Οι ’30 θεοί του ελληνικού ποδοσφαίρου’ είναι η κληρονομιά του Θάνου Σαρρή
Ο αθλητικός δημοσιογράφος, Θάνος Σαρρής, μέσα από το δεύτερο συγγραφικό έργο του '30 θεοί του ελληνικού ποδοσφαίρου', μας παρουσιάζει τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές στην ιστορία. Κι έχει τους λόγους του.
- 30 ΙΟΥΛ 2020
Για αρκετούς, το διάστημα της καραντίνας εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού ήταν μία καλή ευκαιρία για μία βαθιά ενδοσκόπηση. Για τους περισσότερους, ήταν η –μεγάλη- ευκαιρία να περάσουν ποιοτικό χρόνο με τους δικούς τους ανθρώπους, να ξεκουραστούν και να κατανοήσουν πως πολλές φορές τα σημαντικά πράγματα κρύβονται στις πιο απλές στιγμές. Για τον Θάνο Σαρρή, πέρα από τα παραπάνω, ήταν και μία ευκαιρία να βάλει μπροστά το δεύτερο συγγραφικό έργο του.
Δύο χρόνια μετά την ‘Μπάλα στην Κερκίδα’ (Εκδόσεις Οξύ), ο Θάνος αποφάσισε να κάνει μία μεγάλη έρευνα και να παρουσιάσει στο αναγνωριστικό κοινό τους 30 κορυφαίους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ή καλύτερα, όπως τους χαρακτηρίζει ο ίδιος στον τίτλο του βιβλίου του, τους ’30 θεούς του ελληνικού ποδοσφαίρου’ (Εκδόσεις Βrainfood). Προφανώς κι η επιλογή των ποδοσφαιριστών έχει και υποκειμενικό χαρακτήρα, αλλά σε μεγάλο βαθμό
Μετρώντας παραπάνω από δέκα χρόνια παρουσίας/εμπειρίας σε αθλητικά Μέσα, τα περισσότερα εκ των οποίων ως αρχισυντάκτης, ο Θάνος γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα το “κενό” που υπάρχει σε βιβλία που αφορούν την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Πολλές φορές το ξεχνάμε ή το παραμελούμε, αλλά η Ελλάδα έχει βγάλει πολλούς και αξιόλογους παίκτες που στάθηκαν με επιτυχία στο υψηλότερο επίπεδο τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού.
Αφού, λοιπόν, κάναμε τις απαραίτητες συστάσεις, ας μπούμε στο… παρασύνθημα. Πώς αποφάσισε να γράψει για τους ’30 θεούς του ελληνικού ποδοσφαίρου’ και ποιος ήταν ο στόχος του; “Το αποφάσισα σε έναν καφέ με τον Νίκο Χατζόπουλο, εκδότη του πρώτου βιβλίου μου, της ‘Μπάλας στην κερκίδα’. Συζητώντας για το ποδόσφαιρο και για το ότι υπάρχουν νεότεροι (όχι πολύ νεότεροι) που δεν γνωρίζουν βασικά στοιχεία για την ποδοσφαιρική μας κληρονομιά και παλιότεροι (όχι πολύ παλιότεροι) που βρίσκουν όλο και συχνότερα καταφύγιο στις ωραίες αναμνήσεις και τις ιστορίες, καταλήξαμε στην ιδέα: Ένα βιβλίο σύγχρονο στο στήσιμό του, ευκολοδιάβαστο, με κείμενα που δεν κουράζουν και εικονογράφηση για κάθε παίκτη, infographics, τα ‘ήξερες ότι…’ και τα ‘είπαν για εκείνον’ που δίνουν το κάτι διαφορετικό.
Όμως παράλληλα ένα βιβλίο που να έχει ιστορίες να μοιραστεί, να μπορεί να γεννήσει συναισθήματα και να πει πράγματα που ο αναγνώστης πιθανόν θα τα συναντήσει για πρώτη φορά. Θέλαμε με αυτή την έκδοση να στρέψουμε ξανά το ενδιαφέρον στους πραγματικούς πρωταγωνιστές, τους ποδοσφαιριστές, γιατί τελευταία υπάρχει μια τάση να διεκδικούν άλλοι τον ρόλο τους. Επίσης, η εικονογράφηση δίνει και μια ρετρό αισθητική, σαν τα άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα που είχαμε μικροί, σαν τα περιοδικά άλλων εποχών. Επομένως νομίζω ότι συνδυάζει τη νοσταλγία με το σύγχρονο και σ’ αυτό έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο η κομβική δουλειά που έγινε από την Ελένη Κυριακίδου στην εικονογράφηση και από τη Λίλα Κούπριζα στον σχεδιασμό και στα γραφήματα.
