Εκδόσεις Νήσος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στον Μιχάλη Αλμπάτη οι καλύτερες ιδέες έρχονται όταν περπατάει. Και μετά αρχίζουν τα δύσκολα.

Δυο χρόνια μετά το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» ο συγγραφέας εξηγεί ότι έγραψε το νέο του μυθιστόρημα «Η κατάλυση του χρόνου» για να μιλήσει για δύο θέματα που τον απασχολούν σε όλη του τη ζωή: τα βιβλία και την επανάσταση.
Δύο χρόνια μετά την απρόσμενη (όχι, δεν είναι αστικός μύθος η απόρριψη από περίπου είκοσι εκδοτικούς οίκους) και, στην αρχή τουλάχιστον, λόγω της διάδοσης από στόμα σε στόμα εκκωφαντική επιτυχία του best- και long-seller Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (εκδ. Νήσος) ο Μιχάλης Αλμπάτης κυκλοφόρησε προ μηνών το νέο του μυθιστόρημα Η κατάλυση του χρόνου (εκδ. Νήσος).

Με την υπόθεση του να διαδραματίζεται πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Κρήτη των Νεκρών, σε μια μικρή πόλη της κατεχόμενης Τσεχοσλοβακίας, όπου «ένα δεκατριάχρονο εβραιόπουλο θα διαφύγει από το πεπρωμένο της φυλής του, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια σοφίτα που είναι ολόκληρη μια ξεχασμένη βιβλιοθήκη με χιλιάδες πολυκαιρισμένα βιβλία. Εκεί θα περάσει το υπόλοιπο του Πολέμου, διαβάζοντας ασταμάτητα, με το πνεύμα του να μπολιάζεται από το πλήθος των αναγνωσμάτων που ο προηγούμενος κάτοικος, παλιός επαναστάτης, είχε κατά τη διάρκεια του περιπετειώδους βίου του συλλέξει.

Μέσα απ’ τη σοφίτα, ο Γιόσουα, έχοντας δυο φίλους σαν αποστόλους, κοινωνεί στους νέους της πόλης τις ανατρεπτικές ιδέες που τα τόσα αναγνώσματα του εμφύσησαν, σπέρνοντας τον σπόρο της ανυπακοής, της αμφισβήτησης, της ανταρσίας και προσκαλώντας τους να εποικίσουν την πραγματικότητα με μυριάδες παράφορους οραματισμούς, δίδοντας μορφή και περιεχόμενο στην Ουτοπία».

Στις αρχές Οκτωβρίου μου ζητήθηκε να παρουσιάσω το βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη στο πάντα φιλόξενο Ζάτοπεκ. Προτίμησα να πάρω μια μεγάλη συνέντευξη από τον συγγραφέα παρουσία κοινού.

Ο καθένας δικαιούται να έχει τη γνώμη του για την Κατάλυση του χρόνου. Είναι όμως εντυπωσιακό το πώς διαφορετικοί άνθρωποι καταλήγουν σε ένα κοινό συμπέρασμα που εμένα με βρίσκει αντίθετο. Μου έλεγε, για παράδειγμα, μια φίλη ότι το έδωσε στη μητέρα της που ψηφίζει κινείται προς τα δεξιά, πιο δεξιά κι από τον Μητσοτάκη, κάπου προς Βελόπουλο μάλλον, και την άκουγε να αναστενάζει και να λέει: «Πολύ κομμουνιστικό αυτό το βιβλίο, τι μου το έδωσες»; Στο τέλος όμως χάρηκε γιατί νόμιζε ότι δικαιώνονται οι δικές της απόψεις. Από την άλλη, μια αναγνώστρια που κινείται μάλλον στην άκρα αριστερά μου έγραψε ότι θα θάψει το βιβλίο στον κήπο για να μην το διαβάσει ποτέ ο γιος της γιατί είναι πεσιμιστικό και αντιεπαναστατικό. Βλέποντας ανθρώπους από τόσο διαφορετικές αφετηρίες να συμφωνούν, αναρωτιέσαι μήπως έκανες κάτι λάθος. Γιατί εγώ δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να πω ότι η επανάσταση δεν έχει νόημα, ξεχάστε τη γιατί θα φάτε τα μούτρα σας.

Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που ήθελα από μικρός να γίνω συγγραφέας είναι επειδή είμαι τεμπέλης. Δεν ήθελα με τίποτα να ξυπνάω το πρωί για να πάω στο σχολείο. Ποιος θέλει; θα μου πεις. Ούτε ήθελα ποτέ να κάνω μια δουλειά με οχτάωρο. Οπότε σκέφτηκα ότι θα είναι ωραία να κάθεσαι σπίτι σου, να γράφεις ιστορίες, να τις εκδίδεις και να βγάζεις κάποια χρήματα. Ακόμη και η γραφή μου είναι τεμπέλικη, έτσι θα την χαρακτήριζα. Δεν είμαι από αυτούς που συγκεντρώνονται εύκολα και γρήγορα. Μου αρέσει να έχω άπειρο χρόνο. Δηλαδή αν μου πεις ότι σε δύο ώρες θα πρέπει να πάω σε μια δουλειά, δεν θα μπορέσω να γράψω. Πρέπει να μην έχω τίποτα άλλο να κάνω και κατά προτίμηση να μην είναι κανείς άλλος στο σπίτι. Θα συγκεντρωθώ στην αρχή, μετά το μυαλό μου θα ταξιδέψει, μπορεί να κρατήσω σημειώσεις για κάποια άλλη ιστορία από αυτή που γράφω, είναι σαν να παίζει χαλαρό τένις το μυαλό μου και γι’ αυτό δεν γράφω τόσο πολύ. Η Κατάλυση του χρόνου είναι μικρό βιβλιαράκι και μου πήρε δυο χρόνια η πρώτη γραφή.


Εκδόσεις Νήσος

Είναι ρίσκο να τοποθετήσεις τη δράση του βιβλίου σου σε μια χώρα που δεν γνωρίζεις και ειδικά σε μια παλιότερη περίοδο. Κινδυνεύεις να κάνεις πολλά λάθη. Πρέπει να προσέξεις την προσέγγισή σου. Το έκανα αρκετά αφαιρετικά. Δεν έδωσα δηλαδή λεπτομέρειες της ζωής εκεί. Ελπίζω να μην έκανα χοντρά λάθη. Κάποιοι με έχουν ρωτήσει γιατί δεν τοποθέτησα το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη, αφού ζούσαν κι εκεί Εβραίοι. Υπάρχουν δυο λόγοι. Αφενός στα αναγνώσματα του Γιόσουα βλέπουμε ότι περνάει όλη η κουλτούρα της Δύσης. Πολλά από αυτά τα έργα δεν είχαν μεταφραστεί στην Ελλάδα τη δεκαετία του 40. Αφετέρου ήθελα να διαδραματίζεται σε μια χώρα που επρόκειτο να απελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό. Έχει ιδιαίτερη σημασία η συνάντηση της αντίληψης του Γιόσουα για την επανάσταση με την ενσάρκωση της κομμουνιστικής επανάστασης.

Θα μπορούσε η χώρα του βιβλίου να είναι η Πολωνία. Δεν ξέρω, ίσως διάλεξα την Τσεχοσλοβακία επειδή ήθελα πάντα να πάω εκεί. Σκόπευα μάλιστα να πάω στην Τσεχία πριν γράψω το βιβλίο αλλά το κόστος ήταν μεγάλο. Οπότε δούλεψα πολύ μέσω του google maps, διάλεξα μια συγκεκριμένη πόλη και μετά φυσικά της άλλαξα το όνομα.

Πολλοί νομίζουν ότι το βιβλίο βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα. Υπάρχει αυτή η παρανόηση. Αλλά είναι όμορφη παρανόηση. Δεν τους το χαλάω.

Στο βιβλίο υπάρχει κάτι που είπε ο Χέγκελ: «Το σημαντικότερο που μας έχει διδάξει η ιστορία του ανθρώπου είναι ότι ο άνθρωπος δεν έχει διδαχτεί το παραμικρό από την ιστορία». Έτσι είναι. Επαναλαμβάνονται τα ίδια και τα ίδια. Το βλέπουμε στους πολέμους, στον εθνικισμό, στην καταπίεση, στο πώς οι λαοί βιάζονται να ακολουθήσουν τον κάθε σωτήρα. Δεν έχουμε διδαχτεί το παραμικρό.

