Τον Δημήτρη Ιτούδη δεν μπορεί να τον φοβίσει τίποτα
Ο προπονητής της ΤΣΣΚΑ Μόσχας για το μπάσκετ, τον εμφύλιο, τη μουσική, τη ζωή και το 'Στην Υγειά μας'.
- 25 ΙΑΝ 2018
Βρισκόμαστε στο κέντρο του Ζάγκρεμπ, εν μέσω του εμφυλίου πολέμου. Ένας νεαρός Έλληνας, φοιτητής στο τμήμα φυσικής αγωγής του Πανεπιστημίου της πόλης με ειδικότητα στο μπάσκετ, περπατάει, έχοντας στο μυαλό του ότι ένας συναγερμός μπορεί να τον αναγκάσει να τρέξει προς το πλησιέστερο καταφύγιο. Ένας άλλος εκκωφαντικός θόρυβος όμως, πολύ διαφορετικός από αυτόν του συναγερμού, προκαλεί πανικό. Μια απαγορευμένη βόμβα διασποράς έχει μόλις πέσει πάνω σε ένα αυτοκίνητο, εκτοξεύοντας στη συνέχεια μικρά βομβίδια. Φωτιά, τραυματισμένοι άνθρωποι, αστυνομικοί φωνάζουν στους περαστικούς να πέσουν κάτω.
Μεταφερόμαστε περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια αργότερα. Ο νεαρός Έλληνας του τότε, είναι πια πρώτος προπονητής σε μια από τις μεγαλύτερες ομάδες μπάσκετ της Ευρώπης. Οι σπουδές απέδωσαν. Περισσότερο όμως απέδωσε η σκληρή δουλειά και η μαθητεία δίπλα σε έναν από τους σπουδαιότερους κόουτς της ηπείρου μας. Ένας κόουτς που απόψε κάθεται στον απέναντι πάγκο. Μαθητής εναντίον δασκάλου, συνεργάτης εναντίον πρώην αφεντικού. Ο Έλληνας κερδίζει, αγκαλιάζει τον δάσκαλο, του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί.
Όπως θα έχεις φανταστεί, ο Έλληνας πρωταγωνιστής των δύο ιστοριών δεν είναι άλλος από τον Δημήτρη Ιτούδη. Φαντάζομαι με τη σειρά μου πως δεν γνώριζες ότι ο σημερινός προπονητής της ΤΣΣΚΑ έχει ζήσει σκηνικά όπως το πρώτο. Κι όμως, ο ‘κουμπάρος’ του Ζοτς κρατάει πολλά κρυμμένα μυστικά πίσω από το άψογο κοστούμι του και την λατρεία του για το μπάσκετ. Μια συζήτηση πριν από τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό, μια ομάδα η οποία έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στην ψυχή του, ήταν η ιδανική αφορμή για να ανακαλύψουμε τον άνθρωπο πίσω από το κοστούμι. Τυπικός στο ραντεβού μας, κάθισε απέναντί μου και χωρίς πολλά-πολλά, αρχίσαμε το ταξίδι πίσω στο χρόνο.
Τα χρόνια του Ζάγκρεμπ κι ο Γκομέλσκι
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Το γεγονός ότι ο Δημήτρης Ιτούδης μεγάλωσε μέσα στον αθλητισμό δεν είναι μυστικό. Όπως και το γεγονός πως η πρώτη του επαφή με μια μπάλα, στα Τρίκαλα Ημαθίας, ήταν με αυτή του ποδοσφαίρου. Το μακρύ του μαλλί και μια διαμάχη με τον προπονητή του τον έφερε όμως στο μπάσκετ, απ’ το οποίο δεν έμελλε να φύγει ποτέ. Φεύγοντας για σπουδές στο Ζάγκρεμπ, ήξερε καλά τι θέλει να κάνει στη ζωή του.
“Όταν έφυγα για το Ζάγκρεμπ πήγαινα γι’ αυτό το σκοπό, ήταν ξεκάθαρο. Τότε ήταν ενωμένη η Γιουγκοσλαβία, το πρωτάθλημα ήταν το καλύτερο της Ευρώπης με αθλητές όπως ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο Βλάντε Ντίβατς, ο Ζάρκο Πάσπαλιε, οι οποίοι ήταν πιτσιρικάδες και στην ουσία αποτελούσαν τους αστέρες του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ. Η ακαδημία του Ζάγκρεμπ συγκέντρωνε όλα τα στοιχεία που αναζητούσα, ως ποιότητα σχολής, ως χρόνο σπουδών. Ήταν η κίνηση που έκανα για να διδαχθώ από τους καλύτερους στο άθλημα που αγαπούσα”. Συνέπεσε όμως με την απαρχή του εμφυλίου.
“Έζησα τον εμφύλιο αρκετά έντονα. Η ανησυχία ήταν περισσότερο στην πλευρά των γονιών μου, γιατί όλα τα ελληνικά κανάλια είχαν τότε ανταποκριτές κι έβλεπαν την κατάσταση. Δεν έπαιξε ρόλο στο να γυρίσω πίσω πάντως, είχα και έχω ακόμα πολλούς καλούς φίλους και σχέσεις με ανθρώπους εκεί. Κοιτάζοντας πλέον πίσω, τώρα που οι διμερείς σχέσεις έχουν αποκατασταθεί, βλέπουμε ότι ήταν ένας πόλεμος τυφλός, ο οποίος κόστισε σε ανθρώπινες ζωές. Ιδιαίτερα στη Βοσνία, όπου μια οικογένεια μπορεί να αποτελείτο από Βόσνιο πατέρα ορθόδοξο, μουσουλμάνα γυναίκα, Κροάτη πεθερό και να είναι όλοι σε αντίθετα στρατόπεδα, αδέρφια να σκοτώνονται μεταξύ τους, τρία διαφορετικά στρατόπεδα στην ίδια οικογένεια. Δυστυχώς, άκουσα πολλά άσχημα νέα για πολλούς συμφοιτητές. Σέρβοι που έπρεπε να φύγουν, Κροάτες που πήγαν στο μέτωπο και έχασαν τη ζωή τους, ή μέλη του σώματός τους, άνθρωποι με τους οποίους παίζαμε μπάσκετ μαζί”, περιγράφει ο Δημήτρης Ιτούδης και το βλέμμα του σκοτεινιάζει.