Προσπάθησα να δημιουργήσω ένα βιβλίο που θα έχει πράγματα να πει στους μεγαλύτερους, αλλά παράλληλα να είναι ελκυστικό και στις νεότερες γενιές. Να είναι δηλαδή το δώρο που θα πάρει ένας πατέρας στον γιο ή στην κόρη του, αλλά ο ίδιος τελικά μάλλον θα το απολαύσει περισσότερο. Θα θυμηθεί, θα νοσταλγήσει, θα μάθει. Ήδη αρκετοί στα mid-thirties μού έχουν πει ότι αφού το διάβασαν, το έδωσαν στον πατέρα τους, επομένως ακολουθεί και το αντίθετο δρομολόγιο! Ένα βιβλίο, λοιπόν, για φιλάθλους, ακόμα και για όσους έχουν απομακρυνθεί αν και κάποτε αισθάνθηκαν την μαγεία του ποδοσφαίρου, αλλά και γι’ αυτούς που ίσως ακόμα δεν την έχουν καν ανακαλύψει“.
Το πρώτο βιβλίο του Θάνου Σαρρή είχε μυθιστορηματικό χαρακτήρα, ενώ το δεύτερο ήταν κυρίως έρευνα πάνω σε πρόσωπα που μεγάλωσαν γενιές και γενιές στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Υπάρχει, άραγε, σκέψη το επόμενο βιβλίο να είναι ενός διαφορετικού στυλ από τα δύο προηγούμενα;
“Ξέρεις, από τη στιγμή που βγαίνει το πρώτο νομίζω πως δύσκολα υπάρχει επιστροφή! Σκέψεις και ιδέες έρχονται και φεύγουν συνεχώς. Και ‘η Μπάλα στην κερκίδα’, πάντως, παρότι μυθιστόρημα, είναι βασισμένο σε έρευνα. Ίσως λόγω του δημοσιογραφικού background και της αγάπης που έχω για την έρευνα να υπάρχει πάντα ο συνδυασμός, ακόμα κι αν δοκιμάσω κάτι άλλο. Προς το παρόν υπάρχουν 2-3 ιδέες υπό συζήτηση, καθώς και μερικές σελίδες γραμμένες από ένα εφηβικό μυθιστόρημα, οπότε νομίζω πως θα υπάρξει συνέχεια!”
Η Ελλάδα δεν έχει μεγάλο συγγραφικό έργο που να αφορά τον αθλητισμό. Οι εκδοτικοί οίκοι μπαίνουν περισσότερο στη λογική της μετάφρασης ενός ξένου βιβλίου παρά στη συγγραφή νέων, ειδικά με αθλητικό υπόβαθρο. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον Θάνο “έχουν γίνει βήματα και χαίρομαι που βλέπω εκδοτικούς οίκους να στηρίζουν το αθλητικό βιβλίο και συγγραφείς να μελετούν και να γράφουν, παρότι γνωρίζουν ότι υπάρχει ταβάνι. Παρ’ όλα αυτά, αντιλαμβάνομαι πως δεν είναι ακόμα τόσο ευρύ το αναγνωστικό κοινό.
Βιβλιοφάγους δεν μας λες, πόσω μάλλον όσον αφορά το αθλητικό περιεχόμενο. Όμως πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα πολλές ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν, πτυχές να εξερευνηθούν και αφηγηματικά είδη που αν συνδυαστούν με τον αθλητισμό και τις προεκτάσεις του, μπορούν να προσφέρουν ένα πολύ ελκυστικό αποτέλεσμα“.
Μέσα στις περίπου 130 σελίδες του βιβλίου, ‘ξεπροβάλουν’ και θρύλοι του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως ο Φερνάντο Τόρες, ο Έκτορ Ραούλ Κούπερ, ο Λίο Μπενάκερ και ο Κίκε Φλόρες, οι οποίοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τους Έλληνες παίκτες, με τους οποίους συνυπήρξαν σε ομάδες –κυρίως- του εξωτερικού. Μπορεί να ακούγεται δύσκολο ένας αθλητής ή προπονητής τέτοιας εμβέλειας να καταδεχθεί να μιλήσει για Έλληνες παίκτες, αλλά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά και αποδεικνύουν την συμβολή που είχαν ποδοσφαιριστές όπως ο Νίκος Μαχλάς, ο Γιώργος Καραγκούνης, ο Κώστας Κατσουράνης, ο Άγγελος Χαριστέας και ο Ντέμης Νικολαΐδης στις ομάδες τους.
