Συνέντευξη: Νίκος Αλεξίου, ο ηθοποιός που αγαπήσαμε από την τηλεόραση μας εκπλήσσει στο θέατρο
- 12 ΝΟΕ 2016
*Η συνέντευξη έγινε τον Νοέμβριο του 2016.
Ο Νίκος Αλεξίου ερμηνεύει κάθε Τρίτη στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων τον ‘Κόλχαας’, στην εξαιρετική ομώνυμη παράσταση. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μας μιλάει για την παράσταση και για το ρόλο του, για το πώς έγινε ηθοποιός, για την εμπειρία του στο Πολυτεχνείο και φυσικά (κάτι που δεν θα μπορούσαμε να μην ρωτήσουμε) για τον Πλαπούτα.
Πώς ξεκινήσατε το θέατρο; Διάβασα ότι έχετε τελειώσει τη Νομική.
Είχα ξεκινήσει νωρίτερα από το σχολείο, στη σχολή Μωραΐτη όπου είχαμε καλό θεατρικό όμιλο και είχα παίξει σε δύο παραστάσεις.
Τότε όταν τελειώναμε, όσοι ήταν καλοί στα θεωρητικά πήγαιναν ή Φιλοσοφική ή Νομική. Πήγα τελικά Νομική, η οποία μου άρεσε και μου αρέσει ακόμη σαν επιστήμη. Και όταν ήμουν στο 2ο έτος, δεν ξέρω, είναι μία σκοτεινή εποχή στο μυαλό μου, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Δεν ήταν μία επεξεργασμένη απόφαση.
Την Νομική δεν την εξασκήσατε ποτέ;
Όχι, γιατί είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω πια στο θέατρο.
Ο χαρακτήρας που παίξατε στους ‘Απαράδεκτους’ συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι αλήθεια αυτό και για σας;
Ναι. Όταν ήμουν ακόμη στο σχολείο με είχαν μυήσει στον Ρήγα Φεραίο, που ήταν παράνομη οργάνωση τότε. Είχαμε πολύγραφο και βγάζαμε κάτι προκηρύξεις που πετάγαμε μετά φόβου Θεού. Αυτό που λένε ότι «τώρα είναι Χούντα» είναι ύβρις. Και καλά να το λένε οι μικροί που δεν το έχουν ζήσει. Αλλά να το λένε οι μεγάλοι;
Το ‘73 ήμουν πρωτοετής στη Νομική. Ήμουν ακόμη στο Ρήγα Φεραίο. Πήγα στο Πολυτεχνείο και κάποια στιγμή έκλεισαν οι πόρτες και άρχισε να γίνεται αυτό που έγινε. Έμεινα μέσα κανονικά τρεις μέρες και βγήκα όταν μπήκαν οι στρατιώτες. Βγαίναμε δηλαδή με τα χέρια ψηλά. Ήταν μια εμπειρία πολύ δυνατή.
Θέλετε να μας την περιγράψετε;
Το τελευταίο βράδυ με τα τανκς προσωπικά φοβήθηκα πολύ. Ήταν ΤΑΝΚΣ. Είχαν κλείσει τα παντζούρια οι πολυκατοικίες. Ήταν σαν να είσαι στη μέση του πουθενά. Ήταν μια κινηματογραφική σκηνή.
Έπαιρναν τραυματίες από τους γύρω δρόμους και τους ‘φέρναν στο Πολυτεχνείο γιατί είχαμε φτιάξει ένα ιατρείο. Με τον καλύτερο μου φίλο είχαμε πάει εκεί, γιατί σκεφτήκαμε ότι εκεί μπορεί να μην χτυπήσουν, επειδή ήταν οι τραυματίες. Μπήκε το τανκ και στρατιώτες και μας είπαν να βγούμε. Και βγαίνοντας γινόταν το έλα να δεις. Έπεφτε το ξύλο της αρκούδας από τους αστυνομικούς. Έφτασα στο τέλος της Τοσίτσα και εκεί ήταν μια Αμερικάνα, η Μάρσα Τέιλορ, που δούλευε εδώ ως σκηνογράφος. Είχε ένα Ντεσεβώ με αμερικάνικα νούμερα. Πήρε τέσσερις άγνωστους μεταξύ μας, που κάναμε μπαμ ότι ήμασταν όλοι από το Πολυτεχνείο, και μας πήγε σπίτι της. Η μεγάλη μας τύχη ήταν ότι είχε αμερικάνικα νούμερα και δεν μας σταματήσανε, γιατί έκαναν ελέγχους στα αυτοκίνητα στους δρόμους. Την επόμενη μέρα γύρισα σπίτι με τα πόδια και για μέρες νόμιζα πως άκουγα ανθρώπους να φωνάζουν.
