Η Μαρκέλλα Γιαννάτου δεν κρύβεται πια κάτω από το τραπέζι του σαλονιού
- 17 ΝΟΕ 2018
Ένα 7χρονο κορίτσι κρύβεται για ένα ακόμη βράδυ κάτω από το τραπέζι του σαλονιού του πατρικού της στην Γαρίτσα προκειμένου να δει κρυφά ταινίες χωρίς να το πάρουν είδηση οι γονείς της.
“Υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα από το τραπεζομάντιλο και τις καρέκλες. Εκεί πήγαινα και κρυβόμουν αφού οι γονείς μου είχαν βάλει, τον αδερφό μου κι εμένα, για ύπνο. Έβλεπαν κυρίως ιταλικές ταινίες. Εκεί ερωτεύτηκα τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Δεν νομίζω ότι με πήραν ποτέ είδηση. Πέρα από εκείνη την φορά που με πήρε ο ύπνος κάτω από το τραπέζι και με ανακάλυψαν το πρωί”.
Τρεις δεκαετίες μετά, αρχές Αυγούστου σε μια ερημική παραλία στην Κέρκυρα (“από τις ελάχιστες που δεν γνωρίζουν οι επισκέπτες, για αυτό και προτιμώ να μην σου πω το όνομά της”), μια σικάτη γυναίκα περνάει από το πρωί έως το βράδυ διαβάζοντας βιβλία και άρθρα στο internet και βλέποντας non stop ντοκιμαντέρ για γυναίκες που είχαν πέσει θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Δεν έχει υπάρξει ποτέ θύμα της, ούτε η ίδια, ούτε κάποιος από το φιλικό της περιβάλλον. Απλώς φροντίζει να μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου της, αυτού της γυναίκας που σκοτώνει τον άντρα της και μπαίνει στην φυλακή, που καλείται να υποδυθεί στην καθημερινή σειρά ‘Γυναίκα χωρίς όνομα’ του ΑΝΤ1.
“Τον Ιούλιο κλείστηκε η δουλειά και επιτόπου ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Οπότε δεν είχα αρκετό χρόνο για να προετοιμαστώ όπως ήθελα. Για αυτό και προτίμησα να μην πάω διακοπές, παρά μόνο πέντε μέρες στην Κέρκυρα, προκειμένου να ολοκληρώσω την έρευνά μου”.
Αν δεν το έχεις καταλάβει από την μέχρι τώρα πορεία της (βλέπε -μεταξύ άλλων- Κλεμμένη Ζωή, Δεσμά Αίματος, Κοινός Παρανομαστής, Χωρίς Εσένα) η Μαρκέλλα Γιαννάτου παίρνει πολύ σοβαρά ό,τι κάνει.
”Μου αρέσει πάρα πολύ που το ‘Γυναίκα χωρίς όνομα’ αφορά γυναίκες. Ότι το βασικό θέμα για όλες τις ηρωίδες, είτε έχουν είτε δεν έχουν παιδιά, είναι η μητρότητα. Αυτό ήταν το σημείο που με κέρδισε. Έχω χαρεί πάρα πολύ γιατί είδα πολύ γρήγορα ανταπόκριση από τον κόσμο”.
Και όχι, το concept φέτος για εκείνη δεν είναι ‘Μαύρη Χήρα’. Κάτι που χιουμοριστικά της είπα μιας και όπου να’ ναι κυκλοφορεί και το ‘Sleeping Dogs Lie’, η αμερικάνικη παραγωγή που είχε γυρίσει πριν από χρόνια στην έρημο της Καλιφόρνια, με την ίδια ως ζηλιάρα γυναίκα που αποφασίζει να απαγάγει τον σύζυγό της (και την γραμματέα του) όταν ανακαλύπτει ότι την απατά.
“Δεν υπάρχει ταύτιση. Η Ρένα, στο Γυναίκα Χωρίς Όνομα, σκότωσε τον άντρα της κατά λάθος. Ενώ στο Sleeping Dogs Lie η πρωταγωνίστρια είχε σχέδιο. Ήθελε να του πάρει την περιουσία”.
