Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος δεν έχει κανένα λόγο να νοσταλγεί τα 90s του ΠΑΣΟΚ
Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε το Χάθηκε Βελόνι, ένα από τα ελληνικά βιβλία της χρονιάς για το 2021. Τι έχει όμως να πει για αυτό ο 33χρονος συγγραφέας που το υπογράφει; Τι σκέψεις κάνει για το βάρος του παρελθόντος, για το τραύμα της μετανάστευσης, και τις γενναίες αποφάσεις που καλούμαστε να πάρουμε ως κοινωνία;
- 17 ΟΚΤ 2021
«Είμαι mixed-roots. Έχω καταλάβει, δηλαδή, πώς είναι να πατάς πάνω σε δύο πολιτισμικές βάρκες. Nιώθω Έλληνας και ως Έλληνας αυτοπροσδιορίζομαι -άλλωστε κατάγομαι από καθαρά ελληνική οικογένεια της Βορείου Ηπείρου- αλλά είμαι και Αλβανός. Έχω την αλβανική υπηκοότητα όπως και την ελληνική» μου λέει ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ένα απόγευμα, σε ένα ήσυχο καφέ στο Παγκράτι. Φαίνεται να ζυγιάζει πολύ προσεκτικά τις λέξεις του, γνωρίζει καλά τι λέει, δεν πετάει εύκολα τσιτάτα στον αέρα. Ξέρει, άλλωστε, από πρώτο χέρι το πόσο εύκολα παρεξηγούν και κρίνουν με βάση τις προκαταλήψεις τους οι άνθρωποι. Το να βγάλεις λαβράκι από τον συγκεκριμένο 33χρονο συγγραφέα αποτελεί πολύ δύσκολο ψάρεμα.
Αντί για φρέντο, υπάρχουν μπροστά μας δύο μπύρες. Μπορεί όπως οι περισσότεροι συγγραφείς να ψάχνει ήσυχες γωνιές για να γράψει ή να κρατήσει σημειώσεις, αλλά τα όσα αποτυπώνει πάνω στο χαρτί μόνο «ήσυχα» δεν είναι. Η γραφή του σε ταρακουνά. Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος σε βγάζει, θες δε θες, από το βόλεμά σου, ακόμα και αν διαβάζεις το Χάθηκε Βελόνι (εκδ Μεταίχμιο) στη παραλία. Είναι κάπως σαν σφαλιάρα που δεν περίμενες.
Τρεις διαφορετικές εποχές, τρεις διαφορετικές αφηγήσεις, πολλές διαφορετικές τεχνικές (με ουσιαστικό λόγο ύπαρξης και όχι για λογοτεχνική φιγούρα) σε ένα κείμενο άγριο, που ακροβατεί κάπου ανάμεσα στο μπαρούτι και το μέλι· άλλοτε πολύ σκοτεινό, άλλοτε φωτεινό με τον δικό του τρόπο, αλλά στο τέλος πάντα και σε κάθε περίπτωση ανθρώπινο και αληθινό.
Τι ακριβώς όμως είναι το Χάθηκε Βελόνι; Μια οικογενειακή saga που ξεκινά από την Αλβανία των αρχών του 20ου αιώνα για να φτάσει μέχρι τη σημερινή Αμερική, με έναν κεντρικό ήρωα ο οποίος δείχνει απεγνωσμένος θυμίζοντας τον Μερσώ από τον Ξένο του Albert Camus. «Μου πήρε πέντε χρόνια να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα» μου λέει σε κάποια φάση τη συνέντευξης, πριν σχολιάσει ότι η διαδρομή του κειμένου ακολουθεί την πορεία της ανθρωπότητας: από τις απλές γεωργικές κοινωνίες όπου τίποτα δεν ήταν λυμένο αλλά τα πάντα ήταν απλά, στην απόκοσμη αβεβαιότητα του σημερινού Καπιταλισμού.
Δύσκολα χρόνια
«Η Αλβανία για μισό αιώνα βρισκόταν σε άλλη διάσταση […] Σαράντα χρόνια την κυβερνούσε ο Ενβέρ Χότζα, ένας μορφωμένος μα και σκληρός κομμουνιστής ηγέτης […] Περίπου 170.000 τσιμεντένια πολυβολεία χτίστηκαν σε όλη τη χώρα, που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Περίπου 15,000 άνθρωποι εκτελέστηκαν για πολιτικούς λόγους» διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες από το Χάθηκε Βελόνι. Μια χώρα δίπλα σε εμάς που όμως βρισκόταν, επί της ουσίας, έτη φωτός μακριά. Ένας άλλος κόσμος κυριολεκτικά.