Αλλά για την σχετική απομυθοποίηση του πράγματος. Τον επόμενο χρόνο το ’74 είχα πάει με φίλους μου στο Λονδίνο. Και επειδή κοίταξα από την αντίθετη κατεύθυνση περνώντας το δρόμο, με χτύπησε ένα φορτηγό και πέρασα ενάμισι μήνα στο νοσοκομείο με σπασμένο χέρι και πόδι.
Νοέμβριος του ‘74 πρώτη επέτειος του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε πάει. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά φορτισμένη, ακόμη μετράγαμε νεκρούς και τραυματίες. Εγώ με τις πατερίτσες μπαίνω σε μία αίθουσα, τα μεγάφωνα έπαιζαν Θεοδωράκη. Ξαφνικά σταματάνε οι μουσικές, «Αυτή τη στιγμή βρίσκεται ανάμεσά μας ένας από τους ηρωικούς τραυματίες του Νοέμβρη». Τι να πω, ότι το έπαθα στο Λονδίνο; Έρχονται δυο παιδιά της περιφρούρησης κάνουν σκαμνάκι, με ανεβάζουν πάνω, έρχονταν γυναίκες και κλαίγαν, μου φίλαγαν τα χέρια. Στο τέλος το είχα πιστέψει και εγώ.
***
Η συνέντευξη έγινε τον Νοέμβριο του 2016.
Ας πάμε στο σήμερα. Μιλήστε μας για το έργο ‘Κόλχαας’.
Το να αρχίσω τώρα να κάνω ανάλυση, έχουν γραφτεί πολλά, δεν έχει νόημα. Υπάρχει πολύ πράγμα από κάτω που σε πρώτη ματιά δεν φαίνεται. Το μόνο που φοβόμουν ήταν μήπως επικεντρωθεί κανείς στο κομμάτι της τυφλής εξέγερσης στην αναζήτηση του δικαίου. Στο τέλος αυτός ο Κόλχαας υποτάσσεται στο δίκαιο της πολιτείας, κρατώντας την προσωπική του ακεραιότητα και παίρνοντας την ευθύνη των πράξεών του. Και αυτό μου κάνει φοβερή εντύπωση στη ζωή, το πώς οι άνθρωποι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους.
Το καλύτερο που μου έχουν γράψει ήταν μία από τις κριτικές του κοινού στο Αθηνόραμα. Έγραψε ένας ότι ήταν το απόλυτο αντι-δήθεν. Αυτό μου άρεσε, ένιωσα μια δικαίωση.
Εσείς τι θα είχατε κάνει στη θέση του Κόλχαας; Θα είχατε διεκδικήσει το δίκιο σας;
Εγώ αυτό το έχω. Θα διεκδικήσω το δίκιο μου. Οπότε προφανώς ήταν και αυτό ένα πράγμα που με κέντρισε στο έργο.
Την ταινία ‘Age of Uprising: The Legend of Michael Kohlhaas’ την έχετε δει ; Σας άρεσε;
Την βρήκα λίγη. Κυρίως επειδή δεν είχε στο τέλος την ιστορία με την τσιγγάνα. Χάθηκε η πεμπτουσία του έργου.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ
Συνέντευξη: Τα εγκλήματα της Καίτης Κωνσταντίνου είναι διαχρονικά
Πώς επιλέξατε το έργο;
Ήμουν στο Μπάρι της Ιταλίας πριν από χρόνια. Μια μέρα μου είπαν να πάμε στο Λέτσε, μια πιο νότια πόλη, γιατί έκανε κάποιος ένα μονόλογο που είχε ακουστεί πολύ. Πήγαμε. Δεν ήξερα ακόμη πολύ καλά Ιταλικά. Έπαθα όμως πλάκα. Ήταν από τις σπάνιες φορές που βγαίνεις έξω και είσαι χαζεμένος. Δηλαδή δάκρυσα, έκλαψα, που για μένα είναι το απόλυτο κριτήριο. Αν κάτι δεν με συγκινήσει με κάποιο τρόπο, δεν με ενδιαφέρει.
Μετά είχα μείνει άνεργος τελείως για ένα χρόνο. Δεν είχα κάνει τίποτα. Ήμουνα πάλι στην Ιταλία και είδα ότι γινόταν εδώ ένα φεστιβάλ μονολόγων. Σκέφτηκα να βρω το κείμενο να το μεταφράσω και να το υποβάλλω μπας και. Και έτσι το βρήκα, το μετέφρασα και το υπέβαλα. Δεν έγινε τίποτα βέβαια.
