OPINIONS

Όταν ο Αύγουστος μάς διάβασε το βιβλίο του Κορτώ

Κάτσαμε απέναντι στο δημοφιλή συγγραφέα και μιλήσαμε για τα Εξάρχεια, για τρεις μέρες στο Δρομοκαΐτειο, για το Βιβλίο της Κατερίνας που έκανε κρότο και για μερικά σημαντικά ακόμα.

Το Ginger Ale βρίσκεται πάνω στην πλατεία Εξαρχείων και παρουσιάζει τέτοια ποικιλομορφία στα τραπεζοκαθίσματα που μπορείς να πάρεις συνέντευξη  από είκοσι διαφορετικούς ανθρώπους την ίδια μέρα και να μην καταλάβει κανείς ότι μίλησες με όλους στο ίδιο μαγαζί. Κάθισα στη μέση του μέσα χώρου, γιατί όταν δεν μπορείς να αποφασίσεις μεταξύ των “καλύτερα έξω να μας φυσάει” και “άσε, πάμε μέσα-μέσα για να έχουμε ησυχία”, είναι βέβαιο ότι θα κάτσεις στη μέση.

Κοίταξα το ρολόι. Έφτασα τρία λεπτά πριν το ραντεβού. Δεν ήξερα ούτε τι ώρα θα εμφανιστεί ο Αύγουστος ούτε από ποια πλευρά της πλατείας. Βέβαια, το πιο κρίσιμο που δεν ήξερα -αλλά αντιμετώπιζα με στωικότητα- ήταν το αν θα έρθει γενικότερα. Το ραντεβού μας ήταν στον αέρα για γεμάτο έναν μήνα και η μόνη ελπιδοφόρα ένδειξη ότι θα μοιραστώ το ίδιο βιτρό τραπεζάκι μαζί του ήταν η ευγένεια με την οποία μου σέρβιρε τις αναβολές.

Η ώρα περνούσε και καθώς εξηγούσα στη Φραντζέσκα -τη φωτογράφο- το επεισοδιακό ιστορικό αυτής της συνάντησης, ο Αύγουστος  ξεπρόβαλε από τη μέση της πλατείας και στάθηκε έξω από το μαγαζί να πάρει μια ανάσα και να δει πού ακριβώς κάθομαι. Του έγνεψα, πλησίασε και κάθισε μαζί μας με μια αύρα ‘αργήσαμε να βρεθούμε, αλλά είμαι εδώ για να πούμε ό,τι, και να φωτογραφηθούμε όπως θες’.

Ήταν η πρώτη φορά που τον βλέπω από κοντά. Δεν ξέρω γιατί με ξάφνιασε το σκουλαρίκι που έχει στο δεξί του φρύδι. Ίσως δεν περίμενα ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με σκουλαρίκι στο φρύδι. Μου είπε ότι του ‘ρθε και το ‘κανε πριν κάμποσα χρόνια στο Παρίσι. Το Παρίσι μετρίασε κάπως την έκπληξή μου, αλλά ακόμη δυσκολευόμουν να δεχτώ ότι κάποιος με σκουλαρίκι στο φρύδι μπορεί να γράφει τόσο πολύ και τόσο καλά (έστω, τις περισσότερες φορές).

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Το “καλησπέρα, θα μου φέρετε ένα τάνκερεϊ-τόνικ;” ήταν τα τελευταία λόγια που είπε χωρίς να έχει το βλέμμα στραμμένο στο βιτρό τραπεζάκι. Λες και διάβαζε εκεί τις απαντήσεις. Η μόνη φορά που κοίταξε προς το μέρος μου ήταν μάλλον κατά λάθος, ενώ τράνταζε το κορμί του απ’ τα γέλια και τον ενθουσιασμό που τον είπα ό,τι πιο κοντά σε Σεντάρις υπάρχει σήμερα στο ελληνικό βιβλίο. Κατά τα λοιπά, αυτή δεν είναι μια συνέντευξη που θα μείνει στην ιστορία για τον εύθυμο χαρακτήρα της.

Κεφάλαιο 1. Οι εθισμοί

“Ήμουν παχύσαρκος σε βαθμό που με είχε καταστήσει πάσχοντα. Είχα φτάσει τα 150 κιλά, είχα πια προβλήματα στον ύπνο, στην κίνηση, στο περπάτημα. Είχα φτάσει να έχω υπέρταση και τσιμπημένο ζάχαρο, και με τα δύο πακέτα που κάπνιζα τη μέρα, υπήρχε κίνδυνος εμφράγματος μες στην επόμενη δεκαετία. Ήταν ένας εθισμός που ευτυχώς κατάφερα να ελέγξω σχετικά νωρίς στα 21-22, όπου άλλαξε ο μεταβολισμός μου και έχανα πιο εύκολα κιλά”.

