Τον Θάνο Μικρούτσικο τον αφήνεις να λέει ιστορίες
Ο μεγαλύτερος εν ζωή μαέστρος μας άνοιξε το σπίτι του, άναψε την πίπα του και άρχισε να μας μιλά για τις γυναίκες, τα καράβια, την Μεταπολίτευση.
- 12 ΜΑΙ 2016
Στο προάστιο των χίπηδων του Σαν Φρανσίσκο, υπάρχει ένα δισκοπωλείο ονόματι Russo που στην τζαμένια πόρτα του, δίπλα στον Τζίμι Χέντρικς και την εξαλλοσύνη των Stones υπάρχει κολλημένη μία αφίσα στα ελληνικά. Γράφει ‘Ο Θάνος Μικρούτσικος τραγουδά’ και αλήθεια, αν η φιγούρα του τύπου στη μέση του χαρτιού δεν μου ήταν τόσο γνώριμη, δεν θα είχα μπει ποτέ στη διαδικασία να διαβάσω τις λέξεις του τίτλου και να καταλάβω ότι είναι πράγματι, γραμμένες στη γλώσσα μου.
Έχουν περάσει τρεις μήνες από τότε που με τον φανταστικό 65χρονο ιδιοκτήτη του Russo (τυχαίος αλλά δίκαιος ο συνειρμός με το επίθετό μου) μιλήσαμε για τον Θάνο Μικρούτσικο και η συζήτησή μας ήταν τόσο σουρεάλ όσο αυτή η πρόταση που τώρα διαβάζεις. Το πιο αστείο σημείο της, αν μπορώ να απομονώσω ένα, ήταν η ερώτηση που με αγωνία στη φωνή μου έκανε μόλις του είπα ότι είμαι από την Ελλάδα: ‘Δηλαδή, ξέρεις τον Θάνο Μικρούτσικο;‘
Πού να ήξερα ότι, εκείνο το ‘δυστυχώς όχι, δεν τον έχω συναντήσει από κοντά‘ θα άλλαζε τόσο σύντομα. Πού να ήξερα ότι τρεις μήνες μετά από εκείνο το παντελώς απρόσμενο συναπάντημά μου με ένα Αμερικανό φαν του στην άλλη άκρη σχεδόν, του κόσμου, θα τον είχα απέναντί μου, να ανάβει την πίπα του να μου μιλά για τις μικρούτσικα τεράστιες ιστορίες του.
Φωτογραφίες: Κώστας Γεωργόπουλος / Action Images
Στο Μετς, σε ένα μικρό δρομάκι, πίσω από μία τεράστια ξύλινη πόρτα βρίσκεται το σπίτι του Θάνου Μικρούτσικου. Του γνωστού και ως μαέστρου που για να ‘σπάσω’ την αμηχανία της πρώτης επαφής, θα του ζητήσω συγνώμη για την ταλαιπωρία με τη φωτογράφιση και τις πόζες, κτλ και εκείνος με ένα εξαιρετικό ειρωνικό γέλιο θα μου πει την ιστορία ότι κάποτε, για τις ανάγκες μία φωτογράφισης βρήκε στη γωνία του σπιτιού του με ένα καπέλο και μια καπαρντίνα για να κάνει τον ζητιάνο. Παρεμπιπτόντως, έβγαλε γύρω στα 90 ευρώ. Και, αυτό θα πει ‘σπάσιμο πάγου’.
Με ρώτησε τι καφέ πίνω και τον παρήγγειλε στη γυναίκα του, Μαρία. “Έβαζα ξυπνητήρι για να γράψω μουσική“, μου λέει και κάθεται στην πολυθρόνα απέναντί μου. Την ίδια ώρα, στον καναπέ απέναντι εγώ, έβαζα το μαγνητοφωνάκι να γράφει.
(Η πρώτη στάση της περιοδείας του Θάνου Μικρούτσικου με τον Μίλτο Πασχαλίδη, θα είναι στο Θέατρο Πέτρας στις 3 Ιουνίου)
Νότα Πρώτη: ΝΤΟ, όπως ταλέντο
“Από την εποχή του Μπαχ, πριν 200 – 300 χρόνια, είναι σίγουρο ότι έχουν χαθεί πολλά ταλέντα. Ο τρόπος δουλειάς των κοινωνιών που έχουν περάσει από τον πλανήτη, της φεουδαρχικής κοινωνίας και του καπιταλισμού είναι ένας τρόπος που καταπιέζει τα ταλέντα αυτού του πλανήτη. Ένα παιδί μπορεί να χαθεί γιατί είναι φτωχό, γιατί μένει στην επαρχία, γιατί το σχολείο του είναι κάπως, γιατί, γιατί γιατί“.
“Έπειτα, υπάρχουν και τα άλλα χαμένα ταλέντα. Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ‘εγώ έχω ταλέντο, δεν με ενδιαφέρει να μάθω’, αυτή η φιλοσοφία είναι ενάντια του βιώματός μου. Οι γνωστοί και ως βιωματικοί καλλιτέχνες του ‘το βράδυ θα τα πιω όλα και θα σπάσω ένα μπαρ’, ‘θα πάω με πέντε γυναίκες’. Στην πλειοψηφία του, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτό το είδος καλλιτέχνη, σε βάθος χρόνου δεν υπάρχει“.
“Ας πούμε ότι δεν εσύ δεν έχεις ιδέα από μουσική και ότι οι Αμερικάνοι ανακαλύπτουν το ταλεντόμετρο. Θα μπορούσαν, τόσα έχουν ανακαλύψει άλλωστε. Έστω λοιπόν ότι έχουμε αυτά τα δεδομένα και ένα τρίτο, ότι αυτή την στιγμή που μιλάμε, μας χτυπάει το κουδούνι ένας γιάπης Αμερικάνος. Με χαιρετάει, σας χαιρετάει και βγάζει το ταλεντόμετρο. Μου μετράει το ταλέντο και με άριστα το 100, ας πούμε ότι μου βρίσκει 80. Σας μετράει το ταλέντο και, ω της εκπλήξεως, σας βρίσκει 80. Πες μου, ποιος θα λειτουργήσει ως καλλιτέχνης; Εγώ ή εσείς;“
Ερώτηση παγίδα, δεν απάντησα.
“Εγώ. Γιατί η γνώση σας είναι τόση (δείχνει έναν μικρό κύκλο) και η δική μου είναι τόση (δείχνει έναν πολύ μεγαλύτερο). Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο ταλέντο έχει να κολυμπήσει σε έναν μικρό χώρο που σε κάποια στιγμή θα αρχίσει να επαναλαμβάνεται και άρα θα ακυρωθεί. Ενώ στη δική μου περίπτωση, το ταλέντο θα κολυμπάει, θα κολυμπάει, και όσο διευρύνω, θα συνεχίζεται.
