ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Χρήστος Βαλαβανίδης γίνεται δύο μέτρα πάνω στη σκηνή

Από τη «Λούφα και Παραλλαγή» και τους «Αυθαίρετους» μέχρι την Έλλη Λαμπέτη και τις 80s βιντεοκασέτες. Μια fast forward συζήτηση με τον σπουδαίο ηθοποιό.
Η πανδημία μας ανάγκασε να μιλήσουμε μέσω βιντεοκλήσης. Εκείνος στο σπίτι του, μπροστά από τη βιβλιοθήκη του, διαρκώς ευδιάθετος και χαμογελαστός και εγώ στο δικό μου, ακολουθώντας τη δική του διάθεση. Δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Ο τρόπος που μιλάει, που διηγείται, που φωνάζει και γελάει είναι τόσο έντονος που απλώς παρασύρεσαι. Σε σπρώχνει από ερώτηση σε ερώτηση, σαν παιδάκι που θέλει να δει τι άλλο του έχεις ετοιμάσει, που ανυπομονεί να μάθει τι είναι το επόμενο που του κρύβεις. Ένας άνθρωπος της ατάκας, της ζωντάνιας και της περιέργειας. Το αντίθετό μου δηλαδή.

Για 60 λεπτά είπαμε για τις αποβολές του και το νυχτερινό λύκειο, για το «Μινόρε της Αυγής» και το “Star Trek”, τον Μάρκαρη και τον Κουμανταρέα, τη Λαμπέτη και τον Ψάλτη, τους «Αυθαίρετους» και τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο. Και όλα με το δάχτυλο μονίμως στο fast forward.

Ήταν μικρή η συμμετοχή σας στη «Λούφα και Παραλλαγή» αλλά πολύ χαρακτηριστική. Αυτή η ατάκα «μπορείς να πας στην πλατεία και να πεις ο σύντροφος Μπρέζνιεφ είναι μαλάκας;», ήταν στο σενάριο; Ρωτάω γιατί γενικά σας αρέσει να αυτοσχεδιάζετε.

Αυτό δεν ήταν αυτοσχεδιασμός, ήταν μέσα στο σενάριο -και λιγάκι τσιμπημένο από μένα. Δικιά μου πρωτοβουλία ήταν ας πούμε που έβαζα χρυσόχαρτο στο δόντι για να φαίνεται χρυσό.


nikosperakis.gr

Ποια ήταν η αναφορά σας για να κάνετε αυτόν τον αξιωματικό; 

Τη σκηνή που είδες παιγμένη την έχω ζήσει στο στρατό όντας φαντάρος. Ήμουν ακόμα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σπούδαζα, και ήμουν ας το πούμε «ύποπτος». Δεν είχα βέβαια χαρακτηριστεί πολιτικά, δεν υπήρχε τίποτα εναντίον μου.

Θυμάμαι μου είχε πει μια φορά ένας: «Ε, ηθοποιέ, τώρα είσαι εδώ, θα περάσουν από τα χέρια σου απόρρητα έγγραφα. Έτσι και κάνεις τίποτα θα σε καθαρίσω, θα σε εκτελέσω».

Σε ποια μονάδα;

Στη Θήβα. Εγώ πέρασα καλά στον στρατό. Γιατί «πετάει ο γάιδαρος; Πετάει». Και πολύ καψόνι στη Θήβα. Να σπρώχνεις το κτίριο και να φωνάζεις «ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΑΑΑΑΣ». Εγώ όντας ηθοποιός, το εμπλούτιζα και με δραματικό υπόβαθρο. Και το ευχαριστιόμουν (σ.σ. γέλια). Να κάνεις ερωτική εξομολόγηση στον γλόμπο. Βέβαια, φοβερά πράγματα, τα έχω ζήσει αυτά. Χούντα ήτανε.

Ήταν και η ατάκα που σας έλεγαν πιο συχνά οι άνθρωποι όταν σας αναγνώριζαν στον δρόμο;

«Γαμώ το κέρατό μου» ήταν η ατάκα που μου λέγανε, που είχε περάσει στον κόσμο. Από τους «Αυθαίρετους». Από ταινία, όχι, δεν μου λέγανε.

Περίμενα το «είμαι ο Χρήστος, το πιο παλιό κουρέλι;» για να σας πω την αλήθεια. Τα «Κουρέλια τραγουδούν ακόμα» γιατί άρεσαν τόσο;

Ήταν νέο αίμα. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ένα άλλο σινεμά. Υπήρχε η γλώσσα του σινεμά σε όλο της το μεγαλείο. Και μια απίστευτη κινηματογραφική αισθητική. Οικονομία στο μοντάζ, στα λόγια. Δεν είχε φλυαρίες, όλα ήταν μετρημένα. Ο Νίκος Νικολαΐδης ήταν φοβερός σκηνοθέτης.


