Τον Χρήστο Ζαμπούνη δεν θα τον κρίνεις από το εξώφυλλο
- 25 ΟΚΤ 2017
Αν ο Χρήστος Ζαμπούνης ήταν βιβλίο, το εξώφυλλό του θα ήταν ένα καλοσιδερωμένο κοστούμι άψογα φορεμένο, προσεγμένο μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια. Θα ήταν ο χαμογελαστός Ζαμπούνης του savoir vivre, του lifestyle, του καθωσπρέπει ‘Prive’ και των συναναστροφών με βασιλικές οικογένειες.
Στο εσωτερικό του βιβλίου του όμως, στις σελίδες στις οποίες δεν φτάνουν πολλοί και ακόμα λιγότεροι διαβάζουν με προσοχή, θα βρίσκαμε μερικά πιο ‘δύσκολα’ κεφάλαια, γεμάτα χωρισμούς, θλίψεις, ακόμη και εθισμούς. Λέξεις για έναν άνθρωπο ειλικρινή, με αδυναμίες, πάθη και φυσικά μπόλικο ΠΑΟΚ. Θα ανακαλύπταμε τον άνθρωπο πίσω από το κοστούμι, μέσα από ιστορίες τις οποίες δυσκολεύεσαι να πιστέψεις.
Έτσι είναι οι άνθρωποι όμως, ή μάλλον έτσι είναι ο Χρήστος Ζαμπούνης. Γεμάτος στροφές, πολυσύνθετος, όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τον εαυτό του, καθισμένος αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου του στον εκδοτικό οίκο που διατηρεί στο Κολωνάκι. Μέσα στις εκδόσεις ‘Φερενίκη’, οι οποίες έχουν πάρει το όνομα της κόρης του, θα βρει κανείς φωτογραφίες του ίδιου με διάσημους ηθοποιούς, βασιλιάδες και μοντέλα. Σύμβολα της βασιλείας τα οποία συνυπάρχουν αρμονικά με αντίστοιχα του ΠΑΟΚ. Και φυσικά, αμέτρητα βιβλία.
Καπνίζοντας το πούρο του, δεν είχε κανένα πρόβλημα να ξεφυλλίσει μαζί μας το δικό του βιβλίο, αυτό της ζωής του, πιάνοντας όλα τα κεφάλαια, ακόμα και τα πιο ‘σκοτεινά’. Το βασικό ήταν να προσπεράσουμε το εξώφυλλο.
Κεφάλαιο πρώτο: Αστικός+επαναστατικός=βασιλικός
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Γιος και εγγονός γιατρών και δημάρχων, ο Χρήστος Ζαμπούνης βρέθηκε να μεγαλώνει ανάμεσα σε δύο αντίθετους κόσμους: τον αστικό και τον επαναστατικό. Τελικά, επέλεξε να ακολουθήσει τον δικό του, εντελώς διαφορετικό δρόμο.
“Η καταγωγή μου με καθόρισε, διότι υπήρξε η εξής αντίθεση: οι πρόγονοί μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν Έλληνες των παραδουναβίων, οι οποίοι ήκμασαν στη Ρουμανία προ κομμουνισμού κι έτσι υπήρχε ένα αστικό υπόβαθρο. Στο σπίτι μιλούσαμε γαλλικά, η μητέρα μου τελείωσε τις Καλόγριες στη Θεσσαλονίκη και η γιαγιά μου ήταν χήρα στρατηγού. Αυτό το κομμάτι λοιπόν, το αστικό, είναι η μία πλευρά μου”.
“Το άλλο κομμάτι, είναι το επαναστατικό. Από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν γαιοκτήμονες στην Χαλκιδική και ξαφνικά ο πατέρας μου εντάσσεται σε ηλικία 14-15 ετών στην ΕΠΟΝ, στη συνέχεια γίνεται μέλος του κόμματος, τον συλλαμβάνει η Γκεστάπο, τον βασανίζει, δεν δίνει τους συντρόφους του και σώζεται απ’ την εξορία λόγω του ότι ο παππούς μου ήταν βασιλόφρων και με κάποιο τρόπο τον προστάτευσε”. Αν σε ρωτούσα ποια πλευρά διάλεξε ο νεαρός Χρήστος Ζαμπούνης, φαντάζομαι θα έδειχνες προς το αστικό υπόβραθρο της μητρός. Λάθος. Είπαμε, πρέπει να προσπεράσουμε το εξώφυλλο.
“Όσο κι αν δεν μου φαίνεται, τα πρώτα χρόνια ακολούθησα την πλευρά του πατέρα μου. Συμμετείχα σε διάφορες οργανώσεις της εποχής. Στη συνέχεια όμως διέγραψα αυτό το κομμάτι, κάτι που υπήρξε πολύ οδυνηρό διότι έπρεπε να ‘σκοτώσω’ τον πατέρα, έγινε αυτή η ιδεολογική ‘πατροκτονία’ η οποία συνδεόταν με την ήττα της αριστεράς, δεν ήθελα να κουβαλάω αυτό το στίγμα. Θα μπορούσα να κάνω έναν συμβιβασμό και να πάω στο ΠΑΣΟΚ που ‘έπιασε’ το χώρο. Αποφάσισα όμως να κάνω μία ρήξη με το παρελθόν μου και να πάω ‘απέναντι’, προς την πλευρά της μητέρας μου, η οποία βέβαια ήταν βενιζελική, κεντρώα, δεν είχε σχέση με εκεί που τελικά κατέληξα”. Κι αυτό στο οποίο κατέληξε, ήταν αυτό που αποκαλούμε ‘βασιλικός’.
