Οneman.gr Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
ΒΙΒΛΙΟ

Ρωτήσαμε τον εκδότη Κώστα Σπαθαράκη τι σχέση έχει ο χώρος του βιβλίου με το Instagram

Μιλήσαμε με τον εκδότη των ‘Αντιπόδων’ για το βιβλίο και τη θέση του στην εποχή των social media, τη λογοτεχνία και τους στόχους ενός εκδότη.
Ξεκινώντας από το ‘Γκιακ’ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και την ‘Καρδιά Σκύλου’ του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και φτάνοντας στους ‘Αργοναύτες’ της Μάγκι Νέλσον και στις ‘Γυναίκες που Επιστρέφουν’ των Βάρθη και Τσαπραΐλη. Στο ενδιάμεσο, τα βιβλία ενός από τα μεγαλύτερα ονόματα της νέας γενιάς Ευρωπαίων συγγραφέων (Εντουάρ Λουί), η αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσή Αυγής και φυσικά ‘Η συνείδηση του Ζήνωνα’. Τι είναι όμως όλα αυτά;

Πρόκειται για την ιστορία ενός εκδοτικού οίκου που ξεκίνησε στη (δεύτερη) κορύφωση της οικονομικής κρίσης, τον Δεκέμβριο του 2014, και σήμερα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι μέσα σε 6 χρόνια έχει μια εντυπωσιακή δυναμική αλλά και μερικά από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία των τελευταίων χρόνων. Τα βιβλία των ‘Αντιπόδων’ θα τα ξεχωρίσετε μεταξύ άλλων και λόγω μιας ενότητας που έχουν ως προς την αισθητική τους: Λιτά με μικρές πινελιές σοβιετικής πρωτοπορίας στα εξώφυλλά τους. Θα τα ξεχωρίσετε όμως και για την ποιότητά τους σε κάθε τομέα.

Όλο αυτό βέβαια δεν φύτρωσε από το πουθενά. Ήρθε από ανθρώπους με χρόνια ενασχόλησης στον εκδοτικό χώρο. Ο Κώστας Σπαθαράκης είναι ένας από αυτούς. Αφού ασχολήθηκε για χρόνια με το βιβλίο (ως επιμελητής και μεταφραστής), αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του προσπάθεια στους ‘Αντίποδες’. Μας υποδέχτηκε στο γραφείο του στο Γκύζη. Μιλήσαμε για την κατάσταση στον χώρο του βιβλίου, τη λογοτεχνία αλλά και τα social media.

Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα να κάνετε τους ‘Αντίποδες’; Υπήρχε οικονομικό ή άλλο ρίσκο; 

Το οικονομικό επίπεδο είναι σίγουρα σημαντικό, από την άποψη ότι, αν δεν έχεις άλλους πόρους, πρέπει να μπορείς να ζεις από αυτό που κάνεις. Και επίσης η όλη διαδικασία έκδοσης ενός βιβλίου έχει συγκεκριμένα έξοδα που τρέχουν, δεν είναι μόνο το κόστος του χαρτιού ή της παραγωγής. Είναι λοιπόν προφανές ότι αυτό δεν είναι κάτι άσχετο με την υπόλοιπη δουλειά που κάνουμε και δεν είναι δυνατόν να είναι. Δεν θεωρώ όμως ότι υπήρχε ρίσκο, όταν ξεκινήσαμε τους ‘Αντίποδες’.

Το ρίσκο προϋποθέτει επένδυση, ενώ στη δική μας περίπτωση δεν υπήρχε υλικό προς επένδυση, πέρα από την επένδυση του χρόνου ή μιας φιλοδοξίας ή κάποιων ιδεών. Το ρίσκο επομένως δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Υπάρχει και άλλος ένας παράγοντας. Όταν ξεκινήσαμε, είχαμε διάφορες σκέψεις, ιδέες, που είχαν διαμορφωθεί τα προηγούμενα χρόνια. Είχαμε όμως και ένα χαρτί, ένα βιβλίο, που ήταν πολύ σημαντικό, γιατί ήταν πάρα πολύ καλό. Και το γνωρίζαμε εκ των προτέρων: το ‘Γκιακ’ του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Υπήρχε, λοιπόν, εκεί μια ασφάλεια, από την άποψη ότι ξεκινούσαμε με μια πολύ καλή πρόταση, πράγμα που μας έδινε μεγαλύτερη ασφάλεια. 