«Λόγω του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, η οικογένειά μου είχε ζήσει σε μια τελείως διαφορετική εποχή από ότι εγώ. Το πολιτιστικό χάσμα που μας χώριζε κατέληγε σε ψυχολογικό και επικοινωνιακό σοκ» αναφέρει ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος. Ο ίδιο γεννήθηκε πριν 33 χρόνια στη Χειμάρρα της Αλβανίας, μετανάστευσε σε πολύ μικρή ηλικία στη Σκάλα Λακωνίας, μεγάλωσε εκεί, και όταν τελείωσε το σχολείο ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει μηχανικός στο ΕΜΠ.
Από τα 90s μέχρι σήμερα, είναι σαν να έχουν περάσει ολόκληροι αιώνες – από τα εύρωστα χρόνια του ΠΑΣΟΚ όταν πρωτοεμφανίστηκαν μετανάστες στην Ελλάδα, στην Ελληνική Κρίση, και από εκεί στο αβέβαιο σήμερα.
Στο ενδιάμεσο, εκείνος κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του 2013 για την ποιητική του συλλογή Ανεκπλήρωτοι Φόβοι, έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και παιδικά βιβλία, εξελισσόμενος σε ένα από τους πλέον ανερχόμενους Έλληνες συγγραφείς.
«Τρεις οικογένειες ήμασταν από τη Βόρεια Ήπειρο στη Σκάλα Λακωνίας. Υπήρχε μια αμφιθυμία απέναντί μας. Βέβαια, τα άσχημα τα θυμάσαι περισσότερα από τα ωραία» μου λέει, όσο μοιάζει να επιστρέφει νοητά στα παιδικά του χρόνια. «Στο σχολείο ήμουν τυχερός, δεν είχα κανένα πρόβλημα αλλά ο κύκλος ενδιαφερόντων και ερεθισμάτων σε μια επαρχιακή κωμόπολη είναι πολύ μικρός».
Άραγε εκείνος διάβαζε βιβλία σαν μανιακός; «Ξέρεις, τι με έφερε στο διάβασμα; Τα κόμικς και κυρίως η Ντίσνεϊ» λέει χωρίς φόβο και πάθος, σημειώνοντας παράλληλα πως όταν ήρθε στην Αθήνα ξεκίνησε στο πρώτο-δεύτερο έτος να διαβάζει φανατικά. «Από τις δανειστικές βιβλιοθήκες μπορούσα να προμηθεύομαι βιβλία χωρίς κόστος – κάτι πολύ σημαντικό για μένα εκείνη την εποχή. Με αυτόν τον τρόπο έχω διαβάσει τα περισσότερα βιβλία στη ζωή μου».
Όταν γυρνούσα στο σπίτι αναρωτιόμουν: Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;
Η ελληνική επαρχία μοιάζει με μουντό σύννεφο πάνω από τα κεφάλια των εφήβων, σχεδόν όλοι θέλουν να βρουν έναν τρόπο να ξεφύγουν από αυτήν. Πώς όμως περνούσε τον καιρό του ένας άριστος μαθητής με καταγωγή από τη Βόρεια Ήπειρο και γονείς μετανάστες στη Σκάλα Λακωνίας; «Ήμουν ο μικρότερος, έτσι τις ώρες που ήμουν στο σχολείο όλοι οι υπόλοιποι δούλευαν συνέχεια. Όταν γυρνούσα στο σπίτι αναρωτιόμουν: Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;».
Έλλειψη επικοινωνίας με τους συνομήλικους, με τον κόσμο εκεί έξω, ακόμα και με την οικογένειά του. Τον ρωτώ αν κουβαλά κάποια ασχήμια από τα παιδικά του χρόνια στη Σκάλα: ««Ναι, σε μεγάλο βαθμό. Για πολλά χρόνια είχαν δημιουργηθεί απροσδιόριστα βάρη και σκοτάδια μέσα μου. Σήμερα, όμως, πια, όλα τα “αρνητικά” της προηγούμενης μου ζωής -όπως το γεγονός ότι η διπλή μου υπηκοότητα με πίεζε ψυχολογικά- τα δέχομαι ως θετικά».