Ηθικό δίδαγμα: Να μην εμπιστεύεσαι τους γιάπηδες“.
Μία Απορία: Ταλέντα υπάρχουν, πού πήγαν τα ταλέντα;
“Πρέπει να ξεχωρίσουμε την ύπαρξη ενός ταλαντούχου καλλιτέχνη σε οποιονδήποτε χώρο, από τη λειτουργία του. Η λειτουργία δεν εξαρτάται από τον ίδιο, είναι οι συνθήκες που μπορούν να δημιουργήσουν τη σχέση του κοινού με τον καλλιτέχνη. Είναι τόσοι που διαμεσολαβούν, δεν είναι μόνος του. Πώς διαμεσολαβείται ένας καλλιτέχνης σήμερα στο τραγούδι; Χωρίς δισκογραφία, με χιλιάδες πράγματα πριν το διαδίκτυο και τώρα εκατομμύρια με την ύπαρξη του διαδικτύου που διαμεσολαβούν μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού. Πώς δηλαδή σε μία ιδεατή κοινωνία, θα μπορούσα να πάρω έναν πιτσιρικά 25 χρονών και να του δώσω τις ίδιες δυνατότητες που έχω και εγώ για να διαμεσολαβείται το έργο του. Πού ξέρεις πώς καλός θα ήταν;“
“Εγώ προσωπικά, επειδή είμαι της δουλειάς, ξέρω αρκετά περισσότερα πρόσωπα της νέας γενιάς που αξίζουν τον κόπο“.
“Επίσης, ο καλλιτέχνης, δεν βγαίνει αυτοφυής σε μία οποιαδήποτε εποχή. Ο γιάπης μας, με το ταλεντόμετρο, θα μπορούσε να μετρήσει το ταλέντο των αδερφών Κατσιμίχα και να το βρει (θα πω μία ιεροσυλία) ίσο με το ταλέντο του Χατζηδάκι. Αλλά, η λειτουργία του Χατζηδάκι ήταν αναγεννησιακή, καθολική και αυτό συνέβη γιατί η εποχή που βγήκε ο Χατζηδάκις ήταν μία εποχή που η κοινωνία ήταν αρκετά ομοειδής και ομοιογενής. Η εποχή που βγήκαν οι Κατσιμιχαίοι, και πόσο μάλλον όσο προχωράει ο τόπος, είναι τόσο διαφορετικά διαστρωματωμένη που ο καλλιτέχνης εκφράζει ένα μικρότερο στρώμα. Και φαίνεται να είναι μικρότερος καλλιτέχνης ανεξάρτητα αν μπορεί να είναι το ίδιο. Η εποχή είναι που προσδιορίζει το είδος των καλλιτεχνών“.
“Είμαι ευτυχής, γιατί είμαι από τις τελευταίες περιπτώσεις που λειτούργησα σε μία εποχή ομοιογένειας, με αποτέλεσμα να μπορώ να λειτουργήσω πανελλαδικά. Αν έβγαινα σήμερα, με το ίδιο ταλέντο, θα ήμουν μία μικρούτσικη περίπτωση“.
“Ο καλλιτέχνης βγαίνει σε μία συγκεκριμένη εποχή από την εποχή. Ο Θεοδωράκης και ο Χατζηδάκις, για να μιλήσω για δύο γίγαντες στο ελληνικό τραγούδι, βγήκαν σε μία εποχή που μπορούσε να υπάρξει η λειτουργία ενός καθολικού αναγεννησιακού καλλιτέχνη. Σήμερα, αυτή η λειτουργία, δεν μπορεί να υπάρξει. Γι αυτό και παράγονται πρόσωπα είτε μέσω του δοκιμαστικού σωλήνα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, πράγμα που κάνει τους περισσότερους να αντέχουν λίγο ή στην δική μας την περίπτωση, πρόσωπα τα οποία εκφράζουν ένα μικρότερο σύνολο“.
Του μίλησα λίγο για τα παιδιά που φεύγουν στο εξωτερικό. Εκείνος αναστέναξε.
“Αν κάποιος δεν φεύγει από ανάγκη αλλά για να ανοίξει τους ορίζοντές του, είναι η θετική εκδοχή του πράγματος“.
“Η κόρη μου έφυγε στο Λονδίνο για να σπουδάσει μουσική. Όχι γιατί δεν μπορούσε εδώ να μάθει, ειδικά σε αυτό το σπίτι. Αλλά γιατί ήθελε να δει και άλλα πράγματα. Ε, όταν λοιπόν πήγα στο Λονδίνο να την επισκεφθώ και καθώς περπατούσα στο δρόμο με χαιρέτισαν δέκα γκαρσόνια που βρέθηκαν εκεί από ανάγκη, τότε εντάξει τι να πω εγώ γι αυτό“.
Νότα Δεύτερη: ΡΕ όπως “Ρε, τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος εμπνέεται από τα πουλιά;“
“Υπάρχουν κάποιοι συνάδελφοί μου καλλιτέχνες, πολύ καλοί, οι οποίοι παλαιότερα υποστήριζαν ‘Δεν ξέρω πότε έχω έμπνευση’. Υπάρχει κάποιος που έμενε στο Πήλιο και αυτήν την απάντηση την έδινε πολύ συχνά σε συνεντεύξεις του. ‘Ξυπνάω το πρωί, αν κάνει λίγη ψύχρα παίρνω ένα ζακετάκι και πηγαίνω βόλτα. Μερικές φορές γυρίζω άπρακτος, μερικές φορές έρχεται η έμπνευση’. Το μεγαλύτερο ψέμα που μπορείς να ακούσεις στη ζωή σου είναι αυτό“.
“Ο καλλιτέχνης είναι ένα ευαίσθητο ον με ταλέντο και γνώσεις. Όπως εσύ, μπορεί να επηρεαστείς από έναν περίπατο στο δάσος, από το αν είσαι ερωτευμένη, από το αν Ω μη γένοιτο χώρισες και είσαι στεναχωρημένη, από το αν καταπιέζεσαι από τη βία της κοινωνίας, από την κρίση, για 1000 λόγους, έχεις ερεθίσματα. Ερεθίσματα που ως πιο ευαίσθητος δέκτης, ευκολότερα από κάποιον άλλον, τα αποθηκεύεις εδώ“.
Με το δεξί χέρι πιάνει την καρδιά του. Και συνεχίζει.
“Αυτά δεν σημαίνει ότι γίνονται κάτι. Απλά, αποθηκεύονται“.
