Οι 3 δημιουργικές πλευρές του Γιώργου Παπαγεωργίου
Μουσικός. Σκηνοθέτης. Ηθοποιός. Μία συζήτηση με τον καλλιτέχνη που συστήθηκε φέτος στο ευρύ κοινό και απολαμβάνει να εκφράζει τη δημιουργικότητά του μέσα από τις διαφορετικές πτυχές του εαυτού του.
- 5 ΜΑΙ 2021
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟ NOAH ATHENS ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ.
Δεν είναι η ώρα να μιλήσουμε για τα καλά και τα στραβά της ελληνικής τηλεόρασης, όμως αν θέλουμε να συμφωνήσουμε σε ένα καλό δεδομένο, αυτό είναι η εμφάνιση φρέσκων προσώπων, σε δουλειές που απευθύνονται σε ένα κοινό που συνήθως χρησιμοποιεί τη συσκευή του για να βλέπει ξένες σειρές στα Netflix, στα Amazon και στα ΗΒΟ του κόσμου αυτού.
Το Σχεδόν Ενήλικες της Μυρτώς Κοντοβά ανάγκασε ένα δύσκολο κοινό να στρίψει ξανά την κεραία του και μέσα από τη διαδικασία αυτή, ανακάλυψε και αγάπησε και τον Γιώργο Παπαγεωργίου, ο οποίος στο ρόλο του Αλέξη έδωσε ένα μικρό δείγμα της πολυσχιδούς και ταλαντούχας προσωπικότητάς του.
Στα 40 του, ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και frontman της Θεσσαλονικιώτικης μπάντας Polkar, βρέθηκε πιο πολύ από ποτέ στο επίκεντρο της προσοχής, όμως όπως θα διαβάσεις παρακάτω, όχι μόνο δεν ενοχλείται αλλά το απολαμβάνει, όσο προετοιμάζεται για την τηλεοπτική του επιστροφή τη νέα σεζόν και πάλι στο MEGA, για το αστυνομικό θρίλερ με προσωρινό τίτλο Σκοτεινή Θάλασσα σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη.
Σαλονικιός βέρος, Βαλκάνιος όπως λέει κι ο ίδιος, με κληρονομιά βαριά ως γιος της Φιλαρέτης Κομνηνού, με σπουδές στο Marketing και μεγαλωμένος με Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά, ο Γιώργος μιλάει και συμπεριφέρεται σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος που απλά θέλει να μεταδώσει τη δημιουργικότητά του σε άλλους κανονικούς ανθρώπους.
Αφού ανταλλάξαμε δεκάδες SMS και μεταμεσονύκτιες κλήσεις, καταφέραμε επιτέλους να συντονιστούμε για μία συζήτηση που θα μπορούσε να κρατήσει ώρες και επιβεβαίωσε το προφανές: η τηλεόραση χρειάζεται περισσότερους τύπους σαν τον Γιώργο Παπαγεωργίου.
Επιστρέφοντας στην κανονικότητα
Με την αγάπη του κόσμου για τον ρόλο του Αλέξη δεδομένη και κεκτημένη, ο Γιώργος έχει ήδη βουτήξει στον επόμενο, ακόμη πιο απαιτητικό του ρόλο, για την εβδομαδιαία σειρά του MEGA που έχει ήδη ξεκινήσει να προετοιμάζεται.
«Αυτές τις μέρες είμαι σε φάση έρευνας γιατί ο πρωταγωνιστής τον οποίο και υποδύομαι πάσχει από διπολική διαταραχή και προσπαθώ να έρθω σε επαφή με κάποιον άνθρωπο που πάσχει στην πραγματικότητα από αυτή τη διαταραχή για να μου μεταφέρει τη δική του οπτική γωνία. Ταυτόχρονα, μου έχουν στείλει και πολύ υλικό για να μελετήσω», εξηγεί, ενώ με τη χαρά στη φωνή του να ακούγεται από χιλιόμετρα προσθέτει:
«Έχω ξεκινήσει και πρόβες με τον Σίμο Κακάλα για τον Αίαντα που θα γίνει στο φεστιβάλ Αθηνών. Θέατρο επιτέλους μετά από τόσο καιρό, κάτι πρωτόγνωρο. Πέρσι δεν έκανα οπότε μου έχει λείψει τρομερά». Όλα αυτά βέβαια, με τους γνωστούς αστερίσκους.
