ΣΙΝΕΜΑ

Τάσο Νούσια, πότε έγιναν τα ’80s δεκαετία εποχής;

Μιλήσαμε με τον Τάσο Νούσια για τον συμβιωτικό ρόλο της τέχνης, τον σύγχρονο Μεσαίωνα, τη νοσταλγία, το όχι που αναγκάστηκε να πει και το δεύτερο καρμικό καλοκαίρι της ζωής του.

Τον Τάσο Νούσια τον είδα για πρώτη φορά στο θέατρο στην περσινή του παράσταση ‘Προμηθέας Δεσμώτης’. Εκεί, στο θέατρο της Αρχαίας Μεσσήνης, ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας που όμως γέμισε απευθείας και συνέχιζε να γεμίζει μέχρι και τα πρώτα λεπτά της παράστασης, όσο τον παρακολουθούσα καθηλωμένη μαζί με τους υπόλοιπους που σχεδόν δεν ανέπνεαν για να μη διαταράξουν τη μυσταγωγία, συνειδητοποίησα κάτι. Ότι χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, ο Τάσος Νούσιας κάποια στιγμή μετατράπηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς ηθοποιούς της γενιάς του.

Όταν κανονίσαμε να μιλήσουμε στο τηλέφωνο με αφορμή τη νέα ταινία ‘Η Ρόζα της Σμύρνης’ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κορδέλλα -μία συμπαραγωγή της COSMOTE TV– ένα από τα πρώτα πράγματα που ήθελα να τον ρωτήσω, ήταν πώς κατάφερε μέσα σε μια περίοδο που το επάγγελμά του περνάει τόσο δύσκολα, η πορεία του να μην είναι μονάχα συντήρησης κατά κάποιον τρόπο, αλλά να είναι ξεκάθαρα ανοδική και πολύμορφη. Ήταν θέμα τύχης; Στρατηγικής; Ρίσκου;

“Νομίζω όλους μας δικαιώνει η διαδρομή μας μ’ έναν τρόπο. Θα μεταχειριστώ μια φράση που μου αρέσει πάρα πολύ. Ο καθένας έχει τον παράδεισο που του αξίζει. Πρέπει να βρίσκεσαι αποτελεσματικός σε σχέση με τη δουλειά σου. Αυτό βοηθάει στο βρίσκεσαι συνεχώς παρών, να μπορείς να κάνεις καλές δουλειές, να θέλουν οι άλλοι να δουλέψουν μαζί σου. Και σαφώς η τύχη! Αυτά όλα μαζί πρέπει να είναι, δεν ξέρω. Παρότι υπάρχουν και εξαιρετικοί συνάδελφοι που δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να βρίσκονται σε δουλειές, είτε συνεχώς, είτε σε επιτυχίες”.

“Σε κάποιον που ξεκινάει τώρα θα του έλεγα να ακολουθήσει το όνειρό του. Να κάνει αυτό που θέλει. Αυτό που θέλει αρχικά στην ολότητά του, σύσσωμος, σύγκορμος, σύμψυχος, κι από κει και πέρα νομίζω μόνο αυτός είναι ο δρόμος. Δεν έχει άλλο. Δε μπορείς να κινείσαι πάντα με την πλάτη στον τοίχο και με μία εντός εισαγωγικών ασφάλεια και να πορεύεσαι με κάτι που δεν αγαπάς. Δεν πρέπει να πάρεις κι ένα ρίσκο; Εντάξει, αν δε βγεις απ’ το σπίτι δε θα σε πατήσει ποτέ αυτοκίνητο. Αλλά μπορεί και να πεθάνεις και να σε βρούνε μετά από έναν χρόνο μόνο σου μέσα σ’ ένα σπίτι”.

Τον Τάσο Νούσια δε θα τον βρεις εύκολα στο σπίτι του με τόσες υποχρεώσεις που έχει – στο λέω εκ πείρας – αλλά τουλάχιστον θα τον βρεις ξανά στους κινηματογράφους από τις 22 Δεκεμβρίου, που θα κυκλοφορήσει η ταινία ‘Η Ρόζα της Σμύρνης’ στις κινηματογραφικές αίθουσες, σε διανομή της Feelgood Entertainment.