Από εκεί και πέρα, τα πράγματα που δεν δουλεύουν μπορούν εξίσου εύκολα να σταματήσουν να υπάρχουν. Αν οι ‘Αντίποδες’ δεν πήγαιναν καλά ή δεν υπήρχε ανταπόκριση ή δεν ήταν όπως μας άρεσε, θα το σταματούσαμε και δεν θα πάθαινε και κανένας τίποτα. Θα συνεχίζαμε τις δουλειές μας ως μεταφραστές και επιμελητές. Το γεγονός ότι προχώρησε ήταν κάτι πολύ χαρμόσυνο. Για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν οφείλεται τόσο στις ιδιαίτερες ικανότητες της ομάδας μας, αλλά κυρίως στο υλικό που είχαμε στα χέρια μας. Οφείλεται επίσης σε μια άμεση ανταπόκριση βιβλιοπωλών, κριτικών και αναγνωστών, αλλά και σε διάφορους παράγοντες που δεν τους ελέγχει κανείς, όταν ξεκινάει κάτι τέτοιο.

Φαντάζομαι πως όταν ένας άνθρωπος της γενιάς σου ανοίγει έναν εκδοτικό οίκο σίγουρα δεν σκέφτεται ότι θα γίνει πλούσιος.

Προφανώς, κανένας δεν εμπλέκεται στον χώρο του βιβλίου για να βγάλει λεφτά. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν περιμένει να αμειφθεί για τη δουλειά του. Γι’ αυτό και πρέπει πάντοτε να αναστοχαζόμαστε τα κίνητρά μας, να τα επιβεβαιώνουμε ή ακόμα και να τα αφήνουμε πίσω μας. Τι εννοώ; Μπορεί να έχει μπει κανείς σε όλη αυτή τη διαδικασία από υπερφίαλη φιλοδοξία ή επειδή νομίζει ότι είναι ο καλύτερος ή οτιδήποτε αντίστοιχο. Στην πορεία όμως, και με την καθημερινή τριβή της δουλειάς ή ακόμα και με τις απογοητεύσεις της, είναι πολύ πιθανόν όλα αυτά να τα ξεχάσει και να βρεθούν εντελώς διαφορετικά πράγματα που θα τον σπρώχνουν να συνεχίσει. Τα κίνητρά μας, λοιπόν, αλλάζουν συνεχώς, και αυτό πρέπει να περιλαμβάνει και το οικονομικό στοιχείο. 


oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Ξεκινήσατε το 2014, θεωρητικά όσο ήμασταν ακόμα στην κορύφωση της κρίσης. Σε τι φάση βρήκατε τον χώρο του βιβλίου;

Προφανώς ήταν και είναι δύσκολο να ασχολείσαι με το βιβλίο. Το βιβλίο στην Ελλάδα καμιά φορά θεωρείται είδος πολυτελείας, και στην κρίση χτυπήθηκε σκληρά. Δεν υπάρχει άλλωστε πολύ μαζικό κοινό, ώστε να πεις ότι ένα βιβλίο που πηγαίνει καλά μπορεί να κεφαλοποιηθεί ή να αποδώσει κάτι σημαντικό. Από την άλλη όμως αυτή η συνθήκη είχε και τα θετικά της. 

Εκείνη η περίοδος, με τις ανακατατάξεις που είναι αναπόφευκτες μέσα στην κρίση, πρόσφερε εκτός από τις δυσκολίες και ένα κενό στην αγορά, μια αμηχανία των μεγαλύτερων εκδοτών. Ήταν λίγο πιο ρευστά τα πράγματα. Αυτό έχει να κάνει και με τους όρους διαφήμισης, με τη χρήση των social media, τις γενικότερες αλλαγές στα βιβλιοπωλεία και τις συνήθειες του αναγνωστικού κοινού. 

Με άλλα λόγια, το 2014 ο χώρος του βιβλίου βρισκόταν σε ισχυρούς κλυδωνισμούς. Ήταν σε μια ας την πούμε αναμπουμπούλα. Σε αυτή την αναμπουμπούλα, λοιπόν, μπορεί κανείς να μπει και να παίξει χωρίς να έχει πίσω του μεγάλο κεφάλαιο ή πολύ συγκεκριμένο πλάνο. Δημιουργούνται, με άλλα λόγια, κάποια κενά μέσα στα οποία μπορείς να βρεις και εσύ τον δικό σου χώρο, να κάνεις τη δική σου πρόταση. Αυτό είναι που κάναμε και εμείς.

