Στο Θάνο Τοκάκη έπιασαν τόπο οι σφαλιάρες
- 19 ΝΟΕ 2015
Τον Θάνο Τοκάκη όπως και εσύ, έτσι και εγώ τον έμαθα ως το αγόρι και μετέπειτα άντρα της τηλεοπτικής κόρης του Πέτρου Φιλιππίδη στο Πενήντα Πενήντα. Και μαζί με αυτά ως τον άνθρωπο που μετά τον Αλέκο Τζανετάκο έχει φάει τα πιο πολλά χαστούκια σε οθόνη. Παρόλα αυτά, για κάποιο λόγο δεν τον συνδύασα ποτέ στο μυαλό μου με το λεγόμενο ‘παιδί της φάπας’, ρόλο που κατέχουν επάξια στο μυαλό μου τόσο ο προαναφερθείς μεγάλος Έλληνας ηθοποιός όσο και ο Θανάσης Τσαλταμπάσης. Όταν πριν από τρία αν δεν κάνω λάθος χρόνια τον είδα στο θέατρο Θησείον και την παράσταση Μιστέρο Μπούφο να κάνει υποδύεται τους πιο εξαιρετικούς αυτοσχεδιαστικούς ρόλους που έχω δει μέχρι τώρα επί σκηνής, κατάλαβα το λόγο.
Αν επομένως, καθώς διαβάζεις την σημερινή συνέντευξη σου δημιουργηθεί η απορία πώς στην ευχή μας ήρθε η ιδέα να φωτογραφίσουμε έναν ηθοποιό που γνωρίσαμε στο δεύτερο μισό της πρώτη δεκαετίας του 2000, σε ένα κόνσεπτ που μυρίζει ναϊντίλα αλλά όχι ναφθαλίνη, τότε η μοναδική λογική εξήγηση που έχω να σου δώσω είναι η εξής: Γιατί μπορεί.
Πριν πατήσω το rec, μία μικρή υποσημείωση: Ήθελε να κάνει Στιβ, τον έπεισα για Μπράντον. Στους υπόλοιπους αυτοσχεδιασμούς βλέπεις κάτι από Saved by the Bell, Λυκούργο από Disney Club και (σπόιλερς) Ακάλυπτο.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
Πέτυχες την τηλεόραση στα καλά της.
“Στα τελειώματα“.
Έστω. Τι σου έχει αφήσει;
“Γνώρισα μερικούς ωραίους τύπους. Πήρα ένα αυτοκίνητο από τα λεφτά του σίριαλ“.
Και αρκετή δημοσιότητα φαντάζομαι.
“Είναι θέμα ανθρώπου“.
Εσύ ποιος άνθρωπος είσαι;
Γέλια, χαρές, συνθήματα.
Γενικά, η τηλεόραση φτιάχνει μία περίεργη οικειότητα μεταξύ ηθοποιού και κοινού.
“Ναι. Σε μία νύχτα που έπαιξα στον Κοκκινόπουλο, είχα 150 καινούρια likes. Και μηνύματα κτλ“.
Με τα social πώς τα πας;
“Πολύ καλά. Facebook, Twitter, LinkedIn“.
Τουιτάρεις;
“Όχι πολύ“.
Δεν είσαι βαθύ Twitter δηλαδή.
Νεύμα αρνητικό και πάμε παρακάτω.
Αλήθεια πώς σου φαίνεται που πλέον ο κόσμος επικοινωνεί σχεδόν μόνο μέσα από τα social media;
Θυμάμαι τότε στο Δημοψήφισμα, τα posts αγανάκτησης και πολιτικής τοποθέτησης είχαν πάρει φωτιά.
“Καλά εμένα με έπιασε κατάθλιψη τότε. Πολύ βαθιά. Τσακώνονταν άνθρωποι“.
Με κοίταξε με ένα μείγμα απογοήτευσης και εκνευρισμού και συνέχισε.
“Έχει άλλη ζύμωση όταν επικοινωνείς με τον άλλο face to face. “Το ίδιο συμβαίνει και στα ερωτικά. Μπορεί να γνωρίσεις μία κοπέλα και να μην της ζητήσεις το τηλέφωνό της γιατί μπορεί να πεις εντάξει, θα τη βρω στο Facebook. Όλα είναι μισά“.
Είναι και ένα καλό ‘σκότωμα χρόνου’ το Facebook. Αν κατάλαβα καλά, εσύ έχεις άλλους τρόπους ‘δολοφονίας’.
“Πηγαίνω γήπεδο όταν μπορώ. Αλλά κυρίως γράφω. Κάτι ταινίες“.
Μου είπε ότι είναι Ολυμπιακός και το άφησα ασχολίαστο. Πέρασα απευθείας στο δεύτερο σκέλος της απάντησης.
Γιατί ταινία και όχι θεατρικό;
“Νομίζω ότι μου ταιριάζει πιο πολύ. Η ταινία στηρίζεται πιο πολύ στην εικόνα και λιγότερο στα λόγια. Ενώ με τη σκηνοθεσία είναι το ακριβώς αντίθετο. Πιστεύω ότι δεν θα σκηνοθετήσω ποτέ στο σινεμά. Θέλει τεχνική“.
Έβλεπα τις προάλλες το Καγκουρώ και στη συζήτηση με τους συντελεστές που ακολούθησε, είδα πολλούς να συμφωνούν με τον Βασίλη Κατσικονούρη ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε θεατρικούς συγγραφείς.
“Μπράβο του, ας το λέει“.
Γελάνε, φιλιούνται αγκαλιάζονται.
“Εντάξει, δεν έχουμε. Αλλά όχι τώρα. Δεν έχουμε έργα γενικά εδώ και μία εικοσαετία. Δεν έχουμε δώσει βάση στη γραφή μας. Τι έχουμε; Το γάλα;“
Γενικά επικρατεί μία ανησυχία στην Ευρώπη στο κομμάτι των νέων θεατρικών έργων.
“Ναι γιατί δεν υπάρχουν. Η Αγγλία κάνει φιλότιμες προσπάθειες παρά τη μεγάλη κρίση που περνάει. Έχει δώσει σημασία στους συγγραφείς. Απλώς έχει χάσει λίγο την ταυτότητά της. Έχει γίνει πολύ εμπορικό το θέατρο της. Πια, μπορείς να δεις τα μιούζικαλ και από εκεί και πέρα, το χάος“.
Με μιούζικαλ έχεις ασχοληθεί;
“Όχι δεν είμαι μιουζικαλάς καθόλου. Σχεδόν τα σιχαίνομαι τα μιούζικαλ. Είναι λίγο αυτό που ποτέ δεν μου άρεσε. Από το πουθενά αρχίζει η άλλη να τραγουδάει“.
Σηκώνει τα χέρια ψηλά και κάνει μία πιρουέτα.
Μου έφερες στο μυαλό ελληνικό κινηματογράφο. Καραγιάννης Καρατζόπουλος και ΣΙΑ.
“Ε, κάτι τέτοιο δεν είναι;“
Βλέπεις σειρές;
“Φουλ“.
Σε ποια θα ήθελες να παίζεις;
“Ρε γαμώτο, παρότι μου αρέσουν όλα τα κλασικά, The Wire, Sopranos κτλ, θα ήθελα να παίξω σε μία εποχής“.
Χμμμ, Boardwalk Empire ή Downtown Abbey;
“Boardwalk με διαφορά“.
Είναι υπέρτατος αυτός ο Steve Buscemi ρε παιδί μου.
“Μα δεν είναι; Και το όλο art direction ήταν ασύλληπτο“.
Γιατί δεν γράφεις μία σειρά εποχής τότε;
“Πού; Εδώ στην Ελλάδα;“
Γελάνε, φιλιούνται, αγκαλιάζονται.
Είπα κοτσάνα, ε;
“Μα ναι δεν βλέπεις, εδώ στην Ελλάδα πέφτουν άφθονα χρήματα για το σινεμά, για ταινίες. Θα το έβλεπαν και θα έλεγαν ‘έλα αγόρι μου, έφυγες’“. Μου έδειξε με το χέρι την πόρτα και συνέχισε. “‘Δεκαετία του 30; Έλα, πάρτο’. Όχι ότι σε άλλη δεκαετία θα μου έλεγαν κάτι διαφορετικό“.
Τώρα κάνουν κάποιες παραγωγές βέβαια.
“Και βλέπεις κάποια σοβαρή; Εννοώ, να έχει λεφτά“.
Στο σινεμά, βλέπω.
“Ναι ίσως τι να σου πω. Όχι ότι και εκεί τα πράγματα δεν φθίνουν“.
Πίνει μία γουλιά από το εξαιρετικό ροζ πον πον σερβίτσιο καφέ που βρίσκεται μπροστά του. Γελάει με τον εαυτό του, γελάω και εγώ και συνεχίζει σοβαρός.
“Εμένα μου αρέσει πολύ όλο αυτό. Και έχω και σενάριο έτοιμο και όλα αλλά θεωρώ ότι είναι χάσιμο χρόνου. Κανείς δεν πρόκειται να σου πει ναι“.
Γιατί δεν ασχολήθηκες με τη μουσική;
Παύση.
Τι; Μαχαίρι στην καρδιά;
“Εεε”.
Γελάνε, φιλιούνται αγκαλιάζονται.
“Γιατί δεν ήμουν καλός“.
Τι αυτογνωσία!
“Όχι σοβαρά. Έπαιζα σε ένα συγκρότημα, αλλά δεν ήμουν καλός. Ήμουν αυτοδίδαχτος, δεν μελετούσα. Όταν κάτι το βαριέσαι, σημαίνει ότι δεν το θες και τόσο. Ενώ με το θέατρο, δεν ήταν έτσι“.
Όταν είσαι αυτοδίδαχτος όμως σημαίνει ότι το γουστάρεις.
“Ναι ισχύει. Κοίτα, βασικά, δεν προλάβαινα. Ήταν μία περίοδος που ήμουν στους Lost Bodies και μπήκα στο Εθνικό. Το Εθνικό ήθελε δέκα ώρες την ημέρα. Τον πρώτο χρόνο, άντεξα. Μετά ήθελαν και τα παιδιά να προχωρήσουν, να κάνουν περιοδείες κτλ οπότε τα παράτησα“.
Ποια ήταν η πρώτη σου παράσταση;
“Ουσιαστικά η πρώτη μου παράσταση ήταν το Η Κοιμωμένη Ξύπνησε στο Θέατρο Πόρτα“.
Με το Θωμά Μοσχόπουλο ξεκίνησες, με αυτόν πήρες αργότερα και το βραβείο Χορν. Τίμιο.
“Ναι“.
Βάζει την καραμέλα βουτύρου στο στόμα και οι γκριμάτσες του μέχρι να καταφέρει να τη δαγκώσει, έφεραν στο μυαλό μου έναν από τους πολλούς ρόλους που τον είχα δει να υποδύεται πριν από τρία χρόνια στο Mistero Buffo του Ντάριο Φο στο Θέατρο Θησείον.
fyi:Πάλι σε σκηνοθεσία Μοσχόπουλου.
Έχεις συνεργαστεί με ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα σκηνοθετών της χώρας μας. Ενδεικτικά αναφέρω Γιάννη Χουβαρδά και Χάρη Φραγκούλη που είναι και το πιο ‘νέο αίμα’. Ως εκ τούτου, έχεις αρκετά σφαιρική άποψη να μου πεις, ποιος ήταν ο πιο δύσκολος από όλους.
“Αν θέλεις να σου πω τον πιο απαιτητικό από όλους, τότε σίγουρα όχι μόνο εγώ αλλά όποιος και να ρωτήσεις από το θέατρο θα σου πει για τον Λευτέρη Βογιατζή. Υπήρχε άλλος;“
Γελάνε, κοιτιούνται, πίνουν μία γουλιά καφέ (εγώ τσάι, εκείνος καφέ).
Αυτή η ‘καταπίεση’ στις πρόβες, πιάνει τελικά;
“Εξαρτάται τι θες να πετύχεις. Δεν υπάρχει για μένα συνταγή επιτυχίας“.
Αλλά; Τι υπάρχει;
“Εγώ για παράδειγμα, όταν σκηνοθετώ σκέφτομαι τι θα μου άρεσε ως ηθοποιός να έχω απέναντί μου και προσπαθώ να το πετύχω“.
Δεν μπορώ να σε φανταστώ ‘αέρα πατέρα’ πάντως.
“Γενικά δεν είμαι. Υπάρχουν και παραστάσεις όμως που έχω υπάρξει πολύ χύμα“.
Γυρνάει λίγο το φλιτζανάκι στο κουκλίστικο πιατάκι του και μου εξηγεί.
Μου κάνει ένα νεύμα γύρω από το κεφάλι του σε φάση ‘πήρανε τα μυαλά μας αέρα’ και συνεχίζει πιο σοβαρός αυτήν τη φορά.
“Το κάνω και εγώ αυτό δεν βγάζω την ουρά μου απέξω. Απλώς όταν είσαι σε μία περίοδο που δεν υπάρχει δουλειά και πρέπει να είσαι εκεί φουλ τάιμ, αν δεν κοπανηθείς και λίγο, δεν έχει νόημα. Αν μείνεις δηλαδή στο θα μάθω τα λόγια μου, δεν πας πουθενά“.
Πας σε ένα πάρτι.
Γελάει και πιθανότατα υποθέτει τι ακολουθεί. Τον επιβεβαίωσα. Του μίλησα γι αυτό που περίμενε να ακούσει.
Πέρα από την πλάκα πάντως, ‘Το πάρτι του Μαδαφάκα’ μου άρεσε πολύ σαν ιδέα. Και σε πολύ κόσμο σύμφωνα με το timeline μου. Πώς σου ήρθε σαν ιδέα;
“Όταν κοίταξα τον τραπεζικό λογαριασμό μου“.
Πέρασες καλά και αυτό βγήκε προς τα έξω;
“Κάπως έτσι. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι έχει ξαναγίνει, απλώς δεν ξέρω πώς έγινε σούσουρο. Δεν το περίμενα να έχει τέτοια ανταπόκριση“.
Μιας και είχε, πού την αποδίδεις;
“Έχω την αίσθηση ότι έχει να κάνει με τον τίτλο του έργου. Έβλεπες ή άκουγες ο Μαδαφάκας, ο Μαδαφάκας, ο Μαδαφάκας“.
Ποιος είναι τελικά αυτός ο Μαδαφάκας;
“Είναι ένας τύπος ο οποίος έχει βγει από τη φυλακή“.
Τόσο απλά. Πώς τον επέλεξες;
“Έτυχε. Διαβάζω πολλά έργα και έπεσε στα χέρια μου“.
Και έργα, πώς επιλέγεις;
“Αναλόγως την περίοδο που περνάω και το πώς μπορώ να το διαχειριστώ. Αυτό το έβαλα κάτω και είδα ότι έχω αρκετά γήπεδα να παίξω. Ήταν αμερικάνικο και σχετικά εύκολο. Είχα μόνο δύο μήνες πρόβα. Ε, και είπα πάμε“.
Μιας και βρεθήκαμε σε αυτό το γήπεδο. Ως ηθοποιός, πώς επιλέγεις το έργο που θα παίξεις;
“Η σειρά πάει έτσι: Σκηνοθεσία, ρόλος, συνάδελφοι, έργο“.
Βλέπω τον έβαλες δεύτερο στη σειρά ωστόσο, σε έχω δει να υποδύεσαι και μικρούς ρόλους.
“Αν πιστεύω τον σκηνοθέτη, δεν έχει σημασία τόση ένας ρόλος. Σίγουρα, είναι πολύ ωραίο πράγμα να αναλαμβάνεις έναν μεγάλο ρόλο αλλά δεν είναι και αυτοσκοπός“.
Ποια είναι η σχέση σου με την αποδόμηση των παραστάσεων;
Ανοίγει τα χέρια του στην ευθεία και ετοιμάζεται για παντομίμα. “Αποδώ” μου λέει και δείχνει αριστερά, “μισή” και δείχνει δεξιά.
“Είναι μία από εκείνες τις παρεξηγημένες λέξεις που χρησιμοποιούμε κατά κόρον στο ελληνικό θέατρο χωρίς να ξέρουμε και οι ίδιοι τι σημαίνουν“.
Σε έναν ηθοποιό που έχει αρκετές καλές συνεργασίες στο ενεργητικό του, έχει πάρει το βραβείο Χορν, τι του μένει να καταφέρει;
“Είμαι σε μία φάση πολύ άσχημα οικονομικά οπότε ο άμεσος στόχος μου, είναι να βγάλω κάποια λεφτά. Επιλογή είναι αυτό βέβαια. Μου χρωστάνε λεφτά από το Φεστιβάλ, από άλλα πράγματα. Σκέφτομαι επομένως αρκετά πράγματα“.
Κάνει μία παύση. Ίσως και περισσότερες και συνεχίζει.
“Αν θέλω κάτι άλλο είναι οι συνεργασίες. Επιλογή μου είναι να δουλέψω τώρα με τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο (όπως με ενημέρωσε βρίσκονται ήδη στις πρόβες για ένα έργο που δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμο αλλά πρόκειται να ανέβει στο μικρό Θέατρο Κεφαλληνίας). Επιλογή μου είναι να δουλέψω σε ένα θέατρο 60 θέσεων. Είναι μία επιλογή με την οποία αισθάνομαι καλά“.
Πάντως στην Ελλάδα υποκριτική και λεφτά δεν ξέρω αν μπορούν να πάνε μαζί.
“Ναι εντάξει όταν μιλάω για λεφτά δεν εννοώ πέντε ή τρία χιλιάρικα, μιλάω για πολύ βασικά πράγματα“.
Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση; Εφόσον ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο, γιατί οι ηθοποιοί δεν έχουν καθόλου λεφτά;
“Πρώτα από όλα γιατί κόπηκαν οι επιχορηγήσεις. Σε μία χώρα 10 εκατομμυρίων με τόσους ηθοποιούς και τόσες παραγωγές; Επίσης, ο κόσμος πού πηγαίνει θέατρο;“
Τι εννοείς;
“Μπορεί να γεμίζει παραστάσεις μεγάλες. Γεμίζει το Παλλάς“.
Δεν είμαι σίγουρη ότι συμφωνώ σε αυτό. Εν μέσω κρίσεις βλέπουμε το άνοιγμα καινούριων θεάτρων. Πέρσι παίχτηκαν συνολικά παραπάνω από 900 παραστάσεις. Δεν ξέρω πού βασίζονται οι συντελεστές και ανεβάζουν μία παράσταση. Όμως το κάνουν.
“Το πράγμα πλέον είναι πασιφανές. Οι ηθοποιοί έχουν πάρει απόφαση πλέον ότι δεν θα πληρωθούν οπότε σου λέει ας κάνω μία παράσταση, να έρθουν οι φίλοι μου να δώσουν δέκα ευρώ να το χαρούμε“.
Δεν το λες και πολύ ωραίο όλο αυτό. Ούτε αισιόδοξο.
“Καθόλου“.
Θα έφευγες στο εξωτερικό;
“Με τα τέσσερα“.
Γιατί δεν το έχεις κάνει;
“Γιατί για έναν ηθοποιό δεν είναι τόσο εύκολο να φύγει. Η επικοινωνία μας είναι η γλώσσα. Είναι βασικό. Δεν θα σε πάρουν“.
Μπορείς να σκηνοθετήσεις, ίσως. Ή να πας στο Χόλιγουντ.
“Δεν θα με έπαιρναν“.
Να τη πάλι η κρίση αυτογνωσίας. Και αν σε έπαιρναν;
“Φυσικά και θα πήγαινα. Γιατί ποιος δεν θα πήγαινε; Στην Καλιφόρνια, είσαι τρελή;“
Εγώ δεν θα πήγαινα (έσκυψα το κεφάλι). Δεν ξέρω, μου φαίνεται πολύ huge.
“Σε αυτό έχεις δίκιο. Ίσως και εγώ να ήθελα κάτι πιο μικρό. Κάτι σε Βαρκελώνη, Μπουένος Άιρες αλλά“.
Σκέφτεσαι να κάνεις κάποια άλλη δουλειά;
“Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι κάτι σχετικό με την υποκριτική. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να μάθω μία καινούρια δουλειά τώρα“.
Η όψη του προσώπου του είχε σκοτεινιάσει και ρε γαμώτο, δεν ήθελα να τον βλέπω έτσι. Κανέναν ταλαντούχο άνθρωπο δεν θέλω να βλέπω έτσι για να είμαι ειλικρινής. Έκλεισα το μαγνητοφωνάκι μου με το πείσμα να μη λήξει σε αυτό το κλίμα η συζήτησή μας.
Λοιπόν έτσι όπως βλέπω το μπαρ να φωτίζεται, μου ήρθε μία ιδέα. Μήπως να κάνεις και μία λήψη Ακάλυπτου;
“Ναι αμέ“.
Το ύφος του είχε αλλάξει. Είχε περισσότερο φως στα μάτια. Η Φραντζέσκα πλησίασε. Του πρότεινε να πάει προς την άκρη του μπαρ και εκείνος έγνεψε καταφατικά. Λίγο πριν ‘μπει στο ρόλο του’, του φώναξα.
Θάνο, πες μου μία λέξη ή ατάκα που σου αρέσει να λες.
Με κοίταξε απορημένος και μου είπε: “Μηλόπιτα“.
Μηλόπιτα;
“Ναι δεν ξέρω μου αρέσει αυτή η λέξη. Κάτι έχει. ‘Ρε φίλε μοιάζεις με μηλόπιτα‘. Δεν σου ακούγεται ωραίο;“
Μου θυμίζει χυλόπιτα αλλά αφού σ αρέσει, πάω πάσο.
“Και εγώ πάσο πάω“.
Μου έδειξε την μπάρα.
Τώρα μάλιστα, μπορώ να βάλω ένα καλλιγραφικό The End στη συνάντησή μου με τον Θάνο Τοκάκη. Μπορώ να σου πω να σπεύσεις να τον δεις τον Μαδαφάκα του κάθε Κυριακή στις 22.30 και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 στο Θέατρο Skrow στο Παγκράτι και να ευχαριστήσω το Blue Bird που μας ‘ανέχτηκε’ για περίπου δύο ώρες εκείνο το απόγευμα Παρασκευής.