“Είμαι βασιλικός, με την έννοια της υψηλοφροσύνης,όχι τόσο στο δια ταύτα. Μου αρέσει ο θεσμός, η διάρκεια στο χρόνο, αυτοί που κληρονομούν. Εμένα η δουλειά μου δεν είναι να κάνω προπαγάνδα, λέω απλά τι μου αρέσει και τι με εμπνέει. Μου αρέσει λοιπόν ο θεσμός, όσο αναχρονιστικός κι αν φαίνεται σε μερικούς. Μου δίνει μια αίσθηση σταθερότητας, ενώσεως την ώρα που τρωγόμαστε όλοι μεταξύ μας, είμαστε ένα έθνος της διχόνοιας, τρώει ο ένας τις σάρκες του άλλου ιστορικά. Μου αρέσει η ιδέα να υπάρχει ένα σύμβολο ενότητος, όσο ουτοπική κι αν μοιάζει, να υπάρχει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που μας χωρίζει. Τα κόμματα μας χωρίζουν, ο βασιλικός θεσμός υποτίθεται ενώνει, το βλέπουμε και τώρα που σπαράσσεται η Ισπανία ότι έχουν έναν βασιλιά που λέει ‘είμαστε όλοι το ίδιο, ενωμένοι’, εμείς αυτό δεν το έχουμε, δεν έχει καμία σχέση με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας”. Ένας θαυμασμός ο οποίος δεν είναι μόνο θεωρητικός.
Έτυχε και γνώρισα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, όσοι τους γνωρίζουν αλλάζουν αμέσως εντύπωση, είναι πολύ ωραίοι άνθρωποι. Έχουν μια ενέργεια, μια αύρα, η οποία βέβαια οφείλεται και στους αιώνες παράδοσης
“Έκανα πολλά χρόνια βασιλικό ρεπορτάζ στο Παρίσι. Στη χώρα στην οποία πριν από 2 αιώνες σκότωσαν τους βασιλιάδες τους, υπάρχει το ‘Point de Vue’ ένα περιοδικό που ασχολείται μόνο με βασιλικές οικογένειες και πουλάει 500.000 αντίτυπα. Όπως κι εσείς, έκανα ρεπορτάζ. Ζητούσα συνεντεύξεις και παρακολουθούσα την επικαιρότητα, η οποία βέβαια αφορούσε κυρίως κοινωνικές εκδηλώσεις και φιλανθρωπικά. Άρχισε να μου αρέσει, είναι σπουδαίο να απολαμβάνεις αυτό που κάνεις, ποτέ δεν το είδα σαν αγγαρεία”. Πριν γνωρίσει τις βασιλικές οικογένειες πάντως, ο Χρήστος Ζαμπούνης είχε προλάβει να υποδυθεί ένα μέλος της.
“Με σταμάτησε μια μέρα ο Παντελής Βούλγαρης καθώς περπατούσα στο Κολωνάκι και μου ζήτησε να παίξω στην ταινία ‘Ελευθέριος Βενιζέλος’. Η μεγάλη ειρωνεία μάλιστα, είναι ότι μου ζήτησε να κάνω ένα απ’ τα παιδιά του Βασιλέως Κωνσταντίνου και μάλιστα τον πατέρα του πρίγκιπα Μιχαήλ, τον πρίγκιπα Χριστόφορο, τα γυρίσματα γίνανε στο παλάτι, το σημερινό προεδρικό μέγαρο δηλαδή, θα έλεγε κανείς ότι ήταν ένα σημάδι όλο αυτό”.
Κεφάλαιο δεύτερο: Η λύτρωση των εξομολογήσεων
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, θα νόμιζες πως το πιο ακραίο πράγμα που έχει κάνει στη ζωή του ο Χρήστος Ζαμπούνης, αφορά στο αριστερό του παρελθόν. Και ξαφνικά, μέσα από την αυτοβιογραφία του, ‘Ιστορίες ενός παιδήλικα’, έρχονται στο φως αποκαλύψεις που θα τσαλάκωναν την τέλεια εικόνα του μια για πάντα. Εξομολογήσεις για τα ναρκωτικά, την πρώην γυναίκα του και τις δυσκολίες που λίγο έλειψε να τον καταστρέψουν. Ακόμα κι η ίδια αυτοβιογραφία του όμως, δεν ήταν παρά η ύστατη προσπάθεια προς την σωτηρία.
“Έφτασα στο σημείο να γράψω την αυτοβιογραφία μου, όχι γιατί θεωρώ κάτι που έχω κάνει πιο σπουδαίο απ’ αυτά που έκαναν κάποιοι άλλοι και μάλιστα και σε μικρή ηλικία. Το έκανα γιατί πάνω στην κρίση, πήγα να πεθάνω. Κι αυτό οφείλεται σε υπερβολική ευαισθησία κι εκείνη την ώρα, ψυχοθεραπευτικά -και το συνιστώ σε όσους δυσκολεύονται ψυχικά- στράφηκα στην ενδοσκόπηση. Να βρω ποιος είμαι, να εξηγήσω και να εξηγηθώ. Κάτι που μου επέτρεψε να εξέλθω της θλίψεως. Η μισή χώρα αυτή τη στιγμή, έχει προσβληθεί από θλίψη, η οποία συνδέεται με την παραίτηση, με τις αγκυλώσεις, με την έλλειψη ονείρων και δραστηριότητας. Ξυπνάς το πρωί και κοιτάς το ταβάνι, γιατί σε έχει πετάξει η κρίση στα βράχια”. Η ενδοσκόπηση βοήθησε τον Χρήστο Ζαμπούνη, όμως την ίδια στιγμή διέλυσε την εικόνα που είχε ο περισσότερος κόσμος για εκείνον.