“Με βοήθησε πολύ η ψυχανάλυση και η σχέση συμπαράστασης και υποστήριξης που λαμβάνω από το σύζυγό μου. Ήθελα να κόψω τη φούντα, γιατί ήταν κάτι που δεν άρεσε στον Τάσο και που, κακά τα ψέματα, διαπιστώνω εκ των υστέρων ότι δεν άρεσε ούτε σε μένα. Ένας άνθρωπος που στρίβει απ’ το πρωί ως το βράδυ είναι λίγο σαν τον Οβελίξ με το μαγικό φίλτρο. Είναι ήδη ντοπέ”.

 

“Βρίσκομαι εδώ και χρόνια υπό φαρμακευτική αγωγή λόγω της δεδομένης ψυχικής μου διαταραχής, και δεν μπορώ να επιβαρύνομαι καθημερινά μια ψυχοτρόπο ουσία αμφιβόλου ποιότητας. Τουλάχιστον η αποποινικοποίηση της κάνναβης θα έδινε τη δυνατότητα στους παραγωγούς να εμπορεύονται φούντα καλής ποιότητας, να μην είναι ένα σκανκ που δεν ξέρεις τι έχει μέσα. Η κάνναβη είναι κάτι απ’ το οποίο με έχουν αποτρέψει όλοι οι γιατροί και οι ψυχίατροι στο παρελθόν”.

“Αρκούμαι προς το παρόν στο αλκοόλ και τη νικοτίνη. Ελπίζω με το καλό να μπορέσει να μπει και ένα παιδί στην οικογένεια μας για να πω αντίο και στο τσιγάρο”.

Κεφάλαιο 2. Το πρώτο βιβλίο, η Ιατρική και οι μέρες στο Δρομοκαΐτειο

“Το πρώτο μου βιβλίο (σ.σ. ‘Το Βιβλίο των Βίτσιων’) βγήκε τέτοιο καιρό πριν 16 χρόνια. Το έγραψα στη Θεσσαλονίκη, ήταν κάτι διηγήματα πολύ επηρεασμένα από Μαρκήσιο ντε Σαντ στη θεματολογία, γιατί κατά τ’ άλλα δεν είχαν ούτε το χιούμορ ούτε το βάρος του ντε Σαντ. Ήταν κάτι φρικαλέες ιστορίες που έγραψα το καλοκαίρι μετά τις πανελλαδικές”.

“Επειδή στο σχολείο ήμουν το σπασικλάκι με τα αριστεία και τα σχετικά, είχα αυτό το πνεύμα της τελειομανίας και μου ήταν αδύνατο να διαχειριστώ μια πιθανή απόρριψη από εκδότη, οπότε τις κράτησα δυο χρόνια στο συρτάρι. Τις έστειλα το ’98 στις εκδόσεις Εξάντας, στις εκδόσεις που υπήρχαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη βιβλιοθήκη μου”.

 

“Οι εκδόσεις Εξάντας ήταν και παραμένουν ένας εκδοτικός θησαυρός. Χρωστώ τεράστια ευγνωμοσύνη στην προσφάτως εκλιπούσα εκδότριά του, τη Μάγδα Κοτζιά, που με στήριξε σα δεύτερη μάνα”.

“Δεν ήμουν το παιδάκι που είχε όνειρο να γίνει συγγραφέας, αλλά ένιωσα τρομερή χαρά όταν κράτησα το πρώτο μου βιβλίο, το οποίο δεν πούλησε πρακτικά τίποτα άντε βαριά βαριά να το αγόρασαν 500 άνθρωποι. Για μένα, αυτό ήταν τεράστιο. 500 άνθρωποι αγόρασαν το βιβλίο μου και ενδεχομένως το διάβασαν κιόλας”.

“Τώρα κυκλοφόρησε το καινούργιο μου, το ‘Έρως Ανίκατε Μάσαν’. Εξακολουθώ να περνάω τη φάση που έχω κάπου στο σπίτι το καινούργιο μου βιβλίο και το χαζεύω ή το χαϊδεύω, αλλά μετά αρχίζουν οι ανασφάλειες και το χαρίζω. Δεν έχω αντίτυπα των βιβλίων μου στο σπίτι”.

“Ήδη στο τρίτο έτος της Ιατρικής είχα αποφασίσει ότι δεν έχω το σθένος να κάνω τη δουλειά του γιατρού. Θα γινόμουν πολύ μέτριος ή κακός, οπότε αποφάσισα να λυτρώσω τον εαυτό μου και τυχόν ασθενείς από έναν γιατρό σαν εμένα”.

“Τα πολλά χρόνια στον τρελογιατρό ευθύνονται για την κοψιά γιατρού που έχω (σ.σ. την έχει, είναι αλήθεια, τον φαντάζεσαι πανεύκολα με τη λευκή ρόμπα του θεράποντος). Αν περάσεις πολλά χρόνια στο ντιβάνι, σου μένει αυτή η σκιά”

 

“Τον Δεκέμβρη του ’08, που ήταν για όλη την Ελλάδα τραυματικός, εμείς στα Εξάρχεια ζήσαμε σκηνές ροκ μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Ήταν μια περίοδος που είχα κόψει απότομα τα φάρμακα και είχα παρατήσει την ψυχανάλυση για μήνες. Τέλη Δεκέμβρη, ανήμερα του θανάτου της μάνας μου, έκανα ένα οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, κοινώς τρελάθηκα, νόμιζα ότι είμαι ο Δαλάι Λάμα και πήρα τους δρόμους. Ήμουν τελείως άκακος τρελός. Δεν με έπιανε ούτε αλκοόλ, ούτε λεξοτανίλ, ούτε τίποτε. Χρειαζόμουν άμεση φαρμακευτική παρέμβαση και νοσηλεία”.

“Κατέβηκε ο πατέρας μου από πάνω, έγινε η εισαγωγή στην κεντρική κλινική του Δρομοκαϊτειου και έμεινα 2-3 μέρες μέσα. Δεν έμεινα πολύ γιατί πέσανε πάνω μου και μου χορήγησαν ενδοφλέβια, αλογίσια φάρμακα. Όταν βγήκα ήμουν λίγο ζόμπι, αλλά στη βδομάδα πάνω ξεκίνησα δουλειά με τον ψυχαναλυτή μου και έκτοτε κάνω συστηματικό ντιβάνι και ακολουθώ φαρμακευτική αγωγή, απ’ την οποία δεν παρεκκλίνω ούτε κατά διάνοια”.

“Σαφώς ήταν τραυματική η εμπειρία μου εκεί, αλλά μιλάμε για εξαιρετικούς γιατρούς. Το ότι με έδεσαν ήταν για δική μου προστασία. Είχα πάρει δυο φορές δρόμο και είχα βγει μόνος στη λεωφόρο. Είναι θαύμα πώς δεν με πάτησε αμάξι”.

Κεφάλαιο 3. Η Κατερίνα και το βιβλίο της

“Κάθε φορά βγάζω το βιβλίο που θέλω να βγάλω. Πουλήσει, δεν πουλήσει, εφόσον το εμπιστεύεται αρκετά ο εκδότης ώστε να το βγάλει, εμένα μου περισσεύει”.

 

“Μέσω του Facebook έχω τη δυνατότητα να συνομιλώ καθημερινά με αναγνώστες και αναγνώστριες και να εισπράττω ένα πολύτιμο feedback για μένα”.

“Ακόμα κι ένας έπαινος μπορεί να μου αλλάξει τη μέρα”.

“Δεν έχω ιδέα τι συνέβη με το βιβλίο της Κατερίνας. Ήταν μια ιστορία που ήθελα να πω από πάντα. Μητρικές φιγούρες υπάρχουν λίγο-πολύ σε όλα μου τα βιβλία. Το βιωματικό κομμάτι, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το ότι υπάρχουν πολλές τυραννισμένες από ψυχικές νόσους οικογένειες, όλοι αυτοί είναι λόγοι που βοήθησαν να πάει καλά.

“Το κράτησα στο συρτάρι για πολλούς μήνες. Το θεωρούσα πολύ μαύρο μωρέ, πολύ σκοτεινό, ψυχοπλακωτικό. Δεν φανταζόμουν ότι θα συνεχίσει να πουλάει ενάμιση χρόνο μετά ή ότι θα γίνει θεατρικό. Στο θεατρικό είχα τη μεγάλη τύχη να πέσουν πάνω στο βιβλίο τρεις άνθρωποι που έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Η Λένα (σ.σ. Παπαληγούρα) δίνει ρεσιτάλ, η μουσική του Λόλεκ βοήθησε τρομερά την παράσταση και η σκηνοθεσία του Γιώργου (σ.σ. Νανούρη) ήταν εκπληκτική”.