Μια είδηση, αυτό για την αμερικάνικη ταινία (σ.σ. έκλεισε τον ρόλο όταν την είδαν σε κινηματογραφικό φεστιβάλ στο Λος Άντζελες στο οποίο είχε βρεθεί καλεσμένη λόγω του ‘Γκίνες’-εκεί που είναι συγκλονιστική ως η μοιραία γυναίκα του ταβερνιάρη), που σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συναδέλφων της, η Μαρκέλλα (η οποία μιλάει άπταιστα ιταλικά, Αγγλικά και Ισπανικά) δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να ανακοινώσει ή να διαφημίσει.
“Πραγματικά απορώ ακόμη πως μαθεύτηκε. Γενικά, αφού με ρωτάς, αν αποφάσιζα να δουλέψω κάπου έξω, θα ήταν είτε Ιταλία, είτε Γαλλία, είτε Ισπανία. Δεν θα μπορούσα να ζήσω σε μια χώρα τελειώς διαφορετική από αυτό που έχω συνηθίσει”.
Αλλά έτσι ήταν πάντοτε η Μαρκέλλα. Στοχοπροσηλωμένη, χαμηλών τόνων και θεαματικά ψαρωτική. Τουλάχιστον έτσι την αντιμετώπισα εγώ από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Με φόβο και δέος.
Σε πρώτο επίπεδο γιατί την θεωρώ εκθαμβωτικά όμορφη. Από εκείνες τις one of a kind γυναίκες που με χαρά δίνεις το δεξί σου νεφρό για να ξυπνάς δίπλα τους για μια ζωή.
“Δεν ξέρω γιατί σου το βγάζω αυτό. Ο κόσμος είναι ευγενής μαζί μου και εγώ μαζί του. Θα ήθελα πάντως, αφού ρωτάς, να είμαι γενικότερα λιγότερο νευρική. Μπορεί να νευριάσω ξαφνικά πολύ με κάτι που δεν είναι αλήθεια τόσο σημαντικό. Συνήθως δεν το εκφράζω. Οπότε κάποια στιγμή, με κάποια αφορμή, π.χ. να πέσει και να μου σπάσει ένα ποτήρι, μπορεί να ανατιναχθώ. Τότε, όπως μου λένε οι φίλοι μου, κάνω εντελώς σαν καρτούν”.
Σε δεύτερο γιατί η πάλαι ποτέ χορεύτρια (“Ο χορός είναι πολύ σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου. Ξεκίνησα στα τρία μου, έχω κάνει όλα τα είδη και κάποια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό μέχρι και το να γίνω χορεύτρια”) και δεδηλωμένη σπιτόγατα / ποντικάνθρωπος δεν μοιάζει να ανέχεται με τίποτα ηλίθιες ερωτήσεις (κυρίως γιατί την θεωρώ γενετικά ανίκανη να δώσει κοινότυπες απαντήσεις).
“Αν μπορούσα, δεν θα έβγαινα όντως έξω από το σπίτι μου ποτέ. Ή, τέλος πάντων, θα έβγαινα σε απόσταση ενός χιλιομέτρου για μια βόλτα και για να πάρω τα απαραίτητα. Γενικά δεν μου αρέσει το έξω. Συγκεκριμένα το να βγω βράδυ έξω. Κάπου με τα φώτα χαμηλωμένα. Και την μουσική να σου χτυπάει στα σωθικά. Δεν το καταλαβαίνω. Δεν μου άρεσε από τα 18 μου, πόσο μάλλον τώρα”.
Σε τρίτο και βασικότερο (επίπεδο ντε) γιατί ίσως να έχω επηρεαστεί υποσυνείδητα από τον ρόλο της ψηλομύτας -και απαξιωτικά ειρωνικής- πρώην συζύγου του Αλέξανδρου Μπουρδούμη που υποδύεται εδώ και χρόνια στο Σόι μου.