Πολλοί άνθρωποι που με γνώρισαν από μια εκπομπή στην τηλεόραση κι από ένα βιβλίο που πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, απόρησαν με τις εξομολογήσεις μου, αλλά είναι απελευθέρωση, είναι λύτρωση η εξομολόγηση. Αν δεν τα βγάλεις, μαζεύονται και γίνονται καρκίνος. Αν δεν πεις τα προβλήματά σου, αρρωσταίνεις. Με βοήθησε η ψυχοθεραπεία, είχα καλούς φίλους και δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου
“Το κομμάτι των ναρκωτικών δεν το εξομολογήθηκα μόνο για μένα, δεν είχα ανάγκη να πω ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Αν είχα απευθυνθεί σε έναν σύμβουλο επικοινωνίας, θα μου έλεγε να μην το πω διότι είναι ένα θέμα ταμπού. Όμως, ακόμη και σήμερα, όταν πηγαίνω σε μέρη που προσφέρουν ναρκωτικά, μου κάνει εντύπωση ότι αρνούμαι. Έστω κι ένας να διάβασε ή να εμπνεύστηκε από το παράδειγμά μου και να το έκανε, το θεωρώ μεγαλύτερο κέρδος απ’ όλα τα αρνητικά σχόλια τα οποία ενδεχομένως έφερε αυτή η αποκάλυψη. Εφόσον τα έκοψα εγώ, μπορούν να το κάνουν κι άλλοι. Κόβονται, χτυπώντας στη ρίζα την ψυχολογική αιτία που μας έφερε εκεί”.
“Τα ναρκωτικά ήταν αποτέλεσμα ενός πολύ προσωπικού, οδυνηρού δράματος. Ένας πολύ άσχημος χωρισμός με την μητέρα του παιδιού μου, για τον οποίο βέβαια ευθύνη φέρω και εγώ. Πήρε το παιδί κι έφυγε στην Αμερική χωρίς να ξέρω πού είναι. Τη βρήκα μετά από δύο χρόνια, έχοντας βάλει ντετέκτιβ και δικηγόρους. Όλο αυτό το διάστημα, με έριξε στα ναρκωτικά, είναι πολύ απλό. Αν ξέρεις τους λόγους, το λύνεις”.
Κεφάλαιο τρίτο: Η οδυνηρή εμπειρία της τηλεόρασης και η γλύκα του lifestyle
Μετά από αρκετά χρόνια στο Παρίσι, ο Χρήστος Ζαμπούνης αποφασίζει να αφήσει πίσω την ‘Πόλη του φωτός’ και την εκεί καριέρα του, για να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο, αυτό της τηλεόρασης.
“Ο πρώτος λόγος που γύρισα είναι πως ενώ είχα αποφασίσει να κάνω οικογένεια, να εργαστώ και να ζήσω για πάντα στη Γαλλία και όλο πήγαινε σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, ήρθε αυτός ο επώδυνος χωρισμός που διέλυσε την οικογένειά μου. Επαγγελματικά πήγαινα καλά, δούλευα στο ‘Paris Match’, ταξίδευα ανά τον κόσμο, έκανα πολλά βασιλικά θέματα που τα έδινα σε δεκάδες περιοδικά σε διάφορες χώρες, δούλευα και σαν πρακτορείο δηλαδή. Ερωτεύτηκα μια Ελληνίδα, και για ένα χρόνο περίπου πηγαινοερχόμασταν κι οι δύο. Μετά άρχισε να μου αρέσει ο ήλιος, η θάλασσα και μια μέρα που περπατούσα στο δρόμο συνάντησα τον Νίκο Χατζηνικολάου τον οποίο και γνώριζα από την κοινή μας θητεία στο ‘Ένα’. Τα είπαμε λίγο και μου έκανε την πρόταση να παρουσιάσω με την γυναίκα του μια εκπομπή. Όλα αυτά μαζί, με έφεραν πίσω”. Μόνο που μαζί με την πόρτα της τηλεόρασης, άνοιξε και αυτήν του lifestyle.
“Γυρίζοντας στην Ελλάδα για μια τηλεοπτική εκπομπή όπως το ‘Prive’ κι ένα περιοδικό όπως το ‘Life & Style’, έπεσα με τα μούτρα στο lifestyle. Μια λέξη και μια έννοια που δεν την είχα ξανακούσει ποτέ, διότι εκεί που δούλευα ήμουν ειδικευμένος σε άλλα πράγματα. Όσο κι αν δεν το πιστεύετε, μετά το ‘Point de Vue’ πήγα στο ‘Figaro’ όπου και ως πολεμικός ανταποκριτής κάλυψα δύο πολέμους, της Βοσνίας και του Κουρδιστάν. Πήρα μάλιστα τη μοναδική συνέντευξη του στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς, του λεγόμενου και ‘σφαγέα της Σρεμπρένιτσα’ και στο Κουρδιστάν το παιδί μου κινδύνευσε να μείνει ορφανό”.
