Ανδρέας Σιμόπουλος
ΒΙΒΛΙΟ

Paul Lynch: «Υπάρχει η ζωή πριν από το βραβείο Booker. Και η ζωή μετά»

Έχοντας πρόσφατα βραβευθεί για το Τραγούδι του Προφήτη, ο διάσημος πια Ιρλανδός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και συνάντησε το OneMan με αφορμή την κυκλοφορία του πολυσυζητημένου μυθιστορήματός του στα ελληνικά.
O Paul Lynch είναι ο πέμπτος Ιρλανδός που κερδίζει το Booker, ίσως το πιο καθοριστικό βραβείο, για την καριέρα ενός συγγραφέα, τα τελευταία 50 και πλέον χρόνια που απονέμεται. Τα κατάφερε με το πέμπτο του βιβλίο, ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα που ως επί το πλείστον έχουν αποθεώσει οι κριτικοί.

Το Τραγούδι του Προφήτη μόλις κυκλοφόρησε στη χώρα μας (Μαρία ΑγγελίδουΆγγελος Αγγελίδης, εκδ. Gutenberg) και στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε: Ένα χτύπημα στην πόρτα μια βροχερή νύχτα αλλάζει τη ζωή της Άιλις. Δύο αξιωματικοί της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας αναζητούν τον άντρα της. Ποια θα είναι η τύχη τόσο του ίδιου όσο και του πρωτότοκου γιου τους; Η πατρίδα της, η Ιρλανδία, βρίσκεται στο έλεος μιας δικτατορικής κυβέρνησης. Η πόλη της, το Δουβλίνο, είναι το κέντρο μιας αιματηρής εμφύλιας διαμάχης, κι εκείνη πρέπει να προστατέψει τα παιδιά της και τον ηλικιωμένο πατέρα της. Πόσο μακριά θα φτάσει για να σώσει την οικογένειά της; Και τι –ή ποιον– θα υποχρεωθεί να αφήσει πίσω;

Ο Paul Lynch βρέθηκε στην Αθήνα και με αφορμή την ελληνική έκδοση του πολυσυζητημένου σε ολόκληρο τον κόσμο πια βιβλίου του μίλησε στο OneMan.


Ανδρέας Σιμόπουλος

Η πίεση που νιώθεις κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του βραβείου Booker είναι μνημειώδης. Είναι απίστευτα έντονη εμπειρία και για τους έξι συγγραφείς γιατί όλοι θέλουν να κερδίσουν αυτό το βραβείο. Για πλάκα λέω ότι μόνο το 90% των συγγραφέων παραδέχονται ότι θέλουν να κερδίσουν το Booker – το υπόλοιπο 10% λέει ψέματα. Γιατί ξέρεις ότι αν το κερδίσεις, όλα αλλάζουν για σένα. Υπάρχει η ζωή πριν από το Booker και η ζωή μετά.

Κερδίζεις λοιπόν το Booker και χαίρεσαι, ταυτόχρονα όμως σε κυριεύει ο τρόμος γιατί ξέρεις ότι εξαιτίας του βραβείου θα δυσκολευτείς για μεγάλο διάστημα να είσαι συγγραφέας, δηλαδή να είσαι ο εαυτός σου. Πριν από λίγο καιρό, στο πλαίσιο της περιοδείας για το βιβλίο βρέθηκα στη Τζαϊπούρ και εντελώς τυχαία συνάντησα τον Ντέιμον Γκάλγκουτ – γεγονός από μόνο του παράλογο. Κρατήσαμε επαφή μέσω email και μου εξήγησε ότι έχει χάσει δύο χρόνια από τη ζωή του εξαιτίας της προώθησης του δικού του βιβλίου (σ.σ. Η Υπόσχεση, μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Διόπτρα) που κέρδισε το Booker το 2021 και πλέον νιώθει ότι δεν θα τελειώσει ποτέ όλο αυτό που ζει. Αυτός είναι ο τρόμος που σε διακατέχει τη βραδιά απονομής: αν κερδίσεις αυτό το τόσο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο, για πολύ καιρό παύεις να είσαι λογοτέχνης. Μετατρέπεσαι σε δημόσιο πρόσωπο και αυτό είναι επικίνδυνο. Τώρα πια καταλαβαίνω τι εστί αυτός ο κίνδυνος.