Εκτός από τις σπουδές του όμως, βρέθηκε από νωρίς και σε πάγκο ομάδας. Μόλις στα 21, βοηθός στην ΚΚ Ζάγκρεμπ, μικρότερος σχεδόν από όλους τους παίκτες. “Η πλειοψηφία των παικτών ήταν μεγαλύτεροι από μένα. Στην ΚΚ Ζάγκρεμπ είχα αθλητές όπως ήταν ο Γκόραν Σόμπιν και ο Ζέλικο Πόλιακ, που ήταν ήδη πρωταθλητές Ευρώπης. Εγώ ήμουν 21 κι εκείνοι ήταν 33-34, προς το τέλος της καριέρας τους, όμως ήταν πραγματικοί επαγγελματίες, είχαμε εξαιρετική συνεργασία κι έχω τις καλύτερες αναμνήσεις απ’ αυτούς. Μεγαλύτερο ‘πρόβλημα’ είχα με τους συνομήλικούς μου, αν και ήταν οι πιο έμπειροι παίκτες αυτοί που αποτελούσαν το παράδειγμα προς μίμηση, βοηθώντας και στη δική μου ομαλή μετάβαση. Σε κάθε χώρο, θεωρώ ότι η ασπίδα σου και η δύναμή σου είναι η γνώση, η ικανότητα κι η όρεξη για δουλειά κι αυτό ήταν που ουσιαστικά με βοήθησε να πορευτώ, όχι μόνο τότε αλλά και αργότερα, στον ΠΑΟΚ για παράδειγμα το 1994-95, όταν είχα παίκτες όπως ήταν ο Πρέλεβιτς, ο Μπουντούρης, ο Μαματζιόλας. Όλοι αυτοί ήταν συνομήλικοι ή μεγαλύτεροί μου”.
Η ΚΚ Ζάγκρεμπ θα αντιμετωπίσει τον ΠΑΟΚ στο κύπελλο Κόρατς, οι άνθρωποι της ελληνικής ομάδας στο τέλος της σεζόν προσεγγίζουν τον Ιτούδη και το 1995 κατηφορίζει στη Θεσσαλονίκη ως βοηθός του Βαγγέλη Αλεξανδρή. Εκείνη τη σεζόν όμως ο ΠΑΟΚ θα αλλάξει τρεις προπονητές κι ο Ιτούδης θα πάρει το βάπτισμα του πυρός ως head coach. Και μάλιστα, σε ένα σημαδιακό γήπεδο.
Το πρώτο παιχνίδι που κοούτσαρισα ως πρώτος προπονητής όταν παραιτήθηκε ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου, ήταν στη Μόσχα, εναντίον της Ντιναμό, στο γήπεδο στο οποίο σήμερα προπονώ την ΤΣΣΚΑ, και ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι ήταν τηλεσχολιαστής και καθόταν δίπλα από τον πάγκο του ΠΑΟΚ. Ήταν ενθουσιασμένος με μένα, του άρεσε πολύ ο τρόπος που κοουτσάριζα σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας μου κι εκεί ήταν η πρώτη μας γνωριμία
Μετά τον ΠΑΟΚ, συνεχίζει στο τιμ του Πανιωνίου και μετά ως πρώτος προπονητής σε Φίλιππο Θεσσαλονίκης και ΜΕΝΤ. “Έχω πολύ καλές αναμνήσεις απ’ όπου κι αν δούλεψα. Είμαι θιασώτης και υποστηρικτής της άποψης πως τόσο η επιτυχία, όσο κι η αποτυχία στον επαγγελματικό χώρο, θα πρέπει να είναι κίνητρο. Ιδιαίτερα μια αποτυχία γαλβανίζει τον χαρακτήρα σου ώστε να μπορείς να συνεχίσεις πιο δυνατός”.
Ιτούδης-Ζοτς-Παναθηναϊκός: Μια σχέση ζωής
Το καλοκαίρι του 1999, κι ενώ ο Δημήτρης Ιτούδης συζητάει για να ανανεώσει τη συνεργασία του με τη ΜΕΝΤ, έρχεται μια πρόταση από αυτές που σου αλλάζουν τη ζωή. Μια πρόταση από αυτές που είναι αδύνατον να αρνηθείς.
“Εκείνη την περίοδο βίωνα ένα προσωπικό δράμα γιατί ο πατέρας μου νοσηλευόταν στην εντατική μονάδα καρδιοπαθών στο ΑΧΕΠΑ. Δέχτηκα το τηλεφώνημα από τον Ζέλικο, μου είπε ότι είναι στην Ελλάδα, βρεθήκαμε, κάναμε μια συζήτηση στη Θεσσαλονίκη για το ενδεχόμενο του Παναθηναϊκού. Όλα αυτά έγιναν μετά από πρόταση και μεσολάβηση του Ντούσαν Ίβκοβιτς, δεν είναι κρυφό αυτό. Έγιναν άλλα τρία ραντεβού στο Πανόραμα και κατεβήκαμε στην Αθήνα τον Ιούνιο, όπου έγινε στο Χίλτον μια μεγάλη παρουσίαση με τους κυρίους Θανάση και Παύλο Γιαννακόπουλο. Προφανώς αποδέχτηκα την πρόταση αμέσως, ήταν μεγάλη τιμή, τον γνώριζα τον Ζέλικο από το 1992-93, όταν βρεθήκαμε σε ένα χριστουγεννιάτικο τουρνουά, αυτός με την Μπανταλόνα, κι εγώ με την ΚΚ Ζάγκρεμπ”. Δεν ήταν όλα όμως ρόδινα από την αρχή.
“Οποιαδήποτε σχέση, είτε αυτή είναι προσωπική, είτε επαγγελματική, προφανώς έχει τα στάδιά της. Αν είμαστε ειλικρινείς και με τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το πρώτο στάδιο, είναι αυτό της αμφισβήτησης. Η σχέση χτίζεται μέσα στο χρόνο με τις εμπειρίες που βιώνεις. Εγώ ήμουν ήδη πρώτος προπονητής σε αρκετές ομάδες και ο Ζέλικο ένας πολύ πετυχημένος προπονητής με ευρωπαϊκούς τίτλους. Προφανώς εγώ ήξερα ποιον ρόλο αναλάμβανα εκείνη τη στιγμή, αυτόν του συνεργάτη”.