“Η εμπειρία της τηλεόρασης ήταν για μένα οδυνηρή, τραυματική. Χωρίς να παραβλέπω όλες τις θετικές διαστάσεις, με εγκλώβισε σε μια εικόνα κι ένα είδος που δεν με άφηνε να αναπνεύσω, γιατί εμένα με ενδιέφεραν άλλα πράγματα. Είχα ιδρύσει τον εκδοτικό οίκο, με ενδιέφεραν τα βιβλία, να γράφω, να διαβάζω. Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου καταπιέστηκε τόσο πολύ και γι’ αυτό δεν το συνέχισα, παρά το γεγονός πως πήγαινε καλά η εκπομπή. Δεν έκανα γι’ αυτό, μπορεί να βοήθησε να με αναγνωρίσει ο κόσμος αλλά όταν χάνεις την ψυχή σου δεν αξίζει”.
“Αυτά τα λέω για να δείξω ότι δεν είχα ιδέα αυτού του φαινομένου, όχι για να αθωωθώ αλλά για να πω ότι έπεσα κατευθείαν μέσα στο ζωμό. Ισούμεθα με το σύνολο των προγόνων μας. Λόγω της οικογενειακής μου παράδοσης και της ανατροφής μου, αλλά και λόγω του γεγονότος πως ήμουν 38 ετών όταν μπήκα στο πρώτο εξώφυλλο, υπήρξε μια υποδομή που βοήθησε να μην με παρασύρει το ρέμα. Το περιοδικό που βγάζαμε τότε, είχε ένα είδος προστασίας απ’ όλο αυτό, με την έννοια του ότι βάζαμε πολύ λίγους ανθρώπους, υπήρχε μια αντίσταση στον νεοπλουτισμό και τον εκχυδαϊσμό, βάζαμε πολλές παλιές οικογένειες, δυναστείες και πολλά βασιλικά θέματα, εμμονικά πολλά”. Σήμερα, σε μια χώρα σε βαθιά κρίση, υπάρχει ακόμα το lifestyle;
Το lifestyle έχει πεθάνει, υπό την έννοια ότι δεν είναι πια στο θρόνο, αλλά πάντα θα ενδιαφερόμαστε για ανθρώπους οι οποίοι είναι καλοί ηθοποιοί, τραγουδάνε και ξεχωρίζουν. Αλλά σαν κυρίαρχη τάση στην κοινωνία, έχει πεθάνει, θα υπάρχει όμως όσο ζούνε οι άνθρωποι
Φυσικά, η ζωή ενός δημοσιογράφου έχει και πολλά καλά. “Είναι μεγάλη τύχη για έναν δημοσιογράφο το ότι μπορεί να ξυπνήσει ένα πρωί και να πει, ‘θέλω να γνωρίσω αυτόν’. Σηκώνεις το τηλέφωνο, του λες ‘είμαι ο Χρήστος Ζαμπούνης, θέλω να σας πάρω συνέντευξη’, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που κάποιος θα σου πει όχι. Είναι προνόμιο αυτό για κάποιον που είναι φιλομαθής σε όλα τα επίπεδα. Εκτός από αυτά που έπρεπε να κάνω για τη δουλειά, μπορούσα να γνωρίσω αυτούς που ήθελα”. Όσο για το ποιες από τις γνωριμίες αυτές ξεχωρίζει;
“Θα αναφέρω κάποιες μόνο από τις προσωπικότητες. Από τη Βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας, μια σπουδαία γυναίκα, τον Τζακ Νίκολσον που για μένα ήταν ένας εμβληματικός και γοητευτικός ηθοποιός, αλλά όταν τον γνώρισα και πέρασα αυτά που πέρασα μαζί του απογειώθηκε στην εκτίμησή μου. Ο πρίγκιπας Μιχαήλ, που είναι ο συγγραφέας Μισέλ ντε Γκρες, του οποίου τα βιβλία εκδίδω αλλά είναι και μια προσωπικότητα πνευματική και με χιούμορ, η Κική Δημουλά που έργο και άνθρωπος έχουν το ίδιο ενδιαφέρον, ο Στρατής Ανδρεάδης, ιδρυτής του συγκροτήματος Ανδρεάδη, με τον οποίο συνδεθήκαμε και κάναμε παρέα, ο Τάκης Θεοδωρακόπουλος, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ που ήταν το ίνδαλμά του και έβλεπα τις ταινίες του μικρός στην κινηματογραφική λέσχη της Βέροιας. Με αρκετούς απ’ αυτούς μπόρεσα και συνδέθηκα πέρα από τη μισή-μία ώρα της συνεντεύξεως”. Φίλους έκανε μέσα απ’ τον χώρο;
Έχω έναν φίλο 50 χρόνια, κι άλλους δύο φίλους 25-30 χρόνια. Και οι τρεις ανήκουν σε άλλους χώρους. Η μεγαλύτερη επιτυχία στη ζωή ενός ανθρώπου, είναι οι φιλίες
Κεφάλαιο τέταρτο: Το savoir vivre
Καλώς ή κακώς, όπως άλλωστε κι ο ίδιος παραδέχεται, ο Χρήστος Ζαμπούνης έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό μέσα από την εκπομπή του αλλά και από τον οδηγό του savoir vivre τον οποίο έγραψε. Μέχρι και σήμερα, αν αναφέρεις το όνομα Χρήστος Ζαμπούνης σε μια παρέα, οι περισσότεροι θα κάνουν κάποιο σχόλιο σχετικό με τους καλούς τρόπους και τις οδηγίες καλής συμπεριφοράς.