Kατά τα άλλα η Μαρκέλλα, που προς στιγμή σκέφτηκε να γίνει γιατρός όπως οι γονείς της (βλέπε μπαμπάς γυναικολόγος, μαμά παιδίατρος), πριν φοιτήσει πρώτα σε δραματική σχολή στην Αθήνα και στη συνέχεια πάει στη Ρώμη για 4 χρόνια όπου σπούδασε σκηνοθεσία και παραγωγή (έχοντας κάνει μόλις δυο μήνες μαθήματα ιταλικών), έχει ως ένοχη απόλαυση τις ρομαντικές κομεντί.
“Λατρεύω τις ρομαντικές κομεντί. Έχω κόλλημα. Αλλά δεν είναι κάτι που το λέω αέρα δημόσια. Αγαπημένες μου, εκείνες που τις έχω δει αρκετές φορές χωρίς να βαριέμαι, είναι το One Fine Day με τους George Clooney και Michelle Pfeiffer, το Serendipity με τον John Cusack και το γαλλικό Αγάπα με αν Τολμάς”.
Και είναι κρίμα, πολύ κρίμα, που κανείς δεν της έχει δώσει μέχρι τώρα ρόλο σε αντίστοιχη ταινία. Τι να πω, μπορεί να ψαρώνουν και εκείνοι με το ηφαίστειο που εμφανώς βράζει πίσω από ένα παρουσιαστικό που εκπέμπει αβίαστα καλλιέργεια και αποστασιοποιημένη ευγένεια.
“Δεν ξέρω, αν όπως με ρωτάς, βγάζω κάτι άλλο, πιο έντονο και μοιραίο. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, μετά το Σόι μου, νομίζω ότι έχει αλλάξει λίγο το τι εκπέμπω και τι ρόλοι μου προσφέρονται”.
Εννοείται πως, όπως όλες οι πραγματικά σικάτες γυναίκες, εκείνες που μοιάζουν να γεννήθηκαν πάνω σε ένα ζευγάρι 12ποντα, το παρελθόν της είναι γεμάτο από μια παιδική ηλικία γεμάτη γρατζουνισμένα γόνατα και μια εφηβεία γεμάτη σκουλαρίκια, Bad Religion και αρβύλες.
“Μεγάλωσα στην Γαρίτσα στην Κέρκυρα. Έτυχε οι φίλοι μου να είναι αγόρια. Οπότε όντως τα γόνατά μου ήταν μόνιμα ματωμένα και εγώ μέσα στις σκόνες. Θυμάμαι ότι ο μπαμπάς μου, όταν χτυπούσα το βράδυ το κουδούνι του σπιτιού, με σήκωνε όπως ήμουν και με έβαζε στο μπάνιο. Και όντως συνεχίζουν να μου αρέσουν και να προτιμώ τα αρβυλάκια. Αν και, λόγω χορού, δεν έχω κανένα πρόβλημα με τα ψηλοτάκουνα”.
Αυτό που δεν περιμένεις απαραίτητα να ακούσεις από τα χείλη της είναι για το πως το fitting είναι ένα από τα πιο εκνευριστικά κομμάτια της δουλειάς της, για τις αγαπημένες της οικιακές συνήθειες (“Μαγειρεύω καλά, αλλά είναι μια διαδικασία που με ενοχλεί περισσότερο και από το σιδέρωμα. Αντιθέτως λατρεύω να πλένω πιάτα. Είναι αγχολυτικό, ξεκούραστο και μυρίζει ωραία”) και για ποιο είναι εκείνο πράγμα από το οποίο οι φίλοι της προσπαθούν να την προστατεύσουν πάντα.
”Δεν μου αρέσουν καθόλου οι μπλούζες και τα φορέματα που έχουν ένα ώμο έξω και τα animal prints σε οποιαδήποτε μορφή. Οπότε, αν περάσει κάποια τυχαία από μπροστά μας που να φοράει κάτι τέτοιο, πέφτουν όλοι από την παρέα πάνω μου για να μου καλύψουν το οπτικό πεδίο και να με προστατεύσουν”.
Εκείνη μου το λέει. Και εγώ, υποσυνείδητα, ψάχνω να δω μπας και φοράω κάτι animal print πάνω μου. Είπαμε, η Μαρκέλλα είναι ψαρωτική, χωρίς να το προσπαθεί. Εντός και εκτός οθόνης.