Ξέρετε αυτή η ταινία ήρθε και λίγο σε μια εποχή που ήταν όλοι κουρασμένοι με την πολιτική στην τέχνη, τα πολιτικά τραγούδια κλπ. Υπήρξε γενικά μία αντίδραση τότε στα τέλη του ’70, και σε άλλες μορφές τέχνης Ήταν σαν να εμφανίστηκε ένα κίνημα που έλεγε «φτάνει πια με το πολιτικό τραγούδι, πάμε και σε κάτι άλλο». 

Έτσι ακριβώς είναι. Και εγώ ανήκα σε μια γενιά που όλα αυτά τα έβλεπε με πολύ κριτικό μάτι. Το πολιτικό σινεμά, το πολιτικό τραγούδι, την πολιτική λογοτεχνία. Γιατί στο μεγαλύτερο μέρος κατευθυνόταν από ένα κόμμα. Νομίζω ότι καταλαβαίνεις τι εννοώ.

Σε ένα βιβλίο του, ο Κωνσταντίνος Τζούμας περιγράφει μία ιστορία που συνέβη όταν γυρίζονταν τα «Κουρέλια». Κάνατε διάλειμμα, βγήκατε έξω, ακούσατε από κάπου μουσική και μπήκατε σε ένα σπίτι… 

(σ.σ. χαμογελάει) Όντως. Βγήκαμε για ένα τσιγάρο, ακούσαμε μουσική και μπήκαμε κατά λάθος στο σπίτι του Σταθμάρχη της CIA. Θα ξέρανε μάλλον ότι ήμασταν ηθοποιοί και γι’ αυτό μας άφησαν να μπούμε, δεν θα τους ήμασταν άγνωστοι. Από τη στιγμή που υπήρχαμε σε ένα σπίτι κοντά σε αυτό το πάρτι, σίγουρα μας είχαν εξετάσει οι φρουροί -σε εισαγωγικά το «φρουροί». Τον έλεγχο που κάνει η CIA δεν μπορούμε να τον διανοηθούμε.

Το θυμάμαι πολύ καλά το πάρτι, είχε κόσμο, γκόμενες κτλ…

Στο τέλος μας αποχαιρέτησαν μες την καλή χαρά «γεια σας, καλή επιτυχία» κλπ. Ε, ναι γιατί καταλάβανε ότι ήμασταν τρελάρες, ότι δεν ήμασταν σοβαρά άτομα (σ.σ. γελάει).

χρήστος βαλαβανιδης ηθοποιος αυθαίρετοι

Με τον Τζούμα εκεί γνωριστήκατε;

Όχι, γνωριζόμασταν από παλιά. Ο Τζούμας τότε μου γνώρισε τον Νικολαΐδη σε μια ταινία, στις «Στενές επαφές Τρίτου Τύπου» στο Ράδιο Σίτι. Εκεί πρωτοσυναντήθηκα με τον Νικολαΐδη και τη γυναίκα του. Και μετά καθίσαμε στο ζαχαροπλαστείο που υπήρχε μπροστά, τα είπαμε και μετά βρισκόμασταν στο σπίτι του στην Κηφισιά.

Πώς και δεν συμμετείχατε και σε επόμενες ταινίες του; Έγινε πρόταση και είπατε όχι; Δεν έτυχε απλά;

Κοίταξε, εγώ ήμουν επαγγελματίας. Και οικογενειάρχης. Είχα γυναίκα, είχα παιδί. Οι άλλοι δεν είχανε τέτοια πράγματα, ήτανε πολυτεχνίτες και ερημοσπίτες (σ.σ. χαμογελάει). Έπρεπε να ζήσω. Λεφτά δεν υπήρχανε. Εγώ δεν πήρα λεφτά από τα «Κουρέλια». Πήρα μόνο φήμη, δόξα και το βραβείο στη Θεσσαλονίκη, που ήταν σημαντικό βέβαια.

Με τον Τζούμα κάνατε και ραδιόφωνο αργότερα στα 80s. 

Ναι, νομίζω κράτησε κανά χρόνο. Μας κόψανε. Είχα κάνει πρόταση να την προεκτείνουμε ας πούμε, να την πάμε στο Τρίτο Πρόγραμμα και δεν άρεσε.

Αυτός ήταν ο λόγος; Όχι ότι η γλώσσα ήταν πολύ αιχμηρή;

Ήταν ότι ήμασταν αλλουνού παπά Ευαγγέλιο. Δεν ήμασταν κομματόσκυλα. Ούτε σε ΠΑΣΟΚ ανήκαμε ούτε σε ΚΚΕ, σε κανένα κόμμα. Ήμασταν στο κόμμα του εαυτού μας. Ήμασταν ροκ. Ήμασταν μία παρέα ροκ. Και έτσι μας αντιμετωπίζανε. Αναρχικούς και απρόβλεπτους. Εξ ου και χάναμε συνεχώς δουλειές. Συνεχώς.

Συνεχίσατε μετά και μόνος σας να κάνετε ραδιόφωνο.