Κάποια στιγμή που ήμουν στο θέατρο «Τόπος Αλλού» του Νίκου Καμτσή, του λέω για τον μονόλογο και αν ενδιαφέρεται να το κάνω εκεί. Και ο άνθρωπος, του το χρωστάω αυτό, μου παρέσχε το θέατρο, φωτισμούς, όλα. Και έτσι από κει άρχισε. Μετά το πήγα σε έναν άλλο χώρο τη ‘Διέλευση’, και τώρα στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Δεν κυνήγησα κεντρικούς χώρους. Δυστυχώς δεν είμαι καλός σε αυτά αφενός και αφετέρου είμαι και λίγο τεμπέλης. Πρέπει να φτάσω στο αμήν για να ενεργοποιηθώ όπως είχα ενεργοποιηθεί τότε. Δεν μπορώ να τα τρέξω αυτά τα πράγματα. Πρέπει κάποιος άλλος να ασχοληθεί.
Όταν δουλεύω σε μία παράσταση δεν σκέφτομαι «ωραία τώρα να αρχίσουμε να κινούμαστε για την επόμενη σεζόν». Θέλω να ασχολούμαι με τον ρόλο μου και με τη ζωή μου. Γιατί το θέατρο δεν το έχω θεοποιήσει. Και γενικά ίσως είναι λίγο υπερεκτιμημένο. Ψωμί, νερό δεν έχουμε ραπανάκια για την όρεξη. Παραστάσεις επί παραστάσεων, διαβάζω δηλώσεις. Ο καθένας βέβαια αυτό που κάνει το πιστεύει, έχει μπει σε αυτό και νομίζει ότι είναι το κέντρο του κόσμου και χάνεται μέσα σε άλλες χίλιες παραστάσεις αυτό που για αυτόν είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό.
Πάνω σε αυτό, τι γνώμη έχετε για την θεατρική έκρηξη που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια;
Δεν μπορείς να πεις ούτε ότι είναι καλό ούτε κακό. Υπάρχουν και πολύ καλές παραστάσεις αλλά οι πιθανότητες να πέσεις και σε πατάτα είναι τεράστιες. Και αν είναι μέτρια ή κακή η παράσταση και δεν μπορώ να φύγω, απλώς κατεβάζω το κεφάλι και προσπαθώ να μη βλέπω ούτε να ακούω, γιατί είναι σαν να με μπουκώνουν με ένα κακό φαί.
Το θέμα είναι ότι η πλησμονή, αυτή καθαυτή, έστω και αν το κάθε μέρος του πλήθους είναι σημαντικό, μόνο και μόνο από το γεγονός του πλήθους, κάνει ένα έργο να χάνει κάτι από την αξία του. Στην Βενετία επειδή όλα γύρω σου είναι ένα αριστούργημα, ακόμη και τα πόμολα είναι ένα έργο τέχνης, από ένα σημείο και μετά δεν βλέπεις τίποτα.
Και αυτό άρχισε πολύ πριν την κρίση, όταν άνοιγαν σωρηδόν σχολές και εργαστήρια. Οπότε βγαίναν κάθε χρόνο πόσοι ηθοποιοί. Από αυτούς και το 1/10 να ήθελε να κάνει κάτι, να εκφραστεί, να πω στον άλλον μην το κάνεις ή μην εκφράζεσαι; Θα ήταν αστείο.
Αυτό επηρέασε και τις εργασιακές σχέσεις. Σου λέγανε δεν θες με τόσα, υπάρχουν 50 άλλοι που παίζουνε τσάμπα και πληρώνουνε κιόλας. Οπότε πέσανε και οι αμοιβές και άρχισαν να μην πληρώνουν και τις πρόβες. Κάποτε ζούσαμε από το θέατρο. Τώρα δεν. Εγώ μετά από 37 χρόνια στο θέατρο, βρίσκομαι σε μια συγκρατημένη απελπισία.
Υπάρχει μια ατμόσφαιρα παιδικής χαράς. Ας κάνουμε αυτοσχεδιασμούς, και ό,τι βγει. Κάντε ό,τι θέλετε. Σαν να βγάζουμε τα απωθημένα μας ή να κάνουμε την πλάκα μας. Σαν να μην αντέχουμε οι ίδιοι το βάρος αυτού που κάνουμε και νομίζουμε ότι και το κοινό δεν θα το αντέξει.
Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό παραστάσεων υπάρχουν ουσιώδη πράγματα που χάνονται σε όλο αυτό. Κάθε μέρα διαβάζω ότι γίνονται τουλάχιστον δύο πρεμιέρες. Και σκέφτομαι ότι και αυτό θα περάσει και θα χαθεί όπως γίνεται με τους ανθρώπους, νομίζουμε ότι είμαστε το κέντρο της γης, πεθαίνουμε και μέσα σε 24 ώρες δεν μας θυμούνται ούτε οι γνωστοί μας.