“Δεν μπορώ να κρίνω αν είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει. Είναι ένα βιβλίο με ελάχιστα στοιχεία μυθοπλασίας. Μόνο κάτι ονόματα έχω αλλάξει. Τα υπόλοιπα είτε τα έχω ζήσει είτε μου τα έχει διηγηθεί η Κατερίνα ή ο πατέρας μου ή η οικογένεια μου”.

“Ξαλάφρωσα μετά το βιβλίο. Ήταν μια πολύ μεγάλη λύτρωση και υποθέτω ο επίλογος στην όλη ιστορία και τον αγώνα μου με το πένθος και την απουσία της”.

Κεφάλαιο 4. Ο πατέρας

“Δεν νιώθω ότι ο μπαμπάς μου είναι ριγμένος (γέλια). Στην πραγματικότητα νομίζω πως το πορτρέτο τους μέσα από το βιβλίο είναι όσο αγαπησιάρικο του αξίζει. Ο πατέρας μου είναι ένας υπέροχος άνθρωπος που με περιέβαλε με τρομερή αγάπη. Ο πιο αφοσιωμένος πατέρας στον κόσμο. Ο τρόπος που τον απεικονίζει το βιβλίο μέσα από το πρίσμα της λατρείας της Κατερίνας γι’ αυτόν -παρά το θυελλώδη γάμο τους- είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής για όσα μου έχει προσφέρει”.

 

“Ήταν ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν με την οικογένεια μου, αλά θέλω να πιστεύω ότι όποιος διαβάζει αυτό το βιβλίο, εισπράττει ότι είχα και έχω έναν καταπληκτικό πατέρα”.

“Είχα μια συνηθισμένη παιδική ηλικία που απλά σε κάποιες περιόδους γινόταν πιο δύσκολη από τα συμπτώματα της διπολικής διαταραχής της Κατερίνας. Έτσι όπως την είχε αφήσει η μάνα μου, χωρίς αντιμετώπιση ή ψυχοθεραπεία και με μεγάλες καταχρήσεις σε φάρμακα και αλκοόλ, πρωτίστως την ίδια καθιστούσε δυστυχισμένη και ανήμπορη και κατ’ επέκταση και εμένα ως παιδάκι που μεγάλωνα σε αυτό το περιβάλλον. Παρ’ όλ’ αυτά, είχα μια μάνα που με λάτρευε και θα έκανε τα πάντα για μένα, γι’ αυτό θα είμαι αιωνίως ευγνώμων”.

“Μου φαίνεται άθλος και τρομερά σκληρό να μην έχεις λάβει την αγάπη που σου άξιζε ως παιδί από τους γονείς σου”.

Κεφάλαιο 5. Το να ζεις ως συγγραφέας

“Εδώ και οκτώ χρόνια έχω μεταφράσει καμιά 50αριά βιβλία. Ανέκαθεν λάτρευα την ξένη λογοτεχνία. Μαζί με τα δικαιώματα από τα δικά μου, έχω πλέον ένα μηνιάτικο που καλύπτει τις υποχρεώσεις μου”.

“Μετά την κρίση, όπως όλοι, έτσι κι εγώ έπρεπε να αγωνιστώ όσο μπορώ γράφοντας, μεταφράζοντας. Είμαι τυχερός που έχω έναν εκδότη και με στηρίζει και που μπορώ και βρίσκω βιβλία να μεταφράσω. Τη διετία 2010-11, έστειλα βιογραφικά για θέσεις υπαλλήλου σε βιβλιοπωλεία, γιατί λέω, είμαι ντιπ άχρηστος, το μόνο που ξέρω σχετικά είναι το βιβλίο”.

“Όταν κατέβηκα από πάνω, είχα δουλέψει ένα φεγγάρι στο βιβλιοπωλείο του Καστανιώτη στη Ζαλόγγου”.

(γέλια) Μακάρι να ήμουν ο Έλληνας Σεντάρις. Τον λατρεύω, είναι ίνδαλμα. Μακάρι στην Ελλάδα το ευθυμογράφημα που κάποτε άνθιζε με Τσιφόρο, Ψαθά, Φρέντυ Γερμανό, να ήταν ακόμη κραταιό στην ελληνική λογοτεχνία. Χρειαζόμαστε βιβλία που θα μας κάνουν να γελάσουμε”.