“Ήμουν ξεκάθαρος διότι εκείνη την περίοδο, ο συνεργάτης ήταν ο πιο ‘επικίνδυνος’ άνθρωπος για τον προπονητή, μπορούσε να του φάει τη θέση, να είναι άνθρωπος της διοίκησης. Εγώ δεν ήμουν τίποτα απ’ όλα αυτά, βοήθησα κι εγώ, όπως και πολλοί συνάδελφοι, ώστε να αναδείξουμε το ρόλο του συνεργάτη, σε ένα άθλημα το οποίο είναι καθαρά άθλημα συνεργασιών, τόσο εντός παρκέ, όσο και στην προπονητική. Με σαφείς αρμοδιότητες, και την αλυσίδα του ποιος ηγείται και ποιος ακολουθεί να είναι ξεκάθαρη. Μέχρι τότε, ο συνεργάτης ήταν ένας φίλος, ένας έμπιστος. Προφανώς και τώρα θα πρέπει να έχεις δίπλα σου έμπιστους ανθρώπους που θα μπορούν να σε βοηθήσουν, όμως νομίζω ότι οι συνεργασίες έχουν περάσει πια σε ένα άλλο επίπεδο στο μπάσκετ και θεωρώ ότι βοήθησα αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση”.
“Ο Ζέλικο μου έδωσε αρκετές αρμοδιότητες, βοήθησε και το γεγονός ότι μιλάγαμε την ίδια γλώσσα. Τα πρώτα χρόνια μετέφραζα αρκετά, ο Ζέλικο μιλούσε μόνο ισπανικά και για να μην μπει κάποιος άλλος άνθρωπος που δεν ξέραμε καλά στους χώρους της ομάδας, το έκανα εγώ. Μετά αρχίσαμε και προσθέταμε συνεργάτες κάποιοι εκ των οποίων είναι ακόμα στον Παναθηναϊκό”.
“Οι διαφωνίες με τον Ζέλικο ήταν πάρα πολλές κι έτσι ουσιαστικά εδραιώθηκε και χτίστηκε η σχέση μας σε γερά θεμέλια κι έτσι κέρδισε κι ο Παναθηναϊκός. Το έχει πει κι ο ίδιος σε αρκετές συνεντεύξεις, εγώ δεν ήμουν εκεί για να παριστάνω τον ‘γιες μεν’, να λέω ναι σε οτιδήποτε και να χαϊδεύω. Ήμουν εκεί για να έχω εμπεριστατωμένη άποψη, με επιχειρήματα. Απλά οι διαφωνίες μας, έμεναν στα αποδυτήρια ή στις συναντήσεις μας. Όταν βγαίναμε έξω, δεν είχε σημασία ποιου άποψη επικρατούσε, το θέμα είναι ότι ο Παναθηναϊκός κέρδιζε γιατί είχαμε μια ουσιαστική συνεργασία η οποία βασιζόταν σε διαφωνίες με επιχειρήματα. Στο μπάσκετ κανείς δεν έχει το αλάθητο, ούτε ξέρεις ότι αν χρησιμοποιήσεις μια συγκεκριμένη στρατηγική θα κερδίσεις. Δυστυχώς, ο κόσμος αλλά και οι δημοσιογράφοι κρίνουν εκ του αποτελέσματος”.
“Για παράδειγμα, το 2009 στο Βερολίνο, στο τελευταίο σουτ του Σισκάουσκας, όταν αποφασίσαμε να μην κάνουμε φάουλ, αν η μπάλα είχε μπει θα λέγανε όλοι ότι οι προπονητές πήραν τη χειρότερη απόφαση, τώρα λέμε ότι ήταν η καλύτερη. Το θέμα είναι να παίρνεις την απόφαση μέσα σε δευτερόλεπτα και να τη στηρίζεις, δείχνοντας ότι είσαι στο ίδιο μήκος κύματος με τους αθλητές. Σε εκείνο το τάιμ-άουτ μιλούσαμε με τον Ζέλικο ένα λεπτό οι δυο μας. Όταν ανακοίνωσε το ‘όχι φάουλ’, όλοι οι παίκτες στήριξαν την απόφαση σαν ένα σώμα”.
“Οποιαδήποτε στρατηγική προκύπτει από εμπειρία χρόνων πλέον. Μπορείς να επιλέξεις την πιο αστεία άμυνα, να δίνεις βοήθειες από εκεί που δεν πρέπει. Αν οι παίκτες το αποδεχτούν αυτό ως την καλύτερη λύση και προσπαθήσουν να το βγάλουν στο παρκέ με σθένος και αυταπάρνηση, αυτή η αστεία άμυνα θα γίνει η καλύτερη στον κόσμο. Πλέον οι ομάδες δεν μπορούν να έχουν μόνο ένα πλάνο βέβαια, θα πρέπει να είναι χαμαιλέοντες ανάλογα με την εξέλιξη του παιχνιδιού, είναι πολύ ζωντανό το παιχνίδι κι οι συνθήκες αλλάζουν συνέχεια”.
Το μόνο που δεν άλλαζε εκείνα τα χρόνια, ήταν η συνέπεια με την οποία έρχονταν οι τίτλοι κι οι επιτυχίες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και ζόρια. “Στα 13 αυτά χρόνια, προφανώς ζήσαμε πολλές χαρές με τον Παναθηναϊκό αλλά και κάποιες απογοητεύσεις, οι οποίες πάντα υπάρχουν όταν έχεις δημιουργήσει απαιτήσεις. Τις δυσάρεστες στιγμές όμως δεν θα τις συνδέσω με κάτι αθλητικό. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι όταν δεν πιάναμε ένα στόχο, ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο, ένα Final 4, η γενική εικόνα ήταν μιας ομάδας που ήταν σε σωστές βάσεις και κυριαρχούσε, δίνοντας και ιδέες προς τα έξω. Προσπαθούσαμε να δυναμώσουμε το χαρακτήρα μας μέσα από τις απογοητεύσεις. Οι κακές στιγμές τις οποίες θυμάμαι ήταν προσωπικές, φίλων και συνεργατών μας, οι οποίοι χάσανε οικεία τους πρόσωπα”. Ζητάω από τον Δημήτρη Ιτούδη να θυμηθεί μερικούς σπουδαίους παίκτες με τους οποίους δούλεψε. Το πρόσωπό του φωτίζεται και αρχίσει να αραδιάζει ονόματα, από τον Μπάνε μέχρι τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη. Μένω στον Σπανούλη.
