ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στο έργο του Λάκη Γαβαλά, είμαστε όλοι κομπάρσοι

Χορός, πάρτι, επιχειρήσεις, φυλακή, αναγέννηση. Η ζωή του Λάκη Γαβαλά έγινε επιτέλους βιβλίο και με αυτή την αφορμή, θυμάται στο OneMan τις σημαντικότερες πράξεις του έργου με πρωταγωνιστή -φυσικά- τον ίδιο.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: THE DREAMER
STYLING: LAKIS GAVALAS PRIVATE COLLECTION
ΜΑΚΙΓΙΑΖ: ΜΑΡΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΛΛΗ
Η ώρα είναι λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι και περιμένουμε τον Λάκη Γαβαλά στο στούντιο του Dreamer (του φωτογράφου μας) στο Μεταξουργείο. Το ραντεβού είχε δοθεί για τις 11 αλλά ο Λάκης μάς είχε προειδοποιήσει από την προηγούμενη πως ίσως έρθει στις 11 και μισή, ίσως έρθει και στις 12 παρά. Για άλλον συνεντευξιαζόμενο αυτό θα ήταν κάπως περίεργο, στην περίπτωση του Γαβαλά, προσέθετε απλά ένα έξτρα αλατοπίπερο στις ήδη απολαυστικές μας διαδικαστικές συζητήσεις.

Το αγχωμένο του τηλεφώνημα να βγούμε να παραλάβουμε από το ταξί τις βαλίτσες με τα ρούχα για τη φωτογράφηση σήμανε και την άφιξη του larger than life Λάκη Γαβαλά στο χώρο και η ενέργειά του πλημμύρισε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα πάντα.

Αστεία για το πώς καταφέρνει να στέκεται τόσες ώρες ο Marc Jacobs στα τακούνια που έφερε μαζί του για τη φωτογράφηση, αυτοαποθέωση και αυτοσαρκασμός με εναλλαγή δευτερολέπτων και μια όρεξη που ελάχιστοι άνθρωποι στην ηλικία των 70 χρόνων καταφέρνουν να βρουν.

Μια όρεξη που εξακολουθεί να διοχετεύει σε νέα projects, όπως το podcast “Pitch Me Up”, το οποίο δίνει ώθηση σε startups στα πρώτα τους βήματα να κάνουν μια δυναμική αρχή. «Για μένα είναι σαν μάθημα όταν κάνουμε το podcast, μαθαίνω τόσα. Νομίζω ότι έχω αποθηκεύσει πολλά πράγματα και επειδή δεν έχω πλέον τη δράση που είχα παλιά, αυτό μου λείπει. Με ένα τρόπο έχω κάνει κι εγώ podcast, χωρίς να το καταλάβω, πολλές φορές στη ζωή μου. Πάντα μιλούσα για το πώς δημιούργησα την εταιρεία, για το πώς έπεσε η εταιρεία, και ξαναμιλάω για το πώς ξαναδημιουργείται», εξηγεί ο ίδιος, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του συμβούλου, του δασκάλου και του έμπειρου επιχειρηματία.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών άλλωστε, ο Λάκης Γαβαλάς χρειάστηκε να υποδυθεί πολλούς ρόλους. Του καλλιτέχνη, του εμπόρου, του σχεδιαστή, του κρατούμενου. Πάντα έπαιζε το ρόλο που του δινόταν με πάθος και όλοι γύρω του ήταν οι κομπάρσοι, το σκηνικό ή στην καλύτερη περίπτωση οι συμπρωταγωνιστές. Δεν κρύβει βέβαια, πως στο έργο της ζωής του, έχει υπάρξει ή θα ήθελε να έχει υπάρξει κι ο ίδιος κομπάρσος.

Το έργο αυτό, το αφηγείται ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, «Λάκης Γαβαλάς Loaded» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα, και για το συναρπαστικό αυτό έργο αυτό μιλήσαμε και κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, πριν ο Λάκης αρχίζει να ξεδιπλώνει τον ρόλο του καλλιτέχνη για τις ανάγκες της φωτογράφησης, χοροπηδώντας σαν μικρό παιδί μπροστά στον φακό.

