«Οι μεγαλύτεροι πρέπει να μάθουμε να δίνουμε τη σκυτάλη»: Ο Edward Norton στο OneMan
Ο υποψήφιος για Όσκαρ Edward Norton μιλά για την επόμενη γενιά, τον ακτιβισμό του και την επιθυμία του να διατηρηθεί η μαγεία στη διαδικασία των ηθοποιών.
- 2 ΜΑΡ 2025
Το 1964, ο Bob Dylan είχε γράψει μία επιστολή σε έναν φίλο του, όπου παραδεχόταν ότι βρισκόταν σε μάχη με την ξαφνική του φήμη. Στο γράμμα αυτό ανέφερε τον διάσημο συνθέτη τραγουδιών διαμαρτυρίας Pete Seeger, τον μέντορά του στη folk σκηνή της Νέας Υόρκης, ως μία από τις ελάχιστες πλευρές στη ζωή του που εξακολουθούσε να νιώθει αμόλυντη από την ταχεία άνοδό του ως εμπορικός καλλιτέχνης. Ο Seeger, έγραφε, αντιπροσώπευε την πιο ήπια πλευρά της φύσης του. Αυτή που ήθελε απεγνωσμένα να την κρατήσει. Για τον Edward Norton, αυτή η επιστολή ήταν το κλειδί για την κατανόηση του Seeger που θα υποδυόταν στο A Complete Unknown.
«Ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση είναι ότι γεννήθηκε το 1919», μας περιγράφει ο Norton σε συνέντευξη τύπου αποκλειστικά για τους ψηφοφόρους των Χρυσών Σφαιρών. «Ο φίλος του, ο Woody Guthrie, γράφει το τραγούδι This Land is Your Land, το οποίο συχνά εκλαμβάνεται λανθασμένα ως ένα καθαρά πατριωτικό τραγούδι – στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ ανατρεπτικό τραγούδι, που κρύβει μπόλικη κοινωνική κριτική – και αρχίζει λοιπόν τότε να συμμετέχει με τον Martin Luther King στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα το 1958. Ήταν ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που ανταποκρίθηκαν σε εκείνο το κάλεσμα […]
Και το 2008 ή στις αρχές του 2009, τραγουδά ο ίδιος το This Land is Your Land με τον Bruce Springsteen στην ορκωμοσία του Barack Obama. Αν σκεφτείς το πώς εκτυλίχθηκε η ζωή του μεταξύ του 1919 και του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος της δεκαετίας του ’30, και ότι μπήκε στη μαύρη λίστα τη δεκαετία του ’50, και την ενασχόλησή του με τα πολιτικά δικαιώματα τη δεκαετία του ’60… για μένα, το γεγονός ότι έφτασε να τραγουδήσει το τραγούδι του φίλου του στην ορκωμοσία του Obama είναι τόσο συγκινητικό. Όταν παρατηρείς όλο αυτό το χρονικό διάστημα και τις συνδέσεις, αντιλαμβάνεσαι πόσο γιγάντιο ήταν το ενδιαφέρον του για την ανθρωπότητα».
«Διστάζω να κάνω μεγαλόστομες δηλώσεις για τον Pete Seeger, αλλά νομίζω ότι είναι αδιαμφισβήτητο πως θεωρούσε την προώθηση του ανθρωπιστικού εγχειρήματος, τον σκοπό της ανθρωπιστικής του αποστολής, ως τον λόγο για να παίζει μουσική», συνέχισε. «Ήταν μουσικολόγος της folk. Νομίζω όμως ότι από τη δεκαετία του ’30 εκτελούσε ήδη τη μουσική ως μέσο κοινωνικής αλλαγής. Γι’ αυτόν, η δέσμευση στη μουσική και η δέσμευση στην κοινωνική αλλαγή ήταν σχεδόν άρρηκτα συνδεδεμένες».
Ο ίδιος έχει βρει την ακτιβιστική αποστολή του στο περιβάλλον.