“Το savoir vivre δεν προήλθε λόγω του αστικού παρελθόντος της μητέρας μου. Όλοι πάνω-κάτω μεγαλώσαμε σε σπίτια όπου, η μάνα κυρίως, φρόντιζε να μην μιλάμε με το στόμα γεμάτο, στο σχολείο μας έλεγαν να σηκώνουμε το χέρι πριν μιλήσουμε, τα βασικά δηλαδή όλοι τα μάθαμε. Ας πούμε απλά ότι η δική μου πατίνα γυαλίστηκε λίγο καλύτερα στο Παρίσι λόγω των συναναστροφών μου και των κοινωνικών κύκλων στους οποίους εισήλθα λόγω ενός μεγαλοαστικού αρραβώνος. Το σοκ και αυτό που ξύπνησε μέσα μου την αντιστασιακή διάθεση, ήταν ο εκχυδαϊσμός, η παρακμή και η κακοτροπία που είδα όταν γύρισα στην Ελλάδα”.
“Πήγα στην εφορία όταν ξεκίνησα την εκπομπή γιατί έπρεπε να κάνω πλέον εδώ δήλωση και όταν ο μπροστινός μου μπήκε στο κτίριο, περίμενα να κρατήσει την πόρτα για να ακολουθήσω. Φυσικά, κατέληξα να χτυπάω το κεφάλι μου στην πόρτα. Στη συνέχεια βγήκα να οδηγήσω κι ένας τύπος με μια μεγάλη Mercedes παραβίασε την προτεραιότητα και γενικά, κάθε μέρα όλα τα μηνύματα ήταν τέτοια που μου ‘χτυπούσαν’ τις ευαισθησίες. Παλαιότερα ερχόμουν στην Ελλάδα μία φορά το χρόνο, δεν είχα τριβή και δεν τα είχα ζήσει όλα αυτά τόσο έντονα”. Ποιος είναι ο παράγοντας που γεννάει αυτές τις συμπεριφορές όμως;
“Υπάρχουν φυγόκεντροι και κεντρομόλοι παράγοντες. Ο ένας παράγοντας είναι ότι εμείς ως Έλληνες έχουμε αυτή την αίσθηση της ελευθερίας, ότι δεν μας καταπιέζουν εμάς οι κανόνες, είμαστε της μαγκιάς και της αρνήσεως της κοινής λογικής, δεν θα μας πουν άλλοι τι θα κάνουμε. Η κοινή λογική υπαγορεύει πως υπάρχουν κανόνες, αν για παράδειγμα δεν τηρείται ο Κ.Ο.Κ τα οχήματα θα συγκρουστούν. Όλο αυτό ως αποτέλεσμα υπονομεύει τους καλούς τρόπους, αυτό που λέμε savoir vivre”.
“Δεν υπάρχει savoir vivr-όμετρο για να ξέρω αν οι άλλες χώρες είναι καλύτερες. Εμένα μου κάνει εντύπωση που πηγαίνω να δω την μητέρα μου στην Βέροια και συναναστρέφομαι με τους συμμαθητές μου, ανθρώπους από τάξεις διαφορετικές, κτηνοτρόφους για παράδειγμα, και βλέπω τόσο καλούς τρόπους που δεν τους έχω συναντήσει στα σαλόνια. Δεν είναι μόνο κοινωνικό το θέμα, βοηθάει η καταγωγή, η ταξική προέλευση αλλά εγώ το βλέπω πιο πολύ με τις εποχές. Όταν άρχισε η Ελλάδα την ανοικοδόμηση, να συνέρχεται από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, οι άνθρωποι είχαν καταπληκτικούς τρόπους. Μετά το ‘74 ήρθαν τα αμπέχωνα με σύνθημα ‘να τα γκρεμίσουμε όλα’ και επανήλθε αυτό στα τέλη του 20ου αιώνα που άρχισε πάλι η αστικοποίηση. Οι άνθρωποι έλεγαν ‘μας έδωσε το ΠΑΣΟΚ λεφτά, μπορούμε να κάνουμε ένα τραπέζι στο σπίτι, πώς θα το στρώσουμε; Γι’ αυτό και πούλησε τόσο πολύ το βιβλίο μου. Τώρα πάλι πλήττεται, διότι savoir vivre είναι ό,τι έχει μείνει όταν τα έχουμε χάσει όλα και τώρα χάνουμε το ένα μετά το άλλο”.
Προαναγγέλλοντας τη συνάντησή μου με τον Χρήστο Ζαμπούνη σε φίλους και συναδέλφους, έλαβα φοβισμένα σχόλια του τύπου “πρόσεχε τι θα φορέσεις και πώς θα συμπεριφερθείς”. Καθισμένος πια απέναντί του, φροντίζω να του τα αποκαλύψω. Δεν δείχνει να εκπλήσσεται καθόλου.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη αποτυχία μου. Μου έχει τύχει να κρυφακούσω νεαρή σερβιτόρα σε εστιατόριο να λέει σε συνάδελφο ‘Ωχ, ο Ζαμπούνης’ . Η πεμπτουσία του savoir vivre είναι να κάνεις τον άλλο να νιώθει άνετα. Όποιοι με γνωρίζουν νιώθουν λίγο πιο άνετα αλλά η πρώτη εντύπωση είναι πάντα του μπαμπούλα
“Σέβεσαι τον άλλο όταν ντύνεσαι καλά. Και ο λόγος που πιστεύω ότι πρέπει να φοράς κοστούμι όταν βγαίνεις στην τηλεόραση ή φωτογραφίζεσαι, είναι επειδή σέβεσαι αυτόν που θα σε δει, μπαίνεις στο σπίτι του. Όταν πας επίσκεψη προσέχεις τον εαυτό σου, τον φροντίζεις”. Δεν χάνω αυτή τη μοναδική ευκαιρία και του ζητάω να μου σχολιάσει το γεγονός πως τα περισσότερα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης αρνούνται πεισματικά να φορέσουν γραβάτα.