Κυρίες και κύριοι, το έργο της ζωής του Λάκη Γαβαλά ξεκινάει. Τα φώτα χαμηλώνουν και καλή σας διασκέδαση.

Πράξη πρώτη: γιος, καλλιτέχνης, διασκεδαστής

Μεγαλώνοντας στον Πειραιά της δεκαετίας του ‘60, με πατέρα μηχανουργό που είχε για τον γιο του τις προσδοκίες να βαδίσει στα χνάρια του, ο Λάκης ήξερε ότι το δικό του μονοπάτι τον οδηγούσε αλλού. Παρά τις πιέσεις του πατέρα του, δεν αποτελούσε κι εκείνος παρά έναν ρόλο στη δική του ταινία. Και το σενάριο ήταν ήδη γραμμένο στο κεφάλι του.

«Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο μαρμάρων. Βέρος Πειραιώτης, μηχανουργός και άνθρωπος της ευρεσιτεχνίας, είχε βραβευθεί στη ΔΕΘ για τα μηχανήματα κοπής μαρμάρων που έφτιαξε. Ως το μόνο αγόρι της οικογένειας, καθώς έχω δύο αδερφές, με έβλεπε ως αυτόν που θα συνεχίσω την οικογενειακή δουλειά».

«Από μικρός όμως έβλεπα μια καλλιτεχνική φλέβα σε μένα, την οποία δεν ήθελα να περιορίσω και ξεκίνησα να την εκφράζω, περιπαίζοντας τους καθηγητές, όπως τουλάχιστον θεωρούσε ο πατέρας μου».

«Είχα μια δασκάλα που κυκλοφορούσε με εννιάποντο τακούνι και έγραψα στην έκθεσή μου “τικ τακ το τακουνάκι σου”. Μου έβαλε 10 με τόνο επειδή εκτίμησε την ειλικρίνειά μου και ο μπαμπάς πήγε στη δασκάλα για να ζητήσει εξηγήσεις».

«Βέβαια, εγώ νομίζω ότι στην πραγματικότητα πήγε για να τη φλερτάρει γιατί ήταν πολύ όμορφη. Ήταν όμορφος άντρας και τον φλέρταραν όλες στη γειτονιά, κάποιες τις εξυπηρέτησε, κάποιες δεν τις πρόλαβε».

«Το κακό είναι ότι η δασκάλα με είδε σαν υπόδειγμα και έπρεπε ξαφνικά στην Πέμπτη δημοτικού να λειτουργώ ως τέτοιο. Κατάλαβα όμως, ότι οι συμμαθητές του ήταν το πρώτο μου κοινό και το σκηνικό ήταν ο πίνακας, η έδρα και η υπόλοιπη τάξη και ζητούσα από τη δασκάλα να μου δώσει ροζ κιμωλία».

«Ήμουν ένα αγόρι ατίθασο, χαριτωμένο, με σγουρά μαλλιά, μυϊκή υπόσταση».

Πράξη δεύτερη: Πωλητής, χορευτής, γαμπρός

Επόμενη στάση του Λάκη, ο χορός. Προφανώς κρυφά από τον πατέρα του, αλλά ακόμη πιο προφανώς, με μεγάλη επιτυχία. Ο χορός ήταν που θα του χάριζε και το εισιτήριο για τη μεγάλη εννιάχρονη περιπέτεια στο εξωτερικό.

«Αργότερα έκανα κρυφά χορό στη Ραλλού Μάνου και όταν ο πατέρας μου το κατάλαβε, αποφάσισε να μου κόψει το χαρτζιλίκι για να με αναγκάσει να βρω μια δουλειά. Είδα σε μία αγγελία ότι έψαχναν πωλητή σε ένα μαγαζί με σχολικές τσάντες στην Πλάκα και επειδή είχα από τότε τρέλα με τις τσάντες, πήρα τηλέφωνο, όμως με απέρριψαν γιατί από τη φωνή μου θεώρησαν ότι είμαι κοπέλα».