“Η ευαισθησία δεν είναι προνόμιο μόνο των καλλιτεχνών, απλά οι καλλιτέχνες έχουν μία προπονημένη ευαισθησία“.
“Πάμε τώρα εδώ. (μου δείχνει το μυαλό) Εδώ, υπάρχουν όλες οι γνώσεις που έχεις συλλέξει για να είσαι επαγγελματίας καλλιτέχνης, με την καλή έννοια. Οι σπουδές, οι μελέτες σου, η γνώση που πρέπει να διευρύνεται“.
“Ε λοιπόν, στην περίπτωση του ζωγράφου, του ποιητή, του συνθέτη, του λογοτέχνη σε όλο αυτό το παραπάνω σχήμα, λειτουργεί και το χέρι“.
“Άκου τώρα ένα περίεργο μηχάνημα που υπάρχει, σιδερένιο“.
Είναι όλος μία κίνηση. Λες και μπροστά του, υπάρχει μία αράδα από πλήκτρα.
“Χέρι συνδεδεμένο με το μυαλό, συνδεδεμένο με την καρδιά. Ξυπνητήρι: Ντριιιιιιν. Επτά το πρωί, οκτώ, εννιά. Καφές. Γραφείο. Καμία ιδέα, καμία έμπνευση. Κάθεσαι με το μολύβι“.
“Χέρι- μυαλό -καρδιά, είναι ένα μηχάνημα. Όποιο κινηθεί, πρώτο“.
“Είχα παραγγελία να γράψω ένα κουαρτέτο εγχόρδων και να το δώσω σε δεκαπέντε μέρες. Κάποια στιγμή που άρχισα να μουτζουρώνω άνευ έμπνευσης, άρχισε το μηχάνημα να κινείται. Η γνώση οδηγεί, τούτο εδώ (μου δείχνει καρδιά) αρχίζει και βγάζει το κατάλληλο και σε διάστημα τεσσάρων με πέντε ωρών, το πρόβλημα πια είναι ποιες ιδέες να πετάξεις γιατί σου έρχονται πολλές“.
“Έμπνευση δεν είναι βγαίνω έναν περίπατο, κοιτάω ένα πουλί και μου έρχεται η έμπνευση. Αυτά είναι, επίτρεψέ μου, ανοησίες για όλους. Αυτά τα λένε κατά κύριο λόγο οι τεμπέληδες και οι απείθαρχοι που μπορεί κατά διαστήματα, να γράψουν ένα εξαιρετικό τραγούδι, ένα εξαιρετικό ποίημα κτλ. Η διαδικασία της καθημερινότητας είναι αυτή και είναι απολύτως γνήσια. Και δεν αφορά μόνο εμένα. Σου λέω πώς λειτουργεί το σοβαρό κομμάτι του συναφιού“.
“Μου λένε μερικοί, ‘σε αυτήν την κρίση, ειδικά εσύ, δεν πρέπει να γράφεις κάθε μέρα τραγούδια;’ Τι λέτε ρε παιδιά; Αποθηκεύονται αυτά. Το πότε θα βγουν δεν είναι δικό μου θέμα, είναι δικό τους“.
Χαρούμενη Σημείωση Συντάκτη: Κάπου εδώ εν αγνοία μου, βρίσκομαι με το μαξιλαράκι της οικειότητας στα χέρια και το χειροκρότημα του κοινού στα αυτιά. Έχω απέναντί μου το Θάνο Μικρούτσικο ο οποίος αφήνει κατά μέρος τον πληθυντικό της ευγενείας και ξεκινά να μου μιλά στον ενικό.
Νότα Τρίτη: ΜΙ όπως Μουσική
“Γεννήθηκα στις 13 Απριλίου του 1947 και για να σε βγάλω από τον κόπο να κάνεις αφαιρέσεις είμαι 69 ετών. Μεγάλωσα σε μία αστική οικογένεια της πόλης. Ο παππούς είχε ένα εργοστάσιο ζυμαρικών το οποίο το 1937, πριν γεννηθώ, χρεοκόπησε. Μας έμειναν τα νεοκλασικά σπίτια των Μικρούτσικων και η κουλτούρα. Η θεία μου όντας πολύ ερωτευμένη με το θείο μου ο οποίος ταλαιπωρήθηκα πολύ από την αρρώστια της εποχής, τη φυματίωση. Ταξίδεψε μέχρι το Νταβός για να θεραπευθεί. Δεν θεραπεύθηκε, πέθανε. Η θεία μου τότε, σφόδρα ερωτευμένη και μην μπορώντας να αποδεχθεί την απώλεια, έκλεισε τα πιάνα παρότι ήταν σπουδαία πιανίστρια. Είχε σπίτι της τρία πιάνα με ούρα“.
“Μία ημέρα, το 1951, εγώ τεσσάρων χρονών επισκέφθηκα τη θεία μου στο νεοκλασικό της το οποίο σημειωτέον όπως όλα τα νεοκλασικά, είχε πολλές σκάλες. Της θείας μου είχε 62 σκαλιά. Το θυμάμαι γιατί της είχα πάει γλυκό του κουταλιού της γιαγιάς μου που έμενε περίπου 30 μέτρα μακριά και με περίμενε στο κεφαλόσκαλο για να με ανεβάσει. Όταν την πλησίασα, με πήρε αγκαλιά και μου είπε: ‘Θανασάκη, σήμερα αποφάσισα να παίξω για σένα’, εκ των υστέρων έμαθα ότι είχε κλείσει τα πιάνα. Μου είπε αυτήν την κουβέντα και κάθισε στο πιάνο. Άρχισε να παίζει ένα κομμάτι που αργότερα έμαθα ότι ήταν Σούμπερτ. Γυρίζει σε κάποια στιγμή προς το μέρος μου, και βλέποντάς με να την κοιτώ αποσβολωμένος, μου λέει ‘τώρα θα παίξεις εσύ’. Με καθίζει στο πιάνο και βάζει το δεξί μου χέρι στα πλήκτρα του. Από πάνω του, τοποθετεί το δικό της και αρχίζει να καθοδηγεί το κάθε μου δάχτυλο ώστε να παίξει την αρχική μελωδία“.
“Έρρικα, αυτήν την ηλεκτρική εκκένωση την οποία αισθάνομαι μέχρι σήμερα, 65 χρόνια μετά, τώρα που μιλάμε θεωρώ σημείο μηδέν της μουσικής μου. Από εκεί και πέρα, με πήρε η μουσική“.
