Ο Χρήστος Σαπουντζής γνώριζε το τίμημα από την πρώτη στιγμή
- 13 ΝΟΕ 2018
Την πιο μεστή, ίσως, περιγραφή της υπαρξιακής κατάστασης ενός ηθοποιού, μας τη χάρισε ο Ντέιβις Θιούλις, σε μία τυχαία σκηνή μιας πολύ μέτριας ταινίας που βγήκε στις αίθουσες πριν απο οκτώ χρόνια. Λίγο μετά τα μισά του ‘London Boulevard’, όταν ο Κόλιν Φάρελ τον ρωτά αν νιώθει άνετα στη θέα ενός όπλου, ο Θιούλις του απαντά “Είμαι επαγγελματίας ηθοποιός. Μπορώ να νιώσω άνετα με οτιδήποτε. Για την ακρίβεια, μπορώ να νιώσω οτιδήποτε για οτιδήποτε”.
Ο Χρήστος Σαπουντζής είναι ένας τέτοιος ηθοποιός. Στα 25 χρόνια που κάνει θέατρο (χωρίς τη σχολή και τις ερασιτεχνικές παραστάσεις) έχει νιώσει τα πάντα πάνω στη σκηνή. Έχει δουλέψει σχεδόν με όλους, τα έχει ζήσει όλα, έχει πεθάνει και μια – δυο φορές. Είναι ένας άρτιος ηθοποιός. Εκπαιδευμένος, καλλιεργημένος, επαγγελματίας, αλλά και με βαθιά συναίσθηση ότι το επάγγελμα που υπηρετεί δεν είναι ένα ‘κανονικό’ επάγγελμα, αλλά μια ζωή που επέλεξε να ζήσει.
Αυτό είναι κάτι που ως ένα σημείο ισχύει για όλους τους ηθοποιούς, αλλά για τον Χρήστο η ζωή στο θέατρο έχει ένα επιπλέον κυριολεκτικό φορτίο. Θα το νιώσεις κι εσύ διαβάζοντας τις ιστορίες που μας αφηγήθηκε με τη βαριά, επιβλητική φωνή του, ένα μεσημέρι στο καφέ δίπλα από το θέατρο Ιλίσια. Εκεί όπου ανεβάζει για δεύτερη σεζόν φέτος ‘Το Τίμημα’, ένα από τα πιο σημαντικά και λιγότερο παιγμένα στη χώρα μας έργα του Άρθουρ Μίλερ.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson
Στο σχολείο δεν μου έδιναν ούτε ποίημα. Δεν ήμουν καλός κι επιπλέον ντρεπόμουν. Μου στοίχιζε πολύ όμως, το έφερα βαρέως. Όλα τα παιδιά συμμετείχαν στις παραστάσεις για την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου κι εμένα δε με είχαν πάρει ούτε μια φορά να παίξω κάτι.
Η πρώτη επαφή με το θέατρο έγινε στα 17 μου, σε ένα εναλλακτικό αριστερό στέκι που είχαμε στήσει στα Εξάρχεια. Ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες, είχαμε καλέσει και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Ήταν το ’81 ή το ’82 και ο Μαρμαρινός μας δίδασκε, μας έκανε γιόγκα, μας έβαζε κάτω και μας χτύπαγε. Μασήσαμε όλοι, γουστάραμε πολύ. Κάποια στιγμή, όμως, τελείωσε το στέκι, οπότε τελείωσε και η σύντομη θεατρική μου ιστορία.
Ξαναβρήκα το θέατρο μετά από χρόνια, στα 24 περίπου. Ήμουν στο ’18 Άνω’, σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και στο τέλος του κύκλου κάναμε μια παράσταση στο ‘Ρόδον’. Έχουν περάσει 29 χρόνια από τότε. Ήταν το 1989 και ανεβάσαμε το ‘Πεθαίνω σαν χώρα’ του Δημητριάδη. Τη σκηνοθεσία την είχε αναλάβει ο Στέλιος Κρασανάκης που ήταν δραματοθεραπευτής, από τους πρώτους στην Ελλάδα. Ο Στέλιος ήταν ο πρώτος που μου είπε να δοκιμάσω να κάνω θέατρο στα σοβαρά. Εγώ μάσησα, διάβασα, πήγα στη σχολή και όλα πήραν τον δρόμο τους.