“Σ’ ευχαριστώ για το σχόλιο, είναι πάρα πολύ κολακευτικό.

 

“Αν κάποιος έχει καημό να κατεδαφίσει κάποιο βιβλίο μου ως φόλα, με κατεδαφίζει και συγγραφικά και για την προσωπική μου ζωή, που υπάρχει διάφανη στα βιβλία”.

“Δεν μπορούν να σε γουστάρουν όλοι, καθένας έχει τους εχθρούς του δικαίως ή αδίκως. ‘Εχω αποδεχτεί ότι κάποιοι επιλέγουν  να ασχοληθούν μαζί μου ξεχέζοντάς με ή οτιδήποτε άλλο. Κακό στον εαυτό τους κάνουν. Έχω ανθρώπους που θα με θωρακίσουν απ’ αυτό. Δεν θα καταστραφεί η ζωή μου διαβάζοντας έναν λίβελο”.

Κεφάλαιο 6. Τα Εξάρχεια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του ίδιου

“Δεν μπορώ να σκεφτώ ωραιότερο μέρος για έναν μονόχνοτο συγγραφέα που περνάει όλη τη μέρα στο σπίτι. Με αναζωογονεί τρομερά ότι θα βγω για δυο λεπτά να πάω μέχρι το περίπτερο ή το μπαράκι της γειτονιάς”.

“Ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν επισκέπτονται ποτέ τα Εξάρχεια υπάρχουν πολλές παρανοήσεις. Πραγματικά, δεν θεωρώ τα Εξάρχεια επικίνδυνη γειτονιά και όπως και να το κάνουμε, ο πληθυσμός της που αποκαλείται αναρχικός, δεν περιορίζεται μόνο σε επεισόδια. Είναι μια πάρα πολύ γόνιμη κοινότητα, με δικές της ζυμώσεις και εκδόσεις, με φιλανθρωπική δράση, προβολές ταινιών. Τα Εξάρχεια δεν είναι μια φωλιά καταστροφέων όπως νομίζουν κάποιοι. Αυτή είναι μια παρανόηση ανθρώπων που φαντάζομαι πως δεν πατάνε στο κέντρο της Αθήνας”.

“Σαφώς υπάρχουν ιστορικοί λόγοι για τους οποίους τα επεισόδια, οσάκις γίνονται, εστιάζονται γύρω απ’ τα Εξάρχεια. Είναι μια περιοχή με πολύ βαθιά και τραυματική ιστορία, μια ανάσα από το Πολυτεχνείο, με τις δολοφονίες Καλτεζά και Γρηγορόπουλου, τον τόπο μαρτυρίου των φυλακισμένων της χούντας, τους αποσυνάγωγους αγίους (Γώγου, Άσιμο κλπ). Είναι επόμενο ότι οποτεδήποτε συμβαίνουν ταραχές, θα συμβούν πρωτίστως εδώ”.

 

“Ναι, η Ναυαρίνου είναι μα αδελφή γειτονιά των Εξαρχείων κι ένας πολιτιστικός πνεύμονας για τη Θεσσαλονίκη. Οι ενστάσεις που είχαν οι Θεσσαλονικείς για τη Ναυαρίνου οφείλονταν στο εμπόριο ηρωίνης και τους χρήστες στην πλατεία”.

“Ο χρήστης δεν είναι εγκληματίας. Η εμπορία εννοείται ότι πρέπει να διώκεται. Εγώ ποτέ δεν ένιωσα έναν χρήστη να με απειλεί. Το τελευταίο που θα τον βοηθήσει είναι να τον χώσεις στη φυλακή. Το λιγότερο που μπορεί να κάνει το κράτος (και) για να γλιτώσει το ίδιο από έξοδα νοσηλείας είναι να χορηγεί δωρεάν καθαρές σύριγγες στους χρήστες. Το επιχείρημα ότι ‘έτσι προτρέπεις τον τοξικομανή να κάνει χρήση’ είναι ψευδές, γιατί ακριβώς επειδή αυτοί οι άνθρωποι νοσούν, θα αναζητήσουν να βάλουν την ουσία στις φλέβες τους ούτως ή άλλως”.

“Παρόλο που περνάω υπέροχα κάθε φορά που ανεβαίνω και ανοίγει η καρδιά μου με το που βλέπω τη θάλασσα (μεγάλωσα στο Καραμπουρνάκι στην Καλαμαριά πάνω στη θάλασσα), είναι τόσα πολλά τα χρόνια που οι άνθρωποι και η ζωή μου είναι στην Αθήνα, που θα ήταν δύσκολο να φύγω”.

