Παπαδόπουλος και Μουρατίδης εξηγούν πώς η ‘Τζαμάικα’ έγινε ένα ειλικρινές πρότζεκτ πάθους
Μιλήσαμε με τους πρωταγωνιστές της ταινίας ‘Τζαμάικα’ για τις αληθινές καταβολές του φιλμ και για το πόσο δύσκολο (και σημαντικό) είναι να κάνεις σινεμά ειλικρινών προθέσεων σήμερα.
- 22 ΔΕΚ 2017
Στη ‘Τζαμάικα’ ο Σπύρος Παπαδόπουλος δεν κάνει τον παρουσιαστή.
Η ταινία του Ανδρεά Μορφονιού ακολουθεί την ιστορία δύο αποξενωμένων αδερφών που έρχονται ξανά κοντά στην κηδεία της μητέρας τους, και ένα σοκαριστικό νέο που ακολουθεί ενώνει ξανά τις διαδρομές τους. Ο ένας, που παίζει ο Φάνης Μουρατίδης, είναι διάσημος, πετυχημένος παρουσιαστής, έχει λεφτά, γυναίκες, επιτυχία- το νεοελληνικό όνειρο. Ο άλλος, που ερμηνεύει ο Σπύρος Παπαδόπουλος, είναι ταξιτζής σε οικονομική κρίση, με την τράπεζα να απειλεί να πάρει το σπίτι του και την οικογένειά του να απειλείται – η νεοελληνική πραγματικότητα.
Αυτή η σύγκρουση χαρακτήρων γεννά μια ενδιαφέρουσα και τίμια ιστορία που δεν φοβάται καθόλου τις σκληρές κοινωνικές επεκτάσεις που γεννιούνται, την ώρα που εμποτίζει τα πάντα με χιούμορ και συναισθηματισμό, ειδικά όσο αφορά τη σχέση των δύο αδερφών.
“Δείχνουμε σε αυτή την ταινία τι μπορεί να πετύχει κανείς με μια πολύ ωραία συνεργασία,” λέει ο Φάνης Μουρατίδης, που εξηγεί την προέλευση της ταινίας. “Είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία, από αληθινά γεγονότα, με σκηνές που όσοι ξέρουμε, ξέρουμε ότι είναι μια αληθινή σκηνή. Αλλά ο άξονας είναι δύο αδέρφια που δε μιλιούνται και συναντιούνται στην κηδεία της μαμάς. Κι από εκεί ξεκινάει μια αληθινή περιπέτεια, αυτή η ανθρώπινη περιπέτεια που βλέπουμε μπροστά μας.”
Συναντήσαμε τον Φάνη Μουρατίδη και τον Σπύρο Παπαδόπουλο για να μιλήσουμε για τον συναισθηματικό κορμό της ταινίας, το πώς μπορείς να δημιουργείς ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες αν είσαι αποφασισμένος, και για την ειλικρίνεια και την αγάπη με την οποία φτιάχτηκε το έργο.
*Η ‘Τζαμάικα’ προβάλλεται στις αίθουσες από την Feelgood.
Στους τίτλους τέλους παρατηρούμε πως υπάρχει ένα credit “Καλλιτεχνική επιμέλεια: Φάνης Μουρατίδης”. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Μουρατίδης: Καλλιτεχνική επιμέλεια σημαίνει πως η ταινία ξεκινάει και χτίζεται με εμένα σε μια πρώτη, φτιάχνεται με τον Γιώργο Φειδά στο σενάριο, μαζί με τον Ανδρέα Μορφονιό αρχίζουμε να διαμορφώνουμε το μέτρο και τα πάντα γύρω από την ταινία. Ακόμα και τι έχουμε σε σχέση με το αφήγημα, μη μας φύγει η ιστορία και πάει σε κάτι που δε θέλουμε. Η αισθητική, οι συνεργάτες, το μέτρο που θα κρατήσουμε στην αφήγηση… σε αυτό το κομμάτι είμαι σχεδόν συνεχώς από πάνω.
Παπαδόπουλος: Ξεκίνησε από τον Φάνη.
Είναι ένα προσωπικό έργο δηλαδή;
Μουρατίδης: Είναι ένα προσωπικό στοίχημα που παύει να είναι προσωπικό στην πορεία. Είναι μια χιονομπαλίτσα που γίνεται χιονοστιβάδα.