Έχω κάνει πάρα πολύ ραδιόφωνο. Έχω δουλέψει στον Κλικ FM για κανά δυο χρόνια, στον 9.84, στον Flash… Και βραδινό έχω κάνει και κανονικό και γραμμένο. Και έχω δουλέψει και στο Κόκκινο 105,5, ως φιλοξενούμενος του αείμνηστου του Βαγγέλη Βέκιου. Πέθανε το παλικάρι μας, έφυγε.

Έχετε παίξει σε μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που βγήκε ποτέ, στη «Φωτογραφία». Η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών την είχε ψηφίσει ως την 6η καλύτερη όλων των εποχών.

Χαίρομαι που το λες. Καταπληκτική συνεργασία με τον Παπατάκη. Ήταν και περιπετειώδης η συμμετοχή μου.

Γιατί;

Εκείνο τον καιρό δούλευα στο θέατρο, δεν θυμάμαι να σου πω σε ποια παράσταση. Έπρεπε, λοιπόν, να λείψω Δευτέρα-Τρίτη, να βρεθώ στην Καστοριά και να επιστρέψω την Τετάρτη στην Αθήνα για να συνεχίσω τις παραστάσεις. Πήγα, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, ένας φίλος μού δάνεισε το αυτοκίνητό του, ένα Mini Morris, και οδήγησα από εκεί ως την Καστοριά -και αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο γιατί ο δρόμος ήταν σκοτώστρα. Πήγα, έκανα γύρισμα, έπεσα κοιμήθηκα, την άλλη μέρα ξαναπήρα το αυτοκίνητο, ξαναγύρισα στη Θεσσαλονίκη, μπήκα στο αεροπλάνο και γύρισα στην Αθήνα για την παράσταση.

Δηλαδή τις σκηνές που έχετε στην ταινία τις γυρίσατε σε μια μέρα;

Ναι, ναι.

Άρα τις είχατε κάνει πρόβα απ’ το σπίτι σας; 

(σ.σ. γελάει) Εγώ δεν είμαι και πολύ της πρόβας. Εγώ είμαι του «αν μπορείς, κάν’ το τώρα».

Είχατε μία σκηνή με τον Ρέτσο…

Είχα μία σκηνή με τον Ρέτσο, μία εκεί που κάνω το τηλεφώνημα στο Παρίσι και μία σκηνή με το αυτοκίνητο, όταν έρχεται να μου ζητήσει μια διεύθυνση. Πάτησα γκάζι εκεί, γέμισε σκόνη το πλάνο… Ωραία πράγματα.

Πάντως η «Φωτογραφία» παίζει να είναι η καλύτερη ελληνική ταινία που την ίδια όμως στιγμή την έχουν δει τόσο λίγοι άνθρωποι.

Ναι, γιατί δεν είχε κάνει φασαρία γύρω απ’ τον εαυτό της. Δεν είχε μέσα, δεν είχε promotion.

Τι πιστεύετε την έκανε τόσο μεγάλη;

Ο Παπατάκης είχε μια περίεργη ματιά πάνω στα πράγματα. Τα πλάνα του ας πούμε ήταν σημαντικά. Ήταν πρωτοποριακά. Πολύ καλός σκηνοθέτης, Θεός σχωρεστην ψυχούλα του. Και το θέμα της ταινίας, η μετανάστευση, ήταν πολύ καλό. Ήταν βαριά ταινία, ήταν σκληρή. Δεν ήταν εύληπτη.

Ε, και κάποιες ερμηνείες ήταν σωστές. Ο Ρέτσος, ο Τσάγκας ήταν πολύ καλός, φοβερός ηθοποιός, έχουμε παίξει με τον Τσάγκα στο θέατρο… Και με τον Ρέτσο έχω παίξει στο θέατρο, στα πρώτα του βήματα, στην πρώτη του δουλειά. Ήτανε στην Κρήτη, όπου παίζαμε στο Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, που έχει την έδρα του στα Χανιά.

Ανεβάσαμε τον «Κατσούρμπο», ένα μεσαιωνικό δράμα, με τον Κωστή Μιχαηλίδη, έναν σπουδαίο σκηνοθέτη, και την «Τύχη της Μαρούλας». Και τα παίξαμε περιοδεία σ’ όλην την Κρήτη.

Ειδικά στα χωριά του νομού Χανίων οι παραστάσεις ήταν κάτι το καταπληκτικό, θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Ήταν εκεί ένα κοινό αγνό, πρωτόγονο, που δεν είχε ξαναδεί ούτε τηλεόραση. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει αγριάδα. Και το κοινό συμμετείχε στην παράσταση, είχε αυτό το ”interactive” που λένε…

Ήταν έτσι η παράσταση ή πήρε πρωτοβουλία το κοινό;

Μας οδήγησε το κοινό να είναι έτσι. Μιλάγανε, φωνάζανε, γιουχάρανε, βρίζανε.