“Ως γιος αριστερού και μάλιστα του κόμματος, το έζησα μέσα στο σπίτι μου αυτό. Ο πατέρας μου όταν παντρεύτηκε δεν φορούσε γραβάτα, έχει για την αριστερά μια σημασία το σύμβολο του λαιμοδέτη και από τη δική μου πλευρά το καταλαβαίνω, αυτό πιστεύουν, αυτό κάνουν, είναι θέμα παραδοχής του διαφορετικού. Εκεί που πάει σε μια άλλη διάσταση το θέμα είναι όταν έρχεται ένας ξένος ηγέτης και δεν τον σέβεσαι”.
Κεφάλαιο πέμπτο: ΠΑΟΚ είσαι
Η φανατική του σχέση με τον ΠΑΟΚ, έρχεται να προστεθεί στα στοιχεία του χαρακτήρα του τα οποία σίγουρα δεν περιμένει κάποιος που δεν τον γνωρίζει καλά. Του το λέω. Χαμογελάει και σπεύδει να μου εξηγήσει πώς γεννήθηκε αυτή η αγάπη για την ομάδα.
“Υπάρχουν άνθρωποι που είναι όλο ευθεία κι άλλοι που είναι γεμάτοι στροφές. Πολυσύνθετοι και μονοσύνθετοι. Είναι απλή η ιστορία όμως. Όταν ο πατέρας μου πήγε να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, έφυγε με το δελτίο ποδοσφαιριστή της Νίκης Πολυγύρου, έπαιζε ως εξτρέμ, και πήγε στον ΠΑΟΚ. Με έπαιρνε στο γήπεδο την χρυσή εποχή που η ομάδα είχε τον Κούδα, τον Σαράφη, ήταν η καλύτερη ομάδα και πήρε κατά τη γνώμη των περισσοτέρων τα λιγότερα πρωταθλήματα και κύπελλα που μπορούσε, για διάφορους λόγους που ακόμη δημιουργούν μια ένταση ανάμεσα στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Μια προϊστορία που οδηγεί σε αυτόν τον διπολισμό”. Στέκομαι στην ατάκα του για τον διπολισμό ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και του ζητάω να την εξηγήσει:
“Είναι ό,τι συμβαίνει στον ωκεανό με το μεγάλο και το μικρό ψάρι. Εδώ είναι το μεγάλο ψάρι, τι να κάνουμε; Βεβαίως, μπορεί να είναι ένα μικρό ψάρι που να μεγαλώσει και να γλιτώσει, περιμένουμε κι εμείς να μεγαλώσει. Έχουμε πολλά καλά, πολλή γκρίνια, πολλή μίρλα, δεν γίνεται άλλο με αυτή τη γκρίνια. Πρέπει όλοι μαζί, όπως έστειλε σωστά το μήνυμα ο πρόεδρος στον κόσμο για την ανοιχτή προπόνηση, να δώσουμε δύναμη στους παίκτες μας, αυτά μου αρέσουν πολύ”.
Πλέον, ο Χρήστος Ζαμπούνης δεν είναι απλά ένας φίλαθλος του ΠΑΟΚ. Είναι κι ο συγγραφέας του πολύ αγαπημένου ‘ΠΑΟΚ αφού’, ενός βιβλίου αφιερωμένου στα 90 χρόνια της ιστορίας του δικεφάλου.
“Δεν είχα σκοπό να γράψω βιβλίο για τον ΠΑΟΚ. Έχω γράψει 15 βιβλία και το θέμα τους έρχεται κάθε φορά με επιφοίτηση, εκεί που περπατάω. Εκεί δεν περπατούσα, αλλά παρακολουθούσα, μια εκδήλωση για τα 90 χρόνια ΠΑΟΚ στο Μέγαρο της Θεσσαλονίκης. Μια καταπληκτική εκδήλωση, με διαστάσεις πολυεπίπεδες. Σκέφτηκα ότι λείπει ένα βιβλίο κι ότι λόγω της επετείου των 90 χρόνων, θα ήθελα να μάθω εγώ τα πάντα για τον ΠΑΟΚ και μάλιστα για πράγματα που δεν απασχολούν τους αγνούς φιλάθλους κάθε μέρα, όπως για παράδειγμα τον ΠΑΟΚ στην ποίηση. Ο πατέρας μου ας πούμε, έκανε παρέα με τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, ο οποίος έχει γράψει ποίημα για τον ΠΑΟΚ. Ο ΠΑΟΚ στο θέατρο, τη λογοτεχνία, στα συνθήματα”.
“Η δημοτική ποίηση, συνεχίζεται με τα συνθήματα στα γήπεδα. Έκοψα 2-3 χιλιάδες, επειδή ήταν υβριστικά, διαφορετικά το βιβλίο θα ήταν εγκυκλοπαίδεια. Και λυπάμαι, γιατί είναι τόσο πρωτότυπα. Κάθε φορά που ακούω ένα καινούριο σύνθημα λέω ποιος το σκέφτηκε και μάλιστα έτυχε να γνωρίσω μερικούς απ’ αυτούς τα βγάζουν. Άνθρωποι που μετά βίας τελείωσαν την τρίτη γυμνασίου και μπαινοβγαίνουν στις φυλακές για χρήση, κατοχή και εμπορία, έχουν γράψει αυτά τα αριστουργήματα, κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Αυτός είναι ο λαϊκός πολιτισμός”.