Το κάρμα της ‘Ρόζας’

Όταν μιλούσε πέρσι για τον ‘Προμηθέα’, δε γινόταν να μη σχολιάσει και την επικαιρότητα της παράστασης σε σχέση με ένα από τα πιο έντονα καλοκαίρια που είχε περάσει η Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση. Η χώρα για εκείνον ήταν αλυσοδεμένη σαν ένας άλλος Προμηθέας. Όταν φυσικά ετοιμαζόταν ακόμα η παράσταση, δε θα μπορούσε κανείς από τους συντελεστές να είχε προβλέψει ότι θα συνέπεφτε σε μια τέτοια πολιτική συγκυρία.

Κάποιος πρέπει τελικά να του κάνει πλάκα όμως, γιατί και με τη ‘Ρόζα της Σμύρνης’, μια συμπαραγωγή Ελλάδας (Feelgood Entertainment, σε συμπαραγωγή COSMOTE TV) – Τουρκίας (Sarmasik Sanatlar), τον πρόλαβαν ξανά τα γεγονότα. Ή μάλλον τα γεγονότα συνέβησαν σε πραγματικό χρόνο με τα ίδια τα γυρίσματα, όταν η παραγωγή βρέθηκε στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη για τις ανάγκες της ιστορίας έπεσε πάνω στο πραξικόπημα και αμέσως μετά έπρεπε να ταξιδέψει σε μία Μυτιλήνη που φιλοξενεί την τραγωδία του προσφυγικού. Αντί για πλάκα όμως, εκείνος χρησιμοποιεί μια άλλη λέξη.

“Αυτό είναι το κάρμα της ταινίας. Μερικές φορές γίνεται αυτό με τις δουλειές κι αυτή η ταινία τα έζησε όλα. Γι’ αυτό και πιστεύω θα έχει μεγάλη ανταπόκριση στον κόσμο, γιατί είναι μια πολύ ζωντανή ταινία. Και στον βηματισμό της, τη δραματουργία της, αλλά και στα γεγονότα που κουβαλήσαμε κι εμείς ως φυσικά πρόσωπα. Πέσαμε πάνω στο πραξικόπημα, η ιστορία έχει να κάνει με την κρίση του Σισμίκ γιατί η ταινία διαδραματίζεται το ‘87, πάλι σε μία ένταση τεράστια με τους Τούρκους, πολύ κοντά στα πρόθυρα ενός πολέμου. Με τον ίδιο τρόπο βρισκόμαστε κι εδώ τώρα. Μόνο που εδώ συμβαίνουν όλα. Και η ένταση και ένα τεράστιο κύμα προσφυγικό, για το οποίο η Ελλάδα δεν είναι υπεύθυνη.

Δυστυχώς καταντήσαμε την πιο σπουδαία χώρα καρπαζοεισπράκτορα και τώρα αποδέκτη ψυχών, χωρίς να έχει τη γενναιότητα η παγκόσμια κοινότητα να σηκώσει το φορτίο της και τα βάρη της. Εγώ αν ξερίζωνα έναν άνθρωπο, θα τον έπαιρνα σπίτι μου αναλογιζόμενος το βάρος. Θα έπρεπε να έχω λύση”.

Η ‘Ρόζα της Σμύρνης’ είναι η τέταρτη δουλειά του που σχετίζεται με τη Σμύρνη – έχουν προηγηθεί οι σειρές ‘Μάγισσες της Σμύρνης’,και τα ‘Τα Παιδιά της Νιόβης’, αλλά και το θεατρικό ‘Σμύρνη μου Αγαπημένη’ – αλλά εκείνος λέει ότι δε νιώθει το βάρος της ιστορικότητας του θέματος. Νιώθει μονάχα σεβασμό και χαρά να υπηρετεί καλά γραμμένες αφηγήσεις που σκαλίζουν αυτό το κομμάτι της ιστορίας.

Τώρα μέσα από τον χαρακτήρα του Δημήτρη, του συλλέκτη αρχιτέκτονα που στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ανακαλύπτει ένα μυστικό γράμμα σ’ ένα νυφικό από τη Μικρά Ασία και αρχίζει να εξερευνά τα βήματα της Ρόζας, μιας υπέροχης Λήδας Πρωτοψάλτη που δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να δούμε εκτός θεάτρου, βρίσκει έναν ήρωα που μέχρι τότε ζούσε πιο άνετα στις ασπρόμαυρες μνήμες που έχει από τον διωγμό της οικογένειάς του από την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το τέλος της ταινίας όμως, θα έχει μάθει να ζει λίγο περισσότερο στο γκρίζο. Σε μια πραγματικότητα που έγιναν λάθη και από τις δύο πλευρές.

