ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής γύρισε την πιο ξεδιάντροπη κωμωδία του καλοκαιριού

Για τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη, η επιτυχία της νέας του ταινίας, Το Καλοκαίρι της Κάρμεν που συνεχίζει να παίζεται για 6η εβδομάδα στα θερινά σινεμά, είναι ότι κατάφερε να ξεφύγει από τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και να απλωθεί στο ευρύ κοινό.

Ζέστη, ιδρώτας, ήλιος, θάλασσα, Αύγουστος, Αθήνα, Λιμανάκια της Βουλιαγμένης. Εκεί στον κολπίσκο των γυμνιστών και των περιστασιακών hook-ups, ξαπλωμένοι στα τραχιά βράχια, ο Δημοσθένης και ο Νικήτας, δύο γκέι φίλοι, δροσίζονται.

Ταυτόχρονα, κάνουν brainstorming. Ο Νικήτας θέλει να γίνει σκηνοθέτης και έχει πρόταση από έναν Γάλλο παραγωγό να χρηματοδοτήσει την πρώτη tμεγάλου μήκους ταινία – πρέπει να είναι low-budget και να δείχνει όλο το fun και το sexyness του καυτού, ελληνικού καλοκαιριού.

Ο Δημοσθένης προσφέρεται να τον βοηθήσει να γράψουν μαζί το σενάριο και του προτείνει να εξιστορήσουν το καλοκαίρι που υιοθέτησε την Κάρμεν, τη σκυλίτσα του πρώην του. 

Κάπως έτσι, εξηγείται και ο τίτλος της ταινίας Το Καλοκαίρι της Κάρμεν, που παίζεται για 6η εβδομάδα στα θερινά σινεμά της πόλης. Είναι η νέα ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή, η τρίτη κατά σειρά μεγάλου μήκους του, μετά τον Ξεναγό (2011) και τον πολυβραβευμένο Απόστρατο (2019). 

«Ξεκίνησα να γράφω το σενάριο της Κάρμεν, πολύ πριν τα γυρίσματα του Απόστρατου. Ήθελα να κάνω μία κωμωδία και να δοκιμαστώ σε κάτι πιο ανάλαφρο, καθώς το σενάριο του Απόστρατου είχε δραματικό στοιχείο και γενικότερα η συγγραφή του ήταν μία μοναχική πορεία, που με ταλαιπώρησε αρκετά, με την καλή έννοια. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα ήταν ωραίο ιδέα να το γράψω μαζί με τον Ξενοφώντα (Χαλάτση), με τον οποίο είμαστε φίλοι πολλά χρόνια», μου εξηγεί ο Ζαχαρίας Μαυροειδής.

Δύο φίλοι κάθισαν και έγραψαν ένα κινηματογραφικό σενάριο. Το ίδιο πράγμα δηλαδή που κάνουν και οι δύο ήρωες-φίλοι της ταινίας. «Η συνεργασία μας με τον Ξενοφώντα έγινε ο πυρήνας του Καλοκαιριού της Κάρμεν, ενώ αρχικά στο μυαλό μου την είχα σε ένα περιφερειακό πλαίσιο. Είναι τελικά σαν η ταινία να αφηγείται το πώς φτιάχτηκε». 

Τον Δημοσθένη υποδύεται ο Γιώργος Τσιαντούλας και τον Νικήτα ο Ανδρέας Λαμπρόπουλος. Όταν ξεκίνησαν το κάστινγκ για να βρουν τους δύο ηθοποιούς που θα έπαιζαν τους δύο κεντρικούς ρόλους, δεν έκαναν ουσιαστικά οντισιόν. «Κάναμε αρχικά μία συζήτηση με όλους τους ενδιαφερόμενους, γιατί κρίναμε ότι θα ήταν η πιο σωστή κίνηση, μιας και η ταινία μας έχει queerness, έχει γυμνό, έχει αυτό το loud & proud, έχει κάτι το “ξεδιάντροπο”. Οι ηθοποιοί έπρεπε να γνωρίζουν ότι θα εμφανίζονται γυμνοί στην οθόνη, το οποίο είναι ρίσκο και όλα αυτά έπρεπε να συζητηθούν για να είμαστε OK». 