Έχω μήνες να καθίσω μπροστά από μια λευκή σελίδα. Μπήκα την προηγούμενη εβδομάδα στο δωμάτιο όπου γράφω στο Δουβλίνο και έπεσα ψυχολογικά, μου φάνηκε ξεχασμένο και άδειο. Η συγγραφή ενός βιβλίου δεν συμβαίνει στα καλά του καθουμένου. Πρέπει να προετοιμαστείς ψυχολογικά, να σκεφτείς, να σκάψεις μέσα σου, να απομονωθείς. Μου είναι αδύνατο να το κάνω τώρα. Μου έλεγαν πέρυσι ότι αν κερδίσω το Booker δεν θα γράψω τίποτα καινούριο για τουλάχιστον ένα χρόνο. Τώρα καταλαβαίνω ότι όντως έτσι είναι.

Γκρινιάζω αλλά προφανώς δεν μετανιώνω που κέρδισα. Δεν είναι άσχημο να ξέρεις ότι ανήκεις πια στο club των βραβευμένων. Είμαι σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα που θα ξαναγράψω. Θα κλειδώσω την πόρτα. Θα πετάξω τα κλειδιά από το παράθυρο. Και θα κατεβάσω τα στόρια.

Εκτός από μένα στη μακρά λίστα για το Booker ήταν άλλοι τέσσερις Ιρλανδοί συγγραφείς. Είναι ελαφρώς σουρεαλιστικό. Δεν είναι; Στην Ιρλανδία έχουμε πράγματι μια μεγάλη παράδοση σπουδαίας λογοτεχνίας. Ένας φίλος μου λέει ότι η Ιρλανδία είναι για τη λογοτεχνία ότι και η η Βραζιλία για το ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω αν ισχύει. Όμως στην Ιρλανδία η πολιτεία στηρίζει οικονομικά τους συγγραφείς. Αυτό μερικές φορές μπορεί να σε βοηθήσει ώστε να μην χρειάζεται να κάνεις κάποια άλλη δουλειά και να αφιερωθείς στο γράψιμο. Η πολιτεία δίνει αυτή τη δυνατότητα σε πολλούς συγγραφείς.

Ήμουν συντάκτης σε εφημερίδα για δεκαπέντε χρόνια ώσπου έπαθα υπερκόπωση. Όπως ξέρεις οι συντακτικές ομάδες διαρκώς μειώνονται, οπότε ο φόρτος εργασίας για τους εναπομείναντες αυξάνεται. Δούλευα έξι μέρες την εβδομάδα στο ελεύθερο ρεπορτάζ και ως κριτικός κινηματογράφου. Έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα τα Σαββατοκύριακα, κάθε πρωί πριν πάω στη δουλειά και στις διακοπές μου. Ήταν ζόρικη κατάσταση. Το έγραφα ελπίζοντας να εκδοθεί και ίσως να αποκτήσω τη δυνατότητα να εγκαταλείψω τη δημοσιογραφία. Το ρίσκο για την υγεία μου ήταν πολύ μεγάλο. Ευτυχώς όμως τα κατάφερα.

Από το ξεκίνημα μου θυμάμαι δύο στιγμές πολύ χαρακτηριστικά. Η πρώτη ήταν όταν μου τηλεφώνησε ο ατζέντης μου και μου είπε ότι ένας βρετανικός εκδοτικός οίκος ήθελε το πρώτο μου βιβλίο. Η δεύτερη ήταν δύο μήνες πριν από την κυκλοφορία του. Μου έστειλε ο επιμελητής το σχόλιο του σπουδαίου Ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρι που θα βάζαμε στο εξώφυλλο: “Ένα μοναδικό αριστούργημα”. Θυμάμαι να μένω με το στόμα ανοιχτό. Ήταν το καλύτερο email της ζωής μου. Ένιωσα ότι με εκτιμούσε ένας συγγραφέας που λάτρευα. Εκείνο το απόγευμα κατάλαβα ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση να αλλάξω τη ζωή μου.