“Ο ήρωας ξεκινάει με αυτό το εν γένει μίσος και την αποστροφή για το τουρκικό στοιχείο, για τον γείτονα. Αυτός ο βηματισμός του μέχρι το τέλος τον κάνει πιο σοφό με έναν τρόπο, άρα λυτρώνεται. Γιατί τραγωδία χωρίς λύτρωση δεν υφίσταται. Άρα όλη αυτή η τραγωδία, το ταξίδι που κάνει ο ήρωας, έχει και στο τέλος ένα λυτρωτικό μήνυμα αν θέλεις”.

Μιλώντας νωρίτερα για τη σύμπτωση αυτή με τα γεγονότα σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά και την πετυχημένη συνεργασία δύο στούντιο για την πραγμάτωση μιας ταινίας την ίδια περίοδο που η τουρκική κυβέρνηση αμφισβητεί την ελληνικότητα των νησιών του Αιγαίου, αναρωτήθηκα αν θα μπορέσει ποτέ η τέχνη να γίνει πιο δυνατή από την πολιτική.

“Είπε κάτι ο παραγωγός ο Τούρκος (Seyhan Baran) όταν κάναμε γυρίσματα στο Μουσείο Βορρέ, ότι η τέχνη γενικά αλλά και ειδικά του σινεμά,είναι αιώνια. Οι πολιτικοί έρχονται και παρέρχονται. Η τέχνη έχει μία κατάθεση στο διηνεκές, δουλεύει, θα δουλεύει. Όσο κάποιος θα έχει ένα DVD μετά από 200 χρόνια κι αυτή η ταινία γίνει μια μεταφορά, φαντάζομαι σε ένα άλλο υλικό της εποχής εκείνης, η ταινία θα είναι ζωντανή. Eνώ υπάρχουν τυχάρπαστοι τύποι που πέρασαν από την πολιτική και δεν άφησαν τίποτα.

Πάντα ο πολιτισμός είναι αντίβαρο. Και πάντα ενώνει. Ο πολιτισμός ποτέ δεν είναι συγκρουσιακός γιατί κοιτάει τον άνθρωπο. Δεν κοιτάει τα συμφέροντα. Ο πολιτισμός δεν είναι επιβιωτικός, είναι συμβιωτικός, παρόλο που η φύση του ανθρώπου είναι επιβιωτική κι εκεί γίνεται το μεγάλο μπέρδεμα. Νομίζω οι άνθρωποι στη βάση τους δεν έχουν να χωρίσουν κάτι, απλά σέρνονται ή παρασέρνονται μερικές φορές. Άρα μ’ αυτόν τον τρόπο η τέχνη επιτελεί τον πιο άγιο σκοπό”.

“Είμαστε στην επίφαση της δημοκρατίας, αιώνες ίσως, δυστυχώς ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτό το σύστημα έφτασε σε ένα peak πριν 2.500 χρόνια κι από τότε συνεχώς διολισθαίνει, και μοιραία ζει κάθε φορά τον Μεσαίωνά του. Τώρα είμαστε ξανά σε μία μεσαιωνική περίοδο, σε ένα σκοτάδι, σε μια σκιά”.

Back to Βlack

Ζούμε σε έναν νέο Μεσαίωνα λοιπόν, αλλά πώς φτάσαμε εδώ; Μιλάμε για κάτι ξαφνικό ή αναπόφευκτο;

“Μπορεί να παίζουν όλα. Από τους εξωγήινους που ζουν ανάμεσά μας (γελάει), μέχρι τη φυσική πορεία των μικρονοϊκών ανθρώπων, οι οποίοι δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν τη φοβικότητά τους, την επεκτατικότητά τους και τον κομπλεξισμό τους, οπότε μοιραία κάνουν έναν βραχύβιο κύκλο και ξανά πέφτουν σε εντάσεις, σε ατραπούς περίεργους, γιατί ίσως είναι η ανθρώπινη φύση αυτή και δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει με έναν ιδεώδη τρόπο την κρίσιμη μάζα της πτώσης της, της θνησιγένειάς της. Εκεί έχω καταλήξει, ότι ο άνθρωπος δομικά είναι επιβιωτικός. Αυτό που είπα πριν για την τέχνη, αντίστροφα, ο άνθρωπος είναι επιβιωτικός, ενώ η τέχνη συμβιωτική. Δεν έχει καταφέρει να συμβιώσει, ακόμα και με το περιβάλλον που τον ευεργετεί”.