«Και πάλι βέβαια, δε θα είναι το θέατρο που ξέρουμε και αγαπάμε. Δεν μπορείς να έχεις επαφές, δεν μπορείς να δουλέψεις χαλαρός, ο κόσμος δε θα είναι όσος θα μπορούσε. Ήδη τα πάντα σχεδιάζονται με άξονα τις αποστάσεις και το γεγονός πως δε θα υπάρχει πληρότητα».
«Κάνουμε κάθε εβδομάδα τεστ, στην πρόβα κρατάμε αποστάσεις ασφαλείας, οι χώροι είναι μεγάλοι και ανοιχτοί. Όλα είναι διαφορετικά και ιδιαίτερα».
Για το τέλος, η μεγάλη επιστροφή των Polkar στην πρωτεύουσα.
«Με τους Polkar έχουμε τώρα μια πολύ δυνατή πρόταση για ένα ωραίο καλοκαιρινό live στην Αθήνα, το οποίο περιμένουμε να οριστικοποιηθεί για να το ανακοινώσουμε επίσημα».
Σχεδόν Ενήλικας
Μπορεί η σειρά της Μυρτώς Κοντοβά να μη μακροημέρευσε, αλλά απέκτησε φανατικό κοινό και εκτιμήθηκε για την ειλικρίνεια και την αλήθεια της. Και σίγουρα ήταν μια διαδικασία που τη χάρηκαν πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι συντελεστές της.
«Ήταν η μόνη σειρά που ασχολήθηκε με το τι είναι αυτό που ζούμε, με την Αθήνα του τώρα. Δεν ήταν μια σειρά νοσταλγικού χαρακτήρα, κοιτούσε κατάματα την πραγματικότητα με μια γλυκιά νοσταλγία για τα 90s που αφήσαμε πίσω μας. Ταυτόχρονα όμως, είχε αυτό που κάνει πάντα η Μυρτώ Κοντοβά στις σειρές της: Έβαλε στο τραπέζι τον μέσο Αθηναίο».
«Αισθάνεσαι ότι οι διάλογοι είναι ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους μιλάμε κι εμείς. Ούτε καλλωπισμένες κωμωδιούλες, ούτε λόγια που αισθάνεσαι ότι βγήκαν από Google Translate ενός ξένου φορμάτ».
«Για μένα ήταν μια σειρά που απόλαυσα καθ όλη τη διαδρομή της. Ήταν ένα όνειρο χρόνων να συμμετάσχω σε μια δουλειά της, αισθάνθηκα ότι ήμουν μέρος μιας πολύ προσωπικής της διαδρομής που όμως επειδή πρόκειται για χαρακτήρες που τους μελετάει και τους γράφει χρόνια και βασίζονται πάνω σε αληθινούς ανθρώπους. Ένιωσα πολύ ωραία που μου εμπιστεύτηκε έναν τέτοιο ρόλο».
«Χάρη σε αυτό το ρόλο έβγαλα και την περσινή δύσκολη καραντίνα, μου έδωσε αισιοδοξία, κάτι να περιμένω. Δεν ξέραμε καν πώς να τα διαχειριστούμε όλα, ήταν πάρα πολύ περίεργα και ξαφνικά με παίρνει τηλέφωνο η Μυρτώ για να μου πει για τη σειρά. Ήταν αυτό που σκεφτόμουν για να παίρνω δύναμη μέσα στον ζόφο που ζήσαμε».
