Ανδρέας Σιμόπουλος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Οι ενίοτε κακόφημοι αλλά πάντοτε δημιουργικοί δρόμοι του Βασίλη Μπισμπίκη

Από τις Άγριες Μέλισσες ως τα Κόκκινα Φανάρια και από το περιθώριο ως τη δημοφιλία, ο ανήσυχος ηθοποιός μιλά ανοιχτά για όλα όσα έχει ζήσει μέχρι σήμερα.
Ούτε οι συμμαθητές του στο σχολείο που οι γονείς τους δεν τους άφηναν να κάνουν παρέα μαζί του. Ούτε οι καθηγητές του που δεν μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν αυτόν τον έφηβο πάνκη με τα σκουλαρίκια στα αυτιά και τα μυαλά στα κάγκελα – μεταφορικά και κυριολεκτικά, μιας και πρωτοστατούσε στις καταλήψεις. Ούτε οι γονείς του που έπρεπε να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ο γιος τους αποβλήθηκε κακήν κακώς από το γυμνάσιο στην τρίτη και τελευταία τάξη, που θα ήταν η τελευταία σχολική τάξη γενικά για εκείνον, γιατί δεν ήθελε να πάει στο λύκειο. Κανείς τους δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι θα ερχόταν μια μέρα που ο Βασίλης Μπισμπίκης όχι απλά θα έβρισκε το δρόμο του (έναν οποιονδήποτε ίσιο δρόμο) αλλά και ότι θα καταξιωνόταν ως ηθοποιός και σκηνοθέτης.

Ο Μπισμπίκης σήμερα δεν τους παρεξηγεί, ούτε φυσικά τους κρατάει κακία. Αν τους κρατούσε κακία θα έπρεπε να κρατάει και στον εαυτό του, γιατί ούτε ο ίδιος φανταζόταν ότι θα γινόταν γενικά ηθοποιός και συγκεκριμένα ο ηθοποιός που έχει γίνει. Και αν κρατούσε κακία στον εαυτό του, θα σήμαινε ίσως ότι μετανιώνει για όσα έκανε κάποτε και δεν του επέτρεψαν να ανακαλύψει την κλίση του μια ώρα αρχύτερα, για όσα έκανε τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του στο Λουτράκι αλλά και για όσα έκανε τα επόμενα χρόνια, τα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, τα χρόνια της αλητείας, του δρόμου, της φιλικής συναναστροφής με ανθρώπους του περιθωρίου.

Με ανθρώπους σαν και αυτούς που θέλει να υμνήσει με τα Κόκκινα Φανάρια, την παράσταση που ξεκίνησε να ετοιμάζει λίγο πριν από την έξαρση της πανδημίας και την επιβολή του πρώτου lockdown. «Έχουν να κάνουν με ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, με ένα τρόπο έχω μεγαλώσει μέσα σε αυτόν τον κόσμο, πόρνες και τρανς» λέει. Δεν μπορώ να αρνηθώ τη ζωή μου μέχρι τώρα, αυτή ήταν, είχε τα θετικά και τα αρνητικά της. Με ένα τρόπο η όποια επιτυχία και κυρίως η ευτυχία μου μέσα στο θέατρο αφορά σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τη ζωή που έζησα τότε. Αυτά τα βιώματα περνάνε μέσα στην τέχνη που κάνω».

Άλλωστε ακόμη και σήμερα, μετά από την εμφατική -η κάθε μία με τον τρόπο της- επιτυχία δουλειών όπως η σειρά Άγριες Μέλισσες, η ταινία Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς και η παράσταση Άνθρωποι και Ποντίκια, «με ανθρώπους του περιθωρίου κάνω παρέα ακόμη. Είναι σαν να με γειώνουν οι άνθρωποι του περιθωρίου. Σαν να είμαι κοντά στη βάση μου».

Μπορείς δηλαδή να βγάλεις τον Βασίλη Μπισμπίκη από το περιθώριο. Δεν μπορείς να βγάλεις το περιθώριο από τον Βασίλη Μπισμπίκη.