Το τραύμα της μετανάστευσης
«Η παράδοση είναι το χώμα, τα δέντρα, οι αναμνήσεις, η πατρίδα. Την ίδια στιγμή είναι ένας χώρος που δεν αφήνει τους ανθρώπους να αναπτυχθούν όπως θα ήθελαν» μου λέει, πίνοντας μια γουλιά από την μπύρα του, πριν συνεχίσει: «Και οι τρεις ήρωες του βιβλίου, οι οποίοι ζουν σε διαφορετικές εποχές, βιώνουν αυτό το δίπολο: θέλουν να πάνε κάπου με τη ζωή τους αλλά υπάρχουν τόσα πράγματα να τους κρατούν πίσω».
Όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε μια πόλη αντιλαμβανόμαστε την παράδοση ως κάτι σταθερό που μένει σε ένα μέρος. Τι συμβαίνει όμως με τους ανθρώπους που ξεριζώνονται από τον τόπο τους; «Όταν ξεκίνησα να γράψω δεν ήξερα πού πατάω και πού βρίσκομαι. Δεν γνώριζα τον εαυτό μου και το τι θέλω να κάνω· έγραφα αυτιστικά, σκοτεινά, ομφαλοσκοπικά. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα την πορεία μου και το πού ανήκω: έχω υπάρξει μέρος ενός κοινωνικο-οικονομικού φαινομένου που αφορά πάρα πολύ κόσμο» αναφέρει ο Γκέζος χαρακτηριστικά.
«Ένα φαινόμενο όμως που ο κόσμος το αγνοεί πλήρως. Τι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς ζούσαν; Τι πέρασαν;».
Πραγματικά, όλοι μας μεγαλώσαμε δίπλα-δίπλα σε ανθρώπους προερχόμενους από την Αλβανία, Βορειοηπειρώτες αλλά και Αλβανούς, είτε γιατί πήγαμε μαζί τους σχολείο είτε γιατί οι πατεράδες τους έχτισαν τα σπίτια μας και οι μητέρες τους γιατροπόρευαν στωικά τις δικές μας άρρωστες μάνες.
Επί της ουσίας, όμως, δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτούς. Λείπει μια αφήγηση κομβική για τα 90s: Όταν την περίοδο που έχει μείνει γνωστή -καλώς ή κακώς- ως εποχή ΠΑΣΟΚ εμείς ζούσαμε γκλαμουράτα όνειρα, κάποια βίωναν στο πετσί τους την πραγματικότητα της εργατικής τάξης.
«Κάθησα και το έκανα χάζι με το σόμα ανοιχτό. Βγήκες τότες μία που εδούλευε από μέσα και με κοίταξε.
– Τι το κοιτάς, μωρή Αλβανέζα” μού είπε. “Έχεις λεφτά να το αγοράσεις;”.
Αρέντεψα σο σπίτι και έμπηξα τα κλάματα»
Αυτό το μικρό απόσπασμα ανήκει στο κεφάλαιο της Τέτας από το Χάθηκε Βελόνι, το οποίο είναι γραμμένο στη διάλεκτο της Χειμάρρας – ενός ιδιώματος που δεν το έχουμε ακούσει σχεδόν ποτέ.
«Το συγκεκριμένο ιδίωμα συγγενεύει με τα ιδιώματα της Νότιας Ελλάδας. Όταν μεταναστεύσαμε στη Σκάλα Λακωνίας, πολλές φορές μας περνούσαν για Μανιάτες στην αρχή» μου λέει ο 33χρονος συγγραφέας, ανοίγοντάς μου την όρεξη για να μάθω περισσότερα. «Τα ελληνόφωνα χωριά στην Αλβανία έχουν διαφορές στο ιδίωμα τους. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Τέτας, της μητέρας της οικογένειας, είναι γραμμένη στη διάλεκτο της Χειμάρρας, του χωριού μου».
Κάποια πράγματα στο βιβλίο ήθελα να ειπωθούν κατευθείαν, στη μούρη
Γιατί όμως επέλεξε αυτή τη λογοτεχνική ακροβασία; «Ένας από τους λόγους που ήθελα να γράψω αυτό το κεφάλαιο ήταν για να ακουστεί λογοτεχνικά η λαλιά της περιοχής όπου γεννήθηκα». Ήταν όμως αυτή η πιο σημαντική αιτία; «Επέλεξα αυτή η αφήγηση να γίνει στη διάλεκτο της Χειμάρρας, ώστε να πραγματωθεί με τον πλέον απλό, τον πιο λαϊκό, τον πιο ευθύβολο τρόπο. Να ειπωθούν αυτά τα πράγματα με το όνομά τους. Στη μούρη, κατευθείαν».