Σήμερα πια έχω κλείσει 24 χρόνια στο θέατρο και πάω στα 25. Επαγγελματικά χρόνια, δεν βάζω μέσα τη σχολή και τις ερασιτεχνικές παραστάσεις. Το πιο σημαντικό πράγμα που έχω μάθει είναι να μη σταματάω, να μην παίρνω τίποτα ως δεδομένο.
Είμαστε μια κατασκευή που δεν σταματάει. Ο εαυτός είναι ένα δημιούργημα
Εμένα το θέατρο με ξανάβαλε στη ζωή. Μπορεί να ακούγεται μεγάλο και ηρωικό, αλλά είναι αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια μου.
Το θέατρο με έμαθε να διαβάζω, μου γνώρισε το κορμί μου, μου το εξέλιξε και μου έδωσε μια απίστευτη συναισθηματική ελαστικότητα. Με τα χρόνια, έμαθα να αποστασιοποιούμαι εύκολα από τον ίδιο μου τον εαυτό και να βλέπω τα πράγματα καθαρά. Έμαθα να βρίσκω λύσεις ή τουλάχιστον να βλέπω το πρόβλημα και να το ονομάζω.
Έμαθα να μη βολεύομαι πάνω στα κεκτημένα και να θέλω συνέχεια να προχωράω – να ανακαλύπτω πράγματα και να προχωράω. Κυρίως, όμως, έμαθα να ακούω. Δεν γίνεται να πεις μια γαμημένη άμεση κουβέντα στο θέατρο αν δεν έχεις ακούσει πρώτα τον άλλο. Είναι ένα μάθημα και για τη ζωή αυτό.
Ζητώ συγγνώμη για τη γλώσσα, αλλά είμαι Περιστεριώτης κι έχω βρωμόστομα – είναι γνωστό αυτό.
Στο ‘Τίμημα’, ο Χρήστος μοιράζεται τη σκηνή με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση και τη Ρένια Λουιζίδου. Όλοι μαζί, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ιωάννας Μιχαλακοπούλου, γκρεμίζουν ό,τι έχει απομείνει από τα συντρίμια μιας οικογένειας, με φόντο τον πανικό και την απελπισία της εποχής του κραχ. Ο Άρθουρ Μίλερ αγάπησε πολύ το συγκεκριμένο έργο. Είναι, ίσως, το πιο αυτοβιογραφικό από τα θεατρικά του κείμενα και το μόνο που ανέβηκε στη σκηνή σε δική του σκηνοθεσία.
Το Τίμημα είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα που έχω διαβάσει κι ένα από τα πιο σημαντικά του Άρθουρ Μίλερ. Στην Ελλάδα δεν ανεβαίνει συχνά, μάλλον επειδή δεν έχει κεντρικό πρωταγωνιστή. Δεν μπορώ να βρω κάποιον άλλο λόγο.
Ο Μίλερ το έγραψε το 1967, βασιζόμενος στα προσωπικά του βιώματα. Σχολιάζει τις αξίες της εβραϊκής οικογένειας, αλλά λειτουργεί ως ανατομία της δομής της οικογένειας γενικά. Μιλάει για το πώς χτίζονται και για το πώς διαλύονται στο άψε σβήσε οι σχέσεις μέσα σε μια οικογένεια, όταν έστω κι ένας από τους κρίκους της αλυσίδας που συνδέει τα μέλη της είναι οικονομικός.
Στην πραγματικότητα, ο Μίλερ έγραψε ένα έργο που κάνει κομμάτια την οικογένεια. Μέσα από την ιστορία δύο αδερφών που παρασέρνονται στη δίνη της οικονομικής καταστροφής, αποδομεί το σαθρό οικογενειακό οικοδόμημα. Στα δύσκολα, εκεί που η οικογένεια έπρεπε να δεθεί για να αντέξει, οι σχέσεις δεν άντεξαν. Κάποια στιγμή, ο ρόλος μου μιλώντας στον αδερφό του αναρωτιέται: “Πραγματικά πιστεύεις ότι υπήρχε κάτι εδώ μέσα για να διαλυθεί; Υπήρχε αγάπη;”. Η απάντηση του Μίλερ είναι σκληρή, αλλά είναι η αλήθεια.