Ανδρέας Σιμόπουλος

Στις αρχές της πρώτης καραντίνας ήμουν φρικαρισμένος. Για τα “Κόκκινα Φανάρια” είχαμε φτιάξει στο Cartel ένα λούμπεν κωλόμπαρο με κιτς φωτισμούς. Με το που κλείσαμε, τα ‘χασα. Έτρεχα με χίλια και μου φάνηκε πολύ βίαιο το σταμάτημα. Πήγαινα μόνος μου στο μπαρ, καμιά φορά έρχονταν ένας-δύο φίλοι, και ζούσαμε την κατάθλιψη μας.

Έβλεπα τους άλλους γύρω μου που ήταν ψιλοχαρούμενοι επειδή θα ξεκουράζονταν και μου την έδινε ακόμη περισσότερο. Ξεκίνησαν να μαγειρεύουν, να λένε ότι θα ψάξουν τον εαυτό τους, κι εγώ αναρωτιόμουν τι στο διάολο κάνω λάθος. Μετά γύρισε τούμπα όλο αυτό, το έστρωσα στο μυαλό μου, προχώρησα, ένιωθα εντάξει, κι έβλεπα όλους αυτούς που στην αρχή μαγείρευαν ευτυχισμένοι, να έχουν πέσει στην κατάθλιψη. Γιατί αυτή η υπόθεση αποδείχτηκε ότι δεν θα τελείωνε, δεν ήταν για πέντε-δέκα μέρες, ίσα ίσα για να ξεκουραστούμε από τις δουλειές μας.

Η ιδέα για να κάνουμε ταινία το Άνθρωποι και Ποντίκια υπήρχε από πέρυσι. Πήρα την απόφαση τον Οκτώβριο που έκλεισαν πάλι τα θέατρα, οπότε δεν μπορούσαμε να ανεβάσουμε τα Κόκκινα Φανάρια. Βρήκα τον Δημήτρη Κατσαϊτη, τον διευθυντή φωτογραφίας του Οικονομίδη, ο οποίος ήξερε καλά την παράσταση και ξεκινήσαμε.

Η ανάγκη ήταν αυτή που μας έκανε να γυρίσουμε την ταινία τώρα. Θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι. Δεν ήθελα να περιμένω για παράδειγμα μέχρι τον Οκτώβρη του ’21 για να ξαναπαίξω τα Ποντίκια. Χέστηκα! Το παίξαμε αυτό δυο-τρία χρόνια, έληξε, θέλαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Οπότε «τυπώσαμε» αυτή τη δουλειά, θα τη βγάλουμε σε streaming για όποιον θέλει να τη δει και θα πάμε στην επόμενη παραγωγή, τα Κόκκινα Φανάρια. Αν έχουν ανοίξει τα θέατρα όταν τελειώσουμε, θα την παίξουμε θεατρικά. Αν δεν έχουν ανοίξει, θα την «τυπώσουμε» κι αυτή και θα πάμε παρακάτω.

Οι παραστάσεις δεν θα εξαφανιστούν. Κάποια στιγμή που θα ανοίξουν τα θέατρα εμείς θα μπορούμε να παίξουμε δύο μέρες τα Ποντίκια, δύο τα Φανάρια, δύο το Έγκλημα και Τιμωρία που θέλουμε να κάνουμε. Προχωράμε και κάποια στιγμή σε αυτό το χώρο (σ.σ. Το νέο Cartel στεγάζεται σε ένα αχανή βιομηχανικό χώρο που του παραχωρήθηκε από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση) θα έχουμε μια ολόκληρη σειρά παραστάσεων που θα ανεβαίνουν την ίδια περίοδο.

Δεν το είχα κάνει ποτέ ξανά στο παρελθόν να παίζω στην ίδια παράσταση τόσο καιρό. Βέβαια είναι μια ιδιαίτερη συνθήκη, είναι ο δικός μας χώρος και αυτό κάνει λίγο πιο εύκολη την επανάληψη. Κατά τα άλλα το να παίζεις ένα έργο πολλά χρόνια δεν είναι και τόσο δημιουργικό. Κάπως καίγεσαι. Βαριέσαι ρε παιδί μου, θες κάτι καινούριο. Έδωσες ό,τι ήταν να δώσεις. Θες να πεις στον κόσμο κάτι μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και το λες. Δεν μπορεί να θες να λες το ίδιο πράγμα για τρία χρόνια. Θες να πεις και κάτι άλλο.