Παπαδόπουλος: Εγώ ενεπλάκην πολύ αργά, ήταν έτοιμα τα παιδιά και μου έστειλαν το σενάριο, μου άρεσε πολύ. Είπα ότι δεν θέλω να κάνω τον παρουσιαστή, μου είπαν “μα δεν σε θέλουμε για τον παρουσιαστή!”. Ξέρεις, αν έπαιζα τον πιο γνώριμο χαρακτήρα δε ξέρω αν θα ήμουν καλός ή οτιδήποτε, αλλά θα ήταν τόσο ταυτολογία για τον κόσμο που δε θα μου άρεσε καθόλου σαν ιδέα, να πάω να κάνω έναν παρουσιαστή.
Εμένα μου άρεσε το σενάριο. Με τον Φάνη δεν είχαμε δουλέψει ξανά πριν, τον Ανδρεά δεν τον ήξερα ούτε κατ’όψην, αλλά σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα απεδείχθη ότι… δεν θα πω χημεία γιατί είναι κάτι απροσδιόριστο κι αυτό, αλλά μάλλον είμαστε άνθρωποι που κοιτάμε μόνο τη δουλειά μας, μας ενώνει αυτό. Και κολλήσαμε πολύ. Μας απασχολούσε αυτό και ΤΙΠΟΤΑ άλλο. “Έχω μια ιδέα, μήπως να γίνει έτσι;” Και απεδείχθη στο τέλος ότι είχαμε και κοντινές σκέψεις. Όποτε έλεγα ότι χτες ας πούμε που διάβαζα για το αυριανό γύρισμα δε μου άρεσε πολύ αυτό, μου έλεγε ο Ανδρεάς “το έχω αφαιρέσει ήδη”, μου το έδειχνε, είχε αφαιρέσει τη συγκεκριμένη ατάκα που με ενοχλούσε. Το ίδιο και με τον Φάνη. Πολύ ευτυχές αυτό.
Εγώ γενικώς είμαι και άνθρωπος που έχω κάτι περίεργα ραντάρ μέσα μου, καταλαβαίνω την πρόθεση. Άμα κάποιος θέλει να κάνει τον έξυπνο, να ξεχωρίσει, το καταλαβαίνω από χιλιόμετρα. Και με διώχνει αυτό το πράγμα. Εδώ παιδιά εμάς μας ενδιαφέρει αυτό το πράγμα να το κάνουμε καλά, τίποτα άλλο.
Και η πρόθεση εδώ ποια ήταν;
Μουρατίδης: Ήταν να κάνουμε μια ιστορία να δώσει δύναμη, να δώσει κουράγιο στους ανθρώπους με έναν διαφορετικό τρόπο, μια ματιά στη ζωή, να ψυχαγωγήσει, να σε κάνει να ξεχαστείς, να συγκινηθείς, να ζήσεις μια ανθρώπινη περιπέτεια. Αυτός ήταν ο αρχικός στόχος και πραγματικά με πολύ μεγάλο νοιάξιμο. Έχει πολύ μεγάλη φροντίδα η ταινία σε σχέση με το δέκτη της.
Και δεν είναι ελαφριά η ιστορία.
Παπαδόπουλος: Είναι ζόρικη ιστορία, έχει βαριά περπατησιά που λέμε.
Είναι και συνειδητή η απόφαση σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο;
Μουρατίδης: Συνειδητότατο είναι.
Παπαδόπουλος: Ειδικά για τον δικό μου ρόλο μου λέγαν τα παιδιά, κοίταξε, είσαι όλοι οι Έλληνες αυτή τη στιγμή. Αυτό που ζούμε τώρα το κουβαλάς, είσαι ένας άνθρωπος που μοχθεί για την καθημερινότητα.
Μουρατίδης: Και τη συνθήκη της κρίσης.
Παπαδόπουλος: Πουθενά δεν κλείνουμε το μάτι, δεν χρειάζονται φτήνιες. Αλλά δεν γίνεται να μην το δεις. Μες στο σπίτι σου, το έχεις.
Μουρατίδης: Κι ο χαρακτήρας σου είναι ο Έλληνας με ήθος, όχι το λαμόγιο. Που ακολουθεί τα πρέπει να σωστά, να στηρίξει το σπίτι, την οικογένειά του, όπως μεγαλώσαμε όλοι.