Με τον Βασίλη είχαμε μια πολύ καλή σχέση, η οποία πέρασε ένα στάδιο αμφισβήτησης, όμως τώρα είμαστε πάλι πολύ καλά, πέρασε μια μικρή κρίση η σχέση μας όπως περνάνε όλες οι σχέσεις. Είναι ένας άνθρωπος με τη δική του σπουδαία πορεία στο χώρο, ένα παράδειγμα προς μίμηση
Εκτός από σπουδαίους παίκτες και χαρακτήρες, δεν έλειψαν και οι δύσκολες περιπτώσεις: “Δύσκολοι στη διαχείριση είναι όλοι, έντονες προσωπικότητες, ο καθένας πρεσβεύει κάτι το διαφορετικό. Μια από τις περιπτώσεις όμως που ήταν ιδιαίτερα δύσκολη κι υπήρξε μάλιστα και προσωπική μου επιλογή και πρόταση στον Ζέλικο, ήταν ο Ρόντνεϊ Μπιούφορντ, ένας πολύ ταλαντούχος αθλητής, ο οποίος όμως κάπνιζε απαγορευμένες ουσίες. Θυμάμαι ότι τον πήγα εγώ με το αυτοκίνητό μου στην πρώτη προπόνηση, λέγοντάς του ότι πρέπει να τα αφήσει πίσω του όλα αυτά. Μου υποσχέθηκε ότι είναι όντως πίσω του αλλά τελικά οι κακές συνήθειες φαίνεται ότι τον κυβερνούσαν. Ήταν μια δύσκολη περίπτωση αθλητή αλλά κι αυτός μπήκε στο νόημα και μας χάρισε αρκετές ωραίες στιγμές”.
Οι ισπανικές σειρήνες και το ξαφνικό τέλος
Όντας στο πλευρό του Ζοτς, πάντα με αυξημένες αρμοδιότητες και απόλυτη ελευθερία να εκφράζει τις ιδέες του, ήταν δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα τραβούσε το ενδιαφέρον ομάδων για να αναλάβει τον πάγκο τους.
“Είχα δεχτεί προτάσεις από δύο ομάδες της Ισπανίας, η μία εξ αυτών μάλιστα με είχε προσεγγίσει τρεις φορές. Η τελευταία φορά που μου έκανε πρόταση η Ταουγκρές, η σημερινή Μπασκόνια, ήταν το 2007 και μάλιστα αρκετά έντονα. Εμείς είχαμε ήδη φτιάξει την ομάδα με την οποία θα πορευόμασταν εκείνη τη σεζόν στον Παναθηναϊκό, είχα ήδη υπογράψει το συμβόλαιό μου. Συζήτησα με τη σύζυγό μου, την Μαρία, τα βάλαμε κάτω, μίλησα και με τον μάνατζερ τον Μάνο Παπαδόπουλο αλλά και τηλεφωνικά με τον κύριο Θανάση Γιαννακόπουλο, ο οποίος προς τιμήν του μου είπε ότι καταλαβαίνει τη θέση μου και δεν πρόκειται να με σταματήσει. Η συνείδησή μου αλλά και το timing εκείνη τη στιγμή μου έλεγαν ότι επειδή ήδη είχαμε μπει στη διαδικασία της οργάνωσης των φιλικών, η ομάδα ήταν έτοιμη και μιλώντας φυσικά και αρκετά με τον Ζέλικο, αποφάσισα να πω όχι στον κύριο Κερεχέτα. Δεν ήταν εύκολο, ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση. Μάλιστα ο κύριος Κερεχέτα με πήρε μετά από τρεις μέρες πάλι τηλέφωνο, για να μου πει ότι έκανε συνάντηση με έναν προπονητή και δεν ήταν τόσο ευχαριστημένος και ήθελε να πάρει τηλέφωνο τον Ζέλικο για να τον πείσει να με αφήσει. Με περίμενε έτοιμο συμβόλαιο στο Μπιλμπάο για να πάω να υπογράψω κι εκεί ήρθε το δεύτερο όχι”.
“Το 2016, όταν κατέκτησα με την ΤΣΣΚΑ την Ευρωλίγκα, ο κύριος Κερεχέτα αναδείχθηκε CEO της χρονιάς. Τον ευχαρίστησα δια ζώσης διότι ήταν από τους πρώτους που έδειξε τόσο έντονο ενδιαφέρον για μένα. Δεν μετάνιωσα καθόλου όμως για αυτήν μου την απόφαση, όταν παίρνω μια απόφαση την στηρίζω, ζήσαμε πολλές μεγάλες στιγμές ακόμα με τον Παναθηναϊκό κι η αγάπη του κόσμου είναι κάτι το οποίο δεν αντιστρέφεται, ούτε αγοράζεται, μπορεί πια να είμαστε αντίπαλοι αλλά είναι κάτι που μένει ανεξίτηλο και στις δικές τους ψυχές και στη δική μου”. Και ξαφνικά, το καλοκαίρι του 2012, έρχεται η διοικητική διαδοχή στον Παναθηναϊκό και κάτι που για όλους τους φίλους τους Παναθηναϊκού έμοιαζε με εφιάλτη που δεν θα συμβεί ποτέ.
“Στην πορεία της σεζόν δεν το είχαμε σκεφτεί καθόλου, ήταν άλλωστε η σεζόν στην οποία είχαμε προκριθεί και στο Final 4 της Κωνσταντινούπολης. Μιλούσαμε για το πώς θα πορευτούμε στο μέλλον, είχαμε συζητήσεις και με τη διοίκηση για το πώς θα είναι το μέλλον του Παναθηναϊκού. Το καλοκαίρι πια, φύγαμε για ένα σεμινάριο στο Ντουμπάι κι εκεί ο Ζέλικο μου εξέφρασε πως μπορεί να τελειώσει αυτή η συνεργασία κι όταν έγινε μετά το ραντεβού στην Αθήνα με τον κύριο Δημήτρη Γιαννακόπουλο ο οποίος είχε ηγηθεί πλέον της ομάδας, ξεκαθάρισε ο Ζέλικο ότι θα σταματήσει”.
“Είχα δεχθεί πρόταση από τον κύριο Γιαννακόπουλο για να συνεχίσω ως πρώτος, βρεθήκαμε, συζητήσαμε αλλά δεν προχώρησε”.
Η αγάπη της Μπάντιρμα
Μετά από μια σεζόν αγρανάπαυσης (ο πατέρας του καλλιεργούσε σπαράγγια και μικρός ο Δημήτρης τον βοηθούσε, οπότε ξέρει καλά τι σημαίνει), Ομπράντοβιτς και Ιτούδης ετοιμάζονταν για το επόμενο βήμα. Μόνο που το δίδυμο, έμελλε να σπάσει.