“Γεννήματά μας είναι όμως, γεννήματα της κοινωνίας, δικά μας γεννήματα. Δυστυχώς οι ικανότεροι και οι σοφότεροι έχουν πάψει εδώ και πολύ καιρό να αναλαμβάνουν την ευθύνη των κοινών και ό,τι έχει περισσέψει έχει ηγηθεί. “Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες”. Αυτό το δανείζομαι από ένα σύνθημα που είχανε γράψει στον τοίχο, στους ‘Απόντες’ του Νίκου του Γραμματικού, που είχε μια πολύ πικρή αλήθεια. Έχουν και τα δύο μια απώλεια τεράστια. Και για αυτούς οι οποίοι ήταν ικανοί που σταμάτησαν να πιστεύουν, εγκατέλειψαν με έναν τρόπο, και γι’ αυτούς οι οποίοι είναι οι χειρότεροι και ακόμη προσδοκούν να τρώνε κι άλλο από τις σάρκες και τις δικές τους, αλλά και των υπολοίπων. Να θέλουν να νικήσουν. Αλλά δεν ξέρω τι”.

Όταν μιλάει για τον άνθρωπο, ο λόγος του γίνεται χείμαρρος. Και παρότι τα συμπεράσματά του για τη φύση μας δεν είναι ακριβώς αισιόδοξα, την ίδια στιγμή εντοπίζεις στη φωνή του μία αποδοχή που δίνει την αίσθηση της σοφίας και όχι της παραίτησης. Μάλλον γιατί η δική του ζωή, του έχει αποδείξει ότι στο χάος που μας χωρίζει μπορούμε να βρούμε τελικά και γέφυρες. Πιο πρόσφατη απόδειξη η συνεργασία του με το τουρκικό καστ της ‘Ρόζας’.

“Με τους Τούρκους συναδέλφους δέσαμε κατευθείαν! Ήταν εξαιρετικά παιδιά. Είχαμε πολλή χημεία και με τον νεαρό συνάδελφο, τον Cem Aksakal, τον μεταφραστή μου στην Τουρκία που ήταν ο ρόλος του. Και ο φοβερός Yilmaz Gruda, ο γέροντας με τις 300 ταινίες στο ενεργητικό του, πολυγραφότατος, δεν ξέρω με πόσες παραστάσεις, είναι μια εμβληματική μορφή της Τουρκίας. Η ευγένειά τους ήταν παροιμιώδης, οι αντοχές τους εξαιρετικές, ειδικά του γέροντα. Ήταν εκεί στρατιώτης. Εξαιρετικός ηθοποιός με ένα ειδικό βάρος τεράστιο”.

“Γενικά μόνο χαρά. Χαρά να συναντηθείς με ξένους συναδέλφους. Αυτές είναι οι συναντήσεις, αυτές είναι οι συμβιωτικές συναντήσεις πολιτισμών οι οποίες δε λαθεύουν. Γίναμε ένα. Και πάνω εκεί, σ’ αυτή τη βάση, μπορέσαμε να ανοίξουμε και κουβέντες. Να μιλήσουμε γι’ αυτά που μας συνδέουν πιο πολύ. Αρχίσαμε από αυτό, από αυτά που μας συνδέουν, τι μας ενώνει, αυτά που έχουμε μοιραστεί ως κοινό, και αφού αγαπηθήκαμε μπορέσαμε να κάνουμε συμφιλιωτικά μία κουβέντα γι’ αυτά που μας χωρίζουν, να παραδεχτούμε ίσως τα λάθη μας”.

