ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Πήγα στο ράφτη του ΛΕ-ΠΑ. Καλά να πάθω.

Όταν πρώτη φορά που έραψα πουκάμισο έγινε η πιο ταπεινωτική εμπειρία της ζωής μου.

Μια Αυγουστιάτικη βάφτιση που πλησίαζε απειλητικά και τα παραπανίσια κιλά μου (που δεν χωρούσαν αλλού) με οδήγησαν στην πόρτα ενός από τους πλέον γνωστούς πουκαμισάδες του Κολωνακίου. Εκεί που γνώρισα τι σημαίνει το sur mesure ξεφτίλα.

 

‘Θα σε χωρίσω αν εμφανισθείς στη βάφτιση με πουκάμισο που δεν σου κάνει. Είσαι νονός, το καταλαβαίνεις; Στις δυο να είσαι εδώ. Δεν σηκώνω κουβέντα’. Αυτή η ‘ευγενική’ παρότρυνση της συζύγου μου με οδήγησε έξω από γνωστό πουκαμισάδικο στα πέριξ της πλατείας Κολωνακίου.

Ήταν αρχές Ιούλιου και η βάφτιση προγραμματισμένη για μέσα Αυγούστου. Αλλά η γυναίκα μου είναι φράου στην οργάνωση. Και εγώ τόσο ατσούμπαλος που δεν το λες και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου το να βρω πουκάμισο που και να μου αρέσει και να μου κάνει.

Ήδη από το πρώτο αναγνωριστικό τηλεφώνημα που έκανα στον πουκαμισά, αισθανόμουν ότι κάτι κάπου θα στραβώσει. Και μάλιστα πολύ άσχημα.

Άσε που παράκουσα και νόμιζα ότι μου είπε ‘250 ευρώ τα πέντε. Και όχι, δεν μπορώ να σου φτιάξω μόνο ένα. Καλά, πέρνα από εδώ και βλέπουμε’. Άρα, στα 50 ευρώ το ένα, μια χαρά ευκαιρία μου ακούστηκε.

 

Αλλά η γυναίκα μου τα είχε στυλώσει. Είχε προγραμματίσει ότι αυτή ήταν μια δουλειά που θα τελειώναμε εκείνη την συγκεκριμένη μέρα. Και όταν κάτι μπει στο πρόγραμμα, δεν βγαίνει. Με δολοφονικό βλέμμα και υπόκωφο μουγκρητό μου είπε να κάτσω στα αβγά μου.

Οπότε έκατσα.

 

Μετά από μια μικρή διαπραγμάτευση και αρκετό παρακάλι για να τον πείσω να μου φτιάξει ένα πουκάμισο για να δω τι παίζει (έναντι 120 ευρώ), προχωρήσαμε στο παρασύνθημα.

Ή, όπως έχω ονομάσει -αλά Friends- το συγκεκριμένο επεισόδιο ‘Αυτό που ένας ράφτης έκανε τον Πάνο να κλάψει’.

Βλέπεις -αφού διαλέξαμε το ύφασμα- ο ψαρομάλλης κος Ζάχος (σ.σ. ψευδώνυμο, μην μας έρθει μήνυση και τρέχουμε) άρχισε να μου μετράει διαδοχικά λαιμό, μπράτσο, καρπούς, στομάχι, στήθος και γοφούς.

Και μετά να σημειώνει στο μπλοκάκι του τις διαστάσεις.

Όλα αυτά με soundtrack -μετά από κάθε μέτρηση- ένα βαθύ αναστεναγμό απελπισίας, κούνημα του κεφαλιού δεξιά αριστερά στην λογική που κουνάει το κεφάλι του o Stevie Wonder όταν παίζει πιάνο και επιδοκιμαστικό βλέμμα με αποδέκτη την σύζυγο μου.

 

Δεν θυμάμαι να έχω ντραπεί ποτέ περισσότερο για τις ΧΧL διαστάσεις μου. Ούτε καν στην παραλία.

Επίσης δεν έχω αισθανθεί ποτέ πριν τόσο έντονα την ανάγκη να πω σε κάποιον σεβάσμιο γέροντα να πάει να ‘πηδηχθεί από το παράθυρο’.

Όμως το στεφάνι μου, με το βλέμμα της και μόνο, με ανάγκαζε να παραμείνω εντός του μαγαζιού. Και να συνεχίσω να τον ακούω στωικά να επαναλαμβάνει φωναχτά τα εκατοστά μου.

 

 

Αυτό που τελικά είπε ήταν ‘Μιλάμε για πολύ παραπάνω ύφασμα από ότι υπολόγιζα. Θα σας το χρεώσω 150.  Τα 100 τα θέλω μπροστά’.

Φεύγοντας από το μαγαζί, κατάλαβα ακριβώς πως αισθανόντουσαν τα θύματα του Zed στο Pulp Fiction αφού τα είχε περάσει ένα χεράκι στην υπόγα του. Επίσης, δεν είχα τόσο άγχος για την κολονοσκόπηση, αφού μόλις είχα υποστεί μια.

Και, αν θέλουμε να είμαστε εντελώς ειλικρινείς, είχα δακρύσει και λίγο.  

Η 2 φορά που μου συνέβη κάτι τέτοιο μπροστά στην γυναίκα μου (σ.σ. η πρώτη ήταν όταν με έβαλε να κόψω τα τσουλούφια τύπου ΕMF που είχα όταν γνωριστήκαμε).

 

Εγώ και ο ράφτης του ΛΕΠΑ (σ.σ. σόρι Λευτέρη αν δεν ισχύει και απλά επικαλείται το όνομα σου επί ματαίω) δεν μιλήσαμε ποτέ πια.

Άσε που το πουκάμισο, ο λόγος που υπέστη αυτή την ταπείνωση, ήταν χάλια. Υπερβολικά μακρύ και φαρδύ. Κάτι σαν τέντα τσίρκου.

Οπότε το έδωσα στην μάνα μου να βρει μια τυχαία μοδίστρα στην γειτονιά και να μου το φέρει στα ίσα του.

Ναι, για τόσο epic fail μιλάμε.