«Νομίζω ότι αντιμετωπίζουμε μία πρόκληση γενεών για να φέρουμε τον πολιτισμό μας, τις κοινωνίες μας, τη βιομηχανική μας ζωή σε μία βιώσιμη ισορροπία με την οικολογία. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν κατανοούσαμε τις απειλές στον ίδιο τον ιστό της βιόσφαιρας, αλλά τώρα τις ξέρουμε. Νομίζω ότι ένα μεγάλο μέρος της κληρονομιάς της εποχής που ζούμε θα είναι το πώς ανταποκριθήκαμε – ή αποτύχαμε να ανταποκριθούμε – σε αυτή την πρόκληση.
Σκέφτομαι τους παππούδες μου και την παγκόσμια αναστάτωση που προκλήθηκε από την καταπολέμηση του φασισμού και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έπρεπε να εγκαταλείψουν τις ζωές τους, ανεξάρτητα απ’ το ποιο ήταν το επάγγελμά τους ή το πού ζούσαν ή οτιδήποτε άλλο. Δεν έχει πραγματικά σημασία αν είσαι ηθοποιός ή συγγραφέας ή δικηγόρος ή επιστήμονας, νομίζω ότι υπάρχουν τρόποι για όλους να συμμετάσχουν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε συλλογικά. Είναι υποχρέωση. Μου αρέσει να είμαι καλλιτέχνης, αλλά όλοι είναι επίσης πολίτες ή και γονείς, και δεν είναι ικανοποιητικό να εργάζεσαι μόνο την καλλιτεχνική σου καριέρα. Θέλω να συμμετέχω σε αυτό με όποιον τρόπο μπορώ».
Κατά μια έννοια, η ακεραιότητα, η ακεραιότητα του Pete Seeger ήταν διαφορετική από την ακεραιότητα του Dylan. Νομίζω ότι ο Dylan, ξέρετε, είχε μια μεγάλη καλλιτεχνική ακεραιότητα, ενώ ο Pete Seeger είχε μια πολιτική ακεραιότητα, ή μια κοινωνική ανθρωπιστική ακεραιότητα. Και οι δύο είναι αξιοθαύμαστοι για διαφορετικούς λόγους. Δεν ξέρω από πού προήλθε η συμπεριφορά του. Ίσως ήταν η βορειοανατολική καλβινιστική ανατροφή του. Αλλά νομίζω ότι η μουσική και ο σκοπός ήταν ένα και το αυτό γι’ αυτόν.
Ο θαυμασμός του Norton για τον γραφιά επιτυχιών όπως το If I Had A Hammer και τον ύμνο We Shall Overcome προϋπήρχε της βαθιάς έρευνας που έκανε για τον ρόλο. Όπως και αυτός για τον Dylan που είχε γίνει το σάουντρακ της ζωής του όταν είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη.
«Όταν μετακόμισα στις αρχές των 20s μου, η όλη μυθολογία της άφιξης του Dylan στη Νέα Υόρκη – ένα παιδί από τις μεσοδυτικές πολιτείες που διαμόρφωσε αυτή την απίστευτη καλλιτεχνική παρουσία – ήταν πολύ ζωντανή για μένα, και πολύ στο δικό μου ρόστερ των ανθρώπων που ήταν εμπνεύσεις μου. Είναι αυτή η ρομαντική αίσθηση που έχεις ότι προσπαθείς να βαδίζεις στα χνάρια των ανθρώπων που ήταν εδώ πριν από σένα. Παρότι δεν ήμουν μουσικός, η ιστορία του Dylan ήταν πολύ ζωντανή για μένα. Είχα εντρυφήσει πολύ, πολύ βαθιά στη μουσική του».
Ο James Mangold, σκηνοθέτης του A Complete Unknown, είχε προσλάβει αρχικά τον Benedict Cumberbatch, φίλο του Norton, για να υποδυθεί τον Seeger. Έχασε όμως τον Βρετανό ηθοποιό λόγω καθυστερήσεων στον υπόλοιπο προγραμματισμό του μετά από τις καθυστερήσεις της απεργίας του σωματείου των ηθοποιών SAG-AFTRA. Ο ρόλος κατέληξε στον Norton λοιπόν, που έχει αποσπάσει αρκετές υποψηφιότητες για βραβεία, μεταξύ των οποίων είναι τα Bafta, τα SAG, οι Χρυσές Σφαίρες και τα Όσκαρ. Οι λεπτομέρειες όμως για το πώς πέτυχε τον Seeger – πώς κατέκτησε το μπάντζο, πώς βρήκε τον παράξενο ρυθμό της ομιλίας του Seeger, πώς μεταμόρφωσε την εμφάνισή του (προσέλαβε ακόμη και έναν αισθητικό οδοντίατρο για να τροποποιήσει τα δόντια του) – δεν είναι κάτι που θέλει να συζητά.