Δεν θα μπορούσα όμως να βγάλω ένα βιβλίο με τον Θρύλο και τον Πειραιά και το γνωστό ρήμα μπροστά. Γιατί πιστεύω ότι πρέπει να υποστηρίζουμε την ομάδα μας κι όχι να βρίζουμε τη μάνα και τους συγγενείς του αντιπάλου, είναι η φιλοσοφία μου αυτή. Δεν μπορώ να βρίσω, προτιμώ να παίζω καλά. Στο γήπεδο τραγουδάω τα συνθήματα χωρίς το ρήμα
Γιατί είναι ιδιαίτερο να είσαι ΠΑΟΚ όμως; “Λέμε ότι το να είσαι ΠΑΟΚ είναι ιδιαίτερο για να μην χρησιμοποιήσουμε τον όρο ‘μαμελουκικό’. Κι οι Μαμελούκοι είχαν πολιτισμό. Για μένα που ζούσα στο εξωτερικό, ο ΠΑΟΚ ήταν και ταυτότητα, γι’ αυτό και έκανα τον σύνδεσμο φίλων ΠΑΟΚ Παρισίων. Πηγαίναμε εκδρομές, τότε ήμασταν καλοί στο μπάσκετ, στο ποδόσφαιρο υποφέραμε. Πήγαμε στην Γενεύη, στη Νάντη, πήραμε 2-3 ευρωπαϊκά, πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη, βρισκόμασταν σε μια κρεπερί St. Germain και Odeon κι ακούγαμε τους αγώνες. Αγόραζαν οι Γάλλοι κρέπες, δεν καταλάβαιναν τι γινόταν, τέλος πάντων τους εξηγούσαμε”.
“Για τους Βορειοελλαδίτες, ο ΠΑΟΚ είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτό που είμαστε εμείς οι ίδιοι, μας εξυψώνει. Αυτό που λέμε ‘ιδέα’, δεν είναι λίγο, είναι κάτι σπουδαίο, μας κάνει πιο δυνατούς”.
“Πηγαίνω στο γηπέδο και παρακολουθώ συνεχώς τον ΠΑΟΚ. Απλά υπάρχουν θέματα ασφαλείας με τα εκτός έδρας πια, εδώ κινδύνευσα και στο Καυταντζόγλειο. Τοποθετούμαι και στην ΕΡΤ3 και με άρθρα μου, δεν κρύβομαι. Δεν προκαλώ εκεί που πάω, αλλά μπορεί κάποιος να γυρίσει και να πει ‘τι θέλει αυτός στο γήπεδό μου’. Γι΄ αυτό και το σκέφτομαι”.
“Από πάντα, το γήπεδο ήταν ένας τόπος εκτονώσεως. Και στον ιππόδρομο οι Βυζαντινοί, εκτονώνονταν, έχει έναν ρόλο θεραπευτικό για τους ανθρώπους που έχουν προβλήματα και πολύ περισσότερο τώρα. Είχαμε μαζευτεί μια παρέα σε ένα sports cafe στην Αγία Παρασκευή για να δούμε έναν ευρωπαϊκό αγώνα του ΠΑΟΚ και ήρθαν καμιά 30αριά άτομα με μηχανάκια και τα έσπασαν όλα κι έδειραν και μερικούς. Όταν φτάνεις σε αυτό το σημείο, δεν μπορείς να πεις κάτι, δεν μπορώ να κάνω και ηθικολογία”.
“Έχω αρνηθεί πολλές φορές προτάσεις από προέδρους που έχει τύχει να γνωρίσω και να συναναστραφώ. Επειδή όμως δεν μου αρέσουν οι αοριστίες, οφείλω να πω ότι από τη σημερινή διοίκηση του ΠΑΟΚ, δεν μου έχει γίνει καμία πρόταση. Μέχρι στιγμής, ο τίτλος του απλού φιλάθλου είναι πολύ ωραίος και μου επιτρέπει να έχω μια ανεξαρτησία απόψεων και να νιώθω την ομάδα χωρίς να εμπλέκομαι σε σκοπιμότητες. Αν κάποιος κρίνει όμως ότι μπορώ να βοηθήσω σε κάποιον τομέα, το συζητώ. Ποτέ δεν θα πω από μόνος μου όμως ΄κύριε, κύριε θέλω να γίνω παράγοντας, είμαι καλός, πάρε με’”. Όσο για το πώς βλέπει την φετινή πορεία της ομάδας;
“Το πρωτάθλημα κερδίζεται τον Μάιο. Αυτό μου έχει μάθει η ζωή κάθε φορά που είμαστε πρώτοι για 1-2 εβδομάδες, όπως και μερικά χρόνια πριν με τον Άγγελο Αναστασιάδη. Είναι μεγάλη η χαρά για εμάς που ζούμε εδώ στο εξωτερικό, στην Αθήνα δηλαδή, ειδικά για εμάς που ζούμε στο κέντρο και ακούμε πολλά σχόλια από τους φίλους των άλλων ομάδων. Τώρα είναι όλοι κρυμμένοι. Πώς με βρίσκουν εμένα όταν χάνουμε; Έχουν μεταναστεύσει κι εδώ πάντως πολλοί Παοκτζήδες, υπάρχει ο σύνδεσμος Αθηνών που είναι λίγο πιο μαχητικός για τα γούστα μου αλλά μ’ αρέσουν κι έχω φίλους που βλέπουμε μαζί τους αγώνες. Ο Υφυπουργός ο Ζουράρις, ο Κώστας Τσαρούχας, ο Κώστας Γιαννακίδης. Μαζευόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι, χαιρόμαστε, λυπόμαστε. Τελευταία είναι πολλές οι χαρές, και στο βόλεϊ, κάτι γίνεται”.