Εγώ αυτό το κάνω όταν βλέπω σίριαλ, παρασύρομαι και βρίζω μόνος μου. “ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΣΤΑΜΑΤΑ” (σ.σ. γελάει). Βρίζω, βέβαια, και για το πλάνο του σκηνοθέτη, άμα είναι χάλια ας πούμε.


Στα 80s είχατε κάνει και κάποιες βιντεοκασέτες. Λίγες.

Δυστυχώς, ναι. Και αυτό ήταν από την ανάγκη που είχα για δουλειά. Αλλά ευτυχώς βγήκα αλώβητος από εκεί. Μου το λέει και η γυναίκα μου καμιά φορά. «Ρε μπαγάσα εσύ τα κατάφερες και δεν σε έχει επηρεάσει καθόλου».

Υπάρχει κάποια ταινία που πιστεύετε ότι θα μπορούσε ίσως με κάποιες παρεμβάσεις, σεναριακές, σκηνοθετικές, να γινόταν καλή ταινία;

Οι περισσότερες. Αλλά έφταιγε η οικονομία του χρόνου, τα σενάρια ήταν άθλια, κάνανε μεγάλο σκόντο ας πούμε στο cast -χρησιμοποιούσαν ερασιτέχνες, κομπάρσους.

Υπήρξε κάποιος που να ήταν πραγματικά μεγάλο ταλέντο και να χαραμίστηκε σ’ αυτές;

Ο Στάθης Ψάλτης. Ήταν εξαιρετικός ηθοποιός. Έχουμε παίξει και Σαίξπηρ μαζί. Στο «Ημέρωμα της Στρίγγλας», σε θίασο του Κώστα Καρρά και σκηνοθεσία του Σταύρου Ντουφεξή. Δεν ήταν ακόμα σταρ, είχε παίξει βέβαια σε δύο τρεις τέτοιες βιντεοκασέτες και ακουγόταν το όνομά του, αλλά μετά έγινε “σταρ”.

Φοβερός ηθοποιός. Αυτοσχεδιασμό να δεις…


Μαζί με τον Στάθη Ψάλτη στην παράσταση «Το Ημέρωμα της Στρίγγλας»

Μαζί με τον Στάθη Ψάλτη στην παράσταση «Το Ημέρωμα της Στρίγγλας»

Πλήρωναν καλά αυτές οι ταινίες;

Ναι. Δεν βγάλαμε και κότερο, αλλά πλήρωναν.

Για παράδειγμα, πήρατε περισσότερα λεφτά για μία βιντεοκασέτα από ό, τι πήρατε για τη «Λούφα και Παραλλαγή»; Σε σχέση με τις «κανονικές» ταινίες, ποιες πλήρωναν καλύτερα;

Μια κασέτα πλήρωνε καλύτερα. Ε, βέβαια. Στη «Λούφα» πληρωθήκαμε, έτσι; Αλλά όχι όσο σε μία κασέτα. Εγώ εκείνο το διάστημα ζούσα απ’ αυτά τα λεφτά.

Επίσης είχαν πολύ κακούς τίτλους. Θέλω να σας αναφέρω τρεις και να μου πείτε ποιος είναι ο χειρότερος:

  1. «Ο Πιπίλας και ο Τορπίλας»;
  2. «Ο Νταβατζής με τα ριγέ σώβρακα»;
  3. ή «Παπά Turbo : μας πήραν και τα ράσα»;

Ε, ο δεύτερος, αυτό με τα σώβρακα τα ριγέ (σ.σ. γελάει δυνατά). Φριχτός τίτλος και φριχτή ταινία. Την πρώτη ούτε που τη θυμάμαι.

Κοίταξε, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση. Δεν είχαμε πολλές άλλες ευκαιρίες για δουλειά.

Και μόλις ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση κάνατε κατευθείαν τους «Αυθαίρετους». Πρέπει να γίνατε πιο διάσημος από ποτέ τότε. Πώς το εισπράξατε αυτό; 

Δεν ψωνίστηκα. Έχω ακούσει απίστευτα πράγματα από τον κόσμο. Έχω δεχτεί αγάπη τρομερή. Έχω ακούσει πράγματα τα οποία δεν μπορώ να τα επαναλάβω από σεμνότητα.

Η σειρά είχε να κάνει με το μίσος που υπήρχε ανάμεσα σε Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ και σ’ αυτό οφειλόταν και η επιτυχία της. Ήταν η ελεγεία του μίσους. Του μίσους και του νεοπλουτισμού. Η σειρά είχε αποτυπώσει μία εποχή.

Κανονικά θα πήγαινε και για τρίτη σεζόν. Γιατί δεν συνέχισε;

Καλά έκανε και σταμάτησε. Εγώ είμαι υπέρ του να σταματάνε οι σειρές εκεί που κουράζονται όλοι. Εκεί που κουράζεται ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί, και κυρίως ο σεναριογράφος, και αρχίζει και σέρνει το πράγμα.

Και πέρσι ακούστηκε ότι θα γυρίζατε 30 χρόνια μετά. Υπήρχε κάποια αλήθεια σε αυτό;

Ήταν απλά μια φήμη που κυκλοφόρησε και που δεν με αφορούσε.


Η επιτυχία στους «Αυθαίρετους» δεν οφειλόταν λίγο και στους δεύτερους χαρακτήρες; 

Εννοείται ότι οφειλόταν και σ’ αυτό. Αυτό είχε να κάνει με τον σκηνοθέτη που διάλεξε το cast, στον Νίκο Κουτελιδάκη.

Συνήθως χτίζουν μόνο τους δυο πρωταγωνιστές με ξεχωριστά χαρακτηριστικά, και οι υπόλοιποι ήρωες είναι ίδιοι. Αφού βλέπουν ότι είναι ένα μυστικό της επιτυχίας -έγινε πχ και στα «Εγκλήματα»-, γιατί δεν το κάνουν και στις άλλες σειρές;

Και γιατί δεν έχουν τα λεφτά για καλούς ηθοποιούς αλλά και γιατί δεν έχουν τον χρόνο να ψάξουν το σωστό casting. Δεν είχανε τον χρόνο δηλαδή τότε, γιατί σήμερα ξέχασέ το, η κατάσταση είναι… Δεν περιγράφεται.

Και μετά συνεχίσατε στο «Πλάκας Μέλαθρον» με τον Πουλικάκο. Γενικά είχατε πολύ καλή χημεία μεταξύ σας.

Αυτό είναι αλήθεια. Ήμασταν ίδια γενιά και είχαμε τις ίδιες αναφορές. Το ίδιο γούστο, μάς άρεσαν τα ίδια πράγματα. Μας αρέσει το ροκ, αλλά και η κλασική μουσική. Πολλές φορές τον είχα δει και σε συναυλίες, εννοείται.


Ξέρετε έχετε κάνει μία πολύ καλή σειρά στα τέλη των 90s το «Νυχτερινό Δελτίο, όπου πάλι κάνατε κάποιον αχώνευτο.

Ναι εκεί έκανα τον διευθυντή της αστυνομίας μαζί με τον μακαρίτη τον Μηνά στη σειρά του Κοκκινόπουλου. Είχα συνεργαστεί και στην «Ανατομία ενός Εγκλήματος» με τον Κοκκινόπουλο. Σε δύο επεισόδια.

Ο Μηνάς Χατζησάββας πώς ήταν ως άνθρωπος;

Ένας άγγελος επί της γης ήταν ο Μηνάς. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, πολύ ταλαντούχος, με ένα απίστευτο χαρακτήρα, ευγενικό. Είχε αξίες δυσεύρετες στο επάγγελμα. Δεν ήταν καθόλου ανταγωνιστικός, καθόλου αυτοπροβαλλόμενος επίσης. Μεγάλη απώλεια για το θέατρο ο θάνατός του.


Πριν παίξετε στο «Νυχτερινό Δελτίο» είχατε διαβάσει το βιβλίο του Μάρκαρη;

Ναι, βέβαια, γιατί ήμασταν και φίλοι με τον Μάρκαρη. Είχαμε μια φιλική σχέση εν πάσει περιπτώσει.

Επειδή είπαμε για συγγραφείς, κάπου είχα διαβάσει ότι ήσασταν και κοινή παρέα με τον Κουμανταρέα. 

Ναι, και με άλλα ονόματα που δεν είναι γνωστό ότι ήμασταν παρέα. Παναγιωτόπουλος, Βασιλικός, πολλά, πολλά.

Σας είχα στο μυαλό μου ότι ήσασταν ως παρέα ο Άλκης Παναγιωτίδης, ο Τζούμας…

Άλλη παρέα αυτή. Αυτή ήταν όταν έγινα ηθοποιός. Η παρέα με τον Κουμανταρέα έγινε όταν ήμουν μόνον λογοτέχνης.

Έχετε βγάλει τρεις ποιητικές συλλογές, πράγμα το οποίο δεν είναι και πολύ γνωστό.

Ακριβώς. Δεν με πειράζει όμως.

Και πάλι όμως υπονομεύσατε τον εαυτό σας όταν κάνατε ένα ρόλο στις «Τρεις Χάριτες» που κοροϊδεύατε ένα ποιητή.

Ε, βέβαια. (σ.σ. γελάει και συνεχίζει στον ίδιο τόνο χιουμοριστικά). Μόνο ένας πραγματικός ποιητής έχει το «δικαίωμα» να σατιρίσει έτσι το επάγγελμα.

Για τον Κουμανταρέα θέλω να ρωτήσω πάλι. Θυμάστε την ημέρα της δολοφονίας του;

Είχαμε από καιρό χάσει επαφή με τον Μένη. Όταν το άκουσα βέβαια έπεσα απ’ τα σύννεφα, τρελάθηκα. Ακόμα είμαι αγριεμένος ας πούμε με όλη την ιστορία αυτή.