“Ήταν ευκολότερο από όσο περίμενα. Για παράδειγμα ο Λίο Μπενάκερ, που είναι μια τεράστια προσωπικότητα, μπορεί να μην σήκωνε το τηλέφωνο, αλλά όταν του εξήγησα σε μήνυμα ότι τον θέλω για τον Νίκο Μαχλά, απάντησε μέσα σε δέκα λεπτά. Ο Φερνάντο Τόρες το ίδιο, έστειλε ένα αρκετά μεγάλο ηχογραφημένο μήνυμα για τον Ντέμη Νικολαΐδη και μάλιστα στα αγγλικά, για να με διευκολύνει περισσότερο, παρότι του είχα απευθυνθεί στα ισπανικά.
“Ο Φερνάντο Τόρες έστειλε ηχογραφημένο μήνυμα για τον Ντέμη Νικολαΐδη στα αγγλικά για να με διευκολύνει”
Ο Τόρες μου έκανε περισσότερο εντύπωση. Ο τρόπος που μίλησε για τον Ντέμη. Δεν χρειαζόταν αυτό για να καταλάβει κανείς το πόσο σπουδαίος ως παίκτης και προσωπικότητα ήταν ο Νικολαΐδης, αλλά το να μιλάει για κείνον με αυτόν τον τρόπο ένας ποδοσφαιριστής με την καριέρα του Τόρες, που θα μπορούσε να στείλει απλά ένα τυπικό μήνυμα για να βγάλει την υποχρέωση, αποτελεί μια πολύ καλή υπενθύμιση. Ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τη δημιουργία παραρτήματος στο τέλος του βιβλίου, προκειμένου να υπάρχουν κάπου και ολόκληρες οι τοποθετήσεις αυτές“.
Όταν επιλέγεις 30 ποδοσφαιριστές είναι δεδομένο πως θα υπάρξουν αρκετοί που θα πουν ότι άφησες εκτός του τάδε ή τον δείνα. Γιατί, λοιπόν, 30 ‘θεοί’ κι όχι 50, για παράδειγμα;
“Ήταν το format που καταλήξαμε προκειμένου να μην ξεφύγει και γίνει κουραστικό αφενός και αφετέρου για να αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον η διαδικασία της επιλογής, καθώς δεδομένα θα υπήρχαν κάποιοι που θα ‘αδικηθούν’ από την τελική λίστα. Νομίζω ότι η διαδικασία της τελικής επιλογής των 30 ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του βιβλίου, με μεγάλο πόνο ψυχής άφησα κάποιους εκτός. Όμως έπρεπε να είναι 30. Δηλαδή είχα ξεκινήσει ήδη τη διαδικασία της συγγραφής των κεφαλαίων, συνεχίζοντας παράλληλα να κόβω και να ράβω τη λίστα με βάση κάποια κριτήρια που έχω ορίσει στην εισαγωγή του βιβλίου, αλλά φυσικά και το προσωπικό γούστο. Επίσης ήταν δύσκολο να περιοριστούν τα κείμενα σε λέξεις, ούτως ώστε να μην κουράζουν, αλλά παράλληλα να έχουν τις απαραίτητες πληροφορίες και τις ιστορίες που ήθελα. Η έρευνα, όσο δύσκολη και να είναι, για μένα είναι πάντα το ομορφότερο κομμάτι του ταξιδιού“.
Μέσα απ’ το βιβλίο ξετυλίγονται ιστορίες που σε πολλούς ήταν άγνωστες. Πέρα απ’ το αγωνιστικό κομμάτι, αρκετοί παίκτες αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες στα μικράτα τους, αλλά χάρη στο ποδόσφαιρο, κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να κάνουν μία ονειρική καριέρα. Ωστόσο, ποια ιστορία κέντρισε του ίδιου περισσότερο το ενδιαφέρον;
“Του Λουκανίδη πάρα πολύ, αλλά και των Σιδέρη, Αντωνιάδη, Χατζηπαναγή, Κυράστα. Νομίζω ότι διαβάζοντας ο καθένας θα καταλάβει το γιατί. Υπάρχουν όμως και ιστορίες νεότερων που είναι πολύ δυνατές. Η υπομονή του Νικοπολίδη, ο κώδικας τιμής του Νικολαΐδη, ο Καραγκούνης που δεν πίστευαν την ηλικία του, το περίφημο πέναλτι του Σαραβάκου, ο τελικός του Σαργκάνη. Τείνουμε γενικώς να δίνουμε μυθικές διαστάσεις στους παλιότερους και να παραγνωρίζουμε τα όσα έχουν πετύχει οι πιο σύγχρονοι, που έκαναν καριέρα στο εξωτερικό, πήραν το Euro, διακρίθηκαν σε ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό και επαγγελματικό περιβάλλον“.