 

Κεφάλαιο 7. Ο Αύγουστος Κορτώ και το επόμενο βιβλίο

“Το επόμενο βιβλίο έχει ήδη γραφτεί, αλλά δεν θα βγει νωρίτερα από τα τέλη του ’16.  Είναι όλο αυτό το ιλαροτραγικό που έζησα το 2008 με το επεισόδιο. Αυτή τη φορά έχω κάνει πρωταγωνιστή έναν 18άρη στρέιτ, που δεν έχει πολλή σχέση με μένα ως άνθρωπο. Είναι μεταλάς, από πολύ πλούσια οικογένεια των βορείων προαστίων και μπλέκεται ως ο τελευταίος τροχός της αμάξης στα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’08”.

 

“Άμα έκανα γκέι τον πρωταγωνιστή, θα έπρεπε να ασχοληθώ με την ομοφυλοφιλία του ή τη σχέση του και αυτό δεν με αφορούσε καθόλου σε αυτό το βιβλίο. Είναι ένα καυλωμένο πιτσιρίκι όπως πάρα πολλά, άλλα τα όποια γκομενιλίκια υπάρχουν στο βιβλιο με βόλευαν αφηγηματικά να είναι στρέιτ. Επειδή εγώ είμαι αδερφή δε χρειάζεται να γράφω μόνο για αδερφές”.

“Έχω διαβάσει οτιδήποτε του Σάλιντζερ έχει τυπωθεί και κυκλοφορεί αδέσποτο. Είχα την τύχη να μεταφράσω δυο βιβλία του. Ο άνθρωπος ήταν θεοπάλαβος. Την περίοδο πριν αποτρελαθώ, είχα μεταφράσει τις τελευταίες δύο νουβέλες του και όλο αυτό είχε μπλεχτεί μα το παραλήρημά μου”.

“Μεταξύ άλλων, θεωρούσα -όπως πολλοί που παλαβώνουν και έχουν διαβάσει το ‘Φύλακα στη Σίκαλη’- ότι ήμουν ο Χόλντεν Κόλφιλντ. Έχτισα τον χαρακτήρα του βιβλίου μου ώστε να του μοιάζει κάπως. Ο ήρωάς μου είναι πικραμένος, κακομαθημένος, ευφυής και γάμησε τα προβληματικό πιτσιρίκι”.

“Όπως όλοι οι άνθρωποι που δουλεύουμε στο σπίτι και είμαστε όλη την ώρα μπροστά στον υπολογιστή, έτσι και εγώ βρίσκω μεγάλη ανακούφιση στο Facebook. Παλιότερα, εμείς οι μονήρεις μιλούσαμε με τους τοίχους, τώρα μιλάμε με τον εικονικό τοίχο του Facebook”.

“Διαβάζεις πράγματα που σε κάνουν να γελάς, την επικαιρότητα, βλέπεις φωτογραφίες, ακούς ένα γαμάτο κομμάτι από μια μπάντα που δεν ήξερες. Δεν είναι όλα χαρές και λουλούδια, αλλά τι να κάνουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που κουβαλάνε κάποια χολή και θέλουν να την ξεσπάσουν εκεί γιατί δε βρίσκουν άλλη διέξοδο. Καλύτερα έτσι, παρά να ξεσπάσουν αλλού ή να δείρουν κάναν άνθρωπο”.

 

“Στην περίπτωσή μας υπάρχουν πρόσθετες δυσκολίες στο να αποκτήσουμε ένα παιδί, αλλά θα τις ξεπεράσουμε συν τω χρόνω, γιατί υπάρχει αυτή η λαχτάρα”.

“Γράφω δε γράφω, βλέπουμε σειρές, είμαστε series addicts. Βλέπουμε τα πάντα. Τώρα τελειώσαμε την 3η σεζόν The Americans και την 5η του Shameless. Αριστούργημα”.

“Το ‘Αύγουστος’ το έκλεψα από το ‘Ονειρόδραμα’ του Στρίντμπεργκ, ένα από τα κορυφαία κείμενα που γράφτηκαν ποτέ. Για το ‘Κορτώ’ είχα μπει στο Google -που τότε ήταν ενός έτους οπότε πρέπει να είχε δεκαπέντε καταχωρήσεις όλες κι όλες-, είδα ότι δεν υπάρχει και θεώρησα ότι δεν κλέβω το όνομά κάποιου”.