Στη συνέχεια, πέρασαν στη φάση των οντισιόν, αλλά όχι κατά μόνας. «Δεν κάναμε ποτέ τετ α τετ ακρόαση, μόνο ντουέτα. Σκοπός ήταν να βρούμε τους δύο που θα είχαν την καλύτερη δυνατή χημεία». 

Το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι μία ταινία για την αντρική φιλία, για τη φιλία μεταξύ δύο γκέι αντρών. «Οι φιλίες μεταξύ των γκέι έχουν πολύ ενδιαφέρον δραματουργικά, γιατί έχουν πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Από τη μία, έχουν τον ανταγωνισμό και την παιδικότητα που χαρακτηρίζουν τις αντρικές φιλίες. Από την άλλη, έχουν μία ερωτική διάσταση – θα μπορούσαν να είναι δύο εν δυνάμει εραστές, καθώς πρόκειται για δύο γκέι άντρες. Έχουν επίσης το στοιχείο της οικογένειας – οι φιλίες που αναπτύσσονται γενικότερα μεταξύ των ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας υποκαθιστούν την οικογένεια με τον πιο ουσιαστικό τρόπο. 

Κυρίως όμως έχουν μία βαθιά υπαρξιακή διάσταση. Μέσα από αυτές, διυλίζουμε το όποιο τραύμα μας, επεξεργαζόμαστε τη διαφορετικότητά μας, αγκαλιάζουμε τον εαυτό μας. Είναι ένας πολύτιμος καθρέπτης, ένας είδος ψυχοθεραπείας».

Αναφέρει τη λέξη οικογένεια και μου έρχεται κατευθείαν στο μυαλό μία από τις χαρακτηριστικές, χιουμοριστικές ατάκες της μητέρας του Δημοσθένη (Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου). «Όλοι οι γονείς έχουμε ντραπεί για τα παιδιά μας», ακούγεται να του λέει σε μία σκηνή που έχουν οι δύο τους. 

Θεωρεί ότι είναι τόσο καταπιεστικό και λάθος να κατακρίνουμε οποιαδήποτε ρωγμή στον ενθουσιασμό και στη χαρά των γονιών. «Βλέπω φίλους που έχουν γίνει γονείς και νιώθω ότι βιώνουν μία αδιανόητη πίεση από την κοινωνία, από το μάρκετινγκ να είναι διαρκώς με το χαμόγελο στα αυτιά, επειδή έγιναν γονείς και η ζωή τους επιτέλους εκπληρώθηκε και βρήκε νόημα. Την ίδια στιγμή όμως, η πατρότητα και η μητρότητα έχουν παράλληλα και πολλές δυσάρεστες πλευρές, τις οποίες δεν είναι κακό να αναγνωρίζουμε και να εκφράζουμε. 

Σε κάθε περίπτωση πάντως, για να επιστρέψω στη μητέρα από Το Καλοκαίρι της Κάρμεν, πιστεύω ότι όποιο κι αν ήταν το παιδί της δεν θα είχε ιδιαίτερη αγάπη να του δώσει – είναι έτσι από κατασκευή της. Δεν αφορά δηλαδή τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και θέλω να το ξεκαθαρίσω. Αυτό που συμβαίνει συχνά με τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα είναι ότι αναπτύσσουν μία σχέση αιτίου και αιτιατού με τη διαφορετικότητά τους, η οποία ενδεχομένως να μην υφίσταται. Ο Δημοσθένης δηλαδή μπορεί να έχει προεξοφλήσει ότι η μάνα του δεν τον αγαπάει επειδή είναι γκέι και να μην μπορεί να δει έξω από αυτό. Τον διατρέχουμε όλοι τον κίνδυνο να θεωρούμε τη διαφορετικότητα και τη σεξουαλικότητά μας την αιτία για διάφορες απορρίψεις και δυσκολίες που μας συμβαίνουν, χωρίς τελικά να ισχύει πάντα κάτι τέτοιο».