«Πήγα από εκεί τελικά να με δουν, με προσλάβανε και άρχισα να πουλάω τις τσάντες σαν τρελός, δύο ζητούσαν, πέντε πούλαγα. Εκεί μπλέχτηκε το καλλιτεχνικό με το επιχειρηματικό δαιμόνιο, ήταν το πρώτο τεστ».

«Άρχισα να αγοράζω δέρματα από τα δερματάδικα της περιοχής και να τα πηγαίνω σε ράφτες, με το χαρτζιλίκι που μου έδινε η μαμά, η οποία αντί να πάρει το μέρος του πατέρα μου είχε πάρει το δικό μου. Μια μέρα, ένας φίλος του πατέρα μου που ήταν και φίλος του ιδιοκτήτη με είδε στο μαγαζί και τα κάρφωσε όλα στον πατέρα μου και τότε μου είπε να φύγω από εκεί και να κάνω ό,τι θέλω».

«Αποφάσισα να γραφτώ στο μπαλέτο του Μεταξόπουλου και έπαιξα στο μιούζικαλ Hair, στον Εθνικό Κήπο. Γνώρισα και τον Νταλάρα, που τραγουδούσε εκεί. Μετά πήγα στο μπαλέτο του Σελινού, που ήταν λιγότερα άτομα και έπειτα από 2 σεζόν, περνάω από κάστινγκ και με παίρνουν στο μπαλέτο της Ραφαέλα Καρά στην Ιταλία».

«6 Αυγούστου ήταν τα γενέθλιά μου, εγώ έφυγα στις 4 Αυγούστου, οι γονείς μου έλειπαν διακοπές, δεν τους χαιρέτησα καν. Ήμασταν 80 άτομα μπαλέτο, πολύ γρήγορα όμως μπήκα στην αγαπημένη της τριάδα».

«Ήμουν ένα αγόρι ατίθασο, χαριτωμένο, με σγουρά μαλλιά, μυϊκή υπόσταση. Γνώρισα πολλούς σχεδιαστές επειδή κάθε εβδομάδα πήγαινα σε βεστιάρια για να δοκιμάσω τα κοστούμια των παραστάσεων».

«Διέπρεψα εκεί, πήγα στη Γαλλία μετά, δούλεψα με διάφορους εμπόρους Εβραίους που ξέρουν καλά το εμπόριο και εκπαιδεύτηκα ξανά».

«Στη Γαλλία παντρεύτηκα ένα μοντέλο, έκατσα 9 χρόνια μαζί της, ίσως αυτό να με κράτησε πιο πολύ έξω, ευτυχώς γιατί άργησα να ζήσω το ελληνικό δράμα. Μετά βέβαια, λόγω της δουλειάς, ζούσα εκτός Ελλάδας 2-3 μήνες το χρόνο».

Πράξη τρίτη: Σχεδιαστής, έμπορος, money maker

Μετά από 9 χρόνια στο εξωτερικό, ο Λάκης επιστρέφει στην Ελλάδα που τόσο θα τον ταλαιπωρούσε τα επόμενα χρόνια. Η αρχή πάντως, ήταν ιδανική.

«Γύρισα επειδή το χρωστούσα στην οικογένειά μου, τους αγαπούσα πολύ. Από τότε άρχισαν τα προβλήματά μου, ήμουν δακτυλοδεικτούμενος επειδή τα ρούχα που έφερναν οι άλλοι ήταν τριτοκοσμικά κι εγώ ξεχώριζα».