Και επειδή σας αρέσει η παρωδία, στο «Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο», εκεί παρωδούσατε τον τρόπο που οι Έλληνες ηθοποιοί έπαιζαν τους Γερμανούς σε αυτές τις ταινίες τις πατριωτικές.

Έκανα τον Γερμανό (σ.σ. γελάει πραγματικά απολαυστικά). Ξέρω και γερμανικά βλέπεις και έτσι μου ήταν πιο εύκολο. Eιδικά η σκηνή με τα χαστούκια που βαράω στους φαντάρους τους Γερμανούς έχει μείνει, ναι. Ήταν και αρκετά αυτοσχεδιαστικό.

Δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά στη δεύτερη σεζόν του «Μινόρε της Αυγής» είχατε έναν πολύ βασικό ρόλο, παίξατε έναν γκέι. 

«Λαϊκό γκέι».

Το θέμα είναι ότι τον παίξατε με αξιοπρέπεια, όχι ως καρικατούρα. Και μάλιστα μέσα στον χώρο του ρεμπέτικου, της μαγκιάς κτλ. Πώς φάνηκε αυτό στον κόσμο τότε;

Αυτό είναι το μυστικό για να μη φανεί χυδαίος αυτός ο ρόλος. Αν αρχίσουμε τους ακκισμούς, το ‘χασες το παιχνίδι, πρέπει να τον παίξεις σοβαρά. Να βάλεις απλά κάτι στη φωνή ή μια ματιά σε έναν νεαρό ας πούμε… Που στο δίνει ο σκηνοθέτης αυτό, σου λέει «γύρισε τώρα και κοίταξέ τον αυτόν»… Το πώς θα τον κοιτάξεις, αυτό δεν διδάσκεται, αυτό το ‘χει ο ηθοποιός μέσα του. Ξέρει τι πρέπει να κάνει.


Απλά ήθελα να σταθώ σε αυτό, πόσο μπροστά ήταν για την Ελλάδα του ‘85.

Ήτανε πρωτόγνωρο και πολλοί ομολόγησαν ότι ήμουν πολύ θαρραλέος που το έκανα. Το έκανε και ο Μπέζος βέβαια αργότερα στους «Απαράδεκτους», αλλά εγώ ήμουν «πρωτοποριακός».

Όλοι πιστεύουν ότι ο πρώτος σοβαρός ρόλος γκέι ήταν του Μπέζου, αλλά ο δικός σας προηγήθηκε.

Ναι ναι. Έπαιξα έναν ομοφυλόφιλο, όχι μια καρικατούρα με επιθεωρησιακό χιούμορ.

Υπάρχει ακόμα ο ρατσισμός για τους γκέι, αλλά εγώ θέλω να πάω σε έναν άλλον ρατσισμό. Αν μου το επιτρέψετε εσείς βέβαια. Ξέρετε, το ύψος σας είναι λίγο χαρακτηριστικό.

(σ.σ. γελάει)

Και θέλω να ρωτήσω αν εσείς στον χώρο του θεάτρου, νιώσατε κάποια ρατσιστική διάθεση.

Δεν τους έπαιρνε. Κανέναν. Τώρα θα περιαυτολογήσω. Είχα τόσο πολύ ταλέντο που ξεπερνούσε το μπόι μου. Ήμουν δύο μέτρα πάνω στη σκηνή σε σχέση με άλλους. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα. Ούτε με τις γυναίκες. Δεν είχα κόμπλεξ ποτέ. Όποια γυναίκα ήθελα, την είχα. Ήθελα πολύ λίγες, βέβαια.

Αντίθετα ήμουν το αντικείμενο του πόθου για κάποιους επαγγελματίες. Και επίσης ο σωματότυπός μου ήταν εμπορεύσιμος. Άκρως εμπορεύσιμος. Δηλαδή πολλοί επιχειρηματίες, μεταξύ των οποίων και ο Λιβαδάς ο περίφημος, με ψέγανε που δεν είχα γίνει πιο εμπορικός.

Αυτό είναι μια αλήθεια. Γιατί δεν γίνατε;

Γιατί εγώ έγραφα ποιήματα. Όταν έκλεινε η πόρτα ήμουν εγώ, η οικογένειά μου και η τέχνη μου. Κανένας άλλος. Δεν ήθελα ούτε να βγαίνω σε κέντρα, ούτε να κάνω δημόσιες σχέσεις. Δεν ήμουνα ποτέ μαϊντανός, ούτε να βγω σε μια εκπομπή έτσι απλά για να μιλήσω.

Προτάσεις έχετε αρνηθεί στην τηλεόραση;

Πολλές.