“Με πήρε η μουσική γιατί ενώ ήμουν ένα παιδί νορμάλ, ούτε ο γυαλάκιας φυτό που ήταν πρώτος μαθητής, ήμουν πρώτος μαθητής αλλά όχι φυτό, ήμουν πρώτος αθλητής και μην κοιτάς τα χάλια μου τώρα, σε πάρα πολλά πράγματα. Μπάσκετ, κολύμβηση, πόλο, τρέξιμο. Την ίδια στιγμή, μπορούσα να αυτοσχεδιάζω σε θέματα κλασικά, εννέα χρονών παιδί πράγμα παράλογο, γιατί με είχαν οι ήχοι φάει“.
“Έτσι ξεκίνησε όλη μου η περιπέτεια. Κάποια στιγμή πήγε να χαθεί γιατί αγάπησα πολύ τα μαθηματικά αλλά όταν έπαιρνα το πτυχίο μου, εκεί προς το τέλος, πήρα τη μεγάλη απόφαση και το τεράστιο ρίσκο παρότι είχα σίγουρη καριέρα ακαδημαϊκή, να ακολουθήσω τη μουσική. Κάπως έτσι, το σωτήριο έτος 2016 σε έχω απέναντί μου να μου παίρνεις συνέντευξη“.
Ακολούθησε η εξής στιχομυθία:
(εγώ: ) Θα μπορούσα πάντως να σας φανταστώ ως καθηγητή.
(εκείνος:) Μη με μπλέκεις με τον Μπαλτά σε παρακαλώ.
Και μιας και το πε, ζήτησα τη γνώμη του.
Περί Φαμπρ και άλλων δαιμονιών…
“Η περίπτωση του Φαμπρ πριν πάω στις δικές του ευθύνες, κατ’εμέ είναι απόλυτη ευθύνη του Υπουργού και θα στο εξηγήσω πολύ απλά, γιατί δεν είναι θέμα προσώπου. Ένας Υπουργός Πολιτισμού που αποφασίζει να αλλάξει τον Διευθυντή του Φεστιβάλ που ήταν ο Γιώργος Λούκος (Λένε ότι τον άλλαξε επειδή υπήρξε θέμα σκανδάλου. Εγώ καταρχήν θέλω να δηλώσω ότι δεν πιστεύω ότι μπλέχτηκε σε σκάνδαλο ο Λούκος, όμως μπορείς να πεις ότι ήταν υπεύθυνος ο Πρόεδρος της Ανώνυμης Εταιρείας) και θέλεις να τον αλλάξεις. Ωραία. Το θέμα δεν είναι να φέρεις τον Φαμπρ, τον χ, τον ψ, το θέμα είναι να κάτσεις με τους συνεργάτες σου και με κάποιους ανθρώπους του συναφιού και να πεις ‘Τι Φεστιβάλ θέλω τα επόμενα οκτώ χρόνια’. ‘Θέλω το τάδε Φεστιβάλ με τα α, β, γ χαρακτηριστικά’, και ο καλύτερος για να τα πετύχει αυτά, είναι ο Φαμπρ, ο Σαμπρ, ο Μαμπρ. Ο Υπουργός δεν μας είπε τίποτα από αυτά. Ο Υπουργός επέλεξε έναν καλλιτέχνη που είτε ήταν σούπερ είτε μάπα το καρπούζι ήταν λάθος προσέγγιση. Έτυχε να είναι μάπα το καρπούζι, με την έννοια ότι Φαμπρ ήταν ένας άνισος καλλιτέχνης με κάποια καλά πράγματα στο ενεργητικό του. Τι σχέση έχει αυτό με το να διευθύνεις ένα Φεστιβάλ; Τι σχέση έχει αυτό;“
Απορία Δεύτερη: Η μουσική της ζωής του, έχει mute;
“Μου αρέσουν τα ταξίδια στο εξωτερικό με τη Μαρία, τη γυναίκα μου. Θυμάμαι ένα ταξίδι μαζί της στην Ισπανία και ένα πάλι μαζί της και με τα παιδιά μου. Μου αρέσουν οι περίπατοι στο Παρίσι, μου αρέσει ένα χωριό στην Κρήτη απέναντι από το λιβυκό που κάναμε ένα σπίτι πριν από μερικά χρόνια και εκεί μπορείς να συνομιλείς με το χρόνο“.
“Μου αρέσει να συνομιλώ με το χρόνο παρουσία του αέναου λιβυκού. Μου λέει ‘θα σε κερδίσω όπως τους κερδίζω όλους’ και του απαντώ ‘το ξέρω αλλά ηρέμησε και προετοιμάσου για τα επόμενα χτυπήματα που εγώ θα σου δώσω μέχρι να με ρίξεις κάτω’“.
“Μου αρέσει να βλέπω ποδοσφαιρικούς αγώνες της Μπαρτσελόνα. Μου αρέσει ένα καλό εστιατόριο εδώ στην Αθήνα και πάντοτε, ένα ωραίο βιβλίο“.
“Όλα αυτά όμως πάντοτε είναι ένα όλον μαζί με τη μουσική“.
“Οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στις γυναίκες που έχω περπατήσει μαζί τους. Έλεγα όμως και στη Μαρία ότι ‘ξέρεις, δεν πρέπει να σε πειράξει αν ποτέ πω, πρώτα η μουσική. Δεν είναι ακριβώς πρώτα. Απλά χωρίς τη μουσική, θα ήμουν άλλος. Και χωρίς εσένα, θα ήμουν άλλος’“.
“Χωρίς τη μουσική, δεν ξέρω τι θα ήμουν. Μπορεί να ήμουν και κάτι σπουδαιότερο αλλά δεν πιστεύω το όλο μέσα από αυτό. Για αυτό λέω ότι η μουσική είναι η βάση στην οποία πάτησαν όλα τα υπόλοιπα“.
Απορία Τρίτη: Υπήρξαν γυναίκες που ζήλεψαν τη σχέση του με τη μουσική;
“Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος. Είμαι πολύ δύσκολος άνθρωπος. Πες πως κοιτάμε ένα φιλμ σε ένα σινεμά. Όσο ενδιαφέρον και αν είναι, υπάρχει περίπτωση και μου έχει συμβεί, να σκέφτομαι πού άφησα το χαρτί με την παρτιτούρα. Ε αυτό, δεν είναι και το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Η γυναίκα μου ας πούμε, παρότι προπονημένη ακόμη με ρωτάει: ‘πού είναι το μυαλό σου’“.
Τέταρτη Νότα: ΦΑ, όπως φάκελοι και οργάνωση
Μικρή Παύση: Το δωμάτιο που βρισκόμαστε είναι γεμάτο φακέλους, ωστόσο η εικόνα έχει το εξής περίεργο: Ενώ μυριάδες φακέλων βρίσκονται σε κάθε σημείο του δωματίου, δεν μπορείς με τίποτα και για κανένα λόγο να το χαρακτηρίσεις ακατάστατο. Τουναντίον. Είναι το πιο τακτικό και το πιο γεμάτο δωμάτιο που έχω δει στη ζωή μου.