Πότε έγινε το ‘80 “εποχής”, βρε παιδιά;

Η συμπαραγωγής COSMOTE TV ταινία ‘Ρόζα της Σμύρνης’ εκτυλίσσεται στο μεγαλύτερο μέρος της στα ‘80sμ ενώ θυμάται κανείς πως και ο ‘Νοτιάς’ του Τάσου Μπουλμέτη είχε κάνει νωρίτερα τον Γενάρη το ποδαρικό σε μια χρονιά που η νοσταλγοπληξία χτύπησε κόκκινο και στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα. Είχα λοιπόν σκοπό να τον ρωτήσω τη γνώμη του για το φαινόμενο. Έφερε όμως από μόνος του το θέμα στο τραπέζι.

“Αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα. Εγώ το ‘87 ήμουν 14 χρονών, ήμουν έφηβος, και τώρα είδα ότι το ‘87 είναι εποχής. Το συνειδητοποίησα κάνοντας γυρίσματα, ερχόμενος σε επαφή με αυτοκίνητα τα οποία είναι ξεχασμένα, με ρούχα ή με αντικείμενα. Έγινε το ‘87 “εποχή”. Κάπου είπα… ρε συ… πω πω, τι έγινε τώρα; Εσύ όταν βιώνεις μια κατάσταση δεν το βλέπεις σαν εποχή, γιατί το βίωσες. Ήσουν εκεί σε πρώτο χρόνο, άρα ο χρόνος ισοσκελίζεται, γίνεται ξανά πρώτος χρόνος. Μία ανάμνηση. Όταν πας να το δεις αυτό να ξαναστήνεται με αφορμή μία ταινία, τότε συνειδητοποιείς την τεράστια απόσταση”.

Όταν του είπα ότι και το ‘97 είναι μάλλον πια εποχής, φάνηκε να περνάει ένα δεύτερο κύμα δυσπιστίας. Έχουν περάσει κιόλας 20 χρόνια από το ‘97; Και γιατί μας αρέσει τόσο να κοιτάμε πίσω τελευταία;

“Δε μας αρέσει η εποχή μας. Θέλουμε απόσταση από την εποχή μας γιατί ζοριστήκαμε. Θέλουμε ίσως να ξαναζήσουμε το καλύτερο κομμάτι της περιόδου που πέρασε. Να το ξαναθυμηθούμε με έναν τρόπο. Να ξαναθυμηθούμε κομμάτια ειρήνης στα οποία η παγκόσμια κοινότητα ασχολείτο με τις μουσικές της ας πούμε, με το θέατρο ή με την έκρηξη την τεχνολογική. Υπήρχε μία ευρωστία, με τα προβλήματα τα εσωτερικά μεν, αλλά όχι αυτής της κλίμακας”.

“Η νοσταλγία πάντα κουβαλάει αυτό το κομμάτι που ο καθένας θέλει να κρατήσει και να θυμάται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, γι’ αυτό γίνεται και νοσταλγός. Άρα μιξάρει τη μία πραγματικότητα που έζησε με την άλλη. Γι’ αυτούς που τη ζήσανε. Γι’ αυτούς που δεν τη ζήσανε και είναι νεότεροι, τους μεταφέρεται η εμπειρία μιας άλλης εποχής. Τους τραβάει όλους από τον όλεθρο που βιώνουνε”.

Κινηματογράφος vs. Τηλεόραση

Δύο ρεύματα που κινούνται αντίθετα. Αυτό φαίνεται να είναι ο ελληνικός κινηματογράφος και η τηλεόραση στα χρόνια της κρίσης. Ο μεν κινηματογράφος έχει σηκώσει κεφάλι με τρόπο σχεδόν ποιητικό, η δε τηλεόραση πασχίζει να μείνει στη ζωή μας. Ίσως όμως να του φάνηκα και λίγο άδικη. Κι αν δε βρήκε εμένα άδικη με την τηλεόραση, σίγουρα βρίσκει άδικο το άδειασμά της από αυτούς που, σύμφωνα με τον ίδιο, θα έπρεπε να μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω.