Εγώ μεγάλωσα σε μια αριστερή οικογένεια. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι βουνίσιοι, που κατέβηκαν απ’ τα χωριά – της Εύβοιας ο πατέρας μου, της Λιβαδειάς η μάνα μου. Ήταν και οι δύο αντάρτες με φυλακές και εξορίες.
Είχα 45 χρόνια διαφορά με τους γονείς μου, με έκαναν μεγάλοι. Μισός αιώνας είναι τεράστια απόσταση. Δεν επιτρέπει να αναπτυχθούν σχέσεις κατανόησης. Είμαι περήφανος γι’ αυτούς, άλλα δεν καταφέραμε να συνεννοηθούμε ποτέ. Έμεινα μαζί τους μέχρι το τέλος, πάντως. Εγώ έκλεισα τα μάτια και των δύο.
Στο τέλος είχαμε μια λυτρωτική σχέση, αλλά με μισό αιώνα διαφορά ο άλλος πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να σε καταλάβει. Μισός αιώνας σημαίνει ότι εσύ ακούς Πάνο Τζαβέλλα κι εγώ ακούω Χέντριξ.
Πολύς κόσμος αναγνωρίζει τη δική του οικογένεια παρακολουθώντας την παράσταση. Κάποιοι είναι πιτσιρικάδες, κάποιοι παππούδες.
Ανέκαθεν οι οικογένειες διαλύονταν για τα λεφτά. Είναι κι αυτό μια από τις παρενέργειες που επιφέρει το δηλητήριο του καπιταλισμού, όπως το περιγράφει ο Καστοριάδης
Κάθε φορά που ο καπιταλισμός πέφτει σε τοίχο, πρέπει να γαμήσει όλον τον κόσμο. Επειδή δεν βγαίνουν τα νούμερα. Ποτέ, όμως, δεν θα βγουν τα νούμερα όταν μόνο αυτά που πετιούνται από τα σούπερ μάρκετ φτάνουν για να ταΐσουν το 1/3 του πληθυσμού που πεινάει σήμερα στον πλανήτη. Καταλαβαίνεις ότι αυτό το σύστημα έχει αποτύχει. Δεν έχει ανθρώπινο πρόσωπο.
Ο Χρήστος Σαπουντζής έχει κάνει και σινεμά και τηλεόραση. Ο κινηματογράφος του αρέσει πολύ, αλλά, όπως εξηγεί ο ίδιος, είνα μια άλλη δουλειά και μια άλλη σπουδή. Κατά τη γνώμη του δεν υπάρχουν πολλοί έλληνες κινηματογραφικοί ηθοποιοί. Όταν τον ρωτάς να ξεχωρίσει κάποιον, απαντά χωρίς δισταγμό τον Βαγγέλη Μουρίκη. Με την ίδια σιγουριά δηλώνει ότι δύσκολα θα ξανακάνει τηλεόραση. Την έκανε κάποτε με τους δικούς του όρους και όταν οι όροι άλλαξαν, έπαψε να τον αφορά.
Στη σκηνή, πάντως, έχει ακόμα πολλά να κάνει. Τώρα τελευταία, το ένστικτο και η μελέτη του τον φέρνουν όλο και πιο κοντά στο μουσικό θέατρο. Στο πίσω μέρος του μυαλού του έχει το ανέβασμα ενός έργου με έναν τρόπο που θα αντανακλά την αγάπη του για τη μουσική (ο Χρήστος παίζει κιθάρα, τρίχορδο μπουζούκι και κρουστά).
Δεν είναι ένα απλό ανέβασμα αυτό. Πρέπει να βρω το έργο, να το πειράξουμε μουσικά και ποιητικά, να γίνει μια ουσιαστική διασκευή. Δυστυχώς, όμως, επειδή έχω περάσει πολύ δύσκολα τα προηγούμενα χρόνια, ψήνω τον εαυτό μου ότι στο μέλλον θα βρεθούν οι συνθήκες για κάτι τέτοιο. Θα το κάνω όταν θα έχω καθαρό μυαλό.
Ο ηθοποιός κάνει ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα που θέλει συνέχεια σπουδή και εξέλιξη και δεν σηκώνει καθόλου επανάπαυση. Και τις περισσότερες φορές δουλεύει σε δύσκολες συνθήκες, σε χώρους με υγρασία, με πολλή ζέστη ή πολύ κρύο, με αντιξοότητες που δεν αντιμετωπίζονται ποτέ από τον παραγωγό. Πρέπει να παραμένει συγκεντρωμένος όταν γύρω του επικρατεί χάος και η δουλειά που κάνει πάρα πολύ λεπτή.