«Το πρώτο μαγαζί το κάναμε μαζί με την αδερφή μου στη Ρόδο, επειδή ήταν για εμάς αγαπημένος προορισμός για διακοπές. Τότε είχε και duty free η Ρόδος, δεν πλήρωνες τους δασμούς, οπότε μας συνέφερε οικονομικά, ενώ λόγω του τουρισμού είχαμε πολλούς πελάτες, Αθηναίους που ερχόντουσαν να παίξουν στο καζίνο αλλά και ξένους».

«Στην Αθήνα ωστόσο είχαμε κάνει το showroom για να γίνεται η διοχέτευση των εμπορευμάτων, γιατί το σκεπτικό μου ήταν να είναι όλη η Ελλάδα όμορφη, να έχουμε όλοι όμορφα πράγματα».

«Είχα πολύ καλούς πελάτες, τον Sotris, την Bettina, τον Κριθαριώτη, με αγάπησαν και με εκτίμησαν αμέσως. Από την άλλη είχα πολλές κόντρες με τους υποτιθέμενους συναδέλφους μου που έφερναν προϊόντα από την Κίνα με φορτηγά. Εγώ δεν είχα μάθει να δουλεύω έτσι».

«Σχεδίαζα για την Fendi, για τη Louis Vuitton, δεν ήμουν κομπάρσος, ήμουν ένας πρωταγωνιστής του στιλ κι αυτό είναι αποδεκτό από όλο τον κόσμο».

«Από αυτό το μικρό μαγαζί, σιγά-σιγά ήρθε η επιτυχία και φτάσαμε να έχουμε 300 εργαζόμενους σε μεγάλες εγκαταστάσεις. Ποτέ δεν έκανα off-shore εταιρείες για να γλιτώσω τις εφορίες, άλλωστε δεν μπορούσα γιατί αν συνεργάζεσαι με πολυεθνικές εταιρείες, δε σε παίρνει να κάνεις βλακείες, πρέπει να είσαι νομοταγής».

«Έγινε λοιπόν αυτό το μεγάλο μπουμ, έρχονται όλοι οι ξένοι σχεδιαστές για να με επισκεφτούν, έκανα και επιδείξεις, ενώ μετά το 2000 που άνοιξα το .lak, την οικονομική μου σειρά, άρχισα να κάνω τις δικές μου επιδείξεις. Με 80 μοντέλα, μακιγιέζ, κομμωτές, υπερπαραγωγή. Ένα από τα τελευταία show που έκανα ήταν στο χώρο που είναι σήμερα το YTON. Μάλιστα το λέει ακόμα ο Βέρτης ότι εγώ ήμουν ο νονός του».

«Εκεί κοντά μάλιστα ήταν και το εργοστάσιο του πατέρα μου, είναι σαν να πήγαινα κοντά στον μπαμπά μου πνευματικά, αν υπάρχει μια άλλη ζωή. Ο πατέρας μου έφυγε περήφανος, γιατί είδε ότι το εμπορικό δαιμόνιο το πήρα. Μπορεί να πέρασα την καλλιτεχνική μου φάση, αλλά το εμπόριο ήταν τελικά αυτό που με κέρδισε».

«Η δουλειά μου είναι να είμαι money maker, γιατί όπου πήγα έβγαλα λεφτά, στην τηλεόραση, στη δουλειά, παντού. Το μόνο που αγνόησε το κράτος ήταν αυτός ο τίτλος, αυτή μου την ιδιότητα. Ήθελαν να είμαι η βιτρίνα ότι κάτι έκαναν».

Πράξη τέταρτη: Φοροφυγάς, κατηγορούμενος, ένοχος

Η κρίση αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της σε όλο τον κόσμο και φυσικά δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και την Ελλάδα. Η πτώση για τον Λάκη Γαβαλά, ήταν απότομη.

«Αθώος γαρ, επένδυα στη χώρα, γιατί μου είχαν πει για την παγκοσμιοποίηση. Οι ξένοι με εμπιστεύτηκαν και μου έδιναν περισσότερο χώρο στις εταιρείες τους, πήρα όλα τα Βαλκάνια, τις Αραβικές χώρες, φαινόταν ότι είχα περιθώρια για μεγάλη εξέλιξη».