Η δική σας πρόταση όμως ποια ήταν; Εξαρχής σκεφτόσασταν να δημιουργήσετε έναν εκδοτικό οίκο με έμφαση στη λογοτεχνία;

H αρχική ιδέα για τους Αντίποδες ήταν μισά μισά. Δηλαδή δοκίμιο-φιλοσοφία-ιστορία το 50% και το άλλο 50% η λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα αυτή η ισορροπία δεν τηρήθηκε και για οργανωτικούς λόγους και γιατί υπήρχαν δυνάμεις που τραβούσαν προς τη μια κατεύθυνση περισσότερο. Ίσως και γιατί είχαμε περισσότερη ανταπόκριση από εκεί. Ο προγραμματικός στόχος όμως παραμένει ο ίδιος. 

Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν η ανάμειξη των ειδών. Ας πούμε να βγάζουμε λογοτεχνία που να διαβάζεται ως θεωρία και θεωρία που να διαβάζεται ως λογοτεχνία. Το πετύχαμε νομίζω με το ενιαίο σχήμα, με το γεγονός ότι τα βιβλία δεν διακρίνονται μεταξύ τους σε σειρές. Συνεχίζουμε με τη λογική που το σκεφτόμασταν τότε: Τι έχουμε στο κομοδίνο μας όταν διαβάζουμε το βράδυ; Έχουμε πάντοτε ανάμεικτα πράγματα. Όσο περνάνε τα χρόνια βέβαια αρχίζουν αυτά να αποκτούν μια εσωτερική μορφοποίηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα διασπαστεί ο ενιαίος χαρακτήρας. 

Το άλλο που είχαμε στο μυαλό μας ήταν ένας συνδυασμός της σύγχρονης παραγωγής με κάποια κλασικά κείμενα στα οποία δεν είχε πρόσβαση το ελληνικό κοινό. Για παράδειγμα, ξεκινήσαμε με το ‘Γκιακ’ του Δημοσθένη Παπαμάρκου από τη μία και ένα ρωσικό κλασικό, ‘Η Καρδιά του Σκύλου’ του Μπουλγκάκοφ. Αυτές οι δυάδες πιστεύω ότι δούλεψαν.

Έχουμε συνηθίσει να ρίχνουμε το βάρος της εκλαΐκευσης της επιστήμης στους ακαδημαϊκούς. Ένας εκδοτικός οίκος μπορεί να είναι παράγοντας σε αυτή τη διαδικασία;

Σίγουρα. Και δεν είναι μόνο η εκλαΐκευση από την τεχνική σκοπιά. Έννοιες ή περιεχόμενα δηλαδή τα οποία είναι δυσπρόσιτα να τα καταστήσεις εύληπτα και κατανοητά σε όλους. Υπάρχει και το ζήτημα του να φτιάξεις μια μόδα γύρω από αυτό ή να συγκροτήσεις ένα ρεύμα αναγνωστικό ή να δημιουργήσεις τις συνθήκες υποδοχής που θα υπερβαίνουν το ειδικό κοινό. Αυτό νομίζω ότι είναι στοίχημα όλων των εκδοτών ό,τι και αν εκδίδουν. Είναι καταστατικό στη λογική ενός εκδότη. Όταν εκδίδεις, θέλεις ακουστείς σε όλο τον δημόσιο χώρο, επιδιώκεις τη μέγιστη δυνατή απεύθυνση. 

Αυτό όμως είναι το ένα κομμάτι. Καμία φορά τείνουμε να δίνουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία σε αυτή την εκδοτική δουλειά που είναι και λίγο περιτύλιγμα. Στην πραγματικότητα η απόφαση που οδηγεί σε ένα διευρυμένο κοινό είναι η ίδια η εκδοτική απόφαση: Ότι θα βγάλω αυτό και όχι το άλλο, ότι θα ρίξω το βάρος σε αυτή τη θεματική και όχι στην άλλη. Και αυτό όντως μπορεί να γίνεται διαισθητικά και με τις προκαταλήψεις που κουβαλάει ο καθένας, με τις επιθυμίες που έχει.