“Η πρόταση από την Μπάνβιτ είναι επίσης μια πρόταση την οποία δεν περίμενα. Εκείνη την περίοδο μας έκαναν πολλές ομάδες προτάσεις ως δίδυμο και με τον Ζέλικο λέγαμε να πάμε σε μια εξ αυτών μαζί. Ήμουν σε μια παραλία της Ρόδου, κάναμε διακοπές με την οικογένειά μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και στην άλλη άκρη της γραμμής βρισκόταν ο μάνατζερ της Μπάνβιτ, Τουργκάι Τσαταλολούκ. Μου εξέφρασε την επιθυμία να βρεθούμε στην Κωνσταντινούπολη για να μου παρουσιάσει απλά το πλάνο της ομάδας, ήταν αρκετά πιεστικός και πειστικός. Επικοινώνησα με τον Ζέλικο και του είπα ότι σε δυο μέρες θα βρίσκομαι στην Κωνσταντινούπολη. Έγινε το ραντεβού και πράγματι το πλάνο ήταν πολύ όμορφο, μίλησα ξανά με τον Ζέλικο για να του μεταφέρω το τι ειπώθηκε και για να του πω ότι θα αναλάβω τη Μπάνβιτ. Μετά από λίγες μέρες κι ο Ζέλικο ανέλαβε τη Φενέρ ως πρώτος προπονητής”.
“Οι άνθρωποι αυτοί μου φέρθηκαν καλύτερα κι από οικογένεια, σαν αδέρφια μου. Υπογράψαμε ένα τριετές συμβόλαιο, η πρώτη χρονιά ήταν άκρως επιτυχημένη, όπως οι ίδιοι την χαρακτήρισαν, είχαμε μια πάρα πολύ όμορφη πορεία και σχέση με τον κόσμο εκεί της Μπάντιρμα, μια πόλη 120.000 ανθρώπων και με την ομάδα και τους ιδιοκτήτες του εργοστασίου της Μπάνβιτ”. Αν η σχέση Ιτούδη-Ομπράντοβιτς γινόταν ταινία, η κορύφωση θα ερχόταν το δίχως άλλο με τον τελικό του Βερολίνου το 2016. Σημαντικό χώρο θα έβρισκε όμως κι η πρώτη τους ‘κόντρα’, στα γήπεδα της Τουρκίας.
“Το παιχνίδι που παίξαμε πρώτη φορά αντίπαλοι με τον Ζέλικο ήταν Μπάνβιτ-Φενέρ. Προφανώς ήταν συναισθηματικά έντονο. Όταν φτάσανε στην Μπάντιρμα με πήρε και βγήκαμε για φαγητό το προηγούμενο βράδυ του αγώνα. Ήμουν εγώ με τον Ανδρέα και ο Ζέλικο με τους συνεργάτες του και συζητήσαμε διάφορα, κάναμε πλάκα. Δεν συζητήσαμε για τον αγώνα. Πριν το παιχνίδι βέβαια, την ώρα του ζεστάματος, όταν με είδε στον απέναντι πάγκο μου έκανε και πάλι πλάκα. Όταν ξεκίνησε ο αγώνας τελείωσαν όλα. Για τον Ζέλικο ήταν διαφορετικά κιόλας, γιατί εκείνος ήταν αφεντικό μου, εγώ ήμουν ο συνεργάτης του, οπότε για μένα ήταν ίσως το πιο παράξενο, αλλά είχα πείσει τον εαυτό μου ότι θα είμαι συγκεντρωμένος στο παιχνίδι, κερδίσαμε κιόλας κι ήταν πιο ωραίο για μένα το τέλος της βραδιάς”.
Τσάρος στη Ρωσία
Η πρώτη χρονιά στην Τουρκία ολοκληρώνεται με μεγάλη επιτυχία και ξαφνικά, έρχεται η πρόταση από την ΤΣΣΚΑ.
“Όταν ήρθε η πρόταση της ΤΣΣΚΑ το καλοκαίρι, οι άνθρωποι της Μπάνβιτ συμπεριφέρθηκαν σαν να μην υπάρχει συμβόλαιο. Ήμασταν σε ένα εστιατόριο και ο πρόεδρος της ομάδας, Οζκάν Κίλιτς, έκανε κίνηση με μια χαρτοπετσέτα δείχνοντας συμβολικά ότι το συμβόλαιο το σκίζει. Άλλος στη θέση του θα έλεγε ότι το να πάρει τον προπονητή μου η ΤΣΣΚΑ κοστίζει τα ‘χ’ χρήματα. Με άφησε να διαπραγματευτώ ελεύθερα το μέλλον μου και διατηρούμε εξαιρετικές σχέσεις μέχρι και σήμερα”. Άλλη χώρα, άλλη ομάδα, άλλο μέγεθος, προφανώς και περισσότερη πίεση;
“H πίεση είναι αντίστοιχη με αυτή που υπάρχει στον Παναθηναϊκό, τη Ρεάλ, την Μπαρτσελόνα, τον Ολυμπιακό και σε όλα τα κλαμπ με μεγάλη ευρωπαϊκή ιστορία, με παρόν και μέλλον. Στο Final 4 θα πάνε όμως μόνο 4 ομάδες, θα το κερδίσει μία κι όλες οι υπόλοιπες θα είναι ‘αποτυχημένες’. Προφανώς δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, υπάρχει πίεση, όμως η πρόκληση αυτή συνάδει με τα δικά μου πιστεύω, με κρατάει σε εγρήγορση και ουσιαστικά με εξελίσσει ως άνθρωπο και ως προπονητή. Έχω τόση διάθεση να μάθω”. Πλέον όμως, είχε και τα βάρη του πρώτου προπονητή.
“Μεγάλη ευθύνη αισθανόμουν και στον Παναθηναϊκό, όμως ως πρώτος προπονητής, η ευθύνη είναι τελείως διαφορετική. Κουβαλάς στους ώμους σου τις ευθύνες όλων όσων συνεργάζεσαι, είτε είναι γιατροί, φροντιστές, προπονητές, παίκτες και διοίκηση, τις προσδοκίες, της οικογένειάς σου, των φίλων σου και των γνωστών σου ότι πρέπει να κάνεις πια κάτι σημαντικό για να πετύχεις”. Η δεύτερη σεζόν έφερε και την ‘κόντρα’ Ζοτς-Ιτούδη σε έναν τελικό της Ευρωλίγκας, εκεί όπου οι πλάκες είναι λίγο πιο δύσκολο να γίνουν.
