Προδημοσίευση: Τα ‘Μυστικά του Βάλτου’ της Πηνελόπης Δέλτα γίνονται κόμικ
- 21 ΜΑΡ 2018
«Για μένα ήταν εντυπωσιακό το πόσο εύκολο ήταν να γεννηθούν εικόνες», λέει ο Παναγιώτης Πανταζής μιλώντας για την πρόκληση του να διασκευάζεις σήμερα σε κόμικ μορφή ένα λογοτεχνικό έργο 80 χρόνια αφού γράφτηκε. «…και πάνω από 110 από τότε που διαδραματίζεται», συμπληρώνει. Στο κλασικό λογοτεχνικό αριστούργημα της Πηνελόπης Δέλτα ‘Στα Μυστικά του Βάλτου’, δύο παιδιά, ο Αποστόλης κι ο Γιωβάν αναλαμβάνουν κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα να βοηθήσουν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα να καταλάβουν τη λίμνη των Γιαννιτσών, περιοχή στρατηγικής σημασίας για την πορεία της αναμέτρησης.
«Κατά κάποιο τρόπο, το βιβλίο τέμνεται σε δύο μέρη», εξηγεί ο Γιάννης Ράγκος, που διασκεύασε κειμενικά το έργο σε κόμικ για τις εκδόσεις Polaris, έχοντας προηγουμένως δουλέψει και στην μπλοκμπάστερ μεταφορά του ‘Ερωτόκριτου’. «Το πρώτο μέρος έχει σαφέστερο ιστορικό χαρακτήρα, αποτελεί ένα είδος ιστορικού χρονικού, καθώς επικεντρώνεται στη δράση του Τέλλου Άγρα, ενώ το δεύτερο αναπτύσσεται κυρίως γύρω από επινοημένους ήρωες, που δρουν ωστόσο στο ίδιο ιστορικό περιβάλλον και γεωγραφικό χώρο. Μάλιστα, οι περισσότεροι από τους επινοημένους ήρωες έρχονται από το προηγούμενο μυθιστόρημα της συγγραφέως ‘Μάγκας’ και μεταπηδούν στα ‘Μυστικά του Βάλτου’, ας πούμε ως ένα είδος sequel.»
Ο Ράγκος είχε δουλέψει στο σενάριο της μεγάλης επιτυχίας του ‘Ερωτόκριτου’ μαζί με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο, ενώ ο Παναγιώτης Πανταζής που είχε συνεργαστεί στον χρωματισμό εκείνου του έργου (σε σχέδιο Γιώργου Γούση), τώρα αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το σχεδιασμό, με εντυπωσιακό αποτέλεσμα. «Όταν συζητούσαμε με τις Εκδόσεις Polaris ποιο ελληνικό μυθιστόρημα θα ήταν το επόμενο που θα διασκευάζαμε μετά τον ‘Ερωτόκριτο’, έπεσαν διάφορες ιδέες», εξηγεί ο Γιάννης Ράγκος. Γιατί υπερίσχυσαν τα ‘Μυστικά του Βάλτου’; «Πρώτον, είναι ένα κλασικό και ιδιαίτερα αγαπημένο ανάγνωσμα των ελληνικών γραμμάτων -από το 1937, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, κάνει σχεδόν κάθε χρόνο τουλάχιστον μια επανέκδοση. Δεύτερον, αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη και ‘στέρεη’ ιστορική περίοδο -Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908)- που επιπλέον έχει απεικονιστεί ελάχιστες φορές, γεγονός που αύξησε σημαντικά το ενδιαφέρον μας. Τρίτον, διαθέτει άφθονη εξωτερική δράση -συμπλοκές, μάχες, διαρκείς μετακινήσεις των ηρώων σε ποικίλους τόπους, συνομωσίες, προδοσίες κ.λπ.- αλλά και το μαγικό, σχεδόν αρχετυπικό τοπίο του ίδιου του Βάλτου, κάτι που προσφέρει θαυμάσιες δυνατότητες για οπτικοποίηση. Τέταρτον, αν και είναι γραμμένο με τον τρόπο της παιδικής Λογοτεχνίας, εντούτοις ενσωματώνει ταυτόχρονα και ‘τραχιές’ αφηγήσεις, οι οποίες εμένα -που, συγγραφικά, προέρχομαι από την αστυνομική λογοτεχνία- μου άσκησαν ιδιαίτερη γοητεία».
Σχετικά ακριβώς με αυτή την προσέγγιση στην οπτικοποίηση, ο Πανταζής σχολιάζει πως αν και παιδί της πόλης, σχεδίασε διάφορες σκηνές που τον έβγαλαν καλλιτεχνικά από το comfort zone του και τον προκάλεσαν καλλιτεχνικά: μάχες, θανάτους, βλάστηση. Ρωτήθηκε αν θα τον ενδιέφερε να είναι ο σχεδιαστής επειδή το στυλ του «έχει μια μελαγχολία που ταιριάζει στο χαρακτήρα του βιβλίου». Αυτό, όπως λέει, «ήταν το κοπλιμέντο που με απελευθέρωσε στο να δημιουργήσω έναν κόσμο που ενώ υπήρχε μέχρι πρόσφατα, πλέον είναι κάτι άλλο- αναφέρομαι φυσικά στον πρωταγωνιστή βάλτο, που έχει αποξηραθεί».
Ωστόσο, η αγαπημένη του σκηνή του βιβλίου είναι τελείως γυμνή. «Απέφυγα ακόμη και να βάλω background», λέει ο σχεδιαστής, μιλώντας για τη σκηνή που δυο παλιοί φίλοι συναντώνται και αναγνωρίζονται μετά από χρόνια που αγνοοούσαν ο ένας την τύχη του άλλου. Για τον Γιάννη Ράγκο, ξεχωριστό βάρος φέρουν κάποιες σκηνές που σχετίζονται με αυτούς τους επινοημένους ήρωες της Δέλτα. «Η περιγραφή του Γρέγου για τη ζωή του στην Ουγκάντα, μια ονειρική σκηνή, η μοναδική στο βιβλίο, που ο Παναγιώτης σχεδίασε υπέροχα», λέει. Αλλά και η τελική σκηνή εκδίκησης, «που φέρνει στο νου μια σύγχρονη εκδοχή αρχέγονων θεμάτων».
Μια δεδομένη πρόκληση του να διασκευάζεις ένα κλασικό και τόσο αγαπημένο λογοτεχνικό έργο, πόσο μάλλον ενός όγκου περίπου 600 σελίδων, στο οποίο εμφανίζονται δεκάδες πρόσωπα και περιγράφονται εκατοντάδες επεισόδια είναι, όπως εξηγεί ο Γιάννης Ράγκος, πως όλο αυτό το υλικό πρέπει να τιθασευθεί στη μορφή ενός graphic novel που δε θα υπερβαίνει τις 100-110 σελίδες. «Να επιλεγούν τα κρίσιμα επεισόδια και οι απαραίτητοι χαρακτήρες, που θα επιτρέπουν στον αναγνώστη του κόμικ αφενός να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα για την ιστορία και αφετέρου να διακρίνει τα βασικά αφηγηματικά μοτίβα αλλά και την πολιτική ‘τοποθέτηση’ της Δέλτα». Από την άλλη πλευρά, μιλώντας για το ιδεολογικό περιεχόμενο του βιβλίου, ο Ράγκος υπογραμμίζει πως «σαφώς πρέπει να ενταχθεί στο πνεύμα του αλυτρωτικού εθνικισμού, που την περίοδο συγγραφής του ήταν κυρίαρχο, αλλά σήμερα απέχει από τις αντιλήψεις της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Όμως, με τον Παναγιώτη κάναμε μια κεντρική επιλογή, που τη θεωρήσαμε αυτονόητη. Χωρίς να ταυτιζόμαστε, αναγκαστικά, αποφασίσαμε πως αφού είχαμε επιλέξει να το διασκευάσουμε έπρεπε να σεβαστούμε απολύτως τις κεντρικές ιδεολογικές γραμμές του. Στο κάτω-κάτω, δεν κάναμε τη δική μας fiction εκδοχή του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά την εκδοχή της Δέλτα. Είναι νομίζω, η πιο τίμια και ειλικρινής στάση απέναντι στο πρωτότυπο έργο και τις αδιαμφισβήτητες αρετές του και δεν έχει να κάνει με τις προσωπικές μας απόψεις για τα ζητήματα που θίγει.»
«Ο Γιάννης έκανε εξαιρετική δουλειά στο να αναδείξει τα στοιχεία που κάνουν το έργο να φαίνεται σπουδαίο ακόμη και σήμερα –τα ζωντανά περιστατικά, τις θυσίες και ματαιώσεις που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος όταν παλεύει για κάτι, το διεθνιστικό μήνυμα της Δέλτα- και να θέσει τις ιδεολογικές παροτρύνσεις στο ιστορικό context, κοιτώντας με απόσταση από το σήμερα», συμπληρώνει ο Παναγιώτης Πανταζής.
Οι δύο δημιουργοί είχαν φυσικά επαφή με το βιβλίο της Δέλτα σε νεαρή ηλικία, όμως μέσα από την νέα τους επαφή μαζί του για τις ανάγκες της διασκευής, βρήκαν ένα νέο θαυμασμό για αυτό. «Οφείλω να πω πως έχοντας γνώση αρκετών από τα έργα της Δέλτα θεωρώ το συγκεκριμένο ως το αριστούργημά της», πιστεύει ο Ράγκος, ενώ ο Πανταζής μιλάει για το πώς το ξανασυνάντησε από την αρχή, πριν ξεκινήσει τα προσχέδια. «Η Πηνελόπη Δέλτα ήταν μια δημοφιλής γυναίκα συγγραφέας σε μια εποχή που για τις περισσότερες γυναίκες ήταν δύσκολο να έχουν φωνή στο ίδιο τους το σπίτι και αυτό ήταν αρκετό για να μπω στην διαδικασία να μάθω περισσότερα για την ζωή της και την καθημερινότητα της», εξηγεί ο σχεδιαστής.
Οι δυο τους δούλεψαν ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μη μοιάζει απλώς με μια τεχνητή μεταφορά ή διασκευή, μια απλή εικονογράφηση του κειμένου, αλλά να αξιοποιηθεί πλήρως η γλώσσα των κόμικς- κάτι που άλλωστε είχε συμβεί με απόλυτη επιτυχία και στον ‘Ερωτόκριτο’. «Είχα και πάλι την αίσθηση που αποκόμισα δουλεύοντας με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και τον Γιώργο Γούση τη διασκευή του ‘Ερωτόκριτου’», κάνει τον παραλληλισμό ο Γιάννης Ράγκος. «Ότι καθώς η ανθρώπινη φύση παραμένει κατ’ ουσίαν η ίδια στις χιλιετίες και η ανθρώπινη ιστορία επαναλαμβάνεται άλλοτε σαν τραγωδία και άλλοτε σαν φάρσα, ένα έργο τέχνης που βυθίζεται με οξυδέρκεια και διαύγεια στον πυρήνα της ύπαρξης παραμένει πάντοτε επίκαιρο, ζωντανό και, επιτρέψτε μου έναν νεολογισμό, ενοχλητικά ελκυστικό». Αυτό συμβαίνει με τον ‘Ερωτόκριτο’, καταλήγει, αυτό συμβαίνει και με τα ‘Μυστικά του Βάλτου’: «Είναι το υπόρρητο στοιχείο που διαπερνά κάθε σπουδαίο έργο τέχνης το οποίο υπερβαίνει την εποχή του και τείνει προς την αιωνιότητα.»
*Το graphic novel ‘Στα Μυστικά του Βάλτου’ κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις Polaris.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