«Το 2009 κατάλαβα πρώτη φορά ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν είχα πάει στα Barneys στην Αμερική και μου είχαν πει οι πωλητές ότι τους μένουν τα αποθέματα και έχουν πρόβλημα επιβίωσης, επειδή πληρώνονταν κυρίως από τις προμήθειες».

«Γύρισα τότε στην Ελλάδα και τους είπα ότι πρέπει να συρρικνώσουμε την παραγωγή μας γιατί υπάρχει πρόβλημα παγκοσμίως και θα μας επηρεάσει. Επειδή όμως στο οικονομικό μας τμήμα είχα μπλέξει με αμόρφωτους κι εγώ δεν ασχολιόμουν, ήμουν ο σκάουτερ, ο καλλιτέχνης, που πήγαινα και έκλεινα deal στο εξωτερικό και μετά τις επιδείξεις μόδας πήγαινα στα παρασκήνια και ρωτούσα τι γίνεται με τις συμφωνίες, με αγνόησαν».

«Έπινα καφέδες με την Anna Wintour και βέβαια το σακάκι μου ήταν πιο ωραίο από το δικό της, δεν είχα χρόνο να ασχολούμαι και με αυτά».

«Δε με άκουσαν και όταν ήρθε το μπραφ, έφυγε ο όρος παγκοσμιοποίηση ξαφνικά κι ήρθε η πανμπουρδελοποίηση. Πες μου μετά από όλα αυτά, ποιοι έπρεπε να πάρουν μια θέση εκεί που πήγα εγώ. Ξαφνικά, έγινα ένας άνθρωπος παρακμιακός, ένας απατεώνας».

«Το κτίριο στην Κάντζα ακόμα δεν το έχουν δημεύσει, οι αρχές μού έχουν πει ότι το παράτησαν στο έλεος των Ρομά για να λεηλατηθεί. Που δεν έχω κανένα πρόβλημα βέβαια με αυτούς τους ανθρώπους και σχέση θα έκανα με τσιγγάνο ευχαρίστως».

«Όταν ήρθε η κρίση, οι πελάτες δεν μπορούσαν να μου πληρώσουν το ΦΠΑ και βρέθηκα κι εγώ να χρωστάω. Κι αντί να μπουν στη φυλακή οι πολιτικοί που το δημιούργησαν όλο αυτό, μπήκα εγώ. Που τους βλέπεις στη βουλή και τσακώνονται όπως οι πόρνες στην οδό Νοταρά στον Πειραιά που τους πήραν τον πελάτη. Σε αυτή τη χώρα βρήκα εγώ να επενδύσω. Το κακό γι’ αυτούς είναι ότι βγήκα από τη φυλακή πιο μουνάρα».

«Όλοι αυτοί που έλεγαν για παγκοσμιοποίηση μένουν τώρα στα βόρεια προάστια και έχουν φύλακες και προσωπικό. Εγώ χρειάζομαι και φύλακες, και προσωπικό κι έναν ψυχαναλυτή in th backseat of my Cadillac γιατί με τρέλαναν».

Πράξη τέταρτη: Φυλακισμένος, κηπουρός, ελεύθερος

Ίσως ο πιο ζόρικος ρόλος που κλήθηκε να παίξει στο έργο της ζωής του ο Λάκης Γαβαλάς, ήταν αυτός του φυλακισμένου. Κατάφερε όμως να στήσει ένα σενάριο ακόμη και για τους 15 αυτούς μήνες στον Κορυδαλλό.

«Στη φυλακή ήταν δραματικοί οι πρώτοι τρεις μήνες. Περιέπεσα σε κοροϊδία, από μια ζωή αξιοπρεπή όπως θεωρούσα ότι είχα, βρέθηκα σε ένα χώρο με άλλες μυρωδιές, θορύβους, ήταν τραγικό».