Το ζήτημα ξεκινά από την εκπαίδευση που είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να δημιουργεί υπηκόους, έτσι νομίζω. Κανένα κράτος δεν θα έφτιαχνε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα δημιουργούσε ανθρώπους ικανούς να το αμφισβητήσουν.

Δεν ξέρω αν το γράψιμο ενός βιβλίου σου αφήνει σημάδι. Σίγουρα σε ταλαιπωρεί πάρα πολύ και στο τέλος σου αφήνει μια μεγάλη ανακούφιση. Εγώ αυτό νιώθω. Ότι ξεμπερδεύω, ότι επιτέλους τα κατάφερα. Οπότε το αφήνεις στα χέρια του κοινού και είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις τις αντιδράσεις.

Το ζήτημα είναι το μετά. Δεν μπορείς να επαναπαυτείς. Ακόμη κι αν ένα βιβλίο πάει καλά, χαίρεσαι μεν αλλά έχεις και αγωνία για το τι θα γράψεις μετά. Αν θα καταφέρεις όχι μόνο να σταθείς στο ύψος σου αλλά και να πεις κάτι καινούριο. Ευτυχώς που υπάρχει αυτή η αγωνία. Αυτή είναι που κινεί τους δημιουργούς, τους καλλιτέχνες.

Νομίζω ότι η αγωνία για όλους τους καλλιτέχνες αφορά την ίδια την πράξη της δημιουργίας που σε φέρνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ύπαρξης και συνείδησης. Οι καλλιτέχνες κυνηγάμε διαρκώς αυτή την κατάσταση. Φυσικά όμως δεν γίνεται να έχεις συνέχεια έμπνευση. Εκεί έγκειται η μεγάλη ταλαιπωρία. Θέλεις συνεχώς να είσαι δημιουργικός και να αποδίδεις. Αλλά δεν γίνεται.


Σίγουρα χρειάζεται να δουλεύεις και να επιμένεις αλλά υπάρχει και ένα μαγικό στοιχείο στη δημιουργία. Διαβάζω πολλές συνεντεύξεις δημιουργών, ακόμη και ποιητών, που λένε ότι η έμπνευση σχεδόν δεν παίζει κανένα ρόλο γιατί όλα οφείλονται στη σκληρή δουλειά. Το θεωρώ λίγο τραγικό αυτό. Δηλαδή βλέπεις δουλειές που είναι καλοδουλεμένες αλλά τελειώνεις το βιβλίο και δεν σου αφήνει τίποτα ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο: Λείπει η σπίθα που θα ενεργοποιήσει αυτόν που γράφει και θα μεταδοθεί σε αυτόν που διαβάζει. Νομίζω ότι ο αναγνώστης καταλαβαίνει αν λείπει αυτή η σπίθα και το κείμενο είναι μεν καλό τεχνικά αλλά δεν έχει να δώσει κάτι άλλο, δεν έχει ψυχή μέσα του.

Γι’ αυτό λέμε ότι είναι αυτοβιογραφικά κάποια βιβλία. Όχι γιατί λες τη δική σου ιστορία αλλά γιατί απαιτεί ο κάθε ήρωας να βάλεις ένα κομμάτι από την ψυχή σου για να τον ζωντανέψεις.

Δεν μου λείπει καθόλου η εποχή πριν από την επιτυχία των Νεκρών. Γιατί έπλενα πιάτα κάθε μέρα.