Διαφορετικό είναι το πράγμα σε μεγαλύτερες εκδοτικές πρωτοβουλίες. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ιστορία του ‘Γαλαξία’, που ξεκίνησε με την ιδέα να συγκροτηθεί μια βιβλιοθήκη από φτηνά paperback που θα έφταναν σε κάθε σπίτι τη δεκαετία του 1960, όπου θα εντάσσονταν κλασικά ελληνικά έργα, ποίηση, ξένη πεζογραφία και επιστημονικό βιβλίο. Αυτό προφανώς είναι ένα εγχείρημα που υπερβαίνει τους ‘Αντίποδες’. Είναι όμως μια βαθιά τομή. Στην πραγματικότητα είναι αυτή που είναι ικανή να φέρει την αλλαγή, την πραγματική διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού.

 

Υπάρχει αυτό το κλισέ που λέει ότι “ο κόσμος δεν διαβάζει βιβλία”. Έχει νόημα αυτή η ερώτηση; Ιδίως σε μια περίοδο που το κείμενο είναι παντού και σε διάφορες μορφές και εύκολα προσβάσιμο για τον καθένα.

Έχω το τέλειο παράδειγμα. Οι Αντίποδες εξέδωσαν τον Φεβρουάριο του 2020 την αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Αυτό το κείμενο υπάρχει παντού στο ίντερνετ. Είναι ανοιχτό και προσβάσιμο για τον οποιοδήποτε. Γιατί όμως υπάρχει τόσος κόσμος που το αγοράζει αυτό το βιβλίο; Αντίστοιχη ήταν και η επιτυχία του βιβλίου του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη ‘Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας’ που περιείχε κείμενα που είχαν δημοσιευτεί πρώτα σε μια σελίδα του facebook. Κι όμως το βιβλίο πήγε εξαιρετικά, παρότι μεγάλο μέρος του υλικού του ήταν δημόσια προσβάσιμο. Νομίζω ότι υπάρχει εδώ μια πολύ βασική ιδέα. Το βιβλίο αποκτάει μια αυτοτέλεια έναντι του ηλεκτρονικού μέσου, ακριβώς γιατί μορφοποιεί το άμορφο υλικό του διαδικτύου. Του επιτρέπει να γίνει αντικείμενο. Και επομένως να φορτωθεί όλα τα φετίχ που φορτώνουμε στα πράγματα που αγαπάμε, συμπαθούμε, μισούμε. Προσφέρει, λοιπόν, μια πολύ διαφορετική εμπειρία ανάγνωσης από αυτή που συνηθίζουμε διαδικτυακά.


Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Ήθελα να σε ρωτήσω γι’αυτό. Είχα μάλιστα το παράδειγμα του Καμπαγιάννη ή του Τσαπραΐλη. Τι προσφέρει στα κείμενα αυτά το γεγονός ότι γίνονται και βιβλία;

Στα ίδια τα κείμενα μπορεί να μην προσφέρει τίποτα. Μπορεί και να προσφέρει περισσότερη προσοχή, καλύτερη επιμέλεια, ταξινόμηση, κ.λπ. Η μορφή του βιβλίου έχει και τις δικές της απαιτήσεις. Επιβάλλει κάποια πράγματα. Ως προς τον αναγνώστη τώρα, το βέβαιο είναι ότι αντιμετωπίζει εξαρχής τελείως διαφορετικά το υλικό που έχει μπροστά του. Το ερώτημα είναι και πάλι εδώ. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Εγώ πιστεύω ότι δεν έχει να κάνει μόνο με το φετίχ του βιβλίου και το φετίχ του χαρτιού. Πιστεύω ότι πρόκειται για την αίσθηση μιας οργανωτικής αρχής που είναι εγγενής στην έντυπη κουλτούρα. Οι αριθμημένες σελίδες, η διάταξη του υλικού, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η παρουσία του συγγραφέα. Στο διαδίκτυο είναι πάρα πολύ συχνή η εμπειρία να διαβάζεις κάτι αλλά να μη θυμάσαι ποιος είναι αυτός που το έχει γράψει. Δεν ταυτίζεις τον συγγραφέα με το κείμενό του. Στο έντυπο γεννιούνται διαφορετικού τύπου ταυτίσεις και εντάσεις κατά την ανάγνωση.