Εσείς έχετε διδάξει σε σχολή;
Όχι γιατί δεν μου το προτείνανε ποτέ και δεν το κυνήγησα ποτέ. Αισθάνομαι και μία υπευθυνότητα. Να πω και εγώ τι έχω μάθει από την πείρα μου; Πέραν αυτού δεν χρειάζεται και μια μέθοδος; Δεν ξέρω μπορεί και να μην χρειάζεται.
Έχετε γράψει δικό σας έργο;
Όχι. Είναι και τεμπελιά. Αν ήταν 20 χρόνια πριν μπορεί. Θα θελα να μιλήσω συγκεκριμένα για κάτι, δεν θέλω να πω τι. Αλλά να κάτσω, να μου βγει η παναγία και να παιχτεί μαζί με άλλα χίλια πράγματα; Αξίζει τον κόπο; Και τι έγινε στο φινάλε; Και πες ότι αρέσει και σε διακόσιους ανθρώπους. Τι; Το θεωρώ λίγο μάταιο. Είχα από μικρός αυτή την αίσθηση ματαιότητας, η οποία δεν είναι καλή, σε φρενάρει. Και από την άλλη αν μου έβγαινε τόσο πηγαίο, θα είχε φανεί. Οπότε το αποδέχεσαι.
Κάποια ταινία που να σας άρεσε τελευταία;
Συγκινήθηκα στην τελευταία ταινία του Woody Allen, το ‘Café Society‘. Στην σκηνή της Πρωτοχρονιάς. Ο χρόνος προχωράει και τα αφήνει πίσω του όλα, αλλά συγχρόνως δεν τα αφήνει.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ
Όλες οι ταινίες εποχής του Woody Allen
Πάντως σε όλους μένουν, αυτά που βλέπουν ή διαβάζουν μικροί. Μεγαλώνοντας ελάχιστα πράγματα σου μένουν και ελάχιστα θυμάσαι. Όλα τα πράγματα μεγαλώνοντας έχουν πολύ λιγότερη επίδραση πάνω σου. Όλα χάνουν την έντασή τους. Είναι φυσιολογία.
Σας αγαπήσαμε από τους ρόλους σας στην τηλεόραση. Πώς φαντάζεστε τον Πλαπούτα σήμερα;
Ποιος ξέρει; Το σενάριο έλεγε ότι αυτός είχε σπουδάσει Δημοσιογραφία στην Φλωρεντία και ήταν ο «διανοούμενος» της παρέας. Θα μπορούσε από το να έχει αποσυρθεί απογοητευμένος από τα πράγματα έως να έχει γίνει αρχισυντάκτης της Αυγής.
Όταν είχε πρωτοπαιχτεί το ‘Της Ελλάδος τα Παιδιά’ δεν είχε τόσο μεγάλη θεαματικότητα. Παιζόταν την ίδια ώρα το ‘Δις Εξαμαρτείν’ των Ρέππα-Παπαθανασίου και μας είχε πάρει φαλάγγι. Μετά σιγά σιγά με τις επαναλήψεις έγινε καλτ. Και μου κάνει εντύπωση ότι και μικρότεροι που ήταν αγέννητοι, γουστάρουνε. Είχε μια αφέλεια, στα όρια του καρτούν, και δεν γινόταν ποτέ χυδαίο ή μπανάλ. Περιέργως θυμάμαι λεπτομέρειες όταν τυχαίνει να το ξαναδώ, πχ ότι σκεφτόμουν ότι αυτό έπρεπε να το χω πει αλλιώς.
Και έχω χρόνια αποδεχτεί ότι αν ποτέ μείνω ως η υποσημείωση της υποσημείωσης στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, θα είναι από τον Πλαπούτα!
Ευχαριστούμε πολύ. Θέλετε να μας πείτε και την άλλη παράσταση που ετοιμάζετε;
Λέγεται ‘Αύγουστος’, αμερικάνικο έργο που είχε γίνει και ταινία με την Μέριλ Στριπ και την Τζούλια Ρόμπερτς. Θα ανεβεί στο θέατρο Δημήτρης Χορν, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Πληροφορίες Παράστασης
- ‘Κόλχαας’ του Χάινριχ φον Κλάιστ
- Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων
- Κύπρου 91Α, Κυψέλη
- Τηλέφωνο : 2130040496
- Παραστάσεις : Έως : 3/1
- Κάθε Τρίτη 9 μ.μ.
- Τιμη : € 10, 8, 5.
Μετάφραση, δραματουργική προσαρμογή, σκηνοθεσία, ερμηνεία: Νίκος Αλεξίου
Μουσική: Χρήστος Ξενάκης
Χειρισμός ήχου και φωτισμών: Γιάννης Ζέρβας