Ο ηθοποιός παίζει με τα νεύρα του, με το κορμί του, με τον εγκέφαλό του, με τις ψυχικές του συνδέσεις. Και τα καίει. Τα καίει όλα
Εγώ κάθε ρόλο μου τον αντιμετώπισα διαφορετικά. Μπορεί το αποτέλεσμα να μη με δικαίωσε πάντα, αλλά εγώ πάντα προσπάθησα. Όταν έπαιζα τον Ηρακλή στην ‘Αλκηστη’ αισθάνθηκα ότι έπρεπε να γυμνάζομαι εντατικά. Έγινα ντούκι και μελετούσα το κείμενο 40 φορές τη μέρα για να βγει ελεύθερα. Κάποιον άλλο ρόλο τον βρήκα σε ένα μπαρ, ένα βράδυ που κοίταζα τον καθρέφτη και είδα τα χάλια μου.
Στη σκηνή έχω πεθάνει δύο φορές. Τη μία με δηλητηρίασε η γυναίκα μου στην ‘Ελευθερία στη Βρέμη’ του Φασμπίντερ. Την άλλη ήμουν ο Πολώνιος και με σκότωσε κατά λάθος με μια μαχαιριά ο Άμλετ. Ήμουν το θύμα του πιο ηλίθιου εγκλήματος σε ολόκληρη τη δραματουργία.
Το μουστάκι το άφησα για τον ρόλο μου στο ‘Τίμημα’. Την πάτησα γιατί ήταν δική μου ιδέα, αλλά δεν μου αρέσει καθόλου, οπότε δύο χρόνια τώρα βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο. Έχω μια ρημαδομηχανή κι ένα ψαλίδι, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ο σωστός τρόπος να το περιποιηθείς. Θέλει αφοσίωση, πάντως. Επιπλέον, δεν έχω πειστεί ότι αρέσει στις γυναίκες.
Σε γενικές γραμμές, πλέον μπορώ να αντιληφθώ από τις πρόβες αν μια παράσταση θα πετύχει ή αν θα βγει χάλια. Αλλά πάντα μένω ανοιχτός, γιατί έχω πιάσει τον εαυτό μου απλώς να μην καταλαβαίνει τι κάνουμε στην πρόβα. Θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα κάποιον σκηνοθέτη που έκανε ένα φινάλε που φαινόταν σε όλους μας στην πρόβα απίστευτη μαλακία, αλλά μπροστά στο κοινό λειτούργησε άψογα. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένα από τα πιο συγκλονιστικά πράγματα που έχουν γίνει. Γι’ αυτό πάντα αφήνω μια πισινή προς τιμήν του ηλίθιου εαυτού μου που μπορεί να σφάλλει.
Ο δάσκαλός μου είναι ο Δημήτρης Οικονόμου. Δάσκαλος και μετέπειτα συνεργάτης. Με έχει σκηνοθετήσει πολύ, έχουμε παίξει πλάι – πλάι υπό τις οδηγίες άλλου σκηνοθέτη, γράψαμε μαζί ένα έργο για την Πειραματική Σκηνή. Δυστυχώς ο Δημήτρης δεν είναι πια μαζί μας. Ήταν ο μέντοράς μου και ο πνευματικός μου πατέρας, με χάραξε ανεξίτηλα. Είχε μια τρομερή δυνατότητα να απελευθερώνει από τον κάθε μαθητή του την ιδιαιτερότητά του και να ποντάρει σ’ αυτήν. Να μην την απαλείφει, να μην την εξορίζει. Από αυτόν έχω ακούσει τον πιο πειστικό ορισμό του ταλέντου:
Ταλέντο είναι η δυνατότητα της ψυχής να ανέλθει
Ο αριθμός των παραστάσεων τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα είναι χαοτικός. Δεν μπορεί να απαγορεύσει κανείς σε κανέναν να ανεβάσει ό,τι θέλει όπου θέλει, αλλά επί της ουσίας, όσες καλές παραστάσεις υπήρχαν παλιότερα, τόσες περίπου υπάρχουν και σήμερα. Αυτό δημιουργεί έναν θόρυβο. Σκέψου, πχ, ότι ένας κριτικός που θέλει να έχει σφαιρική εικόνα της θεατρικής πραγματικότητας στην πρωτεύουσα, πρέπει να βλέπει 2.5 παραστάσεις την ημέρα. Γίνεται;
Πριν απο έξι χρόνια ο Χρήστος έζησε μια από τις πιο σουρεαλιστικές αλλά και διδακτικές περιπέτειες της καριέρας του. Η παράσταση στην οποία συμμετείχε συστεγαζόταν στο θέατρο Χυτήριο με το ‘Corpus Christi’, το έργο που θεωρήθηκε βλάσφημο και κατέβασε στην Ιερά Οδό ένα μαινόμενο πλήθος θρησκόληπτων και Χρυσαυγιτών. Οι ηθοποιοί που εργάζονταν στο θέατρο, σχετικοί και άσχετοι με την παράσταση, δέχτηκαν απειλές, φραστική βία και προπηλακίστηκαν αδιακρίτως. Κάποιος από τους φανατικούς χαρακτήρισε τον Χρήστο ‘αλβανική κωλοτρυπίδα’.