Από πέρυσι που στήσαμε τα Κόκκινα Φανάρια έχουν αλλάξει τα πράγματα, πρέπει να διαβάσουμε ξανά το έργο. Είναι άλλα τα δεδομένα, κοινωνικά και όχι μόνο. Τότε δεν υπήρχε το θέμα του κορονοϊού. Θέλαμε να καταπιαστούμε με το θέμα των δικαιωμάτων των τρανς που ήταν καυτό. Τώρα με όχημα το ίδιο έργο και τις τρανς μπορεί να θέλουμε να μιλήσουμε και για άλλα πράγματα.

Η επιλογή του κάθε έργου έχει να κάνει με ένα θέμα που με αφορά την εκάστοτε στιγμή. Μπορεί να μην είναι πολιτικό, μπορεί να είναι κάτι για την οικογένεια. Πρώτα έχω το θέμα για το οποίο θέλω να μιλήσω και μετά βρίσκω το έργο, σαν όχημα για να μιλήσω. Για παράδειγμα επειδή η φιλία είναι πολύ ψηλά αξιακά για μένα και είχα φάει μια προδοσία, ήθελα να μιλήσω για τη φιλία και έτσι ήρθε το έργο Άνθρωποι και Ποντίκια με αυτούς τους δύο φίλους.

Τα Φανάρια έχουν να κάνουν με ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, με ένα τρόπο έχω μεγαλώσει μέσα σε αυτόν τον κόσμο, πόρνες και τρανς. Εννοώ τον τρόπο της αλητείας, του δρόμου. Υπήρχαν εποχές που ζούσα στην Ομόνοια και συναναστρεφόμουν φιλικά τέτοιους ανθρώπους, με έχουν βοηθήσει στη ζωή μου. Ήθελα να κάνω έναν ύμνο στο δικό τους περιθώριο.


Ανδρέας Σιμόπουλος

Δεν μπορώ να αρνηθώ τη ζωή μου μέχρι τώρα, αυτή ήταν, είχε τα θετικά και τα αρνητικά της. Με ένα τρόπο η όποια επιτυχία και κυρίως η ευτυχία μου μέσα στο θέατρο αφορά σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τη ζωή που έζησα τότε. Αυτά τα βιώματα περνάνε μέσα στην τέχνη που κάνω.

Δεν ήθελα ποτέ να γίνω ηθοποιός. Ήμουν σε μια ομάδα στο Λουτράκι, παίζαμε ερασιτεχνικά, ανεβάσαμε την Ελένη του Ευριπίδη, πήραμε το πρώτο βραβείο ερασιτεχνικού θεάτρου, μας έδωσαν τιμητικά την Επίδαυρο έξω από το φεστιβάλ, εκεί ήρθε ο Τάσος Ρούσσος που ήταν διευθυντής του Εθνικού, με βλέπει και μου λέει: εσύ πρέπει να ασχοληθείς πιο σοβαρά, έχεις ταλέντο. Τότε δούλευα κρουπιέρης στο καζίνο, δεν γούσταρα καθόλου τη φάση, λέω δε γαμιέται, ας το δοκιμάσω. Αυτό ήταν όλο κι έγινε πριν από 20 χρόνια, ήμουν 24 όταν μπήκα στη σχολή για να το δοκιμάσω, όχι γιατί ήθελα ντε και καλά να γίνω ηθοποιός. Πήγα στο Εθνικό αλλά δεν μπορούσα να μπω χωρίς απολυτήριο λυκείου. Δεν υπήρχαν κιόλας τα «εξαιρετικά ταλέντα» στο Εθνικό. Πέρασα όμως από τα «εξαιρετικά ταλέντα» του Υπουργείου Πολιτισμού σε ιδιωτικές σχολές. Επειδή δεν είχα φράγκο τότε, πήγα στην πιο φθηνή, τη σχολή της Μαίρης Βογιατζής Τράγκα στα Εξάρχεια.