Σας άγχωσε ποτέ το αν πρέπει να είναι καθόλου πιο λάιτ η ιστορία;
Μουρατίδης: Εμείς είχαμε ένα στοίχημα δύσκολο. Να αφηγηθούμε μια δραματική ιστορία με όσο το δυνατον πιο πολύ χιούμορ μπορούμε. Δεν είναι εύκολο, δεν το δοκιμάζουν πολλοί. Έπρεπε να κατασκευάσουμε ένα δύσκολο προϊόν. Δύσκολο θέμα, πόσο μάλλον αυτό που συζητάμε εμείς. Και πρέπει να βρεις τρόπο να μαγειρευτεί σωστά, να έχει τη δοσολογία ώστε να μπορεί ο χρήστης να μπει στην ιστορία και να μην κάτσει απ’έξω, να μη σκεφτεί ότι δεν με αφορά.
Παπαδόπουλος: Να μην πει απλά “Κοίτα τι έπαθε ο άνθρωπος!”
Μουρατίδης: Να ταυτιστεί με την ιστορία χωρίς να τον πάρεις και να του λες εδώ θα κλάψεις, εδώ θα γελάσεις. Μια ανθρώπινη περιπέτεια που τη βλέπεις σιγά-σιγά να ξετυλίγεται μπροστά σου, από γνώριμα θέματα. Γιατί αυτά που συζητάμε δεν είναι άγνωστα. Άνθρωποι που έχουν οικονομικά προβλήματα, ασθένειες υπάρχουν, σχέσεις δοκιμάζονται, σπίτια διαλύονται, σπίτια φτιάχνονται! Εμείς μιλάμε για τις σχέσεις, για εμάς υπεραξία έχουν οι σχέσεις. Σε μια κοινωνία της οικονομίας εμείς αποθεώνουμε τις σχέσεις, την ίδια τη ζωή.
Εδώ είχαμε το δύσκολο κομμάτι, δεν έχει τεχνογνωσία η χώρα, δεν είχαμε παρόμοιες ταινίες που μπορούσαν να κάνουμε αναφορά. Ουσιαστικά βουτάμε σε ένα πεδίο με άξονα την επιθυμία μας. Υπάρχει Ελληνική ταινία σε κάτι παρόμοιο; Υπάρχει πολιτικό σινεμά, υπάρχει σινεμά της κωμωδίας, αλλά δεν υπάρχει αυτό. Αυτό είναι μια ανθρώπινη ταινία 100%. Με ανθρώπους αναγνωρίσιμους, οικείους, ήρωες που θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε από εμάς, και με πράγματα που τα ζούμε στη ζωή, που θα τα δεις με ένα άλλο φίλτρο.
Παπαδόπουλος: Δεν μπήκε κανείς στον πειρασμό υποκριτικά από τους 4 μας να πούμε ότι, κωμωδία παίζουμε, τσίμπα το λίγο. Ή ότι δράμα παίζουμε, τσίμπα το λίγο να κλάψουμε. Από άποψη, δεν κάναμε κολπάκια. Νομίζω βγήκε πολύ ωραία αυτή η εναλλαγή συγκίνησης και γέλιου, σα να μας αποζημίωσε για τις αγνές προθέσεις μας.
Μουρατίδης: Ο κόσμος έχει μάθει να βάζει ταμπέλες, αυτό είναι δράμα, αυτό είναι κωμωδία κλπ. Αυτό είναι ταινία! Είναι μια ανθρώπινη ιστορία κι επειδή όλοι μας θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε κάτι γρήγορα, εμείς πήγαμε σε αυτή τη λογική, ότι μπαίνεις σε μια ιστορία. Και υπάρχουν στιγμές που συμβαίνουν τα πράγματα ταυτόχρονα, υπάρχουν σκηνές και κωμικές και δραματικές μαζί, απλά δεν υπερτονίζεται. Και αφήνει τον θεατή να επιλέξει.
Σας δυσκόλεψε περισσότερο κάτι, ενδεχομένως;
Μουρατίδης: Για μένα έχουν όλα τον ίδιο συντελεστή δυσκολίας, όλα κουβαλάνε μια ένταση, μια φόρτιση, να καταφέρουμε να πετύχουμε κάποια πράγματα στις ελληνικές συνθήκες. Δε συγκρινόμαστε με τον Aronofsky ούτε με τον Inarritu, εμείς παλεύουμε με συνθήκες που σε ένα πολύ συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πρέπει να βγει μια ταινία και χρειαζόταν τεράστια συγκέντρωση από εμάς κάθε μέρα του γυρίσματος, αυτό που είχαμε μπροστά μας εκείνη τη στιγμή, γιατί δεν είχαμε χρόνο να χάσουμε. Όλο το πακέτο ήταν καλό, κάθε μέρα του γυρίσματος. Μια ζωντανή εμπειρία.