«Δεν το σκέφτηκα στιγμή. Προφανώς παίζει ρόλο κι ο βιοπορισμός, αλλά στη φάση που είμαι, επειδή ο τρόπος ζωής μου είναι αρκετά νορμάλ, δεν έχω παιδιά, δεν καίγομαι να βρω λεφτά, αρκούμαι και με τα λίγα του θεάτρου. Οπότε είχα την πολυτέλεια να διαλέξω κάτι που μου αρέσει. Μέχρι στιγμής ό,τι έχω κάνει στην τηλεόραση, το έκανα είτε για να πειραματιστώ, να δω πώς δουλεύει το μέσο, ή όπως σε αυτή την περίπτωση επειδή με ενδιέφερε πάρα πολύ η συνεργασία με τη Μυρτώ και ο συγκεκριμένος ρόλος».
Μια σειρά που αγαπήθηκε από το κοινό που συνήθως δεν επιλέγει να δει ελληνική τηλεόραση.
«Νομίζω ότι ήταν μια σειρά που στη συνείδηση ενός κοινού που έχει συνηθίσει να βλέπει σειρές μέσω ίντερνετ και όχι για να περάσει την ώρα του την ώρα που τρώει, αγαπήθηκε. Ένα κοινό 30άρηδων και 40άρηδων που έχει μάθει να βλέπει Netflix, που δε βλέπει ελληνική τηλεόραση τόσο. Τέτοιοι φίλοι μου το είδαν κι εμένα, η γιαγιά μου πάλι προσπάθησε επειδή έπαιζα εγώ αλλά μου είπε ότι είναι για νέους και δεν μπορεί να το παρακολουθήσει».
Και μια σειρά που σίγουρα έκανε τον Γιώργο πιο αναγνωρίσιμο.
«Το ένιωσα αυτό, γιατί ήταν και η πρώτη σειρά που κρατούσα έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, με μια ανάπτυξη και έναν χαρακτήρα πιο ολοκληρωμένο στον τρόπο γραφής του. Είμαι και λίγο φοβιτσιάρης με την τηλεόραση, ήθελα να νιώσω ότι το κάνω για να γουστάρω κι όχι για να γίνω σελέμπριτι».
«Δεν είναι καθόλου ενοχλητική αυτή η προσοχή. Γουστάρω, μακάρι να είναι πάντα έτσι. Με σταματάνε παιδιά στο δρόμο και με πολλή χαρά μου λένε ότι τους άρεσε η σειρά και ρωτάνε αν θα βγάλουμε άλλα επεισόδια. Όταν κάτι που κάνεις ακουμπάει σε ένα κοινό που είναι ηλικιακά αλλά και σε επίπεδο ιδιοσυγκρασίας τύποι σαν εσένα, αισθάνεσαι ότι έχουν αποκτήσει οικειότητα μαζί σου επειδή μπαίνεις σπίτι τους».
«Όταν μου λένε καλά λόγια τέτοιοι άνθρωποι αισθάνομαι ωραία γιατί είναι τύποι που καταλαβαινόμαστε, θα έπινα μια μπύρα μαζί τους έξω. Δεν έχει τύχει ποτέ να αισθανθώ αμήχανα ή περίεργα με κάποια προσέγγιση».
Τα σκάνδαλα που σόκαραν το θέατρο
Η τελευταία του φράση, και η λέξη αμηχανία, μου έδωσαν την τέλεια πάσα για να ζητήσω από τον Γιώργο να σχολιάσει όσα σοκαριστικά έχουν αποκαλυφθεί για ανθρώπους του χώρου τους τελευταίους μήνες. Η άποψή του, ξεκάθαρη.