Κεφάλαιο έκτο: Μαθαίνοντας τάβλι στη φυλακή
Κλείνοντας την απολαυστική κουβέντα μας, αποφασίζω να τον ρωτήσω για τα μελλοντικά του σχέδια. Με την ατάκα “από τον Γουτεμβέργιο στον Gates” με ενημέρωσε για το τέλος της συνεργασίας του με την ιστορική Εστία και την έναρξη της διαδικτυακής του προσπάθειας, talkofthetown.gr, μαζί με την συνάδελφο Σοφία Τσίπα. Στην συνέχεια, βρήκε τον τρόπο για ακόμη μια φορά να με εκπλήξει.
“Κανένας δεν πιστεύει όταν του λέω τι ετοιμάζω αυτόν τον καιρό, μένουν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Γράφω έναν οδηγό για το τάβλι. Τα πάντα γύρω από το τάβλι, που ήθελα να μάθω κι εγώ”.
“Τάβλι έμαθα στη φυλακή. Υπάρχει κανένας σοβαρός άνθρωπος που δεν έκανε φυλακή; Ένας πρόγονός μου μάλιστα πέθανε στη φυλακή. Μιλάω για τον Ρήγα Φεραίο. Ο ίδιος δεν έκανε παιδιά, είχε όμως έναν αδερφό, ο οποίος παντρεύτηκε την προ-προγιαγιά μου. Οπότε κάτι κυλάει από εκεί, δεν είμαι απευθείας απόγονος, αλλά είναι ένα αίμα και μέχρι πρότινος υπήρχε κι ένας Φεραίος στο σόι μου. Οπότε το επαναστατικό κάπως ρέει. Στον στρατό, όταν ο ανθυπολοχαγός της μονάδας που υπηρετούσα στα Τουρκοβουλγαρικά σύνορα με παρατήρησε για κάτι, απάντησα ‘ψεύδεστε’ και πήγα στο στρατοδικείο. Καταδικάστηκα μάλιστα για δύο χρόνια και με βάλανε φυλακή”.
Ο διπλανός μου στο κελί κάποιον είχε σκοτώσει νομίζω, δεν είχε τι να κάνει και με έβαλε να παίξουμε τάβλι. Δεν έκατσα καιρό, αλλά έκατσα και διάβασα, έγραφα, τρομερή ησυχία, αντί να κάνω σκοπιές τα ξημερώματα. Ήταν πολύ ωραία. Σημασία δεν έχει μόνο το πώς είναι τα πράγματα αλλά και πώς τα βλέπεις εσύ. Ήμουν 28-29 χρονών τότε
“Έμαθα τότε και άρχισα να παίζω. Αργότερα πήγα στην Τουρκία, στο Γιαλί Καβάκ και έβλεπα δύο Τούρκους να παίζουν. Υπήρξε ένας διάλογος λοιπόν, γυρίζει ο ένας και λέει ‘διάβασε κανένα βιβλίο για να μάθεις να παίζεις’ και του απαντάει ο άλλος ‘θα διαβάσω τα άλλα βιβλία όταν τελειώσω το δικό μου’. Μου καρφώνεται η ιδέα, έκανα μια έρευνα και είδα ότι δεν υπάρχει πρόσφατη βιβλιογραφία. Είναι και γνωστικό το θέμα, θέλω κι εγώ να μάθω, γράφουμε βιβλία που θέλουμε κι οι ίδιοι να διαβάσουμε”.
“Δεν ήξερα για παράδειγμα ότι ο Καβάφης έχει γράψει ποίημα για έναν ταβλαδόρο, για έναν άνθρωπο που είχε χάσει τη δουλειά του και ζούσε απ’ το τάβλι. Ή πόσα τραγούδια γράφτηκαν για το τάβλι, ‘μην βροντοχτυπάς τις χάντρες’. Έχω παίξει με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο τάβλι, είναι πολύ δυνατός ταβλαδόρος, με τον Λάμπη Ταγματάρχη, με τον Νίκο Κακαουνάκη, με τον Κώστα Σκανδαλίδη. Απ’ όλους αυτούς έχω κείμενα για το τάβλι, απ’ τον Κακαουνάκη δυστυχώς δεν πρόλαβα. Με την Μελίνα δυστυχώς δεν πρόλαβα να παίξω, έπαιζε με τον Ζιλ Ντασέν συνέχεια, ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιζε, ο Φιντέλ Κάστρο”.
“Ο πιο φανατικός παίκτης τάβλι που έχω ακούσει είναι ο Λεοντάρντο Ντι Κάπριο, παίζει ακόμη κάθε μέρα με τον Τόμπι Μαγκουάιαρ, σ’ ένα sports cafe στο Λος Άνζελες. Είναι άρρωστος, μπορεί να σταματήσει τα πάντα ανά πάσα στιγμή αν του πεις να παίξετε τάβλι, μου το έχουν πει σε ανύποπτη στιγμή άνθρωποι του κινηματογράφου”.
Φεύγοντας από τον εκδοτικό οίκο ‘Φερενίκη’ έχω πια αλλάξει γνώμη. Αν ο Χρήστος Ζαμπούνης ήταν βιβλίο, στο εξώφυλλο θα φορούσε ένα κασκόλ του ΠΑΟΚ και θα έπαιζε τάβλι.