Το κομμάτι της έρευνας, όπως ανέφερε κι ο ίδιος νωρίτερα, ήταν το πιο δύσκολο, καθώς οι πηγές είναι λιγοστές και ειδικά για τους παλαιότερους ποδοσφαιριστές οι πληροφορίες βγαίνουν με το σταγονόμετρο και με μεγάλη προσπάθεια.
“Χρησιμοποίησα ως πηγή και τα ‘Χρυσά Πόδια’, μια έκδοση της αθλητικής εφημερίδας ‘Ομάδας’ του 1962”
“Όσο γυρίζεις πιο πίσω στον χρόνο, τόσο πιο δύσκολο είναι. Σίγουρα οι αφηγήσεις και οι ιστορίες του καθενός έχουν πολλά να σου πουν, αλλά έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις τους παίκτες και από το πρίσμα που τους έβλεπαν τα ΜΜΕ όσο ήταν ακόμα εν ενεργεία. Για παράδειγμα, χρησιμοποίησα ως πηγή και τα ‘Χρυσά Πόδια’, μια έκδοση της αθλητικής εφημερίδας ‘Ομάδας’ του 1962. Είναι εκπληκτικά τα όσα γράφει για παίκτες όπως ο Νεστορίδης ή ο Δομάζος. Έχουν γίνει επίσης πολύ ωραίες συλλεκτικές εκδόσεις από εφημερίδες, αλλά και αθλητικά ντοκιμαντέρ, τόσο από τα συνδρομητικά κανάλια, όσο και από την ΕΡΤ. Αρκετοί παίκτες έχουν βιβλία με τις αυτοβιογραφίες τους. Σε συνδυασμό με τις εκδόσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς για διάφορες ομάδες και περιέχουν ιστορικά στοιχεία και στατιστικά, νομίζω πως μπορείς να έχεις αρκετά δεδομένα για να φτιάξεις τις σημειώσεις σου. Οι συνεντεύξεις και οι διηγήσεις όμως είναι πάντα κάτι το ξεχωριστό“.
Άραγε, οι ποδοσφαιριστές καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν στην καθημερινότητα και τη ζωή των φιλάθλων μέσα απ’ τα κατορθώματά τους;
“Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που αντιλαμβάνονται το πόσο σημαντικοί είναι για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και πορεύονται έχοντας στο μυαλό τους ότι επηρεάζουν ανθρώπους και κυρίως μικρές ηλικίες. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα όμως και ποδοσφαιριστές που χάνονται μέσα σε όλη αυτή τη δημοσιότητα και τη λατρεία. Εκεί, η διαχείριση και η ισορροπία έχει να κάνει με τον χαρακτήρα και τα εφόδια που κουβαλά ο καθένας“.
Κλείνοντας, δεν θα μπορούσαμε να μην του ζητήσουμε να μας πει ποιος είναι ο δικός του “θεός” μέσα απ’ τους 30 που ξεχώρισε.
“Μπορώ να σου πω ότι ποτέ, ούτε ως πιτσιρικάς, δεν μου άρεσαν οι φανέλες με όνομα στην πλάτη γιατί πάντα είχα στο μυαλό μου ότι οι ομάδες είναι πάνω από κάθε μονάδα. Στον καθένα, όμως, εφόσον μεγαλώνει σε οικογένεια με πάθος για το ποδόσφαιρο, καλλιεργούνται και οι αντίστοιχοι μύθοι. Ο Δομάζος, για παράδειγμα, παρότι δεν τον είδα ποτέ να παίζει. Στη συνέχεια ο Σαραβάκος, αν και δεν τον πρόλαβα στις μεγάλες στιγμές του. Έπειτα, μου άρεσε πολύ ο Ντέμης, ο Κατσουράνης, ο Μαχλάς.
Το Euro 2004 είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του, γεμάτο θεούς. Μεγαλώνοντας και εμβαθύνοντας στις ιστορίες των ποδοσφαιριστών, αρκετοί ακόμα, όπως ο Χατζηπαναγής, που είναι ο ποδοσφαιριστής που θα ήθελα να έχω δει στο γήπεδο περισσότερο από κάθε άλλον, ο Δεληκάρης κι ο Λουκανίδης. Θα καταφύγω όμως σε μια ατάκα του Ούγκο Σάντσες, που μου έχει μείνει από τα ‘Σπαράγματα των Γηπέδων’ του Μιχάλη Παπαδάκη, για να σου δώσω την τελική απάντηση. ‘Όποιος ανακάλυψε το ποδόσφαιρο πρέπει να λατρεύεται σαν Θεός!‘.
*Οι ’30 θεοί του ελληνικού ποδοσφαίρου’ κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία όλης της χώρας από τις εκδόσεις Brainfood
**Ευχαριστούμε πολύ το ‘Καμπεθόν‘ (Κεραμεικού 110) για τη φιλοξενία