Έχει σημασία ότι το βιβλίο δεν είναι δωρεάν; Ότι το βλέπουμε ως μια μορφή επένδυσης;

Αυτό είναι νομίζω μια ισχυρή μεταβολή που έχει επέλθει τα τελευταία χρόνια, και όσο κατεβαίνουμε ηλικιακά αυτό εντείνεται και θα εντείνεται. Έχουμε συνηθίσει όλοι να καταναλώνουμε δωρεάν πολιτισμικό προϊόν κάθε είδους: εικόνα, μουσική, κείμενο, ακόμα και την ακαδημαϊκή έρευνα. Οπότε, όταν φτάνουμε στο βιβλιοπωλείο και πρέπει να δώσουμε το δεκάρικο, όλοι λέμε “καλά, αξίζει τώρα;”. Μπαίνουμε σε αυτό το δίλημμα. Και αν το κάνουμε εμείς μια φορά ίσως το κάνουν ακόμα περισσότερο οι νεότεροι.

Έχουμε, λοιπόν, συνηθίσει να έχουμε πλέον υψηλότερες απαιτήσεις από το προϊόν που τελικά αγοράζουμε. Στο χώρο του βιβλίου, οι απαιτήσεις έχουν αυξηθεί σε δύο επίπεδα: πρώτον, στην επιλογή, δηλαδή ζητάμε από τον εκδότη σου ή τον βιβλιοπώλη να μας παρουσιάσει μια γκάμα έργων που να είναι όλα καλά, ώστε να κινούμαστε με ασφάλεια από ένα επίπεδο και πάνω. Δεύτερον, στο κομμάτι στην ίδια την παραγωγή του βιβλίου, είτε αφορά τη μορφή είτε αφορά τη μετάφραση είτε αφορά την αισθητική εν γένει.


Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Εγώ, για να πω την αλήθεια, δεν είμαι σίγουρος ότι με ενδιαφέρει τόσο πολύ αυτή η κατεύθυνση. Ένα φτηνό paperback που έχουμε στις βιβλιοθήκες μας από το οποίο διαβάσαμε αγγλική ποίηση ή ένα αμερικανικό μυθιστόρημα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, παρέχει το ίδιο υλικό προς ανάγνωση. Δεν είναι κατανάγκην ευτελέστερο από το όποιο πολυτελές βιβλίο. Το τελευταίο απευθύνεται σε μια τελείως διαφορετική αντίληψη για το τι είναι το βιβλίο που είναι μακριά από τη λογική των Αντιπόδων.

Εξού και τα βιβλία μας είναι φτηνά και η παραγωγή τους είναι φτηνή, χωρίς αυτό να σημαίνει, νομίζω, ότι δεν έχουν την κομψότητα που μπορεί να έχει και ένα φτηνό αντικείμενο.

Αυτή η πρόσβαση στον δημόσιο χώρο κάνει όλο και περισσότερους να γράφουν (έχοντας και κάποιο κοινό). Πιστεύεις ότι κάποιος για να γράψει καλή λογοτεχνία, πρέπει να έχει διαβάσει πολλή λογοτεχνία;

Αυτό είναι ένα μυστήριο. Είναι το μυστήριο του ταλέντου. Για να έχει κανείς ταλέντο σε κάτι πρέπει να έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με αυτό το κάτι; Η δική μου προκατάληψη θα έλεγε ότι “ναι, θα πρέπει να έχει διαβάσει όλη την παγκόσμια λογοτεχνία από τον Δάντη μέχρι την τελευταία υποσημείωση του μεταμοντέρνου, και να ξέρει τα ρεύματα και να μπορεί να τοποθετήσει το ένα ύφος εδώ και το άλλο εκεί”. Αυτό όμως δεν ισχύει. Καμιά φορά μπορεί να ισχύει και το αντίθετο. Το βάρος μιας θεωρητικού τύπου ανάγνωσης της λογοτεχνίας κολλάει τους ανθρώπους, δεν τους αφήνει να βρουν τη δική τους φωνή, επιβάλλεται πάνω τους με τη μεγάλη του ισχύ και κάνει τα πράγματα που γράφουν ή που θέλουν να γράψουν εντελώς κοινότοπα.