Ήταν όλες κακές ή κάποια την είδατε μετά και είπατε «εδώ έκανα λάθος τελικά»;

Όχι, δεν μετανιώνω για καμία. Και μάλιστα όταν τελείωσαν οι «Αυθαίρετοι» πέσανε βροχή οι προτάσεις, και θυμάμαι μου στείλανε ένα σενάριο το οποίο ήταν αντιγραφή των «Αυθαίρετων». Μέχρι και η κόρη μου είχε το ίδιο όνομα (σ.σ. φωνάζει γελώντας)! ΟΥΡΣΟΥΛΑ!!! Πήγα στον διευθυντή παραγωγής, «τι είναι αυτά του λέω; ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ; Θα κάνω εγώ αυτό το πράγμα; Ίδιο σενάριο;». Του το πέταξα το σενάριο πάνω στο γραφείο. Μέγας διευθυντής παραγωγής αυτός, τεράστιος. Διοικούσε τον ΑΝΤ1.

Μπήκατε στη μαύρη λίστα;

Αμέσως μπήκα στη μαύρη λίστα. Αμέσως. Κατάλαβες τώρα γιατί δεν έκανα πολύ τηλεόραση;

Έχετε παίξει και με τη Λαμπέτη, δεν αναφέρεται συχνά ούτε κι αυτό.

Έχουμε παίξει στην ‘Προξενήτρα’ του Θόρντον Ουάιλντερ, με τους Παπαμιχαήλ, Αρζόγλου, Μάγια Λυμπεροπούλου, Αντώνη Καφετζόπουλο, Γιώργο Δάνη, Πάνο Μιχαλόπουλο και άλλους… Σκηνοθεσία Βολανάκης.


Τον λατρεύατε τον Βολανάκη, το έχετε πει κι αλλού. Ήταν πιο πάνω κι απ’ τον Βογιατζή;

Ναι, βέβαια. Μεγάλος σκηνοθέτης. Ο Βολανάκης σκεφτόταν τι ήταν καλό για σένα πριν από σένα. Για σένα.

Η Λαμπέτη γιατί ήταν τόσο καλή;

Ήταν μεταφυσικό το πράγμα. Ήμασταν στο θέατρο, λοιπόν, και κάνουμε πρόβα. Ο ρόλος της εμφανιζόταν αργότερα, οπότε κάναμε πρόβες χωρίς την ίδια για πολλές μέρες. Εκείνη καθόταν από κάτω, έδινε καμιά ατάκα αν χρειαζότανε και εμείς παίζαμε πάνω στη σκηνή. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μετά από κανά δεκαήμερο ανέβηκε στη σκηνή για να παίξει τον ρόλο της. Εγώ την κοίταζα και ήταν να μιλήσω και σταμάτησα (σ.σ. δείχνει ότι έμεινε με το στόμα ανοιχτό). Δεν το πίστευα. Είχε αλλοιωθεί. Κάτι σαν άλιεν, απίστευτο πράγμα. Το κατάλαβε, γιατί ήταν απίστευτη, με κοίταξε μου λέει «τι έπαθες; Συνέβη τίποτα;». Είχα μείνει πραγματικά. Τρόμαξα να συνέλθω. Αυτή ήταν η Λαμπέτη.

Δεν σας ρώτησα στην αρχή, αλλά λέω να μην το αφήσω. Πού έχετε μεγαλώσει;

Στο Παλαιό Φάληρο. Αρκετά στη Νέα Σμύρνη και μετά στο Χαλάνδρι.

Και σε ποιο σχολείο ήταν αυτό που είχατε πάρει τον Έλεγχο και πλαστογραφήσατε την υπογραφή του πατέρα σας;

Στο Λεόντιο Λύκειο.

Καλά, ήμουνα μεγάλος αλήτης (σ.σ. γελάει απολαυστικά). Εγώ δεν τελείωσα στο Λεόντιο να σκεφτείς. Με διώξανε και πήγα σε νυχτερινό.

Γιατί σας διώξανε;

Πού να σου εξηγώ. Δεν έκανα τίποτα. Δεν έδειρα κανένανε -παρόλο που θα ήθελα.

Το αίσθημα που είχα από το γυμνάσιο, από το σχολείο γενικά είναι η πλήξη. Βαριόμουν πάρα πολύ. Ήμουνα πολύ καλός σε αυτά που με ενδιέφεραν. Στα «Νέα Ελληνικά» έπαιρνα 20. Και στα «Λατινικά». Στα «Αρχαία» 18. «Μαθηματικά» όμως; Ένα κι ένα κάνουν πέντε, δεν ήξερα. Σκράπας. Και έχανα τις τάξεις. Έχασα μία στο Λεόντιο και άλλη μία όταν αναγκάστηκα και έφυγα, και πήγα να συνεχίσω στο νυχτερινό.