‘Εύχρηστα’, ‘Εύχρηστα’, ‘Εύχρηστα’. Ο μαέστρος βρίσκεται υπό την επιρροή των φλας του Κώστα (του φωτογράφου) και εγώ χαζεύω όπως την πρώτη φορά που βρέθηκα στην βιβλιοθήκη του σχολείου μου. Σχεδόν σκάω να μάθω τι στην ευχή σημαίνει αυτό το ‘Εύχρηστα’, η αγενής φύση της ερώτησης όμως, με ‘κώλωνε’ κάπως.
Όχι ότι περιμέναμε κάτι διαφορετικό από μένα αλλά έτσι, για τα τυπικά να πούμε ότι την έκανα. Εκείνος γέλασε.
“Έχω ένα πολύ μεγάλο αρχείο το οποίο δεν βρίσκεται μόνο εδώ. Είναι και στην αποθήκη, είναι και σε άλλα δωμάτια. Τον τελευταίο χρόνο, αποφάσισα μαζί με τη συνεργάτιδά μου να το φτιάξουμε και με χαρά μπορώ να σου πω ότι είμαστε επιτέλους στο τελικό στάδιο. Θέλουμε ακόμα ένα μήνα και τελειώνουμε“.
“Είναι πολλά επίπεδα. Είναι αλληλογραφία, στίχοι που μου στέλνουν, δημοσιεύματα, παρτιτούρες, είναι πάρα πολλά. Τα ‘Εύχρηστα’ λοιπόν, είναι από τα δημοσιεύματα και όλα αυτά που έχω κρατήσει και θέλω να τα έχω πρόχειρα“.
Σχολίασα τον αριθμό των στίχων που πρέπει να λαμβάνει καθημερινώς και εκείνος ευδιάθετα μου απάντησε:”Αν μπορούσα να διαβάζω μόνο στίχους, θα έκανα μόνο αυτήν τη δουλειά. Όσο μπορώ το κάνω, γιατί δεν θέλω τα νέα παιδιά να νιώθουν ότι τους γυρίζω την πλάτη. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσοι στίχοι, demos, μου έρχονται κάθε μέρα. Αφού ώρες ώρες πιστεύω ότι οι μισοί Έλληνες γράφουν για να ακούν οι άλλοι μισοί“.
Εντυπωσιάστηκα που είναι τόσο οργανωτικός. Το κατάλαβε.
“Το ότι είμαι οργανωτικός δεν αποκλείεται να προέρχεται από το γεγονός ότι έχω σπουδάσει μαθηματικά. Δεν ξέρω αν προέρχεται ολοκληρωτικά, αλλά σίγουρα με έχει βοηθήσει“.
“Το χάος, υπάρχει στο μυαλό πολλών καλλιτεχνών, κυρίως σε αυτό των πιο προβεβλημένων“.
“Ας αφήσουμε για λίγο τη μουσική και ας δούμε το θέατρο. Οι παγκόσμιοι σκηνοθέτες σήμερα είναι τρεις τέσσερις, ο Μπομπ Ουίλσον για παράδειγμα τον οποίο συμπτωματικά, τον γνωρίζω κιόλας. Ε, είναι τρομακτικά οργανωτικός. Πριν την πρώτη πρόβα του, είναι τελειωμένο το όλο πράγμα. Τον Οδυσσέα που έκανε εδώ στο Εθνικό, τον έκανε σε 24 μέρες. Όλο αυτό το τερατώδες πράγμα το έφτιαξε μέσα σε 24 μέρες ενώ άλλοι θα χρειαζόντουσαν 7 με 8 μήνες. Ήξερε τα πάντα“.
“Αυτό που θέλω να πω είναι ότι υπάρχει μία μυθολογία. Λες ‘εντάξει, ο τάδε σταρ ξυπνάει πίνει έναν καφέ, φωτογραφίζεται, δεν θυμάται τα ραντεβού του’ αλλά υπάρχουν και πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες που δεν λειτουργούν έτσι. Άλλωστε, σε χώρους με πολλούς αν είσαι εσύ αυτός που εμψυχώνει και είσαι ανοργάνωτος, έχει τελειώσει“.
“Χρειάζεται η πειθαρχία“.
“Μου λένε ‘ Καλέ ρε συ Θάνο την ώρα που σε βλέπουμε να παίζεις στο πιάνο τους 7 Νάνους, κλείνεις τα μάτια σου και χάνεσαι, απογειώνεσαι και απογειωνόμαστε και εμείς’. Και έτσι είναι, Έρρικα, γι αυτό εκείνο που τους απαντώ, είναι το εξής: ‘Μπορεί εκείνη την ώρα πραγματικά να χάνομαι, αλλά, για να φτάσω σε αυτό το σημείο της απογείωσης, έχω περάσει σκληρή πειθαρχία“.
“Θα σου πω ένα παράδειγμα. Βλέπεις εδώ την αφίσα: Γράφει ‘Le Retour D’Helene’, δηλαδή ‘Η Επιστροφή της Ελένης’, στην Όπερα του Μονπελιέ (σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου ανέβηκε το 1999). Αυτό για να γραφτεί, πέρασα 20ωρα επί οχτώ, εννιά μήνες για να τη γράψω. Πιστεύεις ότι θα τα κατάφερνα χωρίς να έχω τρομακτική πειθαρχία;“
“Είμαι οργανωτικός. Και αυτό έχει αποδειχθεί και από τις διάφορες θέσεις που πήρα στην πολιτιστική διαχείριση δηλαδή και από την εποχή που δημιούργησα το Φεστιβάλ Πάτρας τη δεκαετία του ’80, και όταν διηύθυνα το Μέγαρο Μουσικής στην έναρξη της λειτουργίας του και μετά, ως Υπουργός Πολιτισμού για τρία χρόνια περίπου και έπειτα στις διάφορες άλλες θέσεις μου στο Φεστιβάλ Αθηνών, κτλ. Πέραν του οράματος, ένας άνθρωπος που διευθύνει, δεν κάνει τίποτα αν δεν έχει τουλάχιστον μία οργανωτική επάρκεια“.
“Θα μου πεις, το ήξερες; Όχι. Το έμαθα όμως πολύ καλά τη δεκαετία του ’80 όταν ίδρυσα και διηύθυνα το Φεστιβάλ Πάτρας. Για να κάνεις ένα Φεστιβάλ, θυμάμαι τότε, είχες να κάνεις με 160 διαφορετικά θέματα. Ο βασικός λόγος που δέχθηκα αργότερα, το Υπουργείο Πολιτισμού ήταν γιατί είχα την εμπειρία και τη γνώση. Αλλιώς, δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχόμουν. Ήξερα ότι έχω οργανωτικές δυνατότητες και πίστευα ότι έχω όραμα, γι αυτό και το ανέλαβα“.