«Πραγματικά έχω αποκτήσει έντονη δυσαρέσκεια για αυτό που θα αποκαλούσα εμμονή με την παρασκηνιακή διαδικασία», μοιράζεται. «Αν ο David Blaine έβγαινε στη σκηνή και έλεγε, θα σας δείξω πώς κάνω ένα μαγικό κόλπο και μετά θα κάνω το κόλπο, θα ζητούσατε τα χρήματά σας πίσω γιατί δεν πηγαίνετε στην παράσταση για να δείτε πώς το έκανε. Θέλετε την έκπληξη και το θαύμα του μαγικού του. Έχω φτάσει σε σημείο που πραγματικά δεν θέλω να ακούσω πόσο χρόνο πέρασε ένας ηθοποιός στην καρέκλα του μακιγιάζ, ή πόσα βάρη σήκωσε, ή πόσα κιλά έχασε. Όταν μεγάλωνα, ήθελα να δω μία ταινία για να με παρασύρει. Θέλω την ψευδαίσθηση, θέλω τη μαγεία. Οι ηθοποιοί κάνουμε ό,τι κάνουμε και ελπίζουμε να σε παρασύρουμε, να μη βλέπεις πια εμάς αλλά να επενδύσεις στον χαρακτήρα. Αν αυτό πετύχει, τότε το μαγικό κόλπο ήταν επιτυχημένο».
Ακολουθώντας τα πρώτα πέντε χρόνια της καριέρας του Dylan, το A Complete Unknown περιηγείται στις ΗΠΑ χρησιμοποιώντας τοποθεσίες στο New Jersey για να αντικαταστήσει χώρους όπως το Gaslight Café και το Carnegie Hall στη Νέα Υόρκη, το Monterey στην Καλιφόρνια και το Newport στο Rhode Island.
Ο Seeger παίρνει τον Dylan στο σπίτι του στην ταινία, και του στήνει την πρώτη του συναυλία απελευθερώνοντας το ταλέντο του στον κόσμο. Ο Norton προσφέρει ζεστασιά και αξιοπρέπεια στον ρόλο του καλλιτέχνη και εξέχοντος ανθρωπιστή που είχε σταθεί απέναντι στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών δραστηριοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων το 1955 αρνούμενος να καταδώσει ονόματα.
Ο ίδιος ο Norton δεν είχε κάποιον ηθοποιό για μέντορα όπως ο Dylan, είχε όμως εμπνεύσεις.
«Επηρεάστηκα πολύ από τον Ian McKellen όταν ήμουν έφηβος», θυμάται. «Είχα ένα ενδιαφέρον για την υποκριτική αλλά στη συνέχεια άρχισα να νιώθω λίγο αμήχανα γι’ αυτό. Το απέφευγα στην εφηβεία μου. Όταν ήμουν όμως 16-17 ετών, είδα μια παράσταση που είχε γράψει ο Ian για τη ζωή του Σαίξπηρ, και για τη δική του ζωή και το ταξίδι του μέσα από τα κείμενα του Σαίξπηρ ως ηθοποιός. Με επηρέασε πάρα πολύ. Σίγουρα ήταν ένα σημείο καμπής για μένα, όπου από χόμπι που ήταν, η υποκριτική μετατράπηκε σε κάτι που θα μπορούσα να κάνω ως ενήλικας. Ο Ian πραγματικά διατύπωσε την τη ζωή ενός ηθοποιού ως κάτι το υψηλό, ως μία σοβαρή επιδίωξη. Κατάφερα να του το πω, τώρα το ξέρει.
Ως μέντορας, νομίζω ότι ο Miloš Forman ήταν ίσως ο πιο κοντινός που είχα. Με πήρε υπό την προστασία του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Larry Flynt. Ήδη θεωρούσα τις ταινίες του πολύ ψηλά και πραγματικά περνούσε πολύ χρόνο μαζί μου και με άφηνε να κάθομαι μαζί του στο μοντάζ. Εξαιτίας του απέκτησα μία πολύ διαφορετική αντίληψη για τον κινηματογράφο ως μέσο. Ήταν πολύ γενναιόδωρος και μάλιστα έπαιξε στην πρώτη ταινία που σκηνοθέτησα.
Είναι ενδιαφέρον ότι ήταν και ο μέντορας του James Mangold. Ήταν καθηγητής του στο Columbia. Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω στην ταινία, μία από τις ανακαλύψεις που κάναμε ήταν ότι ο Miloš υπήρξε μέντορας και για τους δυο μας. Περπατούσες ς στην Πράγα με τον Miloš και ήταν σαν να είσαι με τον Mick Jagger στο Λονδίνο. Του έλεγα, “wow, δεν ήξερα ότι ήσουν τόσο σταρ!”».
Στο σήμερα δηλώνει εμπνευσμένος από το νέο ταλέντο όπως αυτό του Timothée Chalamet με τον οποίο μοιράζονται τον ίδιο ατζέντη.
«Οι νέοι άνθρωποι με συναρπάζουν συνεχώς. Νομίζω ότι η παρόρμηση του Pete Seeger να εξυψώνει τους άλλους είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Άκουσα τον Denzel Washington να μιλάει γι’ αυτό πρόσφατα, ότι αισθάνεται πως βρίσκεται στη φάση της ζωής του που θέλει να σπρώξει τους άλλους, σχεδόν περισσότερο απ’ ό,τι θέλει να το κάνει για τον εαυτό του. Η ιδέα του να δίνουμε τη σκυτάλη είναι κάτι που ίσως θα έπρεπε όλοι μας να καλλιεργήσουμε λίγο περισσότερο στους εαυτούς μας».
Ο Norton έχει χτίσει εντυπωσιακή καριέρα παίζοντας νευρικούς, εγωκεντρικούς, ύπουλα πανέξυπνους τύπους. Μπορείς να τραβήξεις ίσια γραμμή από το Primal Fear του 1996 μέχρι την πιο πρόσφατη υποψηφιότητά του για Όσκαρ στο Birdman του 2014. Γι’ αυτό ακριβώς η απαλή, ζεστή ισχύς στη δουλειά που έκανε για το A Complete Unknown μοιάζει αποκαλυπτική. Ο γεννημένος στη Βοστώνη ηθοποιός έχει υποδυθεί ένα ευρύ φάσμα ρόλων κατά τη διάρκεια της καριέρας του κανέναν όμως όπως ο ευγενικός, σιωπηλά σεβαστός λαϊκός θρύλος Pete Seeger. Ορισμένοι θεωρούν τον Seeger τον πιο συμπαθητικό χαρακτήρα στο καστ, ακόμη και αν είναι αυτός που έχει το μεγαλύτερο συμφέρον να εμποδίσει τον ήρωα να εκφραστεί με τον δυνατό και θρασύ τρόπο που ελπίζει και περιμένει το κοινό.
«Όταν υποδύεσαι κάποιο αληθινό πρόσωπο, με κληρονομιά στην οποία άλλοι άνθρωποι έχουν επενδύσει πολύ, και υπάρχουν οι φίλοι του και η οικογένειά του – τα παιδιά του είναι ακόμα ζωντανά – υπάρχει ιδιαίτερο βάρος. Υπάρχουν και άλλα πράγματα από τα οποία ωφελήθηκα πάρα πολύ. Άνθρωποι όπως η Joan Baez και ο Peter Yarrow από τους Peter, Paul and Mary είναι ακόμα μαζί μας και έχουν πραγματικά πολύ έντονες και συγκεκριμένες αναμνήσεις από αυτόν, γιατί θυμάμαι ότι ο Timothée και εγώ αναρωτιόμασταν αν ο Bob Dylan και ο Pete Seeger αγκαλιάζονταν όταν ας πούμε είχαν να δουν ο ένας τον άλλον για πολύ καιρό.
Αυτά είναι στοιχεία που ενεργοποιούν μία σκηνή. Ρώτησα την Joan αν ο Pete Seeger αγκάλιαζε τους ανθρώπους και μου είπε, “θεέ μου, όχι”. Μου περιέγραψε ότι ήταν συγκρατημένος. Αυτή η πληροφορία είναι διαμάντι, ξέρεις. Δεν υπάρχει σε καμία ταινία. Είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που μπορείς να ανακαλύψεις για κάποιον, που αν βρεις πώς να τις ενσωματώσεις, ίσως αυτό είναι που θα σε βοηθήσει να συλλάβεις την ουσία του με τρόπο που να τον δικαιώνει».
Σπεύδει επίσης να επισημάνει ότι έχει υποδυθεί και στο παρελθόν καλόκαρδες ψυχές – ιδίως στις ταινίες του Wes Anderson θα προσθέσω – η ερμηνεία όμως του Pete Seeger είναι μοναδική με την υποβόσκουσα παθητική επιθετικότητα που προκύπτει όταν ο Bob Dylan του Chalamet κάνει κάτι με το οποίο ο Pete δεν συμφωνεί.
«Ίσως μεγαλώνω και αρχίζω να βελτιώνω την ιδέα μου για το τι κάνει την τέχνη να λειτουργεί» εξηγεί, «αλλά κάτι που θαυμάζω πάρα πολύ και στους δύο αυτούς τύπους ως καλλιτέχνες είναι ότι πραγματικά υπερασπίστηκαν την ερμηνεία του κοινού για το υλικό τους.
Αν δεις συνεντεύξεις με τον Dylan, ποτέ δεν μίλησε για το νόημα των τραγουδιών του, σωστά; Ποτέ δεν προσπάθησε να επιβάλει το δικό του νόημα γιατί ήξερε ότι αυτό θα αφαιρούσε τη δύναμη από το εκάστοτε κομμάτι. Είναι πραγματικά εκπληκτικό όταν βλέπεις έναν 22χρονο να λέει ότι δεν ξέρει τι σημαίνει το τραγούδι του όταν τον ρωτάνε, και να ρωτάει τους συνεντευξιαστές τι πιστεύουν εκείνοι ότι σημαίνει.
Ο Seeger, ομοίως, ήταν ίσως πιο άμεσος στη σύνδεση των τραγουδιών του με μία πολιτική άποψη ή κάποιο μήνυμα, αλλά υπάρχει ένα κομμάτι μου που δεν αισθάνεται καν την τάση να ερμηνεύσει τον Pete Seeger εντός της ταινίας. Είτε βλέπεις τον Seeger και τον Dylan με έναν τρόπο πατέρα-γιου, είτε τον Seeger ως μεγαλύτερο αδελφό, είτε τους δεις ως συντρόφους σε κίνημα, σχεδόν δεν θέλω να το αποκρυσταλλώσω με έναν ορισμό. Έχουν γυριστεί πολλά σπουδαία ντοκιμαντέρ για τον Dylan, και νομίζω ότι ένα από τα πράγματα που είπε ο James Mangold και με το οποίο συνδέομαι πραγματικά, ήταν ότι αν πρόκειται να κάνεις μία ταινία γι’ αυτόν, πρέπει να πιστέψεις ότι υπάρχει κάτι πιο οικουμενικό από την πραγματική τους ιστορία.
Νομίζω ότι οι άνθρωποι πρέπει να δουν την ταινία και να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Αν το A Complete Unknown προκαλέσει το κοινό να ψάξει λίγο βαθύτερα και να διαβάσουν περισσότερα για εκείνη την εποχή, νομίζω ότι και αυτό είναι καλό. Υπάρχει σίγουρα κάτι ενδιαφέρον σε εκείνη την εποχή σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι καλλιτέχνες πίστευαν πραγματικά ότι η δουλειά τους ήταν ένα μέσο κοινωνικής αλλαγής. Δεν είμαι σίγουρος ότι το αισθάνομαι αυτό γύρω από τη λαϊκή κουλτούρα σήμερα, αλλά γι’ αυτό είναι ωραίο να επανεξετάζουμε τα πράγματα και να καλούμε τους ανθρώπους να ξανασκεφτούν εκείνη τη σύντομη στιγμή στον χρόνο».