Πώς ένα δράμα Α’ Παγκοσμίου έγινε μια ταινία για το σήμερα
- 20 ΙΟΥΝ 2017
To τρομερό παιδί του νέου γαλλικού σινεμά δοκιμάζει για πρώτη φορά να γυρίσει ταινία στα Γερμανικά- κι αυτή δεν είναι η μόνη έκπληξη που μας επιφύλασσε η νέα δουλειά του Francois Ozon. Ένας από τους πιο εργατικούς σκηνοθέτες του ευρωπαϊκού σινεμά, γυρίζει ταινίες ασταμάτητα και τις απλώνει σε διάφορα είδη, από μιούζικαλ (‘8 Γυναίκες’) μέχρι δράματα χαρακτήρων (‘Ο Χρόνος που Απομένει’) κι από καυστικές κωμωδίες (‘Sitcom’) μέχρι χιτσκοκικά καμπ θρίλερ (‘L’Amant Double’). Το τελευταίο εξ αυτών μάλιστα το είδαμε στο Φεστιβάλ Καννών και γράψαμε για το πόσο καλά περάσαμε.
Όμως ποτέ δεν είχε δοκιμάσει κάτι σαν το ‘Frantz’: Ένα αισθηματικό, αντιπολεμικό δράμα εποχής, γυρισμένο εν μέρει σε άσπρο-μαύρο και σε γερμανική γλώσσα. Είναι επίσης η καλύτερη ταινία της καριέρας του.
Το ‘Frantz’ κάνει πρεμιέρα στις 22 Ιουνίου στο COSMOTE CINEMA 1HD στις 21.00.
Στο ‘Frantz’, εν έτει 1919 μια νεαρή γερμανίδα (η Paula Beer κέρδισε στη Βενετία βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού) θρηνεί για το θάνατο του αγαπημένου της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τη γνωρίζει ένας Γάλλος, ο οποίος της λέει πως έγινε φίλος του Frantz πριν τον πόλεμο- οι δυο τους έρχονται πολύ κοντά παρά τις αντίθετες πλευρές που οι χώρες τους είχαν στο πεδίο της μάχης. Για την ταινία έχουμε γράψει περισσότερα εδώ από όταν βγήκε στις αίθουσες, είναι εξαιρετική.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η συγκεκριμένη ιστορία (βασισμένη σε ένα παλιό θεατρικό του Maurice Rostand) μεταφέρεται στο σινεμά. Το είχε πρωτοκάνει το 1932 ο Ernst Lubitsch με το ‘Broken Lullaby’ όπου η οπτική και η προσέγγιση διαφέρει αρκετά. Εξάλλου, σχεδόν 85 χρόνια, ο Ozon λέει εκ νέου αυτή την ιστορία γνωρίζοντας πράγματα για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιστορίας που ο Lubitsch δεν είχε τρόπο να ξέρει.
Κάνοντας έτσι το ‘Frantz’, παρότι διαδραματίζεται ανάμεσα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, να έχει πράγματα να πει και για το σήμερα.
Εμείς ρωτήσαμε τον ακούραστο σκηνοθέτη κάποια πράγματα για την ταινία του, πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα σκηνικό εποχής, και τι πιστεύει για το μέλλον.
Ο τρόπος που γύρισες την ταινία δεν θυμίζει τόσο Lubitsch, πώς προσέγγισες την ιστορία;
Βασίστηκα σε ένα γαλλικό θεατρικό που αγαπώ πολύ, του Maurice Rostand, που είχε να κάνει με γάλλους και γερμανούς στρατιώτες μετά τον Πόλεμο. Μετά ανακάλυψα πως υπάρχει ήδη μια διασκευή από τον Lubitsch και απογοητεύτηκα επειδή είχε ήδη γυριστεί. Αλλά μετά είδα εκείνη την ταινία, η οποία γυρίστηκε τη δεκαετία του ‘30. Και φυσικά ο Lubitsch δε μπορούσε να γνωρίζει πως θα υπήρχε κι άλλος Παγκόσμιος, ήταν μια ταινία πολύ ιδεαλιστική, θα μπορούσες να την πεις και αφελή, βλέπει ένα πολύ θετικό μέλλον για την όλη κατάσταση.
Οπότε αποφάσισα να προχωρήσω. Και είχε ενδιαφέρον ότι ο Lubitsch ήταν ένας Αυστριακός δημιουργός που μίλησε από τη γαλλική οπτική της ιστορίας ενώ εγώ που είμαι Γάλλος ήθελα να δω τη γερμανική πλευρά. Αυτό με ενδιέφερε. Υπάρχει η ταινία του Lubitsch αλλά εδώ έχει αλλάξει αρκετά επειδή αλλάξαμε την οπτική της αφήγησης.
Μιλάς γερμανικά; Επειδή–
[απαντάει κάτι στα γερμανικά]
*γέλια*
Ναι αλλά τι ήθελες να ρωτήσεις;
Αν ήταν δύσκολο να γυρίσεις μια ταινία σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου.
Περιέργως καταλαβαίνω πράγματα και συνεννοούμαι καλύτερα στα Γερμανικά από ό,τι στα Αγγλικά. Υπάρχει αυτή η προκατάληψη απέναντι στα Γερμανικά, ότι είναι μια γλώσσα πολύ σκληρή και δύσκαμπτη. Αλλά αγαπώ τη γλώσσα, την έντασή της, την ομορφιά της.
Και η ιστορία και το στυλ ήταν μια αποχώρηση για το σινεμά σου, πώς σου φάνηκε αυτή η κατεύθυνση;
I don’t know! [το λέει στα αγγλικά, γελώντας]
Για μένα η φόρμα του φιλμ εξαρτάται από την ιστορία που θέλω να πω. Σε αυτό είχα την ανάγκη οι χαρακτήρες να εμπλακούν σε ένα περίπλοκο στόρι, οπότε ήθελα οι θεατές να φανταστούν πώς είναι να μπαίνουν στις θέσεις τους αλλά και να παίξω με τις προσδοκίες τους, και με τις επιθυμίες τους, και με τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους. Θέλησα να χτίσω κάτι πάνω σε αυτό.
O Francois Ozon με τους πρωταγωνιστές του Paula Beer και Pierre Niney στην πρεμιέρα του ‘Frantz’ στο Παρίσι το Σεπτέμβριο του ’16. (AP Photo/Francois Mori)
Στην ταινία υπάρχουν μεταβάσεις ανάμεσα στο ασπρόμαυρο και στο έγχρωμο, πώς προέκυψε;
Οι παραγωγοί με ρώτησαν αν χρειάζομαι ΚΑΙ το ασπρόμαυρο ΚΑΙ τα χρώματα, τους δυσκόλεψε. Η επιλογή μου αυτή έχει να κάνει περισσότερο με το συναίσθημα παρά με την αισθητική. Ήθελα η ταινία να στάζει αγάπη, αλλά να κυλάει με έναν ιμπρεσιονιστικό τρόπο. Οι μεταβάσεις έχουν να κάνουν με το συναίσθημα. Με τους χαρακτήρες που παίρνουν μαθήματα ζωής.
Υπήρξε σε συζητήσεις και αναφορά στη ‘Λευκή Κορδέλα’ του Haneke;
Ναι, βασικά μας βοήθησε πολύ στη χρηματοδότηση. Μετά την επιτυχία της ταινίας του Haneke ήταν ευκολότερο να πείσουμε για τη χρήση του ασπρόμαυρου. Επίσης έπιασα του υπεύθυνους για τα κουστούμια, τους δημιουργούς των σκηνικών, και χρησιμοποίησα κάποιες ταινίες όχι για κάποια συγκεκριμένη περίοδο εποχής αλλά για το πώς το σενάριο συνδέεται με την επανασύσταση της εποχής. Μια από αυτές ήταν το ‘Barry Lyndon’. Το μέγεθος. Τη ‘Λευκή Κορδέλα’, το ‘Πυρετός στο Αίμα’ του Kazan.
Γιατί αυτά;
Το ‘Πυρετός στο Αίμα’ είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες, πανέμορφη, πίστευα πως θα είναι καλός συνδυασμός. Η ‘Λευκή Κορδέλα’ είναι μια πολύ παγωμένη ταινία και ο ‘Πυρετός’ πάρα πολύ καυτή. Ήθελα αυτά τα δύο φιλμ να συναντηθούν στο δικό μου.
Πώς κατέληξες στους δύο πρωταγωνιστές σου;
Όσο αφορά στον Adrien, καταλήξαμε γρήγορα και εύκολα στον Pierre Niney. Είναι γνωστός και έχει κάτι το ευαίσθητο και το εύθραυστο, κι επίσης ένα πραγματικά διαχρονικό λουκ. Τον κοιτάζεις και είναι σα να βλέπεις κάποιον από το 1919. Την Anna μας πήρε περισσότερο να τη βρούμε. Είδαμε πολλές, και η Paula ήταν πραγματικά φωτογενής, εξαιρετικά δυνατή και ώριμη για την ηλικία της. Όταν γυρίσαμε την ταινία ήταν μόλις 20. Όταν τους έβαλα μαζί στο ίδιο πλάνο η χημεία ήταν εμφανής.
Ο πίνακας Le Suicidé του Manet παίζει μεγάλο ρόλο στην ταινία, σημαίνει κάτι για εσένα;
Didn’t know the painting! [Όποτε θέλει να δείξει έκπληξη απαντάει στα αγγλικά.]
Ο πίνακας που βρίσκεται στα αλήθεια σε αυτό το μουσείο είναι κάποιος άλλος αλλά δεν ταίριαζε με την ιδέα των πραγμάτων που λέγαμε στην ταινία. Ήταν όμορφος αλλά όχι αρκετά δυνατός και όχι αρκετά βίαιος ώστε να εκπροσωπήσει τη συγκεκριμένη περίοδο. Οπότε πήραμε τον Manet από τη Ζυρίχη που βρίσκεται στα αλήθεια. Επίσης και λόγω του θέματος. Είναι κάτι μικρό μεν αλλά και πάρα πολύ μετωπικό.
Γενικά η ταινία παίζει με τα ψέμματα και την προσωπική οπτική.
Είναι ένας τρόπος να μιλήσουμε για τα μυστικά και τα ψέμματα εν καιρώ πολέμου. Και το πώς οι άνθρωποι καταφέρνουν να επιβιώσουν και να ζήσουν τη ζωή που επιθυμούν. Όλη η ταινία είναι μια αλληγορία για την επιθυμία και για την ανάγκη για μύθο.
Εκτός από ταινία εποχής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ταινία χαρακτηρίστηκε και ως μελόδραμα, εσύ πώς το βλέπεις;
Πραγματικά δεν ξέρω αν η ταινία μου είναι μελόδραμα. Εγώ θα την αποκαλούσα ένα συναισθηματικό θρίλερ γιατί παίζει με τη σύγχυση των αισθημάτων και με την οπτική του θεατή. Θα το έλεγα και ανατρεπτικό feelgood μάλιστα, ιδίως όσο αφορά το ταξίδι της κοπέλας στην άλλη πλευρά των συνόρων. Το ‘μελόδραμα’ νομίζω έχει μια ελαφρώς αρνητική χροιά.
Προσπαθώ γενικά να παίζω με τις προσδοκίες των θεατών. Επειδή νομίζω πως οι θεατές έχουν πολύ μεγαλύτερη φαντασία από ό,τι ακόμα κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Πιστεύω πως πίσω από τον καθένα βρίσκεται αλήθεια και επιθυμία.
Και με ενδιέφερε να δείξω και την απουσία συγχρονισμού ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Είναι πάντα ασυγχρόνιστοι. Αν κι είναι κι οι δύο θύματα του πολέμου, προχωρούν διαφορετικά τις ζωές τους. Κι όταν εκείνη ταξιδεύει στη Γαλλία και βλέπει τη δική του πραγματικότητα, βιώνει τις ίδιες καταστάσεις αλλά όχι στον ίδιο βαθμό φυσικά, και όχι με τον ίδιο ρυθμό. Οι χαρακτήρες είναι αποσυγχρονισμένοι.
Πάνω σε αυτό, έχει ενδιαφέρον και όλη η προσέγγιση της δαιμονοποίησης και της… απο-δαιμονοποίησης του εχθρού, που είναι κάτι που αφορά πολύ και την κοινωνία μας σήμερα.
Στην πραγματικότητα όταν γύριζα την ταινία δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει πόσο πολλή σχέση θα είχε με το σήμερα. Ήταν κάτι που ανακάλυψα αργότερα, παρατηρώντας την άνοδο του εθνικισμού, τον φόβο των ξένων, την ενίσχυση των συνόρων. Και φυσικά δεν ήξερα τίποτα για το Brexit. Αν εξαιρέσεις ότι διαδραματίζεται στο 1919, η ταινία αφορά πολύ το παρόν. Ένας πολύ άμεσος τρόπος να κοιτάξεις το παρελθόν, είναι να παρατηρήσεις το παρόν. Και να ρωτήσεις τον εαυτό σου όλες τις ερωτήσεις.
Επίσης η ιστορία τείνει να επαναλαμβάνεται. Οπότε είναι σημαντικό να μαθαίνουμε από τις τραγικές εμπειρίες του παρελθόντος ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι συμβαίνει σήμερα. Φυσικά τα πράγματα διαφέρουν βέβαια. Για παράδειγμα σε αντίθεση με την εποχή της ταινίας, οι Γερμανοί δεν θεωρούνται οι εχθροί. Η φιλία Γαλλίας-Γερμανίας είναι πάγια.
Στη διάρκεια του Φεστιβάλ Βενετίας είδαμε πάρα πολλές ταινίες να αφορούν ή να διαδραματίζονται σε περίοδο παγκοσμίου πολέμου.
Δεν ξέρω, είναι μάλλον μέρος της κατάστασης σήμερα στην Ευρώπη. Στον κόσμο. Φοβόμαστε το μέλλον. Εδώ και καιρό. Ίσως αυτό είναι το γιατί. Δεν ξέρω.
*Το ‘Frantz’ του Francois Ozon κάνει πρεμιέρα στις 22 Ιουνίου στο COSMOTE CINEMA 1HD στις 21.00.