Το Τραγούδι του προφήτη δεν είναι πολιτικό μυθιστόρημα. Περισσότερο μεταφυσικό θα το χαρακτήριζα. Είναι περίπλοκο βιβλίο. Το πρόβλημα με την πολιτική λογοτεχνία είναι ότι γνωρίζει εξαρχής τις απαντήσεις. Ξεκινάει με συγκεκριμένη ατζέντα και ξεκάθαρα μηνύματα. Λατρεύω μία ατάκα του Σταντάλ, από το βιβλίο του Το Κόκκινο και το Μαύρο. Λέει ότι η πολιτική είναι μια πέτρα δεμένη γύρω από το λαιμό της λογοτεχνίας, την πνίγει σε λίγα λεπτά. Νομίζω ότι έχει δίκιο. Όταν ξεκινάς να γράφεις για να στείλεις ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο κοινό, είναι σαν να καταριέσαι από τη γέννησή του το βιβλίο σου. Αυτό που απαιτεί η σοβαρή λογοτεχνία είναι η πολυπλοκότητα. Η πολιτική είναι ανεπαρκής οπτική γωνία. Για τη σοβαρή λογοτεχνία απαιτούνται πολλές και διαφορετικές.

Νομίζω ότι ο Τζον Κιτς είπε κάποτε ότι η σπουδαία λογοτεχνία είναι απόρροια της δυνατότητας του συγγραφέα να γράψει ένα βιβλίο που δεν προσφέρει απαντήσεις αλλά δημιουργεί ερωτήματα.

Το Τραγούδι του Προφήτη τελειώνει με ένα ερώτημα. Ας δώσει ο κάθε αναγνώστης τη δική του απάντηση, είμαι εντάξει με αυτό. Είμαι εντάξει με αυτό. Όπως είμαι εντάξει και με το να θεωρούν κάποιοι ότι η πολιτική διάσταση του βιβλίου, που φυσικά υπάρχει, είναι η πιο σημαντική του. Δεν είναι. Αλλά δεν έχω πρόβλημα. Απλά θέλω να επισημάνω ότι το βιβλίο έχει μεγάλο εύρος και θέτει ερωτήματα για διαχρονικά ζητήματα, όπως: Τι σημαίνει αξιοπρέπεια; Τι σημαίνει ελεύθερη βούληση; Γιατί οι άνθρωποι έχουμε τόσες βεβαιότητες;


Δεν πιστεύω σε κανένα θεό, δεν έχω ίχνος θρησκευτικής πίστης μέσα μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω μεταφυσικές ανησυχίες και ότι δεν θέλω να καταπιαστώ με αυτές, όπως έκαναν κάποτε ο Φώκνερ, ο Κόνραντ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μέλβιλ, και πάνω απ’ όλους ο Μπέκετ, ο οποίος εξέτασε το ζήτημα με εξαντλητικό τρόπο και η λογοτεχνία μετά δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω οπότε στράφηκε σε πιο χειροπιαστά κοινωνικά ζητήματα. Όμως το πρόβλημα της αποξένωσης των ανθρώπων σήμερα είναι πιο έντονο από ποτέ γιατί προσπαθούμε να απαντήσουμε σε όλα μας τα προβλήματα μόνο μέσω δεδομένων, χωρίς την παραμικρή πνευματικότητα. Ίσως τελικά η τεχνολογία να μην μπορεί να λύσει όλα μας τα προβλήματα, ίσως εξαιτίας της να έχουν σιγήσει μερικά από τα πιο σημαντικά κομμάτια του μυαλού μας. Της ίδιας μας της ύπαρξης.

Αν έχω ένα στόχο ως συγγραφέας είναι να επαναφέρω, όσο μπορώ τέλος πάντων, τη λογοτεχνία σε ένα πιο φιλοσοφικό πλαίσιο από αυτό των τελευταίων ετών.

Ήξερα από την αρχή ότι δεν θα διευκρίνιζα την ιδεολογία του αυταρχικού καθεστώτος που εξουσιάζει την Ιρλανδία στο βιβλίο μου. Αν το έκανα, το βιβλίο θα αφορούσε το καθεστώς και την ιδεολογία του. Για τον ίδιο λόγο δεν διευκρινίζω την ιδεολογία των ανταρτών.