«Αυτό που συμβαίνει είναι μόνο καλό. Μέσα από μία πολύ ζοφερή διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας βγαίνουν στην επιφάνεια πολλές πληγές και θύματα χρειάζεται να ανακαλύψουν μνήμες που μπορεί να είχαν θάψει για καιρό για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους με όσο γίνεται λιγότερα τραύματα. Αναγκάζονται αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι οι ήρωες της εποχής μας, να τα βγάλουν όλα αυτά στη φόρα και για να αποδοθεί δικαιοσύνη αλλά και για να δώσουν μια ανάσα ελευθερίας σε όσους πολύ δικαιολογημένα φοβούνται μέχρι και σήμερα».
«Το καλό αυτής της διαδικασίας είναι ότι καθαρίζει ο χώρος. Νιώθω πολύ περήφανος για τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο έχει χειριστεί ο κλάδος μου αυτή την κατάσταση μέσω του σωματείου μας. Την ίδια στιγμή, δε σου κρύβω ότι έχω απογοητευτεί από την υπόλοιπη κοινωνία, γιατί δυστυχώς δεν έχω δει πολλούς να παραδειγματίζονται από το παράδειγμα των ανθρώπων της τέχνης για να διεκδικήσουν την κάθαρση και στο δικό τους χώρο».
«Δεν είδα τους δικηγόρους να κάνουν το ίδιο, ούτε τους δημοσιογράφους. Είναι κρίμα γιατί αυτά τα κινήματα αποτελούν την αφορμή για να προχωρήσεις σε μια κάθαρση, κι όσο το αφήνεις να χάνεται δυστυχώς χάνεις μια μεγάλη ευκαιρία».
Δεν θα μπορούσα να μη ρωτήσω τον Γιώργο αν έχει πέσει κι ο ίδιος θύμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς.
«Κακής συμπεριφοράς είχα τύχει και εγώ εννοείται. Θεωρώ όμως ότι είναι πολύ πιο υπεύθυνο αυτή τη στιγμή να δίνεις την υποστήριξή σου σε αυτούς που έχουν υποστεί πραγματική κακοποίηση. Το ότι κι εμένα ένας σκηνοθέτης στην πρόβα με έκανε να υποφέρω για ένα τρίμηνο επειδή δεν είχαμε καλή χημεία, οφείλω να το ζυγίσω με όλα αυτά τα πολύ πιο σοβαρά που έχουν βγει στην επιφάνεια».
«Νιώθω επίσης ότι αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια ευκαιρία για τον καθένα να κάνει μια προσωπική ανασκόπηση, να συνδιαλλαγεί με τα όποια τραύματά του και να κάνει ένα restart. Προσωπικά κατάλαβα από κάποιες -ας τις πούμε- κακοποιητικές συμπεριφορές σκηνοθετών πάνω μου πως αυτός ο τρόπος επιβολής εξουσίας ίσχυε για χρόνια, εμείς μεγαλώσαμε έτσι και στη σχολή. Είχε γίνει λίγο κανονικότητα, ότι το σπουδαίο μυαλό μπορεί να είναι και λίγο τύραννος, ήταν δεδομένο ότι μπορεί και να υποφέρεις λίγο στο θέατρο. Πολλοί σκηνοθέτες λοιπόν μεγαλώνοντας, θεωρούσαν ότι αυτός είναι ο τρόπος».
«Προφανώς δεν μπορώ να δώσω άλλοθι σε μια τέτοια συμπεριφορά, ωστόσο υπήρχε μια έλλειψη παιδείας. Το καλό λοιπόν τώρα είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τώρα κάτι να φοβούνται, υπάρχει ένας νέος άτυπος κανονισμός καλής συμπεριφοράς οπότε θα ξέρουν πλέον όλοι τα όρια. Αυτή τη στιγμή ξέρω ότι δεν μπορεί από εδώ και στο εξής να με κακοποιήσει κανένας σκηνοθέτης. Θα πρέπει να είναι τρελός, όταν βλέπει ότι υπάρχει τόση δύναμη και μπορεί ο άλλος αμέσως να σε καταγγείλει».
Ο ίδιος ως σκηνοθέτης
Φυσικά, ο Γιώργος έχει τολμήσει και ο ίδιος το πέρασμα στην πλευρά του σκηνοθέτη, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και το βάρος που συνοδεύουν αυτό το ρόλο.