“Έχουμε βγάλει την τελευταία οκταετία, δεκαετία μια πεντάδα, εξάδα, εφτάδα εξαιρετικών δημιουργών που ξεκινήσανε εκεί στα 30, 35, 40 και προχωράνε. Βραβευμένοι, ανοίγουν κι άλλους δρόμους, συνεργάζονται πια με τους καλύτερους. Και δεν είναι ένας. Αυτό σημαίνει άνθιση. Αυτό πολύ σημαντικό, άρα το σινεμά διανύει μια περίοδο εξαιρετικά ανθηρή και θεματικά και σε επίπεδο προτάσεων. Προτάσεων που έχουν να κάνουν και με τη γραφή του σινεμά. Ο Λάνθιμος ας πούμε έκανε την εντύπωση που έκανε ο Triers με το ‘Δόγμα’ το ‘95, με μια άλλου τύπου γραφή. Ο Βρανάς και πολλά παιδιά”.

“Η τηλεόραση μέχρι το ‘08 που κάναμε το ‘Νησί’ έδειχνε ότι ωριμάζει και ότι θα μπορούσε να φέρνει στο προσκήνιο εξαιρετικές δουλειές και αρκετά μεγάλες παραγωγές ώστε να συναγωνιστούν την παγκόσμια αγορά, αν κρίνω από το ‘Νησί’ που είναι ό,τι περισσότερο έχει γράψει στην ελληνική τηλεόραση και έχει πουληθεί στο εξωτερικό. Αυτό αν δεν έπεφτε η κρίση στη μέση θα μπορούσαν να γίνονται 1 ή 2 ή 4 δουλειές που να είναι εξαγωγής.

Δυστυχώς ανακόπηκε η πορεία και δεν ανέλαβε – ακόμα πιο δυστυχώς και είναι εξοργιστικό γιατί εκεί έχει να κάνει με τα λεφτά όλων μας – αυτό το κομμάτι εξ ολοκλήρου η  ΕΡΤ. Η ΕΡΤ έχει να παράξει δουλειά πάνω από 10 χρόνια κι αυτό είναι μεγάλο δυστύχημα. Την πληρώνουμε ως ιδιωτική τηλεόραση και δεν παράγει απολύτως τίποτα σε επίπεδο τέτοιων δουλειών. Μπορεί να κάνει κάποια ντοκιμαντέρ, κάποια θεματικά, ok, και μπάλα. Δεν επιτρέπεται να μην έχουνε παρουσία και δε γίνεται να μην έχουνε παρουσία ως εξαγωγή. Δηλαδή να μη φανερώνουν την Ελλάδα στο εξωτερικό ,και αυτό όλο το κομμάτι να το έχουν αναλάβει οι ιδιώτες και η ΕΡΤ να μην έχει καμία παρουσία”.

Πάντως, παρά τον φόρτο της εργασίας του, ούτε εκείνος έχει ξεφύγει από τον ιό της Χρυσής Εποχής που διανύει η ξένη τηλεόραση. Και όταν του είπα ότι το ‘24’, μια από τις παλιότερες αγαπημένες του σειρές, θα έχει και συνέχεια, ήθελε να μάθει περισσότερα.

“Όλες αυτές οι σειρές, οι σειράρες, έχουν δομή πλήρως κινηματογραφική και το μπάτζετ ενός επεισοδίου μίας από αυτές κοστίζει όσο μία μιας μεγάλου μήκους ταινίας με το ακριβότερο μπάτζετ στην Ελλάδα. Και δεν ξέρω κι αν το φτάνουμε. Τώρα αυτές τις μέρες έβλεπα την τελευταία περίοδο του ‘Game of Thrones’. Και το ‘House of Cards’. Τα mainstream. Παλιότερα είχα κολλήσει και έβλεπα το ‘24’ γιατί είχε και μια ιδιαίτερη γραφή, πρωτότυπη για την τηλεόραση, με κάθε επεισόδιο ακριβώς στο βήμα του ήρωα, λεπτό προς λεπτό”.

Το όχι και οι ρίζες

Φέτος έκλεψε την παράσταση στην ταινία δράσης ‘Short Fuse’ ως απρόβλεπτος νονός της νύχτας, ένας ρόλος για τον οποίο χρειάστηκε να προπονηθεί όπως κάνουν συχνά οι ηθοποιοί στο εξωτερικό σε αντίστοιχες δουλειές. Σκέφτηκα, λοιπόν, να τον ρωτήσω αν του έχει ζητηθεί ποτέ κάτι τόσο ακραίο για κάποιον ρόλο που να χρειάστηκε να αρνηθεί. Ομολογώ ότι η απότομη αλλαγή στον τόνο του όταν μου αποκάλυψε το όχι του, με μάγκωσε.