Από εκεί και πέρα, σίγουρα με κάτι πρέπει να συνομιλεί αυτό που γράφεται. Κάπως πρέπει να αγκιστρώνεται σε όσα γίνονται σήμερα, σε όσα γράφονται σήμερα, σε όσα γράφονταν χθες. Τα πράγματα δεν γίνονται εν κενώ ούτε ασφαλώς φυτρώνουν οργανικά από το χώμα. Υπάρχει κάπου ο τόπος όπου επιτελείται η λογοτεχνική εργασία. Τώρα τι τύπου είναι αυτή η εργασία δεν έχει νόημα να το προκαταβάλουμε. Αυτό περιμένουμε να μας το δείξει το ίδιο το έργο. Μπορεί κανείς να περπατάει στον δρόμο και να ακούει ήχους της πόλης ή να δουλεύει με θραύσματα συνομιλιών πολύ πιο βαθιά σε σχέση με κάποιον που μεταφράζει Φλωμπέρ κάθε πρωί για άσκηση. Τις πνευματικού τύπου προκαταλήψεις μας πρέπει να τις αφήνουμε στην άκρη, όταν είναι να προσεγγίσουμε ένα κείμενο που έχουμε μπροστά μας.

Είναι πολλά τα κείμενα που σας στέλνουν άνθρωποι που δεν έχουν ξανασχοληθεί με τη συγγραφή;

Ναι, είναι πολλά. Ίσως μάλιστα να είναι το κομμάτι που διαχειρίζομαι με τον χειρότερο τρόπο. Είναι μια μαύρη τρύπα όλο αυτό. Αργούμε να τα διαβάσουμε, πολλές φορές έχουμε αργήσει να απαντήσουμε. Όλη αυτή η επικοινωνία, που καμιά φορά είναι πολύ απρόσωπη, όταν είναι σε αυτήν την πυκνότητα, ενέχει τον κίνδυνο να ξεχαστεί ή να παραπέσει κάτι, και αυτό είναι μια ωραία αφορμή παρεξηγήσεων, στεναχώριας κτλ. Είναι ένα πονεμένο κομμάτι όλη αυτή η ιστορία. 

Όταν έρχεται κάποιος και σου καταθέτει προς αξιολόγηση μια ιδέα ή μια δουλειά που έχει κάνει είναι άξιος τιμής μόνο και μόνο γι’ αυτό. Από την άλλη αυτό στην καθημερινότητά μου μεταφράζεται σε μια άπειρη ύλη προς ανάγνωση που μου δημιουργεί τρομερό άγχος.

 


Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Έχεις βρει κάτι πολύ καλό;

Έχει συμβεί αρκετές φορές να απορρίπτουμε βιβλία που μπορεί να είναι πολύ ωραία, απλώς δεν ταιριάζουν στη δική μας λογική. Εμείς έτσι κι αλλιώς βγάζουμε πολύ λίγα βιβλία. Άρα πρέπει να βγάζουμε όχι μόνο αυτά που είναι καλά αλλά και αυτά που μας αρέσουν εμάς ή που νιώθουμε ότι ταιριάζουν στην κατεύθυνσή μας ή συνομιλούν με τα ξένα βιβλία που εκδίδουμε, ώστε να διατηρείται κατά κάποιο τρόπο μια έννοια ενότητας.

Πάντως αρκετά πράγματα που έχουμε εκδώσει έχουν έρθει με αυτόν τον τρόπο και μπορεί να συμβεί. Προφανώς όμως συμβαίνει σπάνια.

Υπάρχει επίσης ως κλισέ μια διάκριση που λέει “α, δεν διαβάζει ο κόσμος, γιατί μπαίνει στο facebook”. Εσείς έχετε μια ενεργή παρουσία εκεί. Ο χώρος του βιβλίου μπορεί να βρει τον χώρο του και στο Instagram (το μέσο που αφορά δηλαδή κυρίως την εικόνα);

Υπάρχουν δύο πολύ απλοί στόχοι που ο εκδότης τους έχει από τις απαρχές της τυπογραφίας: Θέλει να ενημερώσει το ευρύτερο κοινό ότι υπάρχει το βιβλίο και να πείσει το κοινό να καταθέσει το αντίτιμο για να αγοράσει το βιβλίο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν είτε το θέλουμε είτε όχι ως έναν βαθμό ένα συμπλήρωμα, μια προέκταση του δημόσιου χώρου. Δεν βρίσκω, λοιπόν, κανέναν λόγο γιατί να μην είμαστε κι εμείς στον χώρο αυτόν.