Μετά από δυο-τρία χρόνια στη σχολή ήμουν πολύ καυλωμένος με τη δουλειά. Ήμουν λίγο μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα παιδιά, λίγο πιο προσγειωμένος, ήθελα κιόλας να ξεπεράσω την προηγούμενη κατάσταση, του περιθωρίου. Διάβαζα συνέχεια. Εγώ που μέχρι τότε δε γούσταρα καθόλου το διάβασμα, κακήν κακώς με έδιωξαν από το σχολείο στην τρίτη γυμνασίου, μόνο πολιτικά διάβαζα, Μπακούνιν και τέτοια, πανκ, το σχολείο προσπαθεί να ελέγξει τη σκέψη μου, ξέρεις πώς πάει. Μπήκα πάλι στο διάβασμα στη σχολή και το γούσταρα, ποίηση για παράδειγμα που από τότε είναι κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή μου. Σε όποια δύσκολη στιγμή έχω βρεθεί ψυχολογικά, η ποίηση με ελαφραίνει.

Ο αγαπημένος μου ποιητής είναι ο Μαγιακόφσκι. Ωραία πράγματα, επαναστατικά, άγρια, σκληρά, παθιασμένα. Είχε πολύ πάθος στη ζωή του, διαβάζοντάς τον σκέφτεσαι ότι αυτά που περνάς εσύ, εκείνος τα πέρασε ακόμη πιο έντονα.

Στην αρχή σνόμπαρα την τηλεόραση και τη μαζικότητά της. Μετά κατάλαβα τι μαλακία είναι όλο αυτό. Η τηλεόραση σου δίνει μια δημοφιλία που μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις στο θέατρο για να πετύχεις πράγματα. Σου δίνει χρήματα για να ζήσεις. Αν δεν την ψωνίσεις, μπορεί να κάνει πιο άνετη την επιθυμία σου να υπηρετήσεις το θέατρο. Ήμουν στο Cartel όλα αυτά τα χρόνια γιατί έκανα και τηλεόραση, είχα χρήματα για να ζω και μπορούσα να πηγαίνω με τους φίλους μου στο θέατρο για να κάνουμε την καύλα μας έτσι όπως ακριβώς γουστάραμε να την κάνουμε.

Άμα περάσεις χρόνια σε μια καθημερινή σειρά, είναι πιθανό να κολλήσεις. Πρέπει να βάλεις ένα όριο. Έχω κάνει τέσσερις φορές καθημερινή σειρά: Δικαίωση, Μυστικά της Εδέμ, Είναι στιγμές, και τώρα τις Άγριες Μέλισσες. Πάντα πήγαινα για ένα χρόνο. Στις Μέλισσες θα μπορούσα να μείνω και την επόμενη χρονιά αλλά έφυγα, εντάξει, φτάνει. Ο ρόλος τελείωσε δραματουργικά, έκανε τον κύκλο του. Από την άλλη φοβάμαι την υπερέκθεση. Ο ρόλος του Βόσκαρη έκανε μεγάλο γκελ, ταυτίστηκε πολύς κόσμος. Υπάρχει ο κίνδυνος να σταμπιλαριστείς ως φόρμα.

Τον κόσμο που σε γνωρίζει από την τηλεόραση μπορείς να τον φέρεις στο θέατρο να παρακολουθήσει άλλα δικά σου πράγματα. Το κακό είναι η πιθανότητα να πάρουν τα μυαλά σου αέρα ή να κολλήσεις στην εικόνα που έχουν δημιουργήσει οι άλλοι για σένα. Τα τελευταία χρόνια στο θέατρο κάνουμε ακραίο ρεαλισμό. Διάφοροι λένε ότι αυτή είναι η τάση του Μπισμπίκη. Περιμένει δηλαδή ο κόσμος να δει κάτι συγκεκριμένο από σένα. Το οποίο δεν είναι καλό, γιατί μπορεί του χρόνου να θελήσεις να κάνεις ένα παραμύθι, ή κάτι εξπρεσιονιστικό. Γιατί πρέπει να σου φορέσουν την ταμπέλα του ακραίου ρεαλιστή; Απλά έτυχε αυτή την περίοδο να με αφορά αυτό το θέμα.