“Μου ζητήθηκε κάποια στιγμή από έναν φίλο αγαπημένο, ο οποίος είναι κι αυτός επίσης πολυβραβευμένος στο εξωτερικό, ο Σωκράτης ο Αλαφούζος, ένας μικρομηκάς που κάνει εξαιρετικές δουλειές και ελπίζω να μας δώσει και τη μεγάλη του μήκους, να κάνω έναν παιδόφιλο. Και του είπα ότι δεν μπορώ. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.

Ούτε στο πετσί μπορώ να μπω, ούτε να δω ένα μικρό παιδί με τον τρόπο που θα έπρεπε εγώ να ενσαρκώσω ως παιδόφιλος. Να κρατάω ένα παιδάκι στα πόδια μου ας πούμε και να το κοιτάω με ερωτισμό. Μου ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσα να το κάνω αυτό, έστω και στα ψέματα. Είναι ό,τι πιο εμετικό θα έκανα και ό,τι πιο απάνθρωπο υπάρχει μέσα σε όλα τα απάνθρωπα, στην πιο σκιώδη φύση του ανθρώπου, είναι ένα πράγμα που δε μου είναι καθόλου βολικό να το αγγίξω ούτε για πλάκα”.

Όχι πάντως δεν πρόκειται να πει σε συνέργειες που παντρεύουν διαφορετικούς χώρους, σε ανταλλαγές με άλλα κομμάτια της τέχνης, όπως τις αποκαλεί. Τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ήδη συμμετάσχει στα ‘Άστεγα’ του Νίκου Πλατύραχου στο Θέατρο Παλλάς ως αφηγητής, το καλοκαίρι υπάρχει μεγάλη περίπτωση να περιοδεύσει με μία όπερα, ενώ πρόκειται να κάνει μέρος της αφήγησης και σε ένα ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει ο Δημήτρης Χατζηγεωργίου.

Όσο για την πρόκληση του εξωτερικού που έχουν ακολουθήσει συνάδελφοί του, αυτή δεν έχει πολλές πιθανότητες. Δεν είναι όμως η δυσκολία του εγχειρήματος που του έρχεται πρώτη στο μυαλό.

“Αγαπάω πάρα πολύ αυτή τη χώρα, πάρα πολύ. Θα μπορούσα βέβαια, όπως το κάνω και έσω σε επίπεδο περιοδειών, τώρα για το ‘Σμύρνη μου Αγαπημένη’ στη Θεσσαλονίκη για δύο μήνες για παράδειγμα, να το κάνω με αυτόν τον τρόπο. Να πάω για γυρίσματα και να γυρίσω, αλλά με βάση εδώ. Δε θα μπορούσα να μείνω για χρόνια ή να σκεφτώ ότι θα ανοίξω μια καριέρα οπουδήποτε αλλού με συνεχή παρουσία δική μου. Αλλά ποτέ μη λες ποτέ και ποτέ δεν ξέρεις.

Η καρδιά μου είναι εδώ. Θεωρώ ότι η χώρα μας είναι τεράστια σε όλα της. Και στο περιβάλλον της και σε ό,τι έχει να σου δώσει και σε εξαιρετικούς ανθρώπους που μπορείς να συναντήσεις περιδιαβαίνοντάς την. Και γεωφυσικά είναι υπέροχη, με τον ήλιο και τις θάλασσές της. Δεν ξέρω με τι θα μπορούσα να αλλάξω αυτόν τον επίγειο παράδεισο που λέγεται Ελλάδα. Δεν ξέρω τι θα μου έδινες για να με δελεάσεις. Είμαι βαθιά ριζωμένος, βαθιά Έλληνας. Με την παράδοση και με τον αξιακό του κώδικα που κουβάλησε μέσα στη διαχρονία του ο Ελληνισμός. Έχω μεγάλη λατρεία για τον τόπο”.

***

* H ‘Ρόζα της Σμύρνης’ κυκλοφορεί στις 22 Δεκεμβρίου από τη Feelgood.

Exit mobile version