Μουσικό Διάλειμμα: Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, κατά Μικρούτσικο
“Να μην μπλέκουμε τα είδη. Το ελληνικό τραγούδι, τα τελευταία 70 χρόνια για να μην πάω πιο πίσω, ξεκινάει με τον Τσιτσάνη, το Χατζηδάκι, το Θοδωράκη. Συνεχίζει με τη γενιά στην οποία ανήκω, μεγάλα ονόματα όπως Ξαρχάκος, Σαββόπουλος, Μαρκόπουλος, ο μακαρίτης ο Λοΐζος, Μούτσης. Συνεχίζει με τον ελεύθερο σκοπευτή και πολύ σπουδαίο Σταμάτη Κραουάκη. Συνεχίζει με μεγάλους τραγουδοποιούς όπως ο Μαχαιρίτσας, οι Κατσιμιχαίοι, Πορτοκάλογλου, Μάλαμας, Τσακνής. Και μετά πάμε στην πιο νέα γενιά, Αλκίνοος, Θηβαίος, Πασχαλίδης, Δεληβοριάς και τέλος, έχουμε την πιτσιρικαρία του 2000 Χαρούλη, Μποφίλιου, τάδε και τάδε. Αν σε αυτούς, προσθέσεις σπουδαίους στιχουργούς όλων των εποχών και σπουδαίους τραγουδιστές όλων των γενεών, έχεις ένα παζλ προσώπων που αφορούν ένα τραγούδι που ακουμπάει στην ελληνική κουλτούρα“.
“Για αυτόν τον τομέα, υποστηρίζω ότι υπάρχουν πολύ ταλαντούχα παιδιά μετά το 2000 που απλώς, η λειτουργία τους είναι διαφορετική από τη λειτουργία μας“.
“Στην αντίπερα όχθη, το πράγμα, είναι δοκιμαστικός σωλήνας. Προκύπτει από διαδικασίες lifestyle και τυποποίησης. Μην μπλέκουμε τα δύο πράγματα. Το πώς λειτουργεί το από εκεί,πρέπει να το έχεις αντιληφθεί. Πες μου εσύ τώρα ονόματα που μεσουρανούσαν στο χώρο του lifestyle τραγουδιού το 2005 που δεν είναι και μακριά, πού είναι σήμερα. Υπάρχουν δύο τρεις διαχρονικοί, στον μέσο όρο αναφέρομαι. Ενώ στην άλλη πλευρά, είναι σε ενεργεία όλα τα πρόσωπα. Εκτός από αυτούς που παρέμειναν προσκολλημένοι σε άλλη εποχή αλλά και πάλι, εκφράζουν τη λειτουργία της“.
Πέμπτη Νότα: Σολ όπως Σοσιαλισμός
“Η κρίση είναι οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική. Απλά, όταν υπάρχει το οικονομικό και όταν στην ηλικία σου υπάρχει 60% ανεργία, τι να πεις. Μου αρέσει αυτό που λένε μερικοί ότι ‘Στον καπιταλισμό υπάρχει η ελευθερία να εκφράζεσαι’. Τι ελευθερία να έχει κάποιος που δεν έχει να φάει; Δεν έχει ελευθερία αφού άγεται και φέρεται με στόχο να καταφέρει να θρέψει το παιδί του. Ο άνεργος δεν είναι ελεύθερος άνθρωπος και μία κοινωνία που παράγει ανεργία δεν είναι κοινωνία ελευθερίας“.
“Ήμουν πολιτικοποιημένος άνθρωπος σχεδόν πριν από τα εφηβικά μου χρόνια. Όταν με το καλημέρα σας, από τις πρώτες μου δουλειές έγινα πολύ γνωστός τα κόμματα, κυρίως τα προσκείμενα στην αριστερά, μου έκαναν πάρα πολλές προτάσεις. Από το 1976 μέχρι το 1993, είχα συνεχώς προτάσεις να κατέβω. Είτε ως υποψήφιος βουλευτής είτε ως βουλευτής Επικρατείας είτε ως Ευρωβουλευτής είτε ως Δήμαρχος Αθηναίων ή Δήμαρχος Πατρέων. Αρνήθηκα σε όλα. Η άρνησή μου, δεν είχε να κάνει με τη μή πολιτικοποίησή μου, είχε να κάνει με το γεγονός ότι τα είχα διαφοροποιήσει, να τα είχα ξεχωρίσει αν θες, και είχα πει ότι εγώ θέλω να κάνω μουσική. Το 1993, είχα ήδη εμπλακεί από το ’86 μέχρι το ’90 με την πολιτιστική διαχείριση του Φεστιβάλ της Πάτρας και από το ’90 μέχρι το ’93 με αυτήν του Μεγάρου Μουσικής και είχα καταλήξει στην άποψη ότι υπάρχει μία λύση για τον ελληνικό πολιτισμό μέσω θεσμών και υποδομών να μεγαλουργήσει. Εφόσον είδα ότι και τα δύο προσωπικά μου στοιχήματα, τόσο της Πάτρας όσο και του Μεγάρου είχαν θετικά αποτελέσματα αποφάσισα να αποδεχτώ την πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβω το Υπουργείο Πολιτισμού. Χονδρικά αυτός ήταν ο λόγος που την αποδέχθηκα“.
“Σημειωτέον όμως, ότι είχα αρνηθεί να είμαι στη Βουλή. Μου είχε προτείνει να είμαι τρίτος Επικρατείας μαζί με τη Μελίνα και τον Αλευρά και είχα πει όχι. Ήθελα να λειτουργήσω ως άνθρωπος του πολιτισμού για έναν συγκεκριμένο διάστημα και να αποσυρθώ. Και πράγματι, το 1996 όταν αποχώρησα, έκανα τη δήλωση την οποία τηρώ μέχρι σήμερα 2016, ότι δεν θα ασχοληθώ πρακτικά άλλο με αυτήν την ιστορία. Και παρά τις ενδιάμεσες προτάσεις που είχα, το τήρησα“.