Το λέγαμε τα καλοκαίρια που βρισκόμασταν ότι μπορεί να συμβεί αυτό, όταν πια ηγούμασταν διαφορετικών μεγάλων κλαμπ και συνέβη ήδη από τη Μαδρίτη το 2015, στον μικρό τελικό. Την επόμενη χρονιά βρεθήκαμε στον μεγάλο τελικό, μετά το παιχνίδι αγκαλιαστήκαμε και του είπα στο αυτί ένα μεγάλο ευχαριστώ διότι ένα μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας ανήκει και σε αυτόν
“Το θέμα είναι ότι έπαιζε η ΤΣΣΚΑ με τη Φενέρ, όχι ο Δημήτρης με τον Ζέλικο. Σίγουρα ήταν μια ιδιαιτερότητα, αλλά πως τα έφερε η ζωή, εμείς το πήραμε το 2016 κι η Φενέρ το 2017, οπότε στην οικογένεια έμεινε το τρόπαιο”.
Σε παιχνίδια με ιδιαιτερότητα όμως, έχουν εξελιχθεί και αυτά με τον Ολυμπιακό στα Final 4, με πολλούς να κάνουν λόγο για φόβο ή ψυχολογική αδυναμία από την πλευρά της ‘αρκούδας΄. “Δεν θεωρώ ότι παίζει ρόλο όλο αυτό, είναι ένας μύθος ο οποίος καλά κάνει κι υποστηρίζεται από την πλευρά κάποιων ανθρώπων, μπορεί και μέσα από την ομάδα, σίγουρα όμως όχι από μένα. Ο Ολυμπιακός είναι μια καλή ομάδα, η οποία έχει φιλοσοφία, έχει παίκτες και σ΄ένα παιχνίδι μπορεί να σε κερδίσει, πόσω μάλλον σε ένα παιχνίδι τίτλου, που σε οδηγεί στον τελικό. Στην πορεία των χρόνων, το πρόσημό μας είναι θετικό έναντι του Ολυμπιακού. Μπορεί όντως να είναι μεγαλύτερη η σημασία των αγώνων αυτών, αλλά είναι ένα παιχνίδι, δεν είναι μια σειρά αγώνων”.
“Σ΄ένα τόσο συναρπαστικό άθλημα, με όλο το σεβασμό που έχω στην διοργάνωση στην οποία στέφτηκα άλλωστε πέντε φορές πρωταθλητής Ευρώπης με τον Παναθηναϊκό και μία με την ΤΣΣΚΑ κι έχω πάει σε τόσα Final 4, πλέον παίζεις ένα πρωτάθλημα. Όλοι παίζουν με όλους, ακολουθούν τα play-offs και όλη η πορεία σου 35 αγώνων κρίνεται σε ένα παιχνίδι. Προφανώς δεν είναι δίκαιο το σύστημα. Το αουτσάιντερ έχει περισσότερες πιθανότητες έτσι. Εγώ δεν λέω ότι είμαστε εμείς το φαβορί, φαβορί είμαστε αν παίξουμε καλά μέσα στο γήπεδο. Ψυχολογικά μετράει αυτό κι ο μύθος ότι ‘εμείς είμαστε τα φτωχά παιδιά που πάμε να παίξουμε απέναντι στους πλούσιους’ δίνει μια ώθηση και δεν έχω τίποτα εναντίον αυτού, είναι ένα πολύ ωραίο παραμύθι, αλλά παραμένει παραμύθι. Παίζεις με μια ομάδα η οποία μπορεί να σε κερδίσει, δεν πιστεύω ότι υπάρχει αυτός ο μύθος, χάνεις από αντιπάλους άξιους και έμπειρους παίκτες και γι’ αυτό δίνω κάθε φορά συγχαρητήρια. Μπορεί εκείνη τη στιγμή να ήταν η Μπασκόνια, η Φενέρ, ο Παναθηναϊκός, η Μπαρτσελόνα, ο οποιοσδήποτε μπορεί να είναι σε ένα παιχνίδι, όλοι έχουν τις στιγμές τους. Η προϊστορία είναι ένα ωραίο παραμύθι για όταν γράφονται ιστορίες, όμως στο παρκέ μετράνε η στρατηγική, οι παίκτες, το μομέντουμ”.
Η ελληνική σχολή μπάσκετ και το ΝΒΑ
Τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες προπονητές που κάθονται σε πάγκους ξένων ομάδων είναι πολλοί με τάση να αυξάνονται διαρκώς. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει ελληνική σχολή μπάσκετ;
“Σχολή δεν ξέρω αν υπάρχει. Θα πάω λίγο πιο πίσω, λέγοντας ότι η έλευση σπουδαίων προπονητών όπως ο Ζέλικο κι ο Ντούντα, ο Μάλκοβιτς, αλλά και ο Γιάννης Ιωαννίδης, βοήθησαν ώστε να δούμε διαφορετικά είδη προσέγγισης προς το άθλημα. Η δεκαετία του Παναθηναϊκού, βοήθησε προπονητές, βοηθούς που έγιναν μετά head coach, παίκτες που έγιναν προπονητές, να δουν πράγματα, να διαμορφώσουν ιδέες και απόψεις και να τα δουλέψουν με τις ομάδες τους, γνωρίζοντας επιτυχίες φυσικά και λόγω των ικανοτήτων τους. Το ότι είμαστε εξαγώγιμο προϊόν και στη Ρωσία, αλλά και γενικά στο εξωτερικό και σε χώρες με λιγότερη αίγλη, τα Σκόπια, το Λίβανο, είναι δεδομένο και ο καθένας πρεσβεύει επάξια τα ελληνικά χρώματα. Αν αυτό θεωρείται σχολή, καλώς να θεωρείται. Σίγουρα πάντως υπάρχουν άνθρωποι καταρτισμένοι, με όρεξη για δουλειά και διάθεση να πετύχουν”. Παρ’ όλα αυτά, η Εθνική ομάδα μοιάζει να βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε ένα τέλμα.