Όταν ξεκινάς να γράφεις δεν μπορείς να δηλώσεις συγγραφέας, κανείς δεν θα σε πάρει στα σοβαρά. Λες ότι γράφεις και ότι θες να γίνεις συγγραφέας. Δεν μπορείς, ας πούμε, 18-20 χρόνων να πεις στους γονείς σου: Θέλω να γίνω συγγραφέας. Και πώς θα γίνεις; Δηλαδή αν υπήρχε μια σχολή να πας να σπουδάσεις θα σου έλεγαν έστω με μισή καρδιά πήγαινε να δούμε τι θα καταλάβεις. Στην Ελλάδα προφανώς δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Μπορείς μόνο να γράφεις στον ελεύθερο χρόνο σου, να στέλνεις χειρόγραφα και να μαζεύεις απορριπτικές επιστολές. Εγώ προσπαθούσα δέκα χρόνια να εκδώσω κάτι. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 2018 και μάζευα απορριπτικές επιστολές από το 2008. Είναι μια πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία. Πρέπει να πιστέψεις υπερβολικά στον εαυτό σου. Δηλαδή είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε ψωνισμένοι. Γιατί όταν δεν πιστεύεις κανείς σε σένα πρέπει εσύ να πιστέψεις ακόμη πιο πολύ. Είναι υποχρεωτικό. Οπότε είναι πολύ σημαντικό για μένα το ότι έχω καταφέρει να ζω σήμερα από αυτά που γράφω – αν και δεν ξέρω ακόμη για πόσο καιρό θα το κάνω. Είναι κάτι που ονειρευόμουν από μικρός. Γιατί όπως σου είπα ήμουν τεμπέλης.

Διαβάζω τις κριτικές. Διαβάζω και αυτά που γράφει ο κόσμος στο Goodreads. Θεωρώ θετικό το ότι υπάρχει αυτή η πλατφόρμα γιατί γράφουν άνθρωποι που δεν σε ξέρουν οπότε δεν έχουν λόγο να πουν ψέματα. Θα γράψουν αυτό που πιστεύουν πραγματικά.

Αν γράψεις κάτι και όλοι οι αναγνώστες πουν τι βλακεία είναι αυτό, προφανώς θα επηρεαστείς. Οι συγγραφείς έχουμε μια ζωντανή σχέση με το κοινό. Δεν γράφεις ένα βιβλίο για σένα. Γράφεις για να το διαβάσουν άλλοι. Οπότε σε ενδιαφέρει η αλληλεπίδραση. Θέλουμε να αρέσουν τα βιβλία μας. Θέλουμε και να μας καταλαβαίνουν.

Έχει συμβεί με όλα τα βιβλία μου, δηλαδή έχω εντοπίσει, μετά από σχόλια αναγνωστών, πράγματα σε αυτά πράγματα που ως συγγραφέας μπορεί να μην τα είχα προσέξει. Κάθε αναγνώστης είναι ένα πρίσμα που διαθλά το φως με τον δικό του τρόπο.

Στην Κατάλυση προσπάθησα να μιλήσω για δύο θέματα που με έχουν απασχολήσει πάρα πολύ. Το ένα είναι τα βιβλία, το πώς μας διαμορφώνουν και επιδρούν πάνω μας. Αν εξαιρέσεις ότι είχα κι άλλα πράγματα να κάνω, από το σχολείο μέχρι την κοινωνική μου ζωή, σε μεγάλο βαθμό σαν τον Γιόσουα ήμουν κι εγώ. Δηλαδή σε χωριό ζούσα, η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά αποπνικτική οπότε η διέξοδός μου, όπως και για τον Γιόσουα, ήταν τα βιβλία. Αναρωτιόμαστε καμιά φορά αν τα βιβλία αλλάζουν τον κόσμο. Προφανώς και τον αλλάζουν γιατί αλλάζουν εμάς που είμαστε μέρος του κόσμου. Μας αλλάζουν, μας μεταμορφώνουν, μας καθορίζουν. Είναι επικίνδυνα τα βιβλία. Πάντα θυμάμαι αυτό που έλεγε κάποτε η μάνα μου – και το λέει ακόμη: τα βιβλία θα σε καταστρέψουν. Δεν έχει άδικο. Υπό την έννοια ότι σε καθορίζουν, σε κάνουν να διαφοροποιείσαι. Πιστεύω ότι τα βιβλία φταίνε που απέφυγα να βρω μια σταθερή δουλειά γιατί ήθελα να γίνω συγγραφέας. Ή για το ότι δεν έκανα οικογένεια. Ή για το ότι δεν πήγα φαντάρος. Τα βιβλία μπορούν να σε οδηγήσουν σε δρόμους διαφορετικούς από αυτούς που ακολουθούν οι άλλοι γύρω σου. Δηλαδή διαβάζεις γιατί χρειάζεσαι κάτι άλλο από αυτό που είναι δίπλα σου, δεν σου αρκεί η πραγματικότητα, αλλά διαβάζοντας γίνεσαι ακόμη πιο παράταιρος από την πραγματικότητα γύρω σου. Γίνεσαι ακόμη πιο ξένος. Είναι μια περίεργη διαδικασία.


Εκδόσεις Νήσος

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφορά την ουτοπία, την επανάσταση, την επιθυμία να αλλάξεις τον κόσμο, να μη δεχτείς αυτή την πραγματικότητα σαν την καλύτερη δυνατή. Αυτή είναι η μάστιγα των καιρών μας. Ο περισσότερος κόσμος θα πει ότι αυτό είναι το καλύτερο οικονομικό σύστημα γιατί όλα τα άλλα έχουν αποδειχτεί φρούδα, αποδέξου το λοιπόν και συνέχισε τη ζωή σου.

Το να έχεις ένα στίγμα ως συγγραφέας το οποίο αναγνωρίζεται από τους αναγνώστες δεν είναι κάτι που το επιδιώκεις αλλά σίγουρα σε χαροποιεί αν συμβαίνει. Πολλοί μου έχουν πει ότι διακρίνουν τις ίδιες εμμονές -πχ με τον έρωτα ή τη θρησκεία. Αν και είναι διαφορετικά τα βιβλία μου υπάρχει ένας κοινός πυρήνας, κάτι κοινό που τα διαπερνά. Το θεωρώ θετικό. Πιστεύω ότι πρέπει να ακολουθούμε τις εμμονές μας, είναι αυτές που μας κινητοποιούν, δεν μπορούμε να τις αρνηθούμε. Δεν μπορείς να επιβάλλεις στον εαυτό σου να γράψει κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο ίσως προκύψει μέσα από μία μακρά διαδικασία ωρίμανσης. Οι μονομανίες είναι χρήσιμες, έλεγε ο Μπουνιουέλ.

Είναι τεράστιο ζήτημα η φιλαναγνωσία στην Ελλάδα. Είμαστε από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη. Το καλό είναι ότι το αναγνωστικό κοινό που υπάρχει είναι αρκετά φανατικό και νομίζω ότι έτσι συντηρούνται οι εκδοτικοί οίκοι. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γίνεται τίποτα από την πλευρά της εκπαίδευσης για να καλλιεργηθεί η φιλαναγνωσία. Ούτε από την πλευρά των γονιών.

Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω ένα συγγραφέα που με έχει επηρεάσει περισσότερο. Μάλλον έχω επηρεαστεί από πολλά διαφορετικά βιβλία πολλών διαφορετικών συγγραφέων. Χαριτολογώντας όμως λέω ότι οι Νεκροί είναι για μένα ότι και τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά για τον Μάρκες στο επίπεδο της επιτυχίας αλλά και ως προς αυτό το μαγικό στοιχείο. Ενώ υπάρχει και το στοιχείο της επιστροφής στο χωριό. Για μένα ήταν επιστροφή στον τόπο καταγωγής. Κατά τα άλλα στην εφηβεία μου με σημάδεψε ο Τροπικός του Καρκίνου του Χένρι Μίλερ γιατί ανακάλυψα ότι μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα χρησιμοποιώντας ακόμα και λέξεις που υποτίθεται ότι είναι χυδαίες. Από κει και πέρα αγαπώ τους κλασικούς. Εννοείται ότι Καζαντζάκη διάβασα όταν ήμουν μικρός, στην Κρήτη σχεδόν επιβάλλεται. Τώρα δεν ξέρω αν θα μου άρεσε. Αγαπώ επίσης πολύ την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, τον Αστούριας, τον Μπόρχες που είναι κόσμοι ολόκληροι.