Παπαδόπουλος: Αν όλα πάνε καλά και αρέσει η ταινία στον κόσμο θα έχουμε δημιουργήσει κι ένα κακό προηγούμενο, υπό μία έννοια. Γιατί οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Πάρα πολλές ώρες, νυχτερινές, να ψοφάς με το κοντομάνικο, δύσκολο πράγμα. Είμαστε λίγο ταλιμπάν, αλλά δεν το επιλέξαμε. Πάντα το λέω αυτό, δε χαλάει ο κόσμος να έχεις μια λίγο καλύτερη συνθήκη. Κανείς δε θα γίνει πλουσιότερος ή φτωχότερος με το να γίνουν τα πράγματα λίγο πιο σωστά. Θα έρθει ο επόμενος, μέσα σε 23 μέρες κάνατε τέτοια ταινία, τι, τώρα θέλετε 30;
Πρέπει να βάλουμε το χεράκι μας αυτά τα πράγματα να εξαλειφθούν. Ξέρουμε τα οικονομικά, ξέρουμε ότι δε θα έχει ο καθένας το τροχόσπιτό του, από την άλλη βέβαια δε μπορεί να μην έχεις 3 μέρες, 5 μέρες παραπάνω, να κάνεις τη δουλειά σου όπως τη θέλεις. Δε σημαίνει ότι επειδή εγώ άντεξα κι έκανα μια σκηνή 18 ώρες όρθιος, ότι αυτό είναι το κανονικό επειδή έτυχε εγώ να αντέξω. Άλλος μπορεί να μην αντέξει. Ή αντέξαμε μεν, αλλά μπορεί να ήμασταν πολύ καλύτεροι αν είχαμε κοιμηθεί και 5 ώρες.
Η εύκολη απάντηση για να σε αποστομώσει κάποιος μπορεί να είναι, μα με τα οικονομικά τι γίνεται. Όχι. Με τα δεδομένα οικονομικά, μπορεί να γίνουν καλύτερα τα πράγματα.
Εσείς ξεπεράσατε κάποιο δικό σας προσωπικό φόβο, όπως συμβαίνει με τους ήρωες της ταινίας;
Παπαδόπουλος: Εγώ συναντώμενος με τον ρόλο είδα στο μυαλό μου χωρίς να το θέλω, αυτό που έχω πάθει σε πολύ μεγάλο μέρος της μέχρι τώρα ζωής μου, ότι λόγω των διαφόρων “πρέπει”, σε πολύ μεγάλες περιόδους κυριολεκτικά έχω αφήσει τη ζωή να περάσει από δίπλα μου. Γιατί πρέπει να είμαι έτσι, γιατί είπα ότι θα κάνω κι αφού το είπα, θα το κάνω. Και το είδα κάπως όλο αυτό.
Η ομάδα στα γυρίσματα πώς ήταν; Η χημεία.
Παπαδόπουλος: Μια καταπληκτικά ατμόσφαιρα. Το λέμε συνέχεια, αλλά… Έτυχε και οι 4 μας, με τον Μορφονιό και όλο το συνεργείο , να είμαστε καλά παιδιά, κυριολεκτικά. Και δε μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Μουρατίδης: Και με νοιάξιμο για την ταινία. Πώς θα κάνουμε καλύτερο το ταινιάκι ήταν η αγωνία, όχι ποιος θα κάνει τον έξυπνο. Η ‘Τζαμάικα’ ήταν πάνω από όλα.
Παπαδόπουλος: Για εμάς είναι μεγάλη υπόθεση, μπορούν να συντελούνται μεγάλα πράγματα ακόμα και με πενιχρά μέσα.
Μουρατίδης: Έχουμε ευθύνη να βοηθήσουμε το ελληνικό σινεμά. Αυτό το ελληνικό σινεμά, που δουλεύει με αυτές τις προθέσεις. Νομίζω ότι αυτή η εποχή χρειάζεται τις προθέσεις αυτές να τις διαφυλάξει. Μια έντιμη ταινία το καταλαβαίνεις ποια είναι η πρόθεσή της. Αν θέλει να τσιμπήσει τα εισιτηριάκια ή να πει μια ωραία ιστορία στον κόσμο. Αυτό από μόνο του κάνει τη διαφορά.
*Η ‘Τζαμάικα’ προβάλλεται στις αίθουσες.