“Όλα κάνουν τον κύκλο τους. Έρχονται όμως νέες γενιές, άλλωστε ποτέ το ελληνικό μπάσκετ δεν είχε πρόβλημα να είναι μέσα στα μετάλλια στις μικρότερες ηλικίες. Επίσης, χώρες μικρών πληθυσμιακά χωρών, είναι μέσα στα μετάλλια, η Βοσνία στις μικρές κατηγορίες, η Σλοβενία, η Κροατία, η Ελλάδα, η Σερβία, είναι πάνω από χώρες με 100 και 300 εκατομμύρια πληθυσμό. Συζητώντας με τον Κιριλένκο, λέγαμε ότι θα πρέπει η διαδικασία αναζήτησης ταλέντων, ακόμα και στα μίνι, να είναι μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Το μπάσκετ ταιριάζει στον Έλληνα, όσο υπάρχει φλόγα στη διοίκηση, τους παίκτες αλλά και τους συλλόγους οι οποίοι τροφοδοτούν στην ουσία τις εθνικές ομάδες, θα επιστρέψουμε κάποια στιγμή στις επιτυχίες”. Το καλοκαίρι που μας πέρασε συζήτησε κι ο ίδιος το ενδεχόμενο να αναλάβει τον πάγκο της Εθνικής, με τις συζητήσεις τελικά να μην καρποφορούν.
“Τον ευχαρίστησα και δημόσια τον κύριο Βασιλακόπουλο, απλά το momentum δεν ήταν το κατάλληλο εκείνη τη στιγμή κι ενώ και η ΤΣΣΚΑ δεν ήθελε να είμαι στην προσπάθεια αυτή και λόγω των ‘παραθύρων’, της κόντρας που δεν βοηθάει το μπάσκετ, διχάζονται οι παίκτες, οι προπονητές. Για μένα είναι τιμή, το ξέρουν και από την ομοσπονδία και ο κόσμος και πιστεύω ότι όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες στο μέλλον θα συνεργαστούμε. Ούτως ή άλλως, όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό προσέφερα έμμεσα τις υπηρεσίες μου αρκετές φορές στην Εθνική, είμαι μεγάλος φαν της Εθνικής”. Το NBA, είναι κάτι που έχει στο μυαλό του;
“Αυτό που σκέφτομαι αυτή τη στιγμή είναι να πάει καλά η επόμενη προπόνηση. Σε ό,τι αφορά το ΝΒΑ, είχα την χαρά και την τιμή να συνεργαστώ με τον Τζο Ντουμάρς και τους Ντιτρόιτ Πίστονς για 3 summer league, κι άλλο ένα στο Ορλάντο με τους Σίξερς. Οι εμπειρίες ήταν τεράστιες και οι σχέσεις μου παραμένουν αρκετά καλές με πολλές ομάδες. Αν υπάρξει κάποια στιγμή κάτι δεδομένο στο τραπέζι, ευχαρίστως να το συζητήσω. Αυτή τη στιγμή όμως, μου αρέσει το ευρωπαϊκό μπάσκετ, όλα τα παιχνίδια είναι τελικοί, είναι πράγματι οι 16 καλύτερες ομάδες, οι οποίες θα γίνουν 18, μετά 20 και θα πάμε στο κλειστό πρωτάθλημα το οποίο θα πλησιάζει πια στο NBA, θα γίνονται πλέι-οφ και σιγά σιγά το Final 4 θα καταργηθεί”.
Ήδη, οι ομάδες οι οποίες έχουν στόχους στο ΝΒΑ, διαθέτουν στις τάξεις τους Ευρωπαίο προπονητή, είτε ως head assistant, είτε ως σκάουτερ, είτε ως δεύτερο assistant, ενώ ας πούμε οι Γιούτα Τζαζ διαθέτουν ως head coach τον Quin Snyder που ήταν βοηθός του Μεσίνα στην ΤΣΣΚΑ. Το ευρωπαϊκό στοιχείο είναι έντονο στο ΝΒΑ κι αρκετοί Ευρωπαίοι παίκτες ηγούνται πια των προσπαθειών
“Είναι τιμή για τον ελληνικό χώρο και ο Γιάννης και όλη η οικογένεια Αντετοκούνμπο. Είναι ένα τεράστιο γεγονός για την Ελλάδα, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε εδώ, αγαπάει την Ελλάδα, είναι περήφανος που είναι Έλληνας, το δηλώνει κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία και του εύχομαι τα καλύτερα, να είναι υγιής και η εξέλιξή του είναι δεδομένη”.
Ο άνθρωπος Ιτούδης: Μπουζούκια, επιτραπέζια και ‘Στην Υγειά μας’
Αρκετά όμως με το μπάσκετ. Μπορεί ο Δημήτρης Ιτούδης να περνάει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής του ασχολούμενος με το αγαπημένο του άθλημα, όμως απολαμβάνει να κάνει και άλλα πράγματα.
“Βλέπω αρκετά μπάσκετ, ίσως και περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε γιατί καταλαβαίνω την Αλεξάνδρα και τη Μαρία που θέλουν το δικό τους χρόνο. Ο χρόνος που κοιμάμαι είναι λίγος, με 5-6 ώρες είμαι μια χαρά, οπότε βρίσκω χρόνο για να δω. Θέλω να έχω όσο το δυνατόν περισσότερες ιδέες και ερεθίσματα, από διαφορετικές κουλτούρες και προπονητές, έτσι ώστε να μπορώ να διαμορφώνω κι εγώ την άποψή μου”.
Αποφορτίζομαι με την άσκηση, με την γυμναστική αλλά και τη μουσική, ταυτόχρονα με τη γυμναστική. Τρέχω αρκετά στο διάδρομο, κολυμπάω πολύ, έτσι χαλαρώνω
“Προέρχομαι από μια οικογένεια όπου ο πατέρας μου ήταν μπουζουξής, στην ίδια σχολή με τον Χρήστο Νικολόπουλο. Μου αρέσει πολύ η λαϊκή μουσική αλλά κι η μουσική γενικά. Προσπαθώ να βάλω την κόρη μου να ακούσει κάποια λαϊκά, μας κρατάει συντροφιά κι ο Σπύρος Παπαδόπουλος με το ‘Στην Υγειά μας’, αλλά τα ακούσματα των νέων είναι πολύ διαφορετικά. Μεγάλωσα με Καζαντζίδη, Νταλάρα, Πάριο, Μητροπάνο και Αλεξίου, έχω ακούσματα, ο πατέρας μου ακόμα παίζει. Το επάγγελμά μας έχει αρκετή πίεση και προφανώς στον επαγγελματικό μου χώρο πρέπει να είμαι όσο πιο σοβαρός κι ενημερωμένος γίνεται, για να λαμβάνω και τη σοβαρότητα που απαιτείται από τους παίκτες και τους συνεργάτες μου. Είμαστε άνθρωποι όμως και πρέπει να χαλαρώσουμε. Έχω αρκετούς φίλους στο μουσικό χώρο, τον Ρέμο, τον Πάριο, τον Αργυρό, άνθρωποι που μου κρατούν συντροφιά στα ταξίδια ή όταν τρέχω. Ταυτόχρονα όμως απολαμβάνω και κλασική μουσική και ξένη, ό,τι μου αρέσει στο αυτί το ακούω, δεν έχω ταμπέλες. Μου αρέσει και η παρέα αρκετά, μπορεί να μαζευτούμε και να παίξουμε επιτραπέζια, Taboo, μέχρι τα ξημερώματα”.