Ο Κιούμπρικ έλεγε ότι έχεις μισή ώρα να κρατήσεις τον θεατή και την υπόλοιπη για να του πεις κάτι παραπάνω. Συμφωνώ. Έχω αρχίσει κι εγώ τα τελευταία χρόνια να παρατάω χωρίς τύψεις βιβλία που δεν μου αρέσουν. Αν στις πρώτες εκατό σελίδες δεν μου πει τίποτα το βιβλίο, περνάω στο επόμενο.

Νομίζω ότι ως συγγραφέας δεν γίνεται να μη σε απασχολήσει το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας. Υπάρχει ο φόβος ξαφνικά να χαρακτηριστούν οι λέξεις σου. Έγινε, για παράδειγμα, μια προσπάθεια στο διαδίκτυο να χαρακτηριστούν ως σεξιστικά κάποια κεφάλαια των Νεκρών, ότι προάγουν τον βιασμό, την κτηνοβασία, κάτι τέτοια. Απλά δεν μπόρεσαν να πείσουν κανένα, ευτυχώς έπεσαν στο κενό. Οπότε ναι, σίγουρα σε απασχολούν όλα αυτά και σε αναγκάζουν να σκεφτείς περισσότερο πώς θα εκφραστείς. Έχω γράψει, βέβαια, τον Κώλο της Άννας, οπότε νομίζω ότι είμαι αρκετά τολμηρός. Ίσως παίζω με τη φωτιά.

Η πραγματικότητα της ζωής ενός συγγραφέα είναι ότι η έμπνευση δεν έρχεται πάντα όταν τη θέλεις. Μπορεί να το απολαμβάνεις όταν συμβαίνει αλλά όλο το προηγούμενο διάστημα είναι τρομακτικό. Όπως έχει πει ο Πούσκιν δεν υπάρχει κάτι πιο θλιβερό στον πλανήτη από τον ποιητή που δεν έχει έμπνευση. Μπορεί να ζεις πέντε μέρες στον παράδεισο και είκοσι να βασανίζεσαι στην κόλαση και να αναρωτιέσαι πότε θα καταφέρεις ξανά να γράψεις κάτι της προκοπής. Βάσανο είναι αλλά τελικά μας αρέσει και το έχουμε ανάγκη. Είναι σχεδόν μαζοχιστικό όλο αυτό.


Αν έχεις το βιβλίο σου στο συρτάρι είναι σίγουρο ότι θα το δουλέψεις ξανά και ξανά. Αυτό έκανα με τους Νεκρούς που ήταν πέντε-έξι χρόνια στο συρτάρι. Από εκεί και πέρα όταν γράφεις θα κάνεις το πρώτο χέρι, μετά δυο, άντε τρεις διορθώσεις και τέλος. Για να μην την πατήσεις όπως ο ήρωας του Μπαλζάκ που ζωγράφιζε δεκαπέντε χρόνια ένα αριστούργημα που τελικά ήταν σαχλαμάρα. Πρέπει κάποια στιγμή να το αφήσεις. Θα έχει σίγουρα ατέλειες. Δεν υπάρχει όμως τέλειο δημιούργημα. Πρέπει να το ξεφορτωθείς για να πας παρακάτω, να γράψεις κάτι άλλο.

Η Κατάλυση είναι ένα μικρό βιβλίο που το έγραψα μέσα σε δύο χρόνια με αργό ρυθμό και πολύ προσεγμένα, οπότε με ταλαιπώρησε λιγότερο στις διορθώσεις. Σε αντίθεση με αυτό που γράφω τώρα. Τελείωσε αρκετά γρήγορα το πρώτο χέρι αλλά έχω μπροστά μου έχω ένα χάος που προσπαθώ να το μαζέψω και δεν ξέρω πώς.

Στο περπάτημα έρχονται οι καλύτερες ιδέες. Μπορώ να περπατάω ώρες. Αυτός είναι ο τρόπος μου για να χαλαρώνω και να σκέφτομαι. Χωρίς μουσική όμως, προτιμώ να ακούω τους ήχους της πόλης. Έτσι έρχονται από μόνες τους οι ιδέες. Και μετά αρχίζουν τα δύσκολα.

Το μυθιστόρημα Η κατάλυση του χρόνου του Μιχάλη Αλμπάτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.

Exit mobile version