Όσο για το ποιο είναι το πρότυπο πίσω από τη Βορειοηπειρώτισσα ηρωίδα που δουλεύει όλη μέρα για να θρέψει τα παιδιά της και δέχεται κατάμουτρα τον ρατσισμό; «Ξεκάθαρα η μάνα μου. Για αυτό όταν ρωτούν την Τέτα στο βιβλίο πού τα έμαθε τα Ελληνικά, εκείνη απαντά: “εσείς πού τα μάθατε”. Ξέρεις κάτι; Στην ελληνική τηλεόραση όταν χαιρετούν την ομογένεια (Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία) ποτέ δεν αναφέρουν τη Βόρεια Ήπειρο. Είναι ξεχασμένη τελείως».
Σε αντίθεση με το Χάθηκε Βελόνι, το οποίο σε πιάνει από το λαιμό αναγνωστικά και δεν σε αφήνει σε ησυχία, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος αφηγείται τα πράγματα αρκετά αποστασιοποιημένα. Σαν να κρατά μια απόσταση ώστε να μπορέσει να διατηρήσει μια καθαρή ματιά.
«Η μετανάστευση είναι ένα διαρκές φαινόμενο που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα· άνθρωποι φεύγουν από την πατρίδα τους για να βρουν νερό, για να ξεφύγουν από κινδύνους, για να αποφύγουν τις διώξεις» μου λέει, υπενθυμίζοντάς μου ότι παρότι σχεδόν όλοι προερχόμαστε από μετανάστες, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για την εμπειρία του ξεριζωμού.
«Για ένα διάστημα σταματήσαμε να πηγαίνουμε πίσω στο χωριό, γιατί ήταν ακριβό το ταξίδι και διαρκούσε και πάρα πολλές ώρες. Βέβαια, άλλο ήταν το βασικότερο πρόβλημα: Κάθε φορά που επιστρέφαμε έβλεπα τους γονείς μου να βιώνουν ξανά το τραύμα της μετανάστευσης».
Και τώρα τι νιώθει για το χωριό του που βρίσκεται σε αλβανικό έδαφος; «Όταν άρχισε να ανεβαίνει η περιοχή, ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε ξανά. Η Χειμάρρα δείχνει να έχει πια μεγάλες προοπτικές».
Παράδοση, επιρροές, Faulkner, αλλαγή
Το Χάθηκε Βελόνι σε ταξιδεύει στη Χειμάρρα των αρχών του 20ου αιώνα, στην Αλβανία του Χότζα, στην Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ, στις ΗΠΑ του σήμερα. Όταν ρωτώ τον Χρήστο Γκέζο αν πρόκειται για ένα ψηφιδωτό συναισθημάτων και αφηγήσεων, εκείνος μου γνέφει καταφατικά. Όταν κάτσαμε στο καφέ του Παγκρατίου ήταν μέρα, και τώρα σκοτεινιάζει.
Κάνω δεύτερη ερώτηση, στα καπάκια: «Μπορούμε να πούμε ότι το μυθιστόρημά σου αφηγείται την εμπειρία ενός μετανάστη από τη Βόρεια Ήπειρο στην Ελλάδα κατά κάποιον τρόπο;». Σε αυτό το ερώτημα γνέφει αρνητικά, και εξηγεί: «Θέλω όσα γράφω να απευθύνονται σε πάρα πολλούς ανθρώπους, να είναι όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο οικουμενικά. Σίγουρα πάντως αυτό ήταν το πιο πολιτικό μου βιβλίο μέχρι στιγμής. Μπόρεσα να πω πράγματα που παλιότερα δυσκολευόμουν να παραδεχθώ».