«Μετά τους τρεις πρώτους μήνες, κατάλαβα ότι εδώ κοροϊδεύουν όλοι, οι δικηγόροι, οι δικαστές. Κρατούσαν εμένα όμηρο και την αδερφή μου με ανήλικο παιδί με καταπληκτικό βίο και τρεις γυναίκες εισαγγελείς την καταδίκασαν, ενώ δεν είχε κάνει τίποτα. Εκεί κατάλαβα ότι έχει πέσει σκληρό σήμα. Αυτό με πείραξε, δεν μπόρεσε να πάει να δει τον γιο της που είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο».

«Βάλανε έναν του οικονομικού εγκλήματος ανάμεσα σε εγκληματίες. Σε περιπαίζουν κιόλας, ότι είσαι σε περίοπτη πτέρυγα. Είδαμε και ο Φουρθιώτης που ήταν σε αντίστοιχη πτέρυγα και τον πλάκωσαν στο ξύλο πριν φύγει».

«Στους 3 μήνες που υπέφερα με σεβόντουσαν και κρατούσαν σε μία απόσταση. Τότε το φιλοσόφησα και είπα ότι κάνεις ένα νέο έργο στη ζωή σου, που λέγεται “φυλακισμένος”. Πάω στον αρχιφύλακα και τον ρωτάω πόσοι είναι οι κρατούμενοι, μου απάντησε περίπου 2.300. Ωραία λέω, αυτοί είναι οι κομπάρσοι μου, ξεκινάει το έργο».

«Πάω στην εισαγγελέα και της ζητάω να δουλέψω για να μειωθεί η ποινή μου, οπότε με έβαλε στον κήπο της φυλακής. Όποιος δικηγόρος ερχόταν και με έβλεπε, μου έλεγε ότι είμαι μάγκας που έκανα την ποινή μου και ότι έχω μεγάλα αρχίδια».

«Με κούραζαν αυτά και γυρνούσα στο κελί μου να κοιμηθώ. Ήμουν με 3 άτομα ακόμη, διάβαζα το βιβλίο μου, έκανα γυμναστική για να κουράζομαι και να κοιμάμαι νωρίς το βράδυ, αλλά ποτέ δεν ξέχασα τον ήχο που έκανε η βαριά πόρτα για να κλείσει πίσω μου ενώ εγώ έμενα μέσα».

«Υπήρχαν βράδια που έκλειναν τα φώτα στις 9 το βράδυ κι ήθελα ένα τέταρτο έστω ακόμα. Μπορεί να φαίνεται λίγο, αλλά ένιωθα ότι αυτό το τέταρτο ήταν σαν να μου στερούν την ελευθερία για χρόνια».

«Η τιμωρία λοιπόν στη φυλακή είναι πραγματική, δεν είναι αμελητέα. Η μόνη μου επικοινωνία ήταν για τα θέματα της εταιρείας, από το καρτοτηλέφωνο. Με είχαν επισκεφτεί 2-3 φίλοι μου γνωστοί καλλιτέχνες, αλλά δεν ήθελα να προκαλώ, παρ’ όλο που τα επισκεπτήρια γινόντουσαν στο γραφείο της διευθύντριας».

«Καλλωπιζόμουν, όποτε είχα δικαστήριο έφτιαχνα τα μαλλιά μου, έβαζα κάποιον Πακιστανό που ήταν τρομεροί. Και ντεκαπάζ έκανα, και γραμμές στα μαλλιά, έβαζα κολόνια. Μπήκα και στην κλούβα μια φορά, αλλά με λυπόντουσαν οι άλλοι και μετά με πηγαίνανε με το αυτοκίνητο του διοικητή. Στο μυαλό μου όλα αυτά ήταν σαν ένα σενάριο κι έτσι μπόρεσα να πορευτώ».

«Όταν βγήκα, φορώντας μια μπλούζα που είχα φτιάξει, που έγραφε Free da Korydallos, σε στιλ Frida Kahlo, σκέφτηκα ότι πολύς κόσμος θα γεμίσει τις αίθουσες για να παρακολουθήσει το φιλμ της ζωής μου. Κι έτσι και έγινε, κόπηκαν πολλά εισιτήρια. Και αυτό το χρωστάω στην πειθαρχία μου και πιο πολύ στον Απόστολο Γαβαλά, τον εαυτό μου. Γιατί είναι υπόδειγμα ανθρωπίνου είδους».

«Ένα άλλο απωθημένο είναι ότι δεν έχω μετά από μια σκληρή βραδιά, έναν ή μία σύντροφο δίπλα μου να μου πει ένα "άει στο διάολο"».

Πράξη πέμπτη: Συνειδητοποιημένος, ώριμος, κομπάρσος

Πλέον, στα 70 του χρόνια, ο Λάκης Γαβαλάς ξέρει πολύ καλά τι θέλει, τι του λείπει και μοιάζει προετοιμασμένος για όλα. Ακόμα και για το θάνατό του.

«Στην κανονική μου ζωή θέλω να αισθάνομαι κομπάρσος, γιατί δε φοβάμαι τη σύγκριση. Υπηρέτησα όλους τους σχεδιαστές, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Και τρελοί ήταν, και ουσίες έπαιρναν, αλλά εγώ έπρεπε να είμαι καλός, συγκαταβατικός, να παράξω χρήματα γι’ αυτούς. Δεν έχω πρόβλημα να είμαι απλά ο κρίκος σε μια αλυσίδα και το κλειδί στο λουκέτο να το έχει ένας ανώτερος».

«Αν ξαναγύριζα, θα ζούσα το ίδιο, θα ήθελα να είμαι ο ίδιος. Αυτό που ήθελα πάντα, είναι να είμαι χρήσιμος. Μέσα από το επιχειρηματικό μου δαιμόνιο και την πειθώ μου, κέρδισα την εμπιστοσύνη σπουδαίων ανθρώπων και αυτό ήρθε να μου το στερήσει το ελληνικό κράτος».

«Εμείς είμαστε που κάνουμε την Ελλάδα σκατά, ο καθένας από εμάς. Το να σηκωθείς να φύγεις είναι η εύκολη λύση. Η πραγματική φυλακή είναι αυτή που ζούμε όλοι, είναι η ίδια η χώρα. Σε αγχώνει, αλλά δεν είσαι στην αγχόνη».

«Το μόνο μου απωθημένο είναι να μάθω να στρώνω καλά το lip gloss».

«Αν έχω κάποιο άλλο απωθημένο, είναι να έχω αγαπήσει κάποιο άτομο περισσότερο ώστε να το τρελάνω, γιατί μ’ αρέσει η τρέλα, όταν κάποιος τρελαίνεται με κάποιον γίνεται πιο εύκολα ανιχνεύσιμος».

«Ένα άλλο απωθημένο είναι ότι δεν έχω μετά από μια σκληρή βραδιά, έναν ή μία σύντροφο δίπλα μου να μου πει ένα “άει στο διάολο”. Το χάδι κρατάει ένα λεπτό, το “άει στο διάολο” κρατάει μια ζωή».

«Εννοείται ότι τον σκέφτομαι τον θάνατο. Έχω πάει σε φίλο που έχει γραφείο τελετών και έχω κανονίσει ήδη τα πάντα».

«Τον Λάκη Γαβαλά τον διάσημο τον μισώ, θέλω να τον πετάξω στα σκουπίδια. Δεν το αισθάνομαι αυτό το πράγμα, εγώ υπηρέτησα πάρα πολλές προσωπικότητες, μεγάλους σχεδιαστές. Τώρα τους νέους σχεδιαστές τους βλέπω σαν παιδιά μου, γι’ αυτό και διδάσκω σε δύο σχολές».

«Έρχονται νέα παιδιά με βαμμένα μαλλιά και έξαλλα ρούχα για να με εντυπωσιάσουν. Εμένα αυτό δε μου λέει κάτι, εγώ θέλω να δω τι σημειώσεις έχουν κρατήσει κι αν έχουν κάτι να μου πουν. Δεν μπορώ να ακούω το φωνήεν “ε” επί μισή ώρα όταν τους δίνω το λόγο».

«Δεν θέλω να είμαι διάσημος επειδή πήγα φυλακή και βγήκα άντρας. Εμένα η φυλακή μου ήταν το να πρέπει να πάω από τη μια πόλη στην άλλη να χορέψω με 40 πυρετό μακριά από τους δικούς μου. Ή ότι δεν μπορούσα να πάω μια εκδρομή γιατί έπρεπε να μείνω πίσω να παράξω για την εταιρεία μου».

«Ήμουν και πριν τη φυλακή αυτής της λογικής, μεγάλωσα με πειθαρχία, γι’ αυτό και δεν αφέθηκα και εντελώς στον έρωτα, πάντα κάτι με συγκρατούσε. Γι’ αυτό και δεν έκανα ποτέ ναρκωτικά, κάπνισα πολύ λίγο, δεν πίνω αλκοόλ γιατί θα μου στερήσει τη χαρά και τη ροή του μυαλού μου».

Πράξη έκτη: Συγγραφέας, αφηγητής, δέντρο

Στο βιβλίο του, «Λάκης Γαβαλάς Loaded» από τις εκδόσεις Άγκυρα, βρίσκονται όλα τα παραπάνω κεφάλαια του έργου της ζωής του. Γιατί όμως αποφάσισε να τα αποτυπώσει σε ένα βιβλίο;

«Η φίλη μου η Αριστέα Δερβένη, μου έλεγε χρόνια ότι πρέπει να γράψω ένα βιβλίο και τελικά με κάλεσαν οι εξαιρετικές εκδόσεις Άγκυρα να το κάνουμε. Ήθελα απλά μια curator να μιλάω και να τα γράφει, εγώ να βάλω τις μπερδεμένες ράστα κοτσίδες και κάποια να τις λούσει και να τις χτενίσει».

«Δεν την είδα συγγραφέας ξαφνικά, απλά όλοι πάντα μου έλεγαν γιατί δε γράφεις την ιστορία της ζωής σου και είπα ΟΚ, πάμε να το κάνουμε».

PUBLIC.GR

ΛΑΚΗΣ ΓΑΒΑΛΑΣ LOADED

Δες εδώ αναλυτικά!
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

«Μιλάγαμε με την curator για 5 ώρες τη μέρα κάθε μέρα, ξέθαβε κάτι παλιές μου συνεντεύξεις από το 79 και το 82, ένιωθα σαν να έχω πεθάνει και να μιλάνε όλοι για μένα».

«Το βιβλίο βγήκε για να πει ένα απλό πράγμα, που είναι και το μότο της ζωής μου. Όταν ένα δέντρο είναι φουντωμένο, έχει όλα του τα φύλλα, λες ότι είναι υπέροχο. Κάποια στιγμή, όταν το ξαναδείς το φθινόπωρο, είναι γυμνό, έχει χάσει όλα του φύλλα. Τι θα κάνει, θα πεθάνει το δέντρο; Όχι, γυμνώνεται γιατί μετά ξαναδυναμώνει, βγάζει καινούρια φύλλα. Το γεράκι κάθε τόσο, πηγαίνει σε μια κορυφή και ξύνει το ράμφος του για να αναζωογονηθεί. Κάτι τέτοιο είμαι κι εγώ, ένα δέντρο ή ένα γεράκι».

«Πρότεινα όταν τελειώσει το βιβλίο να τα αφηγείται όλα η επιμελήτρια και να με βάλουν εμένα ξαπλωμένο σε μια neon κάσα και μόλις τελειώσει η αφήγηση να σηκωθώ και να πω «”τι βλακείες είναι αυτές, δεν πέθανα, τώρα ξεκινάω να ζω”».