Ο Δημήτρης Διαμαντίδης εξηγεί πότε γίνεσαι αχρείαστα παρεμβατικός ως πατέρας
- 23 ΔΕΚ 2024
Συγγνώμη, αλλά δεν θα συστήσω τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Ολοκλήρωσε μεν, την καριέρα του ως μπασκετμπολίστας το 2016, αλλά το «αποτύπωμά» του ήταν τέτοιο που μπήκε στη σφαίρα των θρύλων του σπορ, σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναφορές σε εκείνον -ως παίκτη- γίνονται πολύ τακτικά μέχρι σήμερα.
Για τους δικούς του λόγους, που ανέκαθεν ήταν απολύτως σεβαστοί, δεν έδωσε πολλές ευκαιρίες να τον γνωρίσουμε ως άνθρωπο. Αυτό το κενό το κάλυψε εξαιρετικά ο συμπαίκτης του (σε Ηρακλή, Παναθηναϊκό και Εθνική) και φίλος του, Λάζαρος Παπαδόπουλος στη συζήτηση που είχαν πρόσφατα και μπορείς να βρεις στο YouTube.
Απομόνωσα όσα είχε να πει για τον τρόπο που συμπεριφέρονται συνηθέστερα, οι γονείς που συνοδεύουν τα παιδιά τους στις αθλητικές τους δραστηριότητες. Που βλέπουν σε αυτά τον επόμενο LeBron James ή τον επόμενο Διαμαντίδη, δίχως να ενδιαφέρονται για αυτό που έχει τελικά, σημασία: το τι θέλει το παιδί. Το τι μπορεί έρχεται σε δεύτερη φάση και αφορά μόνο τους προπονητές.
Όχι τους γονείς που όποιες και αν είναι οι γνώσεις τους για το μπάσκετ, σίγουρα δεν είναι ίδιες με αυτές που έχει αποδείξει πως έχει ο Διαμαντίδης. Όταν λοιπόν, αυτός άνθρωπος λέει «δεν ξέρουμε ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος στο μπάσκετ», τι έχεις να πεις εσύ; Ή εγώ; Ή ο όποιος;
«Πάντα θα υπάρχουν παράπονα, Λάζο μου. Κι εγώ γονιός είμαι, κι εσύ γονιός είσαι. Κι επειδή πάω και βλέπω όταν παίζει ο γιος μου -τώρα είναι 9- γονείς που κρατούν το σκορ σε φιλικό. Γονείς να έχουν άγχος για κάθε φάση, να μαλώνουν με τους άλλους γονείς, να φωνάζουν, φορτώνουν τα παιδιά με άγχος γιατί έκανε το τάδε ή δεν έκανε το δείνα. Βλέπεις το παιδί να γυρίζει έπειτα από ό,τι κάνει και βλέπει τον μπαμπά. Ας αφήσουμε τα παιδιά που είναι μικρά να παίξουν, να περάσουν καλά. Αυτός είναι ο στόχος σε αυτήν την ηλικία, να πηγαίνουν στο γήπεδο γιατί τους αρέσει, γιατί περνούν καλά.
Θα μάθουν να συνεργάζονται, να κάνουν λάθη. Ας τα αφήσουμε αυτά και μην είμαστε εμείς οι γονείς να αποφασίζουμε για το μέλλον τους. Αυτοί που είναι να παίξουν, θα τους δουν οι προπονητές αν αξίζουν. Θα καθοδηγήσουν οι προπονητές το παιδί σωστά για το τι πρέπει να γίνει. Λες και ξέρουμε εμείς ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος στο μπάσκετ. Εγώ σε μια δουλειά που δεν ξέρω, θα πω στον άνθρωπο που την κάνει πώς θα την κάνει; Μα δεν ξέρω. Τι να κάνω;».
Ο μπαμπάς του τι έκανε όταν εκείνος ήταν μικρός; Δεν πήγαινε στο γήπεδο; «Ο μπαμπάς μου με πήγαινε στο γήπεδο και μετά με έπαιρνε από αυτό για να με πάει στο σπίτι. Ποτέ, μα ποτέ, δεν μου είπε τι έκανα καλά και τι όχι. Το μόνο που έκανε ήταν να με πηγαίνει όπου έπρεπε να πάω και να με παίρνει από εκεί για το σπίτι.
Ούτε ήταν μέσα στο γήπεδο, ούτε μου έλεγε τίποτα. Θεωρώ πως τότε οι γονείς ήταν πιο σωστοί από ό,τι είναι τώρα. Δεν ήταν παρεμβατικοί. Απλά μετέφεραν τα παιδιά τους στις δραστηριότητες. Σήμερα οι γονείς είμαστε πάρα πολύ παρεμβατικοί και φορτώνουμε τα παιδιά με άγχος. Έχουμε άποψη για το κάθε τι, ενώ δεν ξέρουμε».
«Τα παιδιά που δεν θα παίξουν, ας γίνουν οι φίλαθλοι που θέλουμε»
Ο «Λάζος» του είπε πως έχει παρατηρήσει πως η μόνιμη επωδός των γονιών είναι το «φταίει ο προπονητής που δεν σε έβαλε κι έτσι το παιδί δεν έχει λόγο να προσπαθήσει» όταν δεν παίζουν τα παιδιά. Κάτι που μάλλον εκνευρίζει περισσότερο τους γονείς από ό,τι τα ίδια τα παιδιά.
«Αν δεν είναι καλό το παιδί, δεν θα παίξει. Δεν θα γίνουμε όλοι επαγγελματίες. Το ποσοστό είναι πολύ μικρό. Αυτά που αξίζουν να παίξουν θεωρώ πως δεν θα χαθούν -θα βρεθούν κάπως. Το σημαντικό όμως, είναι άλλο: τα παιδιά που δεν θα παίξουν, δεν θέλουμε να είναι μέσα στο μπάσκετ;
Αυτός που θα τελειώσει παιδικό, εφηβικό και μετά δεν θα παίξει, δεν θέλουμε να είναι καλός φίλαθλος; Να πάει στο γήπεδο να μην πετάξει αντικείμενα, να μη βρίσει, αλλά για να δει κάτι που του αρέσει και να περάσει ωραία με τους φίλους του, τη γυναίκα του, αργότερα με την οικογένεια του; Δεν τον θέλουμε; Αυτόν θέλουμε! Όσοι δεν θα παίξουν, μπορούν με κάποιον τρόπο να γίνουν φίλαθλοι που θα παρακολουθούν αυτό που έπαιζαν και αγαπούσαν κάποτε».