“Πρώτον, γιατί είμαι άνθρωπος της τέχνης και της μουσικής, θέλω να ασχοληθώ με αυτό. Δεύτερον, γιατί έχω τους δικούς μου ανθρώπους που αγαπώ, την οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια, τη γυναίκα, τους φίλους και ο χρόνος που μένει είναι τόσο λίγος ώστε να θέλω να τον περάσω μόνο μαζί τους. Τρίτον και κάπως πιο δευτερεύον από τα υπόλοιπα δύο, είναι το γεγονός ότι όσα κατάφερα να φτιάξω την περίοδο 94 – 96, δεν υπάρχουν πια. Και έρχομαι λοιπόν εγώ και σου λέω. Τι νόημα έχει να έχεις πετύχει έστω και τρία από αυτά που επιχείρησες και αυτά να χαλάνε παρότι, όλοι έλεγαν ότι είναι καλά. Τέταρτον και τελευταίον, είναι το πολιτικό σκηνικό. Πολιτικά, αυτήν τη στιγμή και κάθε στιγμή από τα χρόνια που πέρασαν, δεν είχα βασική συμφωνία με τα κυβερνητικά κόμματα“.
Ένα ‘κακό πείραγμα’: Αναφέρθηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού που κάποτε υπήρξε άρχων του και τον ρώτησα για ποιο λόγο πιστεύει ότι χρήζει τέτοιας απαξίωσης από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Πειράχτηκε. Άναψε την πίπα του και μου απάντησε.
“Θα πρέπει να μάθετε και εσείς, να ξεχωρίζετε κάποια πράγματα. Εσύ βέβαια, είσαι πολύ νέα αλλά το Υπουργείο Πολιτισμού, υπήρξαν περίοδοι στο παρελθόν, που λειτούργησε μπορεί όχι αριστουργηματικά, αλλά τουλάχιστον με στόχους“.
Άρχισε να μετράει.
“Οκταετία Μελίνας Μερκούρη, που ως νέο Υπουργείο ήταν και κάπως ανοργάνωτο. Μπήκαν στόχοι στην εξωτερική πολιτική, ο ελληνικός πολιτισμός ακούστηκε στο εξωτερικό. Από τη Μελίνα Μερκούρη έγιναν οι πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, έγινε η ιστορία των Ελγινείων, έγιναν σε 12 περιφερειακές πρωτεύουσες τα ΔΗΠΕΘΕ και πήγε το θέατρο σε αρκετές περιοχές της Ελλάδος, για πρώτη φορά μπήκαν οι βάσεις στον κινηματογράφο. Όλα αυτά, σε μία οκταετία. Υπήρχαν φυσικά, και πράγματα που δεν έγιναν και αυτό γιατί πάντοτε το Υπουργείο Πολιτισμού υπολειτουργούσε οικονομικά. Είχε περισσότερες ανάγκες από τα χρήματα που έπαιρνε“.
“Στην εποχή τη δική μου, που ήρθε σχεδόν αμέσως μετά από ένα διάστημα κενών χρόνων με τη Μπακογιάννη και την Μπενάκη. Θα μπορούσα να αναφερθώ αλλά δεν θέλω να το κάνω σε αρκετά προγράμματα υψηλών προδιαγραφών που εκτιμήθηκαν και από το συνάφι μου“.
“Από εκεί και πέρα, από το 1996 και μετά, αρχίζουν τα προβλήματα. Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα, έγινε όταν το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε επί της ουσίας τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί, έγινε Υπουργείο Ολυμπιακών Αγώνων και ξέχασε τα πάντα“.
“Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, μετά το 2004, ήταν ότι ανέλαβαν ως Υπουργοί ειλικρινά ό,τι πιο άσχετο υπήρχε στον πολιτικό χώρο. Είτε της Νέας Δημοκρατίας είτε του ΠΑΣΟΚ και δυστυχώς, και τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν προσθέσεις σε αυτό και τα έξι χρόνια κρίσης που το Υπουργείο δεν έχει ούτε ένα ευρώ να διαθέσει, αντιλαμβάνεσαι γιατί τα τελευταία χρόνια, οποιαδήποτε είδηση για το Υπουργείο έρχεται στα αυτιά μας, είναι αρνητική“.
“Για όλα τα παραπάνω, το Υπουργείο Πολιτισμού τα τελευταία 12 – 14 χρόνια, είναι εντελώς ανυπόληπτο. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι“.
Έκτη Νότα: Λα, όπως Τραμπάλα μεταξύ εγχώριας και διεθνούς καριέρας
“Την περίοδο της παντοκρατορίας της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για ένα θεατρικό που είχα γράψει μουσική. Στο σπίτι του παραγωγού λοιπόν, ανάμεσα σε όλους τους αιθουσάρχες του Μπρόντγουεϊ ήταν και η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ. Εκείνο το βράδυ, ακούστηκαν πέντε τραγούδια μου, εκ των οποίων τα τρία μου τα ζήτησε για το cd της. Τότε, αυτή έβηχε και έκανε οκτώ εκατομμύρια. Υποψιάζομαι ότι αν τα είχα δώσει, δεν αποκλείεται να έχω γίνει ένας άλλος συνθέτης. Τότε όμως ήμουν πολύ προσηλωμένος στον ευρωπαϊκό τρόπο κουλτούρας. Και σε αυτό το πράγμα, που σήμαινε χρήματα, φήμη, βρέθηκα να λέω όχι. Οι άνθρωποι της δισκογραφικής μου, της William Morris Agency, μου είπαν μόλις επιστρέψω στην Αθήνα, να πάω σε ψυχίατρο. Εγώ όμως, ήμουν ήσυχος. Και είμαι και ήσυχος“.
“Ένα κομμάτι της δραστηριότητάς μου έγινε στο εξωτερικό και έγινε με ένταση. Το διάστημα ’82- ’86 ήμουν κυρίως στο εξωτερικό. Τότε έκανα σχεδόν δεκαπέντε μεγάλες παραγωγές στο θέατρο και τη μουσική. Έπειτα, ένα κομμάτι της δισκογραφίας μου βγήκε από την EMI Classics και ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο όπως και πολλές εκτελέσεις έργων μου. Το ’80 επειδή είχα πολύ μεγάλη επιτυχία, μου έγινε μία μεγάλη πρόταση να αναλάβω έναν θεσμό στις Βρυξέλλες. Full time job, όμως. Ήθελαν να υπογράψω μία πρώτη τριετή σύμβαση. Μου άρεσε πάρα πολύ γιατί ήταν μία όπερα δωματίου που γενικά λατρεύω τη διαδικασία της. Το σκέφτηκα πολύ. Τα δύο πρώτα μου κορίτσια όμως ήταν 5 και 3 ετών. Μέτρησε λοιπόν το γεγονός ότι δεν ήθελα να τα αποξενώσω από την Ελλάδα. Γιατί ήμουν σχεδόν σίγουρος, ίσως ακουστεί κάπως εγωιστικό αυτό αλλά το πιστεύω, ότι θα πετύχαινα και θα ερχόταν άλλη μία τριετία“.
“Όταν μπαίνεις σε μία διαδικασία μηχανής που αλέθει, δεν ξέρεις πώς καταλήγεις. Εγώ είχα συνηθίσει ότι τον πρώτο λόγο τον έχει ο συνθέτης. Εκεί, τον πρώτο λόγο τον είχε το star system. Δεν υπήρχε κανένας συνθέτης. Είχαν φάει μέχρι και τον Κουρτσβάιλ, για να σου δώσω να καταλάβεις“.
“Παρότι αυτήν την στιγμή είμαι στο δρόμο, με την έννοια της καθημερινότητας της δουλειάς αυτής, με τις συναυλίες κτλ. Κάνω σχεδόν 100 συναυλίες το χρόνο και για επαγγελματικούς λόγους. Και αν με ρωτήσεις, είμαι ήσυχος γιατί έκανα αυτό που ήθελα. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν είχα πει ναι. Μπορεί να είχα κάνει τα ίδια, μπορεί και όχι“.
“Το πρώτο των Βρυξελλών, οφείλω να ομολογήσω ότι το ήθελα περισσότερο“.
Έβδομη Νότα: Σι όπως Σίλα, ο σκύλος του
“Ένα βράδυ, περπατούσα με το σκυλί που ακούς τώρα να γαβγίζει, το ωραιότατο λυκόσκυλό μου, τη Σίλα (ΣΙ και ΛΑ, πάλι νότες) και βλέπω στον απέναντι τοίχο του δρόμου τρεις πιτσιρικάδες να γράφουν ένα σύνθημα. Ήταν μία κοπέλα και δύο αγόρια. Τους πλησίασα αρχικά, για να τους ψιλομαλώσω. Όταν έφτασα τόσο κοντά ώστε να διαβάσω τι έγραφαν, τους φίλησα. ‘Μόνος σου μπορεί να τρέξεις γρήγορα, μαζί όμως μπορεί να πάμε μακριά‘. Αυτό είναι ένα μότο που εγώ ακολουθώ, το λέω, το προτείνω“.
“Ένα δεύτερο μότο μου είναι το ‘ας είμαστε ρεαλιστές, ας κατακτήσουμε το αδύνατο‘. Αυτό, υπήρχε το Μάη του ’68 και είναι αν θέλεις η έμμεση κουβέντα του Καββαδία όταν λέει ‘χόρεψε πάνω στο χορό του καρχαρία‘ αλλά εγώ το βρήκα παράλληλα. Όταν έγραφα την όπερα και κάποιες άλλες φορές νιώθω ότι ξεπέρασα τα όριά μου, και αυτό το θεωρώ στόχο ζωής“.
“Και άμα μου πεις, ‘τα έχεις κάνει όλα ρε μπαγάσα, τι άλλο θες;’ δεν θα σου πω θέλω να με παίξει η Φιλαρμονική του Βερολίνου που δεν με έχει παίξει, θα σου πω στο επόμενο έργο, θέλω να ξεπεράσω τα όριά μου“.
“Στους Επτά Νάνους, ξεπερνώ τα όριά μου. Θεωρώ το πιάνο ως προέκταση του σώματός μου. Κάτι συμβαίνει και φεύγω από αυτόν τον κόσμο. Αυτή η φράση, Έρρικα, το ‘πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι στην σκηνή’ που είναι βαρύγδουπη και ίσως την ακούσεις από κάποιον καλλιτέχνη δήθεν στην περίπτωσή μου, στους Επτά Νάνους, ισχύει. Γιατί και πώς ισχύει, βαθύτατα μέσα μου, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι όταν γίνεται αυτό το πράγμα, δεν ξέρω πού βρίσκομαι“.
“Είμαι στο Badminton με 2500 κόσμο, είμαι σε μία μουσική με 150 ανθρώπους; Είναι φοβερό. Και στο κέντρο ενός αεροδρομίο να με βάλουν με ένα πιάνο και να είναι τόσο αχανές, ακούω απόλυτη σιωπή. Δεν έχω ακούσει βήχα βρε παιδί μου“.
Ένας στίχος ακόμα. Ψέμματα. Δύο.
“‘Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρέυονται‘ και ‘τα καράβια, τα πάμε ή μας πάνε; Μας πάνε τα καράβια, δεν τα πάμε‘ του Καββαδία. Και υπό αυτήν την έννοια, δεν σταματάω. Τον Οκτώβρη που πέρασε κάναμε με τη Ρίτα Αντωνοπούλου 25 κονσέρτα σε 25 χώρους της Ελλάδος, αμέσως μετά ήρθε το Μπεν Χουρ με το Σταυρό του Νότου στο Badminton με 42 παραστάσεις, παρακαλώ και τώρα ετοιμάζομαι με τον Μίλτο Πασχαλίδη για μία καλοκαιρινή περιοδεία τουλάχιστον 35 παραστάσεων όπου εγώ και ένας τραγουδοποιός της επόμενης γενιάς πολύ προβεβλημένος και πολύ σημαντικός θέλουμε να εμψυχώσουμε στην περίοδο της κρίσης. Μην το πάρεις στραβά, το λέω υπό την έννοια της ψυχαγωγίας. Να τους εμψυχώσουμε και να μας εμψυχώσουν. Είναι το οικονομικό γιατί από αυτήν τη δουλειά ζω και ειδικά σε περιόδους κρίσης, τα πράγματα δυσκολεύουν. Πέραν αυτού όμως, είναι και η επαφή με τον κόσμο. Αν τύχει να μας δεις το καλοκαίρι με το Μίλτο, θα δεις εξηντάρηδες, σαραντάρηδες και το κυριότερο εικοσάρηδες, πώς λειτουργούν. Πρόκειται περί μίας βαθιάς σχέσης“.
Από πριν τον συναντήσω, ήμουν σίγουρη ότι θα έκλεινα το σημερινό κείμενο με κάτι δικό του από Καββαδία. Είναι από τις λίγες φορές που χαίρομαι τόσο πολύ που δεν μου συνέβη τίποτα το απρόβλεπτο. Τίποτα που θα με κάνει να αλλάξω το ‘πλάνο’ που είχα στο μυαλό μου. Εκτός από το γεγονός ότι πριν μου δώσει το χέρι και με αποχαιρετίσει μου έπαιξε στο πιάνο τους Επτά Νάνους.
Ναι, εκείνη την ημέρα με αποχαιρέτησε δύο φορές. Μία την ώρα που έπαιζε και μία ‘κανονικά’.
Η πρώτη στάση της περιοδείας του Θάνου Μικρούτσικου με τον Μίλτο Πασχαλίδη, θα είναι στο Θέατρο Πέτρας στις 3 Ιουνίου.