«O William Faulkner, αυτός ο υπέρτατος στιλίστας της γραφης, είχε πει ότι πρώτα έρχεται η πλοκή και μετά το στυλ. Αν σπάσεις σε κομματάκια τις ιστορίες θα δεις να γίνονται φοβερά και τρομερά πράγματα: έριδες, φιλοδοξίες, αιμομιξίες». Η συζήτηση έχει πάει στις επιρροές. Ακούγονται αρκετά ονόματα, ο Thomas Bernhard, o Franz Kafka, o Yasunari Kawabata, και ο Edgar Allan Poe που ήταν ο πρώτος λογοτεχνικός ήρωας του Γκέζου. «Ο David Foster Wallace μού άλλαξε τον τρόπο που βλέπω το γράψιμο. Μάλιστα, στη συλλογή διηγημάτων Τραμπάλα τόλμησα να διασκευάσω ένα δικό του κείμενο». Όσο για το τι ζητά πια από ένα βιβλίο; «Θέλω να έχει ρυθμό γιατί αλλιώς κουράζομαι».
Αν μπορεί να διακρίνει κανείς ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του 33χρονου συγγραφέα, τότε αυτό είναι σίγουρα η σχέση με το παρελθόν. «Ο κόσμος προχωρά και γίνεται πιο περίπλοκος. Έτσι, ο πρωταγωνιστής, ένας άνθρωπος της σημερινής εποχής, είναι πιο προβληματικός από τις προηγούμενες γενιές: ένα προϊόν αβεβαιότητας, χάους, ανυπαρξίας θεού, πτώσης συμβόλων, και, τελικά, απόλυτης μοναξιάς» σημειώνει ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος. «Το παρελθόν είναι ένα μέγεθος που δεν μπορείς να ελέγξεις, ένα φορτίο που εμποδίζει το άτομο να υλοποιήσει το μέλλον του».
Μπορώ να μοιραστώ πράγματα με τους gay καθώς μπορούν να ταυτιστούν με την κοινωνική απομόνωση, την περιφρόνηση, την ντροπή που έχω βιώσει ως μετανάστης
Το δικό του μέλλον φαινόταν λαμπρό όταν μπήκε στο ΕΜΠ. Ακόμα δεν είχε σκάσει η Ελληνική Κρίση, και έτσι το επάγγελμα του μηχανικού σήμαινε σίγουρα λεφτά στην τράπεζα. Αλλά, μπουμ, έσκασε η Κρίση και όλα άλλαξαν. «Ήξερα από φοιτητής ότι δεν θα μπορούσα να δώσω όλο το πνεύμα μου σε αυτή τη δουλειά – δεν με ενθουσίαζε τόσο. Κάπου εκεί κόλλησε και το γράψιμο». Σήμερα, βέβαια, εργάζεται ως μηχανικός, αφού ως συγγραφέας στην Ελλάδα δεν ζει σχεδόν κανείς. Πρόσφατα, μετακόμισε στο Κέντρο όπου όπως λέει «είναι άλλη η ζωή».
Μιλώντας για τα εργασιακά, η συζήτηση μοιραία οδηγείτε στην οικονομική κατάρρευση που πρόσφατα βίωσε η Ελλάδα. «Η ελληνική κρίση γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στους ανθρώπους που προέρχονταν από την Αλβανία και τους Έλληνες πολίτες. Δεν είναι απλά ότι εμείς αφήσαμε τα σπίτια μας στην Αλβανία και μεταναστεύσαμε στα 90s· την ίδια στιγμή η Ελλάδα βίωνε την καλύτερη οικονομική της φάση, μια περίοδο που δεν πρόκειται να επαναληφθεί ξανά και όλοι την κλαίνε και τη νοσταλγούν».
Ποιος ήταν λοιπόν ο βασικός λόγος της καταπίεσης που βίωναν οι μετανάστες με αλβανικό διαβατήριο τότε; «H οικονομική διαφορά στα 90s ήταν ο βασικός λόγος πίσω από τον πόνο που βίωναν οι άνθρωποι που προέρχονταν από την Αλβανία» μου λέει χωρίς να στρογγυλεύει τις γωνίες. Χαμογελάει πικρά στη συνέχεια. «Είναι κωμικοτραγικό. Για μένα, όμως, η ζωή πια είναι πολύ καλύτερη από ό,τι στα 90s. Αυτή είναι μια βασική διαφορά».