Τον ρωτώ πώς ήταν η σχέση με την οικογένειά του. «Νιώθω ότι είμαι ένας τυχερός γκέι άντρας, Μεγάλωσα σε μία οικογένεια που ήταν και συνεχίζει να είναι υποστηρικτική. Εργάζομαι σε έναν επαγγελματικό χώρο που είναι ανοιχτός και δεν χρειάστηκε πότε να κρυφτώ. Φαντάζομαι, βασικά ξέρω, ότι για άλλους ανθρώπους η κατάσταση είναι πιο σύνθετη, γιατί ας μην γελιόμαστε. Έχουν γίνει βήματα μπροστά, αλλά η ελληνική κοινωνία δεν έχει αλλάξει άρδην απέναντι στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα». 

Κι ενώ το queerness είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ταινίας, που μοιάζει σαν μία αναπαράσταση του τι σημαίνει να είσαι γκέι στην Αθήνα σήμερα, ταυτόχρονα, δεν είναι δομικό στοιχείο της αφήγησης. «Τα ζητήματα που στηρίζουν την αφήγηση είναι η φιλία, η αυτογνωσία, η αποδοχή που δεν έχουν να κάνουν ντε και καλά με το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Μας αφορούν όλους». Και ίσως είναι αυτό ακριβώς που έκανε Το Καλοκαίρι της Κάρμεν να ξεφύγει από το αμιγώς ΛΟΑΤΚΙ κοινό και να απλωθεί στο ευρύ κοινό. Για τον Ζαχαρία Μαυροειδή αυτό είναι το πιο σημαντικό, αυτή είναι η επιτυχία της ταινίας. 

«Έχω καταλάβει από την πορεία της ταινίας μέχρι σήμερα στα θερινά σινεμά και στις αίθουσες ότι οι θεατές ανάλογα με το πόσο εξοικειωμένοι ή/και ανοιχτοί είναι με το τι σημαίνει queer καθημερινότητα στην Ελλάδα του σήμερα, αντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά την ταινία. Κάποιος μπορεί να τη θεωρήσει πορνογραφία, επειδή έχει αντρικό γυμνό και ελάχιστες σκηνές σεξ. Κάποιος άλλος να μην σταθεί καθόλου σε αυτό. Πιστεύω πάντως ότι ένας ομοφοβικός άνθρωπος δεν θα πάει να δει την Κάρμεν».

Μία ακόμα επιτυχία της ταινίας -έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Φεστιβάλ της Βενετίας και αυτή τη στιγμή, παίζεται και σε άλλες χώρες, Βέλγιο, Βραζιλία, Γαλλία και στην Αμερική σε πλατφόρμες- είναι ότι συνεχίζει να παίζεται εδώ και πάνω από ένα μήνα στα σινεμά σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σέρρες και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. «Φτάσαμε αισίως στην 6η εβδομάδα προβολών και αυτό το νούμερο είναι σπουδαίο συγκριτικά με τα μέσα που είχαμε για να προωθήσουμε την ταινία, αλλά και με το γεγονός ότι έχει γυμνό και σεξ, έστω και σε αυτές τις μικρές δόσεις. 

Ξέρεις, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα αυτό για τα θερινά σινεμά, που είναι σε μία ανοιχτή επικοινωνία διαρκώς με τους γείτονες και τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων τους που βλέπουν στην οθόνη. Αρκετές αίθουσες δηλαδή ζορίστηκαν να επιλέξουν την ταινία μας ακριβώς για αυτό το λόγο: για να μην έρθουν σε ρήξη με τους γείτονες». 

Το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι ό,τι λέει και ο τίτλος της: μία καλοκαιρινή ταινία στην Αθήνα. «Τα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης είναι μία θρυλική παραλία της αθηναϊκής ακτογραμμής. Είναι επίσης ένα τρομερά φωτογενές σημείο με φυσική αμφιθεατρικότητα και μινιμαλισμό: ουρανός, θάλασσα, βράχια, κορμιά να συνθέτουν ένα πολύ όμορφο εικαστικά τοπίο που συνθέτει ένα όμορφο καλοκαιρινό κάδρο. 