“Προσπαθώ να είμαι ενημερωμένος για όλα όσα συμβαίνουν στον ελληνικό και το διεθνή χώρο. Δεν είμαι ευχαριστημένος με την ενημέρωση που έχω, διαβάζω αρκετά βιβλία, μυθιστορήματα, πολιτικά, βιβλία που έχουν να κάνουν με την ψυχολογία του αθλητή. Θα ήθελα να είμαι περισσότερο ενημερωμένος, είμαι ένα άτομο που προσπαθεί να είναι κοινωνικά ενήμερο για όλα όσα συμβαίνουν στο χώρο μας και με αγγίζουν πολλά πράγματα, όπως και την οικογένειά μου. Είμαι περήφανος που και η σύζυγός μου αλλά και η κόρη μου είναι ευαισθητοποιημένες σε αρκετά πράγματα τα οποία συμβαίνουν στην υφήλιο και το δείχνουν έμπρακτα”. Όσο για τη ζωή στη Ρωσία;
“Η ερώτηση αυτή θα πρέπει να απευθύνεται στη Μαρία περισσότερο από μένα, με την έννοια ότι η καθημερινότητα είναι μέρος της δικής της ζωής και της Αλεξάνδρας. Για μένα η ζωή είναι μπάσκετ, μια βαλίτσα στο χέρι, ταξίδια, βίντεο, μίτινγκ. Για να περάσουμε στο δια ταύτα όμως, η Μόσχα μου αρέσει πολύ, όπως και στην οικογένειά μου. Είναι μια πολύ όμορφη και ιδιαίτερη πόλη, τα κτίσματά της, η δομή της, η ιστορία της, η καθαριότητά της, ο στολισμός που έχει, σου βγάζει κάτι διαφορετικό. Οργανώσαμε έτσι τις ζωές μας ούτως ώστε να αποφεύγουμε την κίνηση, είμαστε κοντά στο γήπεδο και κοντά στο σχολείο της μικρής, αυτό ήταν από τα πρώτα πράγματα που έκανα όταν πήγαμε στη Μόσχα. Προφανώς, όλοι αναφέρονται και στο κρύο, είναι ένα μέρος της ζωής εδώ πολύ διαφορετικό από τις μεσογειακές πόλεις, στην Αθήνα ο κόσμος είναι περισσότερο έξω, πρόσφατα που ταξιδέψαμε στη Βαρκελώνη ο κόσμος έτρωγε κι έπινε καφέ έξω Γενάρη μήνα, είχε 22 βαθμούς. Στη Μόσχα η ζωή είναι εντός των τειχών, θα πας σε ένα mall, θα βγεις για να φας η να πιεις τον καφέ σου στα ζεστά, γιατί έξω μπορεί να έχει -30 βαθμούς”.
“Έχουμε αρκετά κοινά με τους Ρώσους, εκτός βέβαια απ’ το γεγονός ότι είμαστε κι οι δύο ορθόδοξοι λαοί. Έχω κάνει πλέον αρκετές φιλίες και γνωριμίες και στο χώρο που κατοικώ, και έχω βρει και Έλληνες αλλά και Ελληνορώσους. Έχουν αρκετά μεγάλη αγάπη και σεβασμό για την Ελλάδα. Από την άλλη, είναι ξεκάθαρο ότι οι λαοί διαφέρουν και λόγω κλίματος. Αυτό το βλέπεις, εμείς, οι Τούρκοι, οι Ισπανοί, διαφέρουμε πολύ από τους Γερμανούς, ή τους Σουηδούς και τους Ρώσους. Μια υπουργός της Ρωσίας επισκέφτηκε πρόσφατα την Ελλάδα και όταν της είπαν ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και είναι στις καφετέριες συνέχεια, κάτι που δεν εστερνίζομαι προσωπικά, απάντησε ότι αν κι εκείνη έμενε σε μια χώρα που έχει 9 και 10 μήνες ήλιο, θα προσπαθούσε να τον εκμεταλλευτεί. Ένας εργαζόμενος στη Μόσχα πάει στη δουλειά του όταν είναι σκοτάδι και φεύγει πάλι με σκοτάδι, αυτό δεν είναι εύκολο”.
“Το συζητάμε αυτό με τον Σέρχιο Ροντρίγκεθ τελευταία, ο οποίος είναι από την Τενερίφη, ένα νησί με 10-11 μήνες ήλιο. Είναι χαρούμενος στη Μόσχα όμως, γιατί είναι χαρούμενος σαν άνθρωπος”. Τον έτερο Έλληνα προπονητή της Μόσχας, τον Γιώργο Μπαρτζώκα, τον βλέπει;
“Τον Γιώργο τον είχα βγάλει για φαγητό όταν ήταν προπονητής στη Λόκο, βρεθήκαμε και τώρα σε μια κοινή συνάντηση, αλλά δυστυχώς οι αποστάσεις είναι τέτοιες που είναι αδύνατο. Για να πας στη Χίμκι που μένει ο Γιώργος σε ώρα αιχμής με κίνηση θέλεις ώρες κι είναι και τα προγράμματά μας τόσο διαφορετικά και γεμάτα που δεν επιτρέπουν κοινωνικές σχέσεις με ανθρώπους που είναι φίλοι σου. Να φανταστείς μετά από τρία χρόνια, πρώτη φορά πήγαμε με τη σύζυγό μου σε θέατρο Μπολσόι την παραμονή της πρωτοχρονιάς”.
Κάτι μου λέει πάντως, πως όταν γύρισε σπίτι, έναν αγώνα μπάσκετ θα τον παρακολούθησε.
Ευχαριστούμε θερμά το ξενοδοχείο Hilton για τη φιλοξενία.