Και είχε μία σύνθεση η τάξη, απίστευτη. Είχε έναν παπά, δυο φαντάρους, μία πόρνη, κι άλλη μία πόρνη, και πολλούς παραβατικούς. Ψήνανε ρέγκα μες στην τάξη, φοβερές καταστάσεις…

Ό,τι βλέπεις σε ταινίες αυτές με τα παιδιά που δεν χαλιναγωγούνται με τίποτα, είσαι μέσα. Εγώ, βέβαια, ερχόμουν από το Λεόντιο και ήμουν καλός μαθητής. Η καημένη η δασκάλα των «Γαλλικών», είχε κρεμαστεί επάνω μου να τη βοηθήσω, γιατί μόνο εγώ ήξερα γαλλικά. Και όλοι οι άλλοι κοροιδεύανε, της κάνανε απίστευτα πράγματα.


Και με τη Νένα Μεντή είστε ξαδέρφια.

Πρώτα ξαδέρφια. Ο πατέρας της και η μάνα μου ήταν αδέρφια. Είχαμε μεγάλη επαφή, περάσαμε μαζί όλα τα παιδικά μας χρόνια. Με τη Νένα, τον αδερφό της που δεν ζει πια και τη Μαρία που είναι καθηγήτρια.

Εκείνοι μένανε στο Λαύριο, οπότε κάθε παιχνίδι που παίζαμε ήταν περιπετειώδες. Το κυνηγητό, οι αστυνόμοι, το στάκαμαν, όλα συνδυαζόντουσαν με τα απίστευτα μέρη και τα σεληνιακά τοπία του Λαυρίου.

Υπήρχαν στιγμές με τη Νένα Μέντη που τώρα όταν τις θυμάστε να λέτε «να, με αυτό που κάναμε τότε, φαινόταν τελικά ότι μια μέρα θα γινόμασταν ηθοποιοί».

Ε, λοιπόν θα σου φανεί περίεργο. Δεν είχαμε σκεφτεί τίποτα. Ούτε η Νένα ούτε εγώ. Αφού και οι γονείς της όταν την άκουσαν ότι θα δώσει στο Εθνικό, έπεσαν απ’ τα σύννεφα, δεν το πίστευαν.

Οι δικοί σας γονείς όμως θέλανε.

Εγώ μπήκα στα Νομικά στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να μπω στη Φιλολογία και τελικά μπήκα στα Νομικά. Και εκεί πήρα μέρος σε μια παράσταση θεατρική «Το Όνειρο Καλοκαιρινή Νύχτας». Ήρθε ο πατέρας μου, ανέβηκε Θεσσαλονίκη -ήταν δημοσιογράφος- με είδε και πράγμα πρωτοφανές βέβαια για γονιό, μου είπε «άσε τα νομικά σου αγοράκι μου. Πήγαινε στο θέατρο». Έφυγα στη Βιέννη ένα χρόνο προσπαθώντας να σπουδάσω και μετά την έκανα γυριστή, με πλάγια βηματάκια, γύρισα στην Αθήνα, έδωσα στο Εθνικό, μπήκα… Και να ‘μαι.

Τι ρεπορτάζ έκανε ο πατέρας σας;

Καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Και μεταφραστής βέβαια ήταν πολύ καλός, ήξερε 4-5 γλώσσες. Ήταν στη Μεσημβρινή, στην Καθημερινή και τελευταία του συνεργασία ήταν στην Εστία.


Πατέρας και γιος, κάποιο καλοκαίρι στην Κέρκυρα

Και ήσασταν και φανατικός του Star Trek από μικρός. 

Σταρτρεκάκιας, βέβαια. Μ’ άρεσε και μ’ αρέσει η επιστημονική φαντασία. Εξάπτει τη φαντασία μου.

Star Wars ή Star Trek;

Star Trek. Όταν είδα το Star Wars ήμουν πια επαγγελματίας και ήξερα πώς στήνεται αυτό το πράγμα. Και αυτό μού άρεσε βέβαια, ειδικά οι τρεις πρώτες ταινίες πάρα πολύ. Το Star Trek το είδα όμως πιο νεαρός, 17-18 χρονών, κάπου εκεί.

Θέλετε να μου πείτε και για το πρόβλημα υγείας που περάσατε το 2016;

Δύο κρούσεις είχα. Μία ήταν ο προστάτης που έπρεπε να τον βγάλω και η δεύτερη ήταν όταν έπαθα ένα εγκεφαλικό. Ήμουν 72 όταν το έπαθα το εγκεφαλικό.

Ήμουνα στο καμαρίνι στην παράσταση «Τοκ Τοκ» με τον Κώστα Σπυρόπουλο και ξαφνικά άρχισα να μην μπορώ να μιλήσω, έπεσα κάτω, λιποθύμησα και ευτυχώς με σηκώσανε και με πήγανε στο νοσοκομείο και γλίτωσα. Τελικά χαρακτηρίστηκε ελαφρύ εγκεφαλικό.

Και άλλαξα μετά συνήθειες, έχασα 22 κιλά. Δεν ήταν απλή προειδοποίηση αυτό, δεν χτύπησε απλά ένα καμπανάκι που λένε. Ήταν καμπάνα ολόκληρη (σ.σ. γελάει).

Exit mobile version