη συνέντευξη ο Χρήστος Χωμενίδης μου έχει πει πως ”Αυτοί που λένε ότι η έμπνευση έρχεται στην τουαλέτα ή κάνουν βόλτες και κάνουν ποδήλατο για να τους έρθει, λένε μαλακίες. Κάθεσαι σε μια καρέκλα μπροστά σ’ ένα τραπέζι με ένα λάπτοπ και σκέφτεσαι και σου έρχεται”. ”Ακριβώς. Αυτό που προσπαθώ να περάσω στους ανθρώπους που διδάσκω δημιουργική γραφή είναι ότι δεν γίνεται να κάθεσαι να γράφεις μόνο όταν έχεις έμπνευση. Το γράψιμο μέχρι ενός σημείου είναι δημοσιοϋπαλληλίκι. Κάθεσαι 4-5 ώρες σ’ ένα γραφείο και προσπαθείς να γράψεις. Θα γράψεις 100 πράγματα. Τα 90 θα είναι για πέταμα, αλλά τα υπόλοιπα 10 θα αποτελέσουν μαγιά για την επόμενη μέρα”. ”Εσύ, πώς γράφεις;”.

”Όταν γράφω βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης”, τον πιστεύω αφού και μόνο που συζητάμε για βιβλία και γράψιμο βρίσκεται ήδη σε υπερδιέγερση, ”δεν έχω και πολύ επαφή με το τι συμβαίνει γύρω μου. Για αυτό νιώθω μεγάλη αμηχανία όταν κάποιος σε μια παρουσίαση βιβλίου ρωτάει γιατί στο τάδε σου διήγημα ο ήρωας έκανε αυτό ή το άλλο. Η ειλικρινέστερη απάντηση που μπορώ να δώσω, είναι ‘δεν έχω ιδέα’. Πρέπει κι εγώ να κάτσω να σκεφτώ το γιατί.

Αυτό που δεν μπορεί να διδάξει ένας συγγραφέας

”Τι διδάσκεις στα μαθήματα δημιουργικής γραφής; Μπορείς να μάθεις σε κάποιον πώς να γράφει;”. ”Αυτό που δεν μπορείς να διδάξεις σε κάποιον, το οποίο είναι απαραίτητο στη λογοτεχνία, είναι να έχει τη δική του ματιά στον κόσμο. Όλοι οι αξιανάγνωστοι συγγραφείς έχουν το δικό τους τρόπο που βλέπουν τον κόσμο. Εκείνο που μπορείς να διδάξεις είναι η τεχνική. Τέχνη χωρίς τενχική είναι καπρίτσιο. Σ’ όλες τις τέχνες υπάρχουν κανόνες. Το τι θα κάνεις με αυτούς τους κανόνες, αν δηλαδή θα τους καταργήσεις, ανατρέψεις, διαστείλεις, συστύλεις ή θα τους αλλάξεις τα φώτα, είναι θέμα της ιδιοσυγκρασίας σου και του ταλέντου σου. Οι κανονες όμως υπάρχουν και πρέπει να τους ξέρεις”.

”Και πες ότι κάποιος γράφει και εκδίδεται. Στην Ελλάδα, όπου ο μέσος άνθρωπος διαβάζει ένα βιβλίο το χρόνο, έχει νόημα η λογοτεχνική παραγωγή; Τι πρέπει να γίνει για να αρχίσει να διαβάζει περισσότερο ο κόσμος;”, τον ρωτάω. ”Πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα μαζί. Είναι κοινότοπο, αλλά όλα ξεκινούν από το σχολείο, γιατί εκεί η λογοτεχνία διδάσκεται με ένα άψυχο, μηχανιστικό τρόπο, ο οποίος δεν σε βοηθάει να νιώσεις ότι έχουν να σου που κάτι τα κείμενα, με αποτέλεσμα να σε απωθεί.

Επίσης, πρέπει να υπάρχει συνέχεια και μετά το σχολείο. Δεν έχει νόημα να βάζεις κάποιον να διαβάζει για ένα μόνο χρόνο. Γενικά, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, αλλά δεν πρόκειται για καθαρά ελληνικό φαινόμενο, απλώς εδώ είναι πιο έντονο. Για μένα είναι μύθος το ότι είναι καλό ο κόσμος να διαβάζει έστω ροζ λογοτεχνία, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση από τη ροζ να πάει σε κάτι άλλο. Ή τα πιτσιρίκια που διαβάζουν Χάρι Ποτερ δεν πρόκειται να πάνε παραπάνω. Καλά κάνουν και διαβάζουν, αλλά πρέπει να υπάρξει μια εξέλιξη σε όλο αυτό.

Ο Οικονόμου κάνει μία μικρή παύση. Δείχνει κάτι να τον προβληματίζει έντονα. Η ηχογράφηση έχει ξεπεράσει τη μιάμιση ώρα και ψάχνω μια τελευταία ερώτηση για να κλείσω τη συνέντευξη. Δεν θα χρειαστεί να βρω κάποια, αφού ολοκληρώνει τη σκέψη του πιο παθιασμένος από ποτέ. ”Στενοχωριέμαι απίστευτα ρε γαμώτο, γιατί το διάβασμα είναι μεγάλη απόλαυση και εκεί έξω υπάρχουν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι που δεν θα το ζήσουν ποτέ. Έχουν ένα τεράστιο κύτταρο μέσα τους, το οποίο αφήνουν να καταστρέφεται και δεν του δίνουν την ευκαιρία να ζωντανέψει”.