Σαν αναγνώστης ένιωσα ότι ο 33χρονος συγγραφέας αποφάσισε με το Χάθηκε Βελόνι να βάλει τα χέρια του στα κάρβουνα. Να σκαλίσει πολύ δύσκολες γωνίες του εαυτό του. «Είναι πολύ δύσκολο να αποτινάξεις μια ντροπή που έχει ριζώσει μέσα σου. Ίσως, για αυτό πολλές φορές μπορώ να μοιραστώ περισσότερα πράγματα με τους gay παρά με τους straight, καθώς οι πρώτοι μπορεί να μην έχουν σχέση με την εμπειρία της μετανάστευσης αλλά μπορούν να ταυτιστούν: έχουν ζήσει την κοινωνική απομόνωση, την περιφρόνηση, την ντροπή. Όσα, δηλαδή, έχω ζήσει και εγώ».
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος πιστεύει ότι έχουμε πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς ως κοινωνία να λύσουμε και θα χρειαστεί να πάρουμε πολλές γενναίες αποφάσεις για να προχωρήσουμε μπροστά.«Κυριαρχεί μια γενικευμένη αδιαφορία και μια επικίνδυνα ελαφρότητα παρά τις σφαλιάρες που φάγαμε την περίοδο της Κρίσης – το βλέπουμε στην τέχνη, στην καθημερινότητα, αλλά και στον πολιτικό βίο».
Τελικά, ποιο είναι το κλειδί για να αλλάξουμε; «Το ζήτημα με την αλλαγή είναι το εξής: αν θες να την κάνεις πραγματικά και μετά το πώς».
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος: Αντί Επιλόγου
«Θεωρώ σπουδαίο είδος την επιστημονική φαντασία -η Οδύσσεια του Διαστήματος είναι η αγαπήμενη μου ταινία- και θα ήθελα μια μέρα, αφού μελετήσω περισσότερο το είδος, να γράψω ένα sci-fi μυθιστόρημα» μου λέει σε κάποια φάση της συζήτησης. Αντίστοιχα, παραδέχεται ότι του αρέσει το Instagram και ότι απολαμβάνει τη χαλαρότητα του #bookstagram. «Δεν χρειάζεται να είναι όλα βαρύγδουπα γύρω από το βιβλίο» αναφέρει λίγο πιο μετά, πριν παραδεχθεί ότι στην καραντίνα κόλλησε άσχημα με τα social media σε κάποια φάση.
Σύγχρονες λογοτεχνικές τεχνικές, το παρελθόν ως ευχή και κατάρα, το τραύμα της μετανάστευσης, η ανάγκη για δανειστικές βιβλιοθήκες – είναι πάρα πολλές οι διαδρομές που ανοίξαμε στην κουβέντα μας. Παρότι ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος δεν ξεκίνησε να γράφει στην εφηβεία του, συγκρατώ την εξής ανάμνηση που μοιράστηκε:
«Είχαμε γράψει ένα ποιηματάκι στο μάθημα των Κειμένων. Το δικό μου θυμάμαι άρεσε στα παιδιά. Δεν ξαναέγραψα όμως κάτι μέχρι τα φοιτητικά χρόνια. Μετά από χρόνια, για το συγκεκριμένο ποίημα, μού μίλησε ένας συμμαθητής που τότε τον θεωρούσαμε τον Καπετάν Φασαρία της τάξης: “Το ποίημα που είχες γράψει τότε ήταν από τις ελάχιστες φορές που ενδιαφέρθηκα για το τι γινόταν σε αυτό το κωλομάθημα” μου είχε πει».
Θυμάμαι μια χαρακτηριστική ατάκα από το Χάθηκε Βελόνι, όπου ο πρωταγωνιστής λέει πως «όταν λες ότι γράφεις, σου ανοίγονται οι άνθρωποι». Ύστερα από σχεδόν δύο ώρες συζήτηση με τον Χρήστο δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύει πάντα. Ή μάλλον, όπως και εκείνος λέει, είναι μια καμπύλη όλο αυτό: οι άνθρωποι άλλοτε ανοίγονται πολύ και άλλοτε κλείνονται τελείως.
«Η ελευθερία έχει το τίμημά της».
«Τι χρειάζεται»; τον ρωτάω.
«Θέλει ρίσκο. Θέλει κουράγιο. Θέλει επίγνωση. Θέλει ειλικρίνεια» λέει ο Γκέζος.
Τελικά, σκέφτεσαι να πας Αμερική όπως ο Αλέξανδρος (Σάντο), ο πρωταγωνιστής στο Χάθηκε Βελόνι;
Το επεξεργάζεται λίγο. Μετά, γελάει και λέει:
«Κάποτε το σκέφτηκα. Τώρα, δεν ξέρω»