Όσον αφορά τα γυρίσματα στο κέντρο της πόλης, προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μία ταυτότητα για την Αθήνα που να είναι ρεαλιστική και μυθοπλαστική συγχρόνως. Επιλέξαμε τα εσωτερικά γυρίσματα να είναι σε διαμερίσματα του μεσοπολέμου, που είναι αρχοντικά και μεγάλα και τα εξωτερικά σε σημεία με σκάλες, ώστε να βλέπουμε διαρκώς τους ήρωες να ανεβοκατεβαίνουν». Οι οποίοι έχουν ξεμείνει ουσιαστικά στην Αθήνα τον Αύγουστο.

«Μία φορά έτυχε να ξεμείνω αυγουστιάτικα στην Αθήνα και φαντάσου ότι την έχω διαγράψει από τη μνήμη μου. Δεν είμαι από αυτούς που λένε “μωρέ, τι ωραία που είναι η Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο”. Τα νησιά είναι ωραία, τα περισσότερα από τα οποία βέβαια είναι πλέον αβίωτα και γενικότερα, θέλουν να έχεις τον τρόπο σου για να κάνεις διακοπές.

Εσχάτως, έκανα καλοκαίρι στα βουνά. Τον περασμένο Αύγουστο τον πέρασα στο Μέτσοβο, γιατί γράφω ένα σενάριο που εκτυλίσσεται στην Ήπειρο. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Φύση, μπάνιο στα ποτάμια, δροσιά», λέει και μου δίνει πάσα για την επόμενη ερώτηση. 

«Η ταινία που ετοιμάζω θα εκτυλίσσεται στα Γιάννενα και θα αφορά τέσσερις άγνωστες μεταξύ τους γυναίκες, που οι ζωές τους θα διασταυρωθούν με αφορμή την εξαφάνιση ενός κληρικού».

Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής σπούδασε αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη, θέατρο στη Μαδρίτη και κινηματογράφο σε Αθήνα και Κούβα. Διδάσκει σενάριο σε σχολές κινηματογράφου της Αθήνας, ενώ είναι Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τον Ξεναγό, έχει βγάλει άραγε χρήματα από το σινεμά ώστε να ζει μόνο από αυτό; «Αφού την ξέρεις την απάντηση. Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι Ελληνες σκηνοθέτες που ζουν αποκλειστικά και μόνο από τις ταινίες τους.

Τα τελευταία χρόνια, έχω έσοδα, αλλά και πάλι συνδυαστικά με τη διδασκαλία σεναρίου και με το να εργάζομαι ως επιμελητής σεναρίων. Πότε δεν ήταν όμως μόνο ελληνικό θέμα αυτό. Το βλέπεις να υπάρχει και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο».

***

Το καλοκαίρι της Κάρμεν

Σκηνοθεσία: Ζαχαρίας Μαυροειδής 

Σενάριο: Ζαχαρίας Μαυροειδής, Ξενοφών Χαλάτσης 

Διεύθυνση φωτογραφίας: Θεόδωρος Μιχόπουλος 

Μοντάζ: Λίβια Νερουτσοπούλου 

Ήχος: Στέφανος Ευθυμίου 

Μουσική: Ted Regklis 

Ηθοποιοί: Γιώργος Τσιαντούλας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Νικόλας Μίχας, Βασίλης Τσιγκριστάρης 

Κοστούμια: Κατερίνα Ζούρα 

Σκηνικά: Αλίκη Κούβακα 

Παραγωγή: Αταλάντη Α.Ε Παραγωγοί: Ιωάννα Μπολομύτη 

Συμπαραγωγή: Αργοναύτες Α.Ε, ΕΡΤ, Athens Productions Α.Ε, Be For Films | Με την υποστήριξη: ΕΚΚ, ΕΚΟΜΕ

Ελληνική διανομή: Cinobo