Ο Οικονομίδης γουστάρει αυτό που κάνει, δεν του φορτώνει κανένας τη συγκεκριμένη εικόνα. Αν ήθελε να κάνει κάτι άλλο, θα το έκανε. Αυτή είναι η καύλα του. Εγώ μιλάω για την περίπτωση να θες να κάνεις κάτι άλλο και να μην τολμάς γιατί ο κόσμος περιμένει κάτι συγκεκριμένο από σένα. Αυτή είναι η μεγάλη παγίδα. Εγκλωβίζεσαι. Συνηθίζεις τα φράγκα, συνηθίζεις την αποδοχή, φοβάσαι να ρισκάρεις. Όμως εκεί, στο ρίσκο, είναι όλη ιστορία.

Το θεωρώ φυσιολογικό να προκύψουν στο μέλλον αποτυχίες. Κανείς ποτέ δεν είπε ότι η επιτυχία θα κρατάει για πάντα. Εκτός κι αν πέσεις στην παγίδα να κάνεις πάντα αυτό που θέλει ο κόσμος. Δεν το έκανα ποτέ αυτό. Η επιτυχία που είχε το Άνθρωποι και Ποντίκια οφείλεται στο ότι κάναμε κάτι που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ήθελε ο κόσμος. Η μόνη μου αγωνία είναι να ρέουν όλα τα πράγματα που κάνουμε εδώ στο Cartel ως ομάδα. Στο χώρο είναι πολύς κόσμος και θέλω όλοι να είναι ευτυχισμένοι με τη δουλειά τους, να ζουν απ’ αυτό, να χαιρόμαστε.

Kαίγομαι με αυτό που κάνω, έτσι ήμουν από την αρχή, ασχολήθηκα με τα μπούνια, παρά το ότι ήμουν ένα παιδί που δεν είχε τελειώσει το σχολείο, διάβασα πάρα πολύ, είδα πολλές ταινίες, εκθέσεις ζωγραφικής, έπεσα με τα μούτρα σε ό,τι θα μου άνοιγε το κεφάλι. Είναι αυτό το κάψιμο για τη δουλειά, η καύλα, η εμμονή.

Μαζεύει ο πατέρας μου συνεντεύξεις και φωτογραφίες και τις δείχνει στους φίλους του. Ήμουν δαχτυλοδεικτούμενος στην εφηβεία. Πανκ με σκουλαρίκια στο Λουτράκι ήμασταν μόνο τρεις ξέρω ’γώ. Τότε οι άλλοι δεν με άφηναν να κάνω παρέα με τα παιδιά τους, τώρα όλο ρωτάνε «που είναι ο Βασίλης;».

Φοβάμαι ότι με το #metoo είναι σαν να είχαμε μια πολύ καλή ευκαιρία για κάθαρση την οποία κινδυνεύουμε να χάσουμε. Ένα πολύ σοβαρό θέμα μετατράπηκε σε κουτσομπολιό, σε ένα κίτρινο πράγμα. Με ενοχλεί και το ότι το ίδιο το καλλιτεχνικό σινάφι λειτουργεί εκδικητικά, δεν ξέρει πότε να κλείσει το στόμα του. Από τη στιγμή που έχει αναλάβει ο νόμος, όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να σωπαίνουμε. Δεν γουστάρω τον κανιβαλισμό ακόμη κι αν πρόκειται για τον χειρότερο εγκληματία.

Ο Πιραντέλο ήταν ένας τεράστιος συγγραφέας που βοηθήθηκε από τον Μουσολίνι. Έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι ένας ευφυής, σπουδαίος καλλιτέχνης μπορεί να είναι ένας πολύ κακός άνθρωπος. Κάπως έτσι το έχω στο μυαλό μου. Ένα σπουδαίο έργο τέχνης μπορεί να δημιουργηθεί από τον χειρότερο άνθρωπο.

Στον γιο μου θα έλεγα να τα κάνει όλα στη ζωή του, εκτός από ναρκωτικά. Είμαι απόλυτος ως προς αυτό.

Με ανθρώπους του περιθωρίου κάνω παρέα ακόμη. Προχθές ήμουνα στο παλιό Cartel με τις ώρες και τα έλεγα με μια παρέα Ρομά. Είναι σαν να με γειώνουν οι άνθρωποι του περιθωρίου. Σαν να είμαι κοντά στη βάση μου.

Exit mobile version