«Δεν έχω κουραστεί ποτέ περισσότερο στη ζωή μου απ’ ό,τι σκηνοθετώντας. Η ευθύνη, το άγχος, οι εργατοώρες, όλα είναι πολλαπλάσια. Για μένα η σκηνοθεσία ήρθε ως μια ανάγκη να ενηλικιωθώ. Αρχικά με την Ωραία του Πέραν στο θέατρο του Νέου Κόσμου, θέλοντας να κάνω μια δική μου low budget παράσταση για να νιώθω ότι έχω ένα δικό μου οικογενειακό πρότζεκτ που τρέχω».
«Από εκεί και πέρα, όταν έκανα τον Αρίστο, ήταν μια πολύ έντονη προσωπική επιθυμία να αφηγηθώ την ιστορία του Αριστείδη Παγκρατίδη στον κόσμο. Ήθελα να πω αυτή την ιστορία μέσω των ηθοποιών μου και όχι παίζοντας, γιατί προτιμούσα να έχω τη συνολική εποπτεία».
«Ο έρωτας με αυτή την ιστορία ήρθε όταν διάβασα το βιβλίο Ο γύρος του θανάτου του Θωμά Κοροβίνη. Οι έρωτες δεν εξηγούνται, θυμάμαι ότι έπαιζα τότε σε μια παράσταση στη Θεσσαλονίκη και γύριζα σπίτι μετά με αγωνία για να διαβάσω τι θα γίνει, ενώ ήξερα φυσικά την ιστορία. Με έπιασε ένα συναίσθημα ότι θέλω να ουρλιάξω αυτή την ιστορία στον κόσμο, μια ιστορία με πολύ βαθύ πόνο, ενός ανθρώπου πραγματικού που μεγάλωσε στα ίδια μέρη με εμένα. Ήθελα να πω στον Αθηναίο θεατή μια ιστορία που συνέβη στον τόπο μου».
«Όταν συνέβη η ιστορία με τον Ζακ, μια λεπτομέρεια στον τρόπο που τον δολοφόνησαν και το πώς το χειρίστηκαν τα media μετά, ήταν ανατριχιαστικά όμοια με την παράσταση. Η παράσταση έπαιζε από το 2018, επειδή με αυτά τα θέματα μου βγαίνει μια μεγάλη ευαισθησία, θεώρησα πολύ λάθος να χρησιμοποιήσω αυτό το γεγονός ως διαφήμιση για την παράσταση. Ξέραμε εμείς ότι προϋπήρχε αυτό το σημείο, το αφήσαμε ως είχε και όποιος το κατάλαβε το κατάλαβε. Είμαι της λογικής κάνε τη δουλειά σου και άσε τα πράγματα να γίνουν μόνα τους».
Στον Αρίστο άλλωστε, ο Γιώργος είχε για πρώτη φορά τη δυνατότητα -και τον άχαρο αυτό ρόλο- του να σκηνοθετήσει τη μητέρα του, τη σπουδαία Φιλαρέτη Κομνηνού.
«Ήταν η πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε. Μπόρεσα να κάνω το κλικ και να τη δω ως Φιλαρέτη Κομνηνού και όχι ως μητέρα μου. Αν δεν το έκανα αυτό δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ παράσταση. Πέρασε η περίοδος της αμηχανίας και μετά ήρθε η περίοδος που έπρεπε να με εμπιστευτεί γιατί το είχα πολύ έντονο, καθαρό και δοκιμασμένο μέσα μου. Μπήκε κι η ίδια σε μια διαδικασία αυταπάρνησης και υπάκουσε στις σκηνοθετικές οδηγίες μου».
«Είναι ο άνθρωπος που θα εισπράξω το feedback που μου δίνει χωρίς δεύτερες σκέψεις, ξέρω ότι μου μιλάει με απόλυτη ειλικρίνεια, όπως κι εγώ αντίστοιχα».
Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μουσικός. Κλισέ ερώτηση, αλλά αν έπρεπε να διαλέξει, τι θα κρατούσε;
«Μου είναι δυσβάσταχτο να διαλέξω ανάμεσα σε μουσική, θέατρο και σκηνοθεσία, δεν μπορώ να τα διαχωρίσω, είναι τρεις διαφορετικές πλευρές του εαυτού μου. Μουσική παίζω με την καρδιά, θέατρο με το στομάχι και σκηνοθετώ με το μυαλό».
«Έχω την ευλογία να εκφράζομαι μέσα από τη δουλειά μου κι έτσι υπομένω με χαρά τις δυσκολίες. Αν είχα ακολουθήσει αυτό που σπούδασα, δηλαδή το marketing, θα έψαχνα άλλους τρόπους να εκφραστώ».
«Έχω κάνει πολλές δουλειές, το χειρότερο ίσως bullying το έχω φάει όταν δούλευα σερβιτόρος, από μπάρμαν που είχε το απωθημένο της εξουσίας».
Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη
Αθηναίος πλέον, Παγκρατιώτης για την ακρίβεια, αλλά το μεγάλωμα στην Θεσσαλονίκη έχει αποτυπωθεί για τα καλά στο DNA του Γιώργου, διαμορφώνοντας για τα καλά την προσωπικότητά του.
«Ήταν μια περίοδος στα 90s γεμάτη μουσική και στη ζωή μου αλλά και στην πόλη. Η άνθηση του ελληνικού ροκ, η μητρόπολη, έβγαλε τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και πολλά πιο άγνωστα πανκ συγκροτήματα. Η πρώτη συναυλία ήταν ένα πανκ συγκρότημα στο βιολογικό στέκι, όταν ήμουν 16. Μετά φυσικά οι Τρύπες στον θρυλικό Μύλο, τρομερές εποχές, ήταν για εμάς εκτός από τρόπος ζωής αυτό που περιμέναμε όλη την εβδομάδα, να έρθει το Σάββατο να δούμε τις Τρύπες στον Μύλο».
«Τότε μπήκε το μουσικό μικρόβιο μέσα μου, είχα ήδη αρχίσει να σχηματίζω τα πρώτα συγκροτήματα, παίζαμε Nirvana, Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, τέτοια πράγματα». Για το τέλος, κράτησα τη σχεδόν υποχρεωτική ερώτηση για τις διαφορές στον τρόπο ζωής ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.
«Έχω απομακρυνθεί πλέον από την πόλη για να μπορώ να συγκρίνω, όμως σίγουρα έχω διατηρήσει έναν πιο σαλονικιώτικο τρόπο ζωής ως προς την αίσθηση του χρόνου, αργώ δηλαδή στα ραντεβού μου. Έχουμε επίσης αυτό το βαλκανικό στοιχείο το οποίο δεν έχουν οι Αθηναίοι και αυτό βγαίνει και στον ήχο των Polkar που είμαστε όλοι Θεσσαλονικείς. Δε θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ήχος με Αθηναίους μουσικούς, έχει να κάνει σχεδόν με το DNA, με ακούσματα που έχουμε από τα στενά της Μοδιάνο μέχρι τα ταξίδια στην πρώην Γιουγκοσλαβία που οι Αθηναίοι τα γνώρισαν σε μια πολύ πιο mainstream εκδοχή. Ομοίως, και ο τρόπος που γλεντάμε είναι πολύ διαφορετικός, τα Χριστούγεννα γλεντάει και τσικνίζει όλη η πόλη, αυτό οι Αθηναίοι δεν το έχουν. Θυμάμαι είχα σκάσει σε μπαρ στα Εξάρχεια με καλαμάκια μέσα σε αλουμινόχαρτο για να κεράσω και με κοιτούσαν σαν εξωγήινο λες και είμαι βάρβαρος».