Η έκφραση δεν με πείραξε καθόλου, εννοείται. Οι Αλβανοί, άλλωστε, έχουν χτίσει τη σύγχρονη Ελλάδα, πρέπει ν’ ανάβουμε και κάνα κεράκι στ’ όνομά τους. Είναι ένα δείγμα, όμως, το πόσο τυφλό είναι το μίσος. Όλοι μας αδιακρίτως ήμασταν ο αντίχριστος. Δέχτηκα απειλές ακόμα και για τη ζωή μου τότε, αλλά δεν μάσαγα τίποτα. Ερχόντουσαν τα ντουβάρια απ’ έξω κι εγώ μπαινόβγαινα με το ποδήλατο, χαλαρός.
Η Χρυσή Αυγή δεν ξεφύτρωσε ξαφνικά. Είναι κάτι που δημιουργήθηκε σταδιακά. Δες το ιστορικά: Ο φασισμός, ο ναζισμός και ο ακραίος εθνικισμός βάδισαν πάντα χέρι – χέρι με κάποιες άλλες δυνάμεις, όπως η εκκλησία η βασιλεία και η δεξιά. Όποτε αυτοί χρειάστηκαν τους φανατικούς, τους επιστράτευσαν χωρίς δισταγμό.
Εγώ αυτό που βλέπω στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων – κι ας με πείτε ρατσιστή – είναι ασχήμια και άγνοια. Είναι άτομα που σε περιόδους ευημερίας μπορεί να είναι αποκλεισμένα για διάφορους λόγους, ή απλά γιατί το μυαλό τους δεν έκοβε τόσο πολύ. Κάτι τέτοιες φάτσες βλέπω.
Οι πιο ταλαντούχοι υποκριτικά Έλληνες πολιτικοί ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ήταν τρομεροί ηθοποιοί, σε ψήνανε.
Απ’ τους χειρότερους – κρίνοντας από το αποτέλεσμα της υποκριτικής τους, που ήταν ολέθριο για την Ελλάδα – είναι ο Σημίτης κι ο Σαμαράς. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το σόου του Σημίτη και του Γιάννου την άνοιξη του 1999, εκείνο το “Παίξτε άφοβα χρηματιστήριο”; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απάτη απ’ αυτή.
Κι εμείς παίξαμε, βέβαια. Ξηλώσαμε μέχρι και τα στρώματα των γιαγιάδων. Ό,τι ρευστό υπήρχε πήγαμε και το ακουμπήσαμε και μέσα σε τέσσερις μήνες καταστράφηκε το χρηματιστήριο. Σκέψου το λίγο, όμως: ένας πρωθυπουργός να παροτρύνει τον λαό του να τζογάρει στο χρηματιστήριο. Τι χώρα είναι αυτή; Πώς να μιλήσεις για προκοπή;
Info
‘To Τίμημα’ του Άρθουρ Μίλερ ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν στο θέατρο Ιλίσια. Τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει η Ιωάννα Μιχαλακοπούλου και δίπλα στον Χρήστο Σαπουντζή εμφανίζεται ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και η Ρένια Λουιζίδου. Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή στις 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00.