Πάρε για παράδειγμα την Ιλιάδα. Σε αυτό το μεγαλειώδες βιβλίο προοικονομούνται οι ήρωες και οι περιπέτειες τους. Εγώ θέλω να το γυρίσω ανάποδα όλο αυτό και να αναδείξω το προσωπικό κόστος των ανθρώπων στα μετώπισθεν στους οποίους κανείς δεν δίνει σημασία. Ένα τέτοιο παράδειγμα παράδειγμα ανθρώπου είναι η Άιλις Στακ στο βιβλίο μου.

Οι μηχανισμοί, οι ιδεολογίες, οι πολιτικές που οδηγούν σε κατάρρευση μια κοινωνία μπορεί να διαφέρουν, όμως το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Εγώ θέλω να αναδείξω το προσωπικό κόστος για ένα άτομο που βιώνει την κατάρρευση. Πώς είναι να χάνεις τα πάντα; Βλέπουμε στην τηλεόραση τους πρόσφυγες να πνίγονται στη θάλασσα, αλλάζουμε κανάλι και λέμε: Εγώ δεν θα διακινδύνευα ποτέ τη ζωή των παιδιών μου όπως όλοι αυτοί, θα είχα φύγει νωρίτερα και με απόλυτη ασφάλεια από την εμπόλεμη ζώνη. Το βιβλίο μου κάνει την εξής ερώτηση: “Αλήθεια; Το έχεις σκεφτεί καλά; Δεν νομίζω”. Γιατί είμαστε ανήμποροι τελικά έξω από τις δομές της κοινωνίας που γνωρίζουμε. Το να εγκαταλείψεις το σπίτι σου είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορείς να κάνεις.

Η πολυπλοκότητα της καθημερινότητας της Άιλις Στακ είναι θεμελιώδης για το νόημα του βιβλίου. Είναι μητέρα, είναι κόρη, έχει ένα πατέρα που πάσχει από άνοια, έχει τρία παιδιά στην εφηβεία, έχει ένα μωρό, έχει μια καριέρα, έχει μια ξεκάθαρη αίσθηση πατρίδας, έχει ένα σύζυγο που τον καταπίνει και τον εξαφανίζει μια δικτατορία. Πώς αποσυνδέεσαι ξαφνικά από όλα αυτά; Δεν το κάνεις! Αν κάτι μου έμαθε αυτό το βιβλίο είναι ότι για να μπεις σε ένα καρυδότσουφλο και να βγεις στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, όπως οι χιλιάδες πρόσφυγες που εμείς οι δυτικοί βλέπουμε στην τηλεόραση, πρέπει πρωτύτερα να έχεις αποσυνδεθεί από κάθε πτυχή της ταυτότητάς σου, μέχρι να πάψεις να είσαι ένα άτομο μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο, μέχρι να γίνεις ένα τίποτα, τότε μόνο θα μπεις στη βάρκα.


Όταν ξεκινάς να γράφεις ένα μυθιστόρημα πρώτα απ’ όλα ψάχνεις το “τραγούδι” του, το στιλ και τον ρυθμό του, όπως έλεγε κάποτε η Βιρτζίνια Γουλφ. Αναζητάς τον τρόπο που θα αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη και θα τον κάνει να σκεφτεί όσα συμβαίνουν και πίσω από τις λέξεις που διαβάζει, όμως ό,τι κι αν δοκιμάσεις πρέπει να εξυπηρετεί το νόημα του βιβλίου, να μην είναι απλά ένα τέχνασμα.

Το ίδιο το βιβλίο επέβαλε τους κανόνες του σε μένα. Το ίδιο το βιβλίο δεν ήθελε αλλαγές παραγράφων ακριβώς γιατί προσπαθεί να δημιουργήσει την αίσθηση μιας κλειστοφοβικής, ζοφερής πραγματικότητας από την οποία δεν μπορεί να δραπετεύσει κανείς. Μιας πραγματικότητας που γίνεται διαρκώς χειρότερη. Ώστε οι αναγνώστες μου δεν μπορούν να πάρουν ανάσα; Μπράβο, αυτό ήθελα! Γιατί ούτε οι ήρωες του βιβλίου μπορούν.

Διαβάζω λογοτεχνία από πολύ μικρός. Στα 11 μου, μάλιστα, δούλεψα για λίγο σε ένα βιβλιοπωλείο. Στο σχολείο διαβάζαμε πολλούς Ιρλανδούς συγγραφείς όμως για ένα μεγάλο διάστημα έχασα το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνική παράδοση της χώρας μου. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να επιστρέψω. Σήμερα δεν με απασχολεί καθόλου η καταγωγή ενός συγγραφέα. Θέλω απλώς να διαβάζω την καλύτερη δυνατή λογοτεχνία.

Πιστεύω ότι η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη ζωή με ένα τρόπο που καμία άλλη τέχνη δεν μπορεί να το κάνει. Η λογοτεχνία μπορεί να χαρτογραφήσει σε όλο της το μεγαλείο την παραδοξότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Τα πράγματα που ξέρουμε, τα πράγματα για τα οποία δεν έχουμε ιδέα. Τι νομίζεις ότι είναι ο κάθε άνθρωπος. Όπως είπε πει ο Φώκνερ, ο καθένας μας είναι ένα αναμμένο σπίρτο που περιβάλλεται από σκοτάδι.

Δεν διαβάζω ποτέ τις κριτικές των βιβλίων μου. Ξέρω όμως από φίλους μου ότι μερικοί κριτικοί λογοτεχνίας έχουν χαρακτηρίσει το Τραγούδι του προφήτη «αποτυχημένο, δυστοπικό μυθιστόρημα». Μα είναι ηλίθιοι; Αν μη τι άλλο το βιβλίο ανατινάζει τη φόρμα του δυστοπικού μυθιστορήματος!

Στο βιβλίο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις Ταραχές. Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να δημιουργήσω ένα αγγείο που περιέχει πολλές πολιτικές πραγματικότητες. Ήθελα πολύ να χρησιμοποιήσω μια αποστροφή του Κόρμακ Μακάρθι από το Πέρασμα, δεν μπορέσαμε όμως να πάρουμε άδεια γιατί εκείνη την περίοδο έφτανε στο τέλος της ζωής του. Στο περίπου λέει ότι το έργο του αφηγητή δεν είναι να επιλέξει μία ιστορία ανάμεσα σε πολλές, αλλά να μιλήσει για πολλές μέσα από μία. Αυτό προσπάθησα να κάνω. Γι’ αυτό οι Ιρλανδοί πιστεύουν ότι αναφέρομαι στις Ταραχές. Γι’ αυτό οι Ουκρανοί και οι Παλαιστίνιοι αναγνώστες νιώθουν ότι λέω τη δική τους ιστορία. Γι’ αυτό οι Έλληνες θα αναγνωρίσετε στοιχεία της προσφυγικής κρίσης στις θάλασσες σας.

Είναι πολύ νωρίς για να ξεκινήσω να σκέφτομαι το επόμενο βιβλίο μου. Αυτή τη στιγμή αυτό που βλέπεις είναι μια προβολή του εαυτού μου, μια περσόνα. Ο πραγματικός μου εαυτός είναι κάπου αλλού, κουλουριασμένος σε μια γωνία και κλαίει γιατί θέλει αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει στο μικρό του γραφείο. Το γράψιμο ενός μυθιστορήματος για μένα τουλάχιστον σημαίνει χρόνια ολόκληρα απομόνωσης. Είναι πολύ έντονη δουλειά. Δεν γράφω δέκα ή δώδεκα ώρες τη μέρα. Τέσσερις μου αρκούν αλλά μετά είμαι εξαντλημένος. Χρειάζομαι όμως τη σιωπή γύρω μου για να γράψω. Δεν μπορώ με όλο αυτό το θόρυβο εξαιτίας του Booker. Και είναι εντάξει. Γιατί τώρα έχω την ευκαιρία να εξηγήσω στον κόσμο τι σόι συγγραφέας είμαι. Και αυτό είναι μεγάλο προνόμιο. Δεν είναι;

Το μυθιστόρημα «Το Τραγούδι του Προφήτη» του Πολ Λιντς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg (μτφρ. Μαρία ΑγγελίδουΆγγελος Αγγελίδης)

Exit mobile version