WOMEN

Η Βάνα Μπάρμπα αντέχει έναν γύρο ακόμα

Οι σημερινές σκέψεις της γυναίκας που σκέφτονται οι άντρες εδώ και τριάντα χρόνια.

Το γραφειάκι στον ημιώροφο του παλιού δημαρχείου της Γλυφάδας είναι το τελευταίο μέρος που θα περίμενες να συναντήσεις τη Βάνα Μπάρμπα. Λευκοί τοίχοι, φελλοί πάνω στους τοίχους, αφίσες και φωτοτυπίες καρφιτσωμένες πάνω στους φελλούς, πλαστικές συσκευές τηλεφώνου που κουδουνίζουν συνεχώς, δύο γραφειάκια το ένα απέναντι στο άλλο, σαν θρανία φροντιστηρίου. Τα πιο συμβατικά αντικείμενα του κόσμου στοιβαγμένα σε ένα μικρό δωμάτιο που -πιθανότατα- δεν φιλοξένησε ποτέ κάποια ερωτική περιπέτεια.

Εκεί, όμως, περνάει πλέον τις εργάσιμες ώρες της μέρας της η πιο αντισυμβατική, η πιο περιπετειώδης και η πιο ερωτική γυναίκα της μικρής μας χώρας. Η Βάνα Μπάρμπα εξελέγη από τους δημότες της Γλυφάδας για να υπηρετήσει το τομέα του πολιτισμού της πόλης κι αυτό κάνει, με το ίδιο πάθος με το οποίο κάποτε έκανε ταινίες ή σχέσεις. Αυτό που περιγράφεται παραπάνω είναι το στρατηγείο της, κι αυτά που ακολουθούν είναι το σημερινό της ταό.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Αυτό κάνω τα τελευταία χρόνια: ασχολούμαι με τον πολιτισμό στον Δήμο Γλυφάδας. Το ξεκίνησα σαν ένα καινούριο βήμα. Χωρίς να ξέρω τι προϋποθέτει και τι επιφέρει. Τώρα είμαι πολύ ερωτευμένη με τις προκλήσεις που κρύβει.

Η βασική πρόκληση είναι ότι επί της ουσίας αυτή η χώρα δεν ασχολείται με τον πολιτισμό, παρά μόνο επιφανειακά. Υπάρχουν πέντε άνθρωποι που είναι εξέχοντες και κατέχοντες και κάνουν ουσιαστική δουλειά και υπάρχουν άλλοι 500.000 αχρείοι οι οποίοι δεν κάνουν τίποτα και φρενάρουν και το όραμα αυτών που αξίζουν. Αυτό είναι το default σ’ αυτόν τον τόπο, έτσι γινόταν πάντα.

Η Γλυφάδα είναι μια πανέμορφη πόλη, με θάλασσα και με πολύ ωραίες δομές για τον κόσμο της. Στο κομμάτι του πολιτισμού, όμως, γίνονται τα τετριμμένα. Καμιά συναυλιούλα για τα ΚΑΠΗ, καμιά εκδήλωση για τους δημότες, κλισαρισμένα πράγματα. Αυτή είναι η νοοτροπία. Τι έκαναν οι προηγούμενοι; Αυτό θα ακολουθήσουμε κι εμείς. Την πεπατημένη.

Εγώ θέλω να κάνω καινούρια πράγματα. Ένα φεστιβάλ για νέους ανθρώπους. Ένα main street festival που το ονειρεύομαι σαν ένα μικρό Γούντστοκ εδώ, στα Νότια. Να χρηματοδοτηθούν νέες ομάδες και να κάνουν θέατρο, χορό, συναυλίες.

Δεν γίνεται να είσαι ψηφισμένος από τον κόσμο, να εργάζεσαι για τον κόσμο και να μην αμείβεσαι. Αν δεν αμείβεσαι για τη δουλειά σου, θα τα πάρεις κάτω απ’ το τραπέζι. Όσοι εκλέγονται, όποιο πόστο κι αν στελεχώνουν, πρέπει να πληρώνονται, για να μην κάνουν λαμογιές. Εγώ εδώ εργάζομαι 15 ώρες τη μέρα, για έναν πολιτιστικό τομέα, της δραστηριότητες του οποίου θα παρακολουθήσουν 100.000 άνθρωποι και μου λένε ότι είμαι εθελοντής. Αυτός είναι ο μονόδρομος προς τη λαμογιά.

Αυτό το γραφείο μου το έχει παραχωρήσει ο Δήμος κι έχω εδώ ένα σωματείο, τη ‘Δύναμη Ζωής και Αγάπης’. Μαζεύονται εδώ καθημερινά εθελοντές και άνθρωποι με καινοτόμες ιδέες και προσπαθούμε να υλοποιήσουμε αυτά που ονειρευόμαστε. Την Κυριακή θα κάνουμε μια μικρή γιορτή στο Ελληνικό για 400 προσφυγόπουλα. Θα τους δώσουμε δώρα, γλυκά και την ευκαιρία να ακούσουν τραγούδια από τις χώρες τους. Αυτή ήταν μια ιδέα του συλλόγου μας. Γεννήθηκε και υλοποιήθηκε εδώ. Δουλέψαμε όλοι σκληρά και τώρα είμαστε έτοιμοι. Είναι μεγάλη χαρά αυτή, να πετυχαίνεις κάτι.

Όλη αυτή η δουλειά έγινε εθελοντικά, με μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο. Δεν πληρώθηκε κανείς. Σαφώς, όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις για τις οποίες πληρωνόμαστε χορηγικά. Και θα τα πάρουμε, αλλά θα τα πάρουμε καθαρά. Δεν παίζουμε το υποκριτικό παιχνίδι, το ‘κάτω απ’ το τραπέζι’, όπως λειτουργεί η τοπική αυτοδιοίκηση.

Εγώ είμαι αμαζόνα. Αν μου γυρίσει το κεφάλι, θα τους πάρει και θα τους σηκώσει όλους

Αν δω ότι υπάρχουν χρήματα και δεν πάνε εκεί που πρέπει, θα το καταγγείλω, δεν θα κλείσω το στόμα μου.

Ως πιο μεγάλη μου επιτυχία κρατάω τη συναυλία αλληλεγγύης για τα παιδιά των προσφύγων, στο Tae Kwon Do. Μαζέψαμε τέσσερις τόνους τρόφιμα, φέραμε εδώ τη Λυρική Σκηνή. Κάναμε και τη συναυλία για τον Μίκη Θοδωράκη και τώρα για τον Φλεβάρη ετοιμάζω μια μεγάλη συναυλία για τον Ξαρχάκο. Κι εκεί θέλω να βάλω νέες ομάδες.

Αυτό κάνω τώρα. Τη δουλειά που με καθιέρωσε τη βαριέμαι. Εκεί είμαι πλέον ερασιτέχνης. Θα κάνω θέατρο, αλλά σε κάτι περίεργο, τρελό. Μια παράσταση σε ένα στριπτιζάδικο, ή κάτι τέτοιο. Δεν είμαι επαγγελματίας ηθοποιