Όσκαρ 2022: Χάρη Ζαμπαρλούκο, πώς έφτιαξες μία από τις ταινίες της χρονιάς με το Belfast;
Μιλήσαμε με τον Ελληνοκύπριο Διευθυντή Φωτογραφίας του Belfast για τη δεκαπενταετή του συνεργασία με τον Kenneth Branagh, την αναγέννηση του ασπρόμαυρου φιλμ, και τον εκτοπισμό των ανθρώπων που «υπήρξε πάντοτε η μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρωπότητας».
- 27 ΜΑΡ 2022
Από μικρές ταινίες όπως το Belfast των επτά υποψηφιοτήτων Όσκαρ ή το Locke, μέχρι blockbusters της Marvel όπως το Thor, της Disney όπως το Cinderella και ταινίες βασισμένες στην Agatha Christie όπως το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές που έσκισαν και στην Ελλάδα, ο Χάρης Ζαμπαρλούκος έχει χτίσει ένα αξιοζήλευτο βιογραφικό, δυσανάλογο με το τόσο χαμηλό προφίλ του. Και είναι φυσικά συνυφασμένο με τη φιλμογραφία του Kenneth Branagh, μία συνεργασία που γραφόταν ήδη στα άστρα όταν ως πρακτικάριος της Panavision είχε βρεθεί στο σετ του Frankenstein.
Εμείς μιλήσαμε μαζί του λίγο πριν τα φετινά Όσκαρ και συζητήσαμε για τη δεκαπενταετή του συνεργασία με τον Branagh, την αναγέννηση του ασπρόμαυρου φιλμ, και τον εκτοπισμό των ανθρώπων που «υπήρξε πάντοτε η μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρωπότητας».
Πού ήσασταν όταν μάθατε για τις υποψηφιότητες Όσκαρ του Belfast;
Δούλευα κι έτσι το έμαθα λίγο αργότερα. Δε μπορούσα να ακούσω την ανακοίνωση. Μόλις το έμαθα έστειλα τα συγχαρητήριά μου στον Ken. Ήταν χαρούμενη στιγμή για όλους μας. Η ταινία πήρε τόσες πολλές υποψηφιότητες και η αγάπη γι’ αυτήν είναι τόσο σημαντική γιατί προσωπικά πιστεύω ότι είναι μία μικρή ταινία. Πάρα πολύ μικρή ταινία! Την κάναμε μέσα σε 5 εβδομάδες σα μία οικογένεια που ήθελε να δουλέψει μετά το lockdown. Είναι σημαντικό να μιλάς στην ψυχή του θεατή με τρόπο που προσπερνά για λίγο την εθνικότητα, την τοπικότητα ή εσένα συγκεκριμένα.
Οικουμενικές θεματικές δηλαδή.
Ναι, όμως το πρόβλημα με τις οικουμενικές θεματικές είναι ότι πολλές φορές δεν έχεις ένα καθαρό point of view. Είναι σημαντικό να έχεις κάτι απλό να πεις και να το πεις ειλικρινά και καθαρά, χωρίς κάτι που θα εμποδίσει τον θεατή στην οικειότητα.
Συνεργάζεστε περίπου 15 χρόνια με τον Branagh. Αναρωτιόμουν αυτή τη φορά, επειδή το σενάριο ήταν πολύ προσωπικό για εκείνον, εάν οδήγησε μία μεγαλύτερη οικειότητα μεταξύ σας.
Σίγουρα! Είναι ανάλογο με έναν φίλο σου – στενό σου φίλο – που σου εμπιστεύεται μετά από πολλά χρόνια, όχι ένα μυστικό αλλά ένα στοιχείο για το παρελθόν του που ήταν σημαντικό και ως ένα σημείο έμοιαζε σχεδόν με μυστικό. Τα παιδικά χρόνια του Kenny δεν είναι μυστικό, όμως είναι ένας κλειστός, ιδιωτικός άνθρωπος. Αν και είχα ακούσει απ’ αυτόν την ιστορία της παιδικής του ζωής, αυτή η ειλικρίνεια και ο τρόπος που ανοίχτηκε με αυτό το σενάριο σε όλους μας – και τους θεατές – τουλάχιστον εμένα με έκανε να νιώθω ότι είχε ανοίξει μία κουρτίνα. Ένα παράθυρο στο οποίο, στο επίπεδο μίας κουβέντας όπως αυτή, καλείσαι να συμμετάσχεις.
Νιώσατε την ανάγκη να ανταποδώσετε δηλαδή.
Η ανταπόδοση είναι η σωστή λέξη. Αυτό πιστεύω ότι ισχύει και για άλλους συνεργάτες του σε αυτή την ταινία. Είχαμε έναν τρόπο που συζητούσαμε γι’ αυτή την ταινία που είχε να κάνει με την προσωπική μας άποψη. Τι σημαίνει πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά; Εγώ είχα ίσως και κάποια παραπάνω κοινά σημεία σύνδεσης. Έζησα την εισβολή στην Κύπρο και ο πατέρας μου δούλευε και αυτός σε εργοληπτική εταιρεία. Εμείς μετακομίσαμε στο Ντουμπάι μετά την εισβολή όπως πάρα πολλοί Κύπριοι. Ήξερα πώς είναι να μεγαλώσεις με το να ξέρεις τι είναι ένας στρατός δίπλα σου. Βεβαίως η εισβολή ήταν λίγο διαφορετική γιατί είχε γίνει πολύ σύντομα και γρήγορα, και ζούσαμε κοντά σε μία πράσινη γραμμή, τη βλέπαμε.
Ο εκτοπισμός των ανθρώπων είναι η μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρωπότητας και υπήρξε πάντοτε η μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρωπότητας. Η διασπορά παντού, για οποιουσδήποτε λόγους, είναι κάτι που έχει εμπλουτίσει τον κόσμο, όμως τον έχει τραυματίσει κιόλας. Αυτός ήταν ένας ταπεινός, προσωπικός τρόπος να μιλήσουμε για αυτό το θέμα.
Η ταινία δεν γυρίστηκε στο Belfast, σωστά;
Γυρίσαμε ένα μικρό μέρος στην πόλη αλλά χωρίς ηθοποιούς.
Σας πήγε όμως σε σημεία δικά του που θυμόταν;
Ναι, πήγαμε για ρεπεράζ στη γειτονιά του και πήγαμε στο σημείο απ’ όπου έβλεπε την Catherine [σ.σ. την υποδύεται η Olive Tennant] στο σπίτι της. Πήγαμε με ποδήλατο! Βασικά νοικιάσαμε κάποια town bikes που έχει το Belfast, εγώ, ο Jim Clay ο σκηνογράφος και ο βοηθός σκηνοθέτη, ο Martin Curry, και κάναμε μία περιήγηση στην πόλη με τον Ken και είδαμε το δρομολόγιο που πήγαινε απ’ το σχολείο στο σπίτι, από το σπίτι στον παππού του, και σταματήσαμε μπροστά από το σπίτι της Catherine. Όμως μετά έπρεπε να επιστρέψουμε στο Λονδίνο, κυρίως εξαιτίας του Covid-19. Τα πρωτόκολλα ήταν εκείνα του Αυγούστου πριν δύο χρόνια και έτσι δε θα μπορούσαμε να κάνουμε εύκολα την ταινία on location, έπρεπε να τη χτίσουμε. Μείναμε στο Λονδίνο και προσπαθήσαμε να είμαστε όσο γινόταν πιο ειλικρινείς στο περιβάλλον του Belfast.
Θα ήθελα να μείνουμε για λίγο στην επιλογή του ασπρόμαυρου. Τα τελευταία χρόνια έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, ειδικά το 2021. Διάβασα κάτι ενδιαφέρον που είπατε στους New York Times, ότι η χρήση του ασπρόμαυρου δε λέει στον κόσμο τι να αισθανθεί.
Πάντα αγαπούσα το ασπρόμαυρο. Το έγχρωμο φιλμ είναι πολύ περιγραφικό. Τα χρώματα μπορούν να σου πουν αν είναι φθινόπωρο επειδή τα φύλλα είναι κίτρινα, ή τι χρώμα είναι τα μάτια κάποιου. Πολλές φορές όμως είναι σαν περισπασμός. Το ασπρόμαυρο πιστεύω ότι είναι πιο απλό και πιο εκφραστικό όσον αφορά την ανθρώπινη φύση. Είναι πιο εντατικό και εμβυθιστικό σε σχέση με αυτή. Αυτό το βλέπαμε για πάρα πολλά χρόνια και στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν λίγο.
Όταν προέκυψε το έγχρωμο φιλμ, είχες την επιλογή. Η δράση και η περιπέτεια ήταν έγχρωμα, αλλά το δράμα ήταν πάντοτε ασπρόμαυρο. Σιγά-σιγά όμως χάσαμε αυτή την ελευθερία να διαλέγουμε το πώς θα μπορούσαμε να εκφραστούμε. Βλέπουμε σταδιακά όμως ότι αυτή η επιλογή δεν απομακρύνει τους θεατές, που αυτό ήταν πάντα το πρόβλημα, αυτό μας έλεγαν, ότι επιλέγοντας ασπρόμαυρο αποξενώνουμε τον κόσμο. Προσωπικά πιστεύω το αντίθετο. Δεν κρατάς απόσταση, ίσα-ίσα, γίνεσαι πιο οικείος και ενδόμυχος. Πιο άμεσος. Συναισθάνεσαι τα πράγματα όπως τα ερμηνεύουν οι ηθοποιοί χωρίς να σε αποσπούν περιττές περιγραφικότητες.
Νομίζω πως ακριβώς κιόλας επειδή χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ο κόσμος πλέον το αντιλαμβάνεται περισσότερο ως δημιουργικό εργαλείο και όχι απαραίτητα ως κάτι που σηματοδοτεί το παλιό.
Το πρόβλημα που όλοι μας αντιμετωπίζουμε νομίζω όταν δημιουργούμε τις σκέψεις μας για το πώς θέλουμε να αντιμετωπίσουν οι θεατές μία ταινία, είναι πως υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές πια. Πώς μπορεί να επιλέξει ένας θεατής να δει μία ταινία ασπρόμαυρη αντί για μία έγχρωμη; Είτε στο σινεμά, είτε στο streaming. Χρειάζεται σκέψη, πείσμα, αγάπη και γνώση για τον κινηματογράφο. Η επιλογή απαιτεί μία ακολουθία σκέψης, δεν είναι μία αυτοματοποιημένη διαδικασία. Αυτό είναι ίσως το εμπόδιο.
Επιλέξατε μία ποιότητα ασπρόμαυρου πιο καθαρή και γυαλιστερή από την πιο κοκκώδη που βλέπουμε λίγο πιο συχνά. Πώς καταλήξατε εκεί;
Προσπαθούσα να κατασκευάσω κάτι από την οπτική ενός παιδιού και δε νομίζω ότι τα παιδιά βλέπουν κοκκώδεις επιφάνειες. Τις βλέπουν καθαρές. Δεν ήθελα να είναι σαν τις αναμνήσεις κάποιου, ήθελα να μοιάζει με τη ζωηρή πραγματικότητα ενός παιδιού. Ήθελα να είναι παρών ο θεατής, πάρα πολύ παρών. Το κοκκώδες ασπρόμαυρο θα ήταν κάτι που εμείς θα είχαμε επιβάλλει στην εικόνα και όχι κάτι που θα υπήρχε με ένα φυσικό, ανεπιτήδευτο τρόπο. Θα ήταν εξαναγκασμένο.
Είχε ξενίσει καθόλου αυτή η επιλογή;
Υπήρξε μία κυρία από το Bilbao που μεγάλωνε όταν η ΕΤΑ [σ.σ. αυτονομιστική οργάνωση] ήταν ακόμη πολύ παρούσα στη βασκική περιοχή. Το είχε ζήσει και μάλιστα με τον τρόπο που έζησε ο Ken τις Ταραχές στο Belfast. Μου έλεγε ότι δε μπορούσε να φανταστεί το Bilbao χωρίς grain. Το έβλεπε όμως ως ένα παρελθόν σύμφωνα με την ηλικία της, ενώ εμείς φτιάχναμε κάτι για το παρόν [του Buddy]. Γι’ αυτό το ήθελα πολύ, πολύ καθαρό.
Υπήρξαν ταινίες που σημάδεψαν εσάς με τον τρόπο που κάποιες ταινίες σημαδεύουν τον Buddy;
Βεβαίως! Εγώ είμαι μία δεκαετία μετά, αν και τις είχα δει αυτές τις ταινίες που βλέπει. Η παιδική μου ζωή μεταξύ 4 και 11 ετών ήταν στο Ντουμπάι και τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε τηλεόραση, ως το ‘76. Ήταν απλώς πέντε φορές την ημέρα προσευχή και Κοράνι. Οι γονείς μου είχαν αγοράσει έναν Super 8 προτζέκτορα και η επιλογή μας ήταν να πηγαίνουμε μία φορά την εβδομάδα σε ένα μαγαζί που προμήθευε ταινίες κομμένες στα είκοσι λεπτά. Ήταν εικοσάλεπτα reels του King and I, ή του Herbie Goes to Hollywood, παιδικών δηλαδή ταινιών. Και πάρα πολύ Σαρλό. Έβλεπα μαυρόασπρο Σαρλό από 4 ετών. Αυτές ήταν οι ταινίες μου εμένα.
Σιγά-σιγά ήρθε σύγχρονη και προοδευτική τηλεόραση στο Ντουμπάι, όμως τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε. Όταν ήρθε η τηλεόραση στη ζωή μου τότε και αργότερα στην Κύπρο, ήταν μία δεκαετία μετά, οπότε οι πρώτες μου ταινίες ήταν του ‘30, του ‘40 και του ‘60 [γελάει]. Έπειτα δε νομίζω πως είχα την παιδική αγάπη για τον κινηματογράφο όπως άλλοι. Ήρθε αργά στη ζωή μου.
Πότε καταλάβατε πως ήταν και αυτός τέχνη;
Εγώ ήταν να σπουδάσω ζωγραφική. Πήγα στο Saint Martins College of Art στο Λονδίνο για να το κάνω και στο πρώτο έτος, στο foundation course, δοκιμάσαμε διάφορους τομείς της τέχνης. Γλυπτική, θέατρο και κινηματογράφο. Οι πρώτες ταινίες που μας είχαν δείξει ήταν το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι και ο Ανδαλουσιανός Σκύλος, και ήταν η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα τον κινηματογράφο ως τέχνη και όχι καθαρά ως ψυχαγωγία. Άλλαξα λίγο τη νοοτροπία μου γιατί είδα ότι υπήρχε ένας πιο μοντέρνος τρόπος να εκφραστείς εικαστικά. Δεν το είχα ξανανιώσει αυτό το πράγμα. Οι ταινίες που έβλεπα ως έφηβος ήταν ας πούμε το Back to the Future.
Κουλ ταινίες όμως κι αυτές.
Ναι! Λάτρευα τον κινηματογράφο με αυτόν τον τρόπο όμως ήταν περισσότερο για τη διασκέδασή μου.
Μιας που πιάσαμε τέτοιες ταινίες και έχετε άλλωστε κάνει και μπλοκμπάστερ, μόλις βγήκε το Έγκλημα στον Νείλο κιόλας, έχετε προτίμηση μεταξύ τέτοιων πρότζεκτ και πιο ήπιων όπως το Belfast;
Ναι, σίγουρα. Οι αγαπημένες μου ταινίες, αυτές για τις οποίες είμαι πιο περήφανος, είναι το Belfast, το Locke, το Sleuth, το Venus, το Camera Obscura το 2000. Οι ταινίες αυτές είναι λίγο πιο προσωπικές για μένα. Ταυτόχρονα όμως, πιστεύω ότι είναι σημαντικό να δουλεύεις σε όλων των ειδών τις ταινίες και να δίνεις κάτι προσωπικό σε όλες τους. Και αν μόνο οι εμπορικοί κινηματογραφιστές έκαναν εμπορικές ταινίες, ο κόσμος θα ήταν βαρετός και οι ταινίες του βαρετές. Πρέπει να βάζεις πάθος σε όλα τα έργα. Ακόμη και τα έργα μεγαλύτερου εύρους πρέπει να έχουν ένα επίπεδο προσωπικής δέσμευσης στην ανθρώπινη φύση και σύνδεση.
Μιλώντας για σύνδεση, υπήρξαν σκηνές που σας συγκίνησαν ιδιαιτέρως στο σετ;
Πάρα πολλές, πάρα πολλές. Η σκηνή της Caitriona [Bailfe] που λέει ότι έχει κάνει λάθος και πρέπει τελικά να φύγουν ήταν πολύ συγκινητική. Οι τρεις πιο συγκινητικές σκηνές για μένα ήταν αυτή, η σκηνή όπου ο Jaime [Dornan] την ευχαριστεί που μεγάλωσε την οικογένεια και μετά εκείνη που η Judi [Dench] παίρνει τον Buddy στο θέατρο και μετά που επιστρέφουν στο λεωφορείο τού λέει ότι «δεν υπάρχουν δρόμοι για τη Shangri-La από τη δική μου πλευρά του Belfast».
Ως ένα σημείο, ένα πράγμα που προσπαθήσαμε να κάνουμε στο Belfast είναι να δώσουμε σε όλα αυτά τα άτομα που βοήθησαν τον νεαρό, στον πατέρα, τη μητέρα, τη γιαγιά και τον παππού, τον αδερφό, ήταν μία δική τους σκηνή. Ήταν ένα ευχαριστώ στους ανθρώπους που οι περισσότεροι από εμάς θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε στη ζωή μας.