24MEDIA
ΒΙΒΛΙΟ

Πώς είναι να βγάζεις το πρώτο σου βιβλίο στην Ελλάδα (αν δεν είσαι ο Ντάνος)

Μιλήσαμε με 3 συγγραφείς που το επιχείρησαν στη ζούγκλα του εκδοτικού Survivor.

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες η έκδοση του βιβλίου γύρω από τη ζωή του Γιώργου Αγγελόπουλου, γνωστού ως ‘Ντάνου’ από το Survivor, πυροδότησε μία μεγάλη συζήτηση γύρω από την εκδοτική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Συζήτηση που διεξάγεται σε υψηλούς τόνους, με τους υπέρμαχους κάθε πλευράς να προβάλουν δεκάδες επιχειρήματα τόσο υπέρ, όσο και κατά της συγκεκριμένης κυκλοφορίας. “Μπορεί να γίνει βιβλίο κάποιος που απλά πετούσε καρύδες σε ένα reality;”, λένε οι μεν. “Και ποιοι είστε εσείς που θα το απαγορεύσετε;“, απαντούν οι δε.

Μέσα σε αυτό τον ‘πόλεμο’ ανακοινώσεων, άρθρων και posts, αναρωτήθηκα πώς βλέπει τον εγχώριο εκδοτικό ‘κόσμο’ ένας νέος άνθρωπος που δεν είναι (τόσο) αναγνωρίσιμος; Ποια ανάγκη τον οδηγεί στη συγγραφή σήμερα, που όλο και λιγότεροι συμπολίτες μας διαβάζουν (βιβλία); Ποιο είναι, αλήθεια, το συναίσθημα όταν βλέπεις για πρώτη φορά το βιβλίο σου σε μία βιτρίνα; Ζήτησα από τρεις νέους συγγραφείς να μοιραστούν τις δικές τους ιστορίες. Εντός και εκτός σελίδων.

Ο πρώτος που έφτασε στο ραντεβού μας, σε ένα ήσυχο καφέ του Κεραμεικού, ήταν ο Δημήτρης Τσολάκης, που φέτος κλείνει τα 24. Το ‘Πέφτουν Αστέρια’ από τις εκδόσεις ‘Απόπειρα’ αποτελεί το πρώτο του μυθιστόρημα. Ένα σκοτεινό παραμύθι, “ένα οικογενειακό δράμα” όπως τονίζει ο ίδιος. Και παράλληλα μια φρικιαστική ιστορία αγάπης που ξεδιπλώνεται σε μία σπονδυλωτή νουβέλα.


Η συγγραφή είναι ανάγκη. Έχω την ανάγκη να σχολιάσω αυτό που βλέπω κι αυτό που νιώθω, φιλτράροντας το μέσα από προσωπικά κοιτάσματα. Γράφουμε, αρχικά, για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και να επικοινωνήσουμε μαζί του. Όταν πια το καταφέρουμε, πράγμα σπάνιο έως αδύνατο, γράφουμε για να συνομιλήσουμε με τον άλλον, με τον δυνάμει αναγνώστη. Να του αφηγηθούμε μία ενδιαφέρουσα κατά τα δεδομένα μας ιστορία, η οποία θα τον κάνει να αισθανθεί. Όποιο συναίσθημα και να του προκαλέσουμε- πλην του να θέλει να μας πετάξει το βιβλίο στο κεφάλι- είναι κέρδος. Προσωπικά μιλώντας, συν τα παραπάνω, γράφουμε για να ξορκίσουμε τις μνήμες που θέλουμε να επαναφέρουμε. Είναι ένα παιχνίδι, το οποίο λειτουργεί εξαιρετικά καλά μέχρι στιγμής: οι μνήμες επιστρέφουν πιο δυνατές από ποτέ.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Είναι βαρύς ο τίτλος και τον έχω συνδέσει με τεράστιες προσωπικότητες. Έπειτα, όσον αφορά το διάβασμα δεν συμφωνώ ότι ο αριθμός των αναγνωστών στην Ελλάδα φθίνει. Δεν το πιστεύω ή δεν θέλω να το πιστέψω. Ουδέποτε, στη χώρα μας φημιζόμασταν για φαν του αθλήματος της ανάγνωσης, παρόλο που στον χώρο της γραφής έλαμψαν και θα λάμπουν τεράστιοι αστέρες. Πάντοτε υπήρχαν -και θα υπάρχουν- αυτοί που διαβάζουν συστηματικά, λατρεύοντας το βιβλίο, αυτοί που διαβάζουν λίγο, οι άλλοι που θέλουν πολύ να διαβάσουν αλλά δεν προλαβαίνουν ή το θεωρούν ακριβό χόμπι- λες και δεν υπάρχουν δανειστικές βιβλιοθήκες ή λες και δεν μπορούν να ξεκλέψουν πέντε λεπτά και να διαβάσουν τρεις σελίδες πριν κοιμηθούν- και επιπλέον είναι και εκείνοι που δεν άνοιξαν βιβλίο και δεν θα το κάνουν ο κόσμος να γυρίσει τούμπα. Τέλος πάντων, έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Δεν ταιριάζει σε όλους το βιβλίο, αλλά όπως λέει κάπου η υπέρτατη Ζυράννα ‘Το διάβασμα είναι η μόνη ηδονή που μένει ατιμώρητη’ και αξίζει όλοι να δώσουμε μια ευκαιρία σε κάποια ιστορία, μόνο κερδισμένοι θα βγούμε.

Του ζητάω να μου περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωσε όταν έπιασε το βιβλίο του για πρώτη φορά εκτυπωμένο.

Πολύ περίεργα συναισθήματα. Φυσικά, συγκινήθηκα και χάρηκα, αλλά με μια συγκίνηση και με μια χαρά πρωτόγνωρη. Μοιάζει λίγο με την σχέση γονέα και παιδιού- το άκουγα από μεγάλους συγγραφείς και δεν το πίστευα. Σαν να βλέπεις το παιδί που κάποτε έπαιζε στα γόνατα σου, ενήλικο πια, να ανοίγει ελεύθερο τα φτερά του μακριά από σένα- επιλέγοντας πια τον δικό του δρόμο. Νιώθεις πληρότητα και έλλειψη ταυτόχρονα.


Η Όλγα Μάμαλη πριν από λίγες ημέρες παρουσίασε στην πατρίδα της, τη Θήβα, την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο: ‘Υπόθεση Ύπαρξης’. Συλλογή που φιλοξενεί μέσα σε 52 σελίδες 23 ποιήματα (και τέσσερα εμβόλιμα στιχάκια ανά μεταξύ τους) που παίζουν τόσο με φιλοσοφικά και υπαρξιακά, όσο και με πολιτικά και ερωτικά μηνύματα.

Το να είσαι ένας νέος συγγραφέας και μάλιστα ενός τέτοιου είδους είναι αλήθεια ότι είναι λίγο δύσκολο. Ωστόσο, ο συγγραφέας γεννιέται από εσωτερική ανάγκη και όχι με τις αξιώσεις να γίνει ευπώλητος ή γνωστός, οπότε είμαι τρομερά ικανοποιημένη από την ήδη υπάρχουσα ανταπόκριση. Δεν θεωρώ το είδος της ποίησης παρωχημένο γιατί κάθε τι αυθεντικό που μιλά για ιδέες, συναισθήματα και αξίες δεν μπορεί ποτέ να επισκιαστεί. Ελπίζω, μάλιστα, να ξαναπάρει τη θέση που της αξίζει στο αναγνωστικό κοινό. Η ποίηση, άλλωστε, αλλάζει από εποχή σε εποχή. Και στις μέρες μας ροκάρει ανελέητα.

Ξόδεψα πολύ χρόνο και ενέργεια έως ότου καταλήξω στον τρόπο έκδοσης. Είναι, άλλωστε, το παρθενικό μου συγγραφικό διακύβευμα οπότε η έρευνα ήταν χρονοβόρα και επίπονη. Έψαχνα όλες τις παραμέτρους οικονομικές, ποιοτικές κ.ά και όλα τα στοιχεία εκείνα που σε έναν επαγγελματία συγγραφέα είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Απευθύνθηκα σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους και από κανέναν δεν απορρίφθηκαν οι ιδέες μου. Πράγμα σπάνιο γιατί ξέρω δεκάδες περιπτώσεις που περιμένουν χρόνια μία απάντηση. Αυτό, λοιπόν, μου έδωσε κουράγιο και αυτοπεποίθηση, ωστόσο το κόστος που ζητούσαν μαζί με την εκχώρηση των πνευματικών δικαιωμάτων ήταν κάτι που με αποθάρρυνε να συνεχίσω. Αποφάσισα, τελικά, να το εκδώσω από έναν πολύ αξιοπρεπή οίκο, τον ‘Captainbook.gr’, που με μεγάλη φροντίδα ασχολήθηκε με το πόνημά μου. Και το κυριότερο απάντησε με υπομονή και σαφείς όρους στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις μου. Ξέρεις αν είσαι νέος δεν έχεις ιδέα από ένα σωρό διαδικαστικά πράγματα.

Τη ρωτάω αν τα μελλοντικά της σχέδια επικεντρώνονται στην ποίηση.

Θέλω να επιχειρήσω κι άλλα είδη συγγραφής, όπως τον δοκιμιακό λόγο και το παραμύθι, αλλά και επιστημονικά βιβλία μέσω κάποιας μεθόδου και έρευνας. Αυτά μπορούν ευκολότερα να μπουν σε ένα πρόγραμμα. Τον εαυτό μου σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου θέλω να τον σκέφτομαι με διάφορα συγγραφικά εγχειρήματα, γιατί κάτι τέτοιο νιώθω ότι με ολοκληρώνει υπαρξιακά και ειλικρινά θα το κυνηγήσω όσο μπορώ!


Η Λουκία Κονιδάρη είναι η μικρή της παρέας. Στα 18 της αποφάσισε να μετατρέψει τη μάχη της με τη νευρική ανορεξία σε βιβλίο. ‘Ένα μεγάλο ταξίδι από την άγνοια στην συνειδητοποίηση’ που τιτλοφορείται ‘Φιγούρα – Πώς πάλεψα με τη νευρική ανορεξία’ και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ‘iWrite’.

Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας, ενώ είχα αρχίσει το γράψιμο, προέκυψε μία ξαφνική επιπλοκή και δεν ήμουν ικανή να γράψω ούτε μια πρόταση. Αφού, λοιπόν, μου ήταν αδύνατο να εκφραστώ με λέξεις όπως έκανα πάντα, ξεκίνησα να ζωγραφίζω μικρά σκίτσα σαν μικρές διαμαρτυρίες. Δεν σκεφτόμουν ποτέ τι θα ζωγραφίσω. Απλά ζωγράφιζα. Όταν η θεραπεία μου προχώρησε και ήμουν σε θέση να καταλαβαίνω πολύ καλύτερα τι μου συμβαίνει, συνειδητοποίησα ότι τα σκίτσα είχαν μια απόλυτα λογική σειρά και αποτύπωναν ακριβώς το κάθε βήμα αυτής της πορείας. Έτσι, προσπάθησα να γράψω για το καθένα μια μικρή ‘επεξήγηση’. Οι ζωγραφιές ουσιαστικά έγραψαν αυτό το βιβλίο. Το υποσυνείδητο ενός κλονισμένου μυαλού. Είναι, λοιπόν, τα συμπεράσματα που εγώ χρησιμοποίησα ως βοηθούς στη μάχη μου, που όμως ταιριάζουν σε πολλών ειδών “νευρικές ανορεξίες” και πολλών ειδών παρανοήσεις στις οποίες παγιδευόμαστε.

Πρώτοι αναγνώστες της Λουκίας ήταν η μητέρα της και ο αγαπημένος της καθηγητής.

Η μητέρα μου αντίκριζε πρώτη το κάθε σκίτσο και την κάθε φράση του. Εκείνος, όμως, που πρώτος διάβασε διεξοδικά όλο το έργο ακέραιο, ήταν ο φιλόλογός μου Γιώργος Φούκας, που είχε την τύχη να έχω καθηγητή στην δευτέρα και τρίτη Λυκείου. Ο ίδιος πάντα πίστευε σε μια επικείμενη έκδοση κάποιου μου βιβλίου και η δική του πανέμορφη ευαισθησία έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Τον θυμάμαι, μάλιστα, να διαβάζει σελίδα – σελίδα και να κουνά κάθε τόσο το κεφάλι του συγκινημένος. Στο τέλος με κοίταξε και μου είπε: ‘Έχει πολλά να πει. Και στον κόσμο αλλά και σε εσένα’.

Ποιες ήταν, όμως, οι κυριότερες δυσκολίες στον δρόμο προς την έκδοση;

Για εμένα ήταν αρχικά η προσωπική αμφιβολία για τη σημαντικότητα του έργου. Το αν δηλαδή αποτελούσε κάτι επαρκώς ολοκληρωμένο και ενδιαφέρον ώστε να έχει νόημα η έκδοσή του. Κάτι θα υπάρχει πάντα που θέλεις να αλλάξεις, που δεν ξέρεις αν μεταδίδει τα νοήματα που θέλεις. Έπειτα σημαντική δυσκολία είναι ο οικονομικός παράγοντας. Χρειάζεσαι σίγουρα κάποιο ποσό, καθώς η διαδικασία της έκδοσης είναι πολυέξοδη. Ευτυχώς η τιμή που εν τέλει καλείσαι να πληρώσεις έρχεται κατόπιν συνεννόησης με τον εκδότη, γεγονός που σε φέρνει στην τρίτη δυσκολία. Να βρεις έναν αξιόλογο, πρόθυμο και συνεργάσιμο εκδοτικό οίκο. Νομίζω εάν ξεπεράσεις τα τρία αυτά ζητήματα, όλα δρομολογούνται.

Δεν συνηθίζω να κάνω μακροπρόθεσμες εικόνες. Θα ήθελα μόνο να έχω αποκτήσει πολλές παραπάνω γνώσεις για να μπορώ να τις μοιράζομαι, αλλά και να γράφω όταν θα έχω κάποιο ουσιαστικό λόγο για να το κάνω. Δεν ανησυχώ, όμως, για αυτό. Ο κόσμος εκεί έξω έχει αστείρευτη φαντασία, πολύ περισσότερη από τη δικιά μου.

Αυτά είναι τα τελευταία της λόγια πριν οι δρόμοι των τεσσάρων μας χωρίσουν στο Μετρό του Κεραμεικού. Με διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας. Αλλά με την ίδια αίσθηση. Ότι σε μία χώρα που διαβάζει όλο και λιγότερο ή που σχηματίζει ουρές για έναν παίκτη reality, οι λέξεις του καθενός θα βρουν τον προορισμό τους. Αργά ή γρήγορα.

Κεντρική φωτογραφία: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson (Βιβλιοπωλείο Φωταγωγός των Εκδόσεων “Το Ροδακιό”)

Exit mobile version