Από εκεί και πέρα, όπως συμβαίνει πάντα στον δημόσιο χώρο, και όπως συνέβαινε και με τα έντυπα μέσα (εφημερίδες και περιοδικά), τους όρους με τους οποίους παίζεται το παιχνίδι δεν τους καθορίζουμε εμείς. Δεν τους καθορίζει ο κάθε συμμετέχων, έρχονται απέξω, είναι ήδη δεδομένοι. Ακόμα και οι όροι της αισθητικοποίησης και οπτικοποίησης του αντικειμένου πρέπει να υπακούουν στη λογική του μέσου, να τη σχολιάζουν, να έρχονται σε αντίθεση με αυτήν. Με κάθε τρόπο όμως πρέπει να τη λαμβάνουν υπόψη.

Το βιβλίο είναι ή μπορεί είναι ούτως ή άλλως ένα πολύ όμορφο αντικείμενο που μπορεί να αποκτήσει και μια διάσταση πολιτισμικής επίδειξης, όπως συμβαίνει κατεξοχήν στο Instagram. Άρα ακόμα και αν δεν έρθει κεντρικά από τον εκδοτικό οίκο η οπτικοποίηση αυτή, θα έρθει από τον αναγνώστη. Μπαίνουμε επομένως σχεδόν αναγκαστικά σε μια συνομιλία με αυτό.


/ Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Τι μπορεί να προσφέρει αυτή η ενασχόληση με τα social media; Κρύβει και κινδύνους;

Αυτό που σίγουρα συμβαίνει και που θέλω σταθερά να το παρακολουθώ είναι ότι η αμεσότητα των κοινωνικών δικτύων προσφέρει καλύτερη εποπτεία του κοινού. Σου δίνει πιο εύκολα να καταλάβεις πώς αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης αυτό που κάνεις. Έχεις μια πιο άμεση ανάδραση. Αυτό, λοιπόν, σε μαθαίνει με έναν πιο άμεσο και προφανή τρόπο τι είναι αυτό που θέλει και τι περιμένει να δει μπροστά του ο αναγνώστης. 

Προφανώς υπάρχουν οι κίνδυνοι. Υπάρχει ο κίνδυνος της διαρκούς αισθητικοποίησης ακόμα και της ίδιας της αναγνωστικής διεργασίας, που εμένα προσωπικά δεν μου αρέσει ιδιαίτερα. Η ανάγνωση μου φαίνεται κάτι πολύ ιδιωτικό. 

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι τα ίδια τα μέσα αυτά είναι πιο ανοιχτά στην εμπορευματοποίηση. Συχνά επικρατεί ο φετιχισμός του εμπορεύματος. Άρα κινδυνεύει κανείς να φτάσει να σκέφτεται ότι ένα βιβλίο που δεν έχει ωραίο εξώφυλλο δεν είναι καλό ή δεν θα του αποδώσει το συμβολικό κεφάλαιο που προσδοκά. 

Πάντως, η εμπειρία της πανδημίας, που μας στέρησε τους φυσικούς χώρους αλληλεπίδρασης με το βιβλίο, από τα βιβλιοπωλεία μέχρι τις παρέες, δείχνει ότι η δυναμική του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τους επιτρέπει σίγουρα να λειτουργούν  συμπληρωματικά, αν δεν υποκαθιστούν πλήρως τη φυσική διάδραση.

Τι να περιμένουμε από τους ‘Αντίποδες’ το επόμενο χρονικό διάστημα;

Όλοι βρισκόμαστε τώρα σε ένα καθεστώς απόλυτης αβεβαιότητας, που δυσκολεύει πολύ τον προγραμματισμό. Σε κάθε περίπτωση τη δουλειά που κάναμε το προηγούμενο διάστημα θέλουμε να τη βγάλουμε προς τα έξω με κάθε τρόπο. Θα ξεκινήσουμε με τους Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον, ένα πολύ σημαντικό βιβλίο για το οποίο ήδη έγραψες, και μέχρι τα Χριστούγεννα θα κυκλοφορήσουν, ακόμη και αν δεν ανοίξουν τα βιβλιοπωλεία, ο Δον Υπαστυνόμος του Δημήτρη Καρακίτσου, μια εκλογή ποιημάτων του Ώντεν σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά και μια ανθολογία ελληνικής ποίησης του 21ου αιώνα σε επιμέλεια Μαρίας Τοπάλη με τον τίτλο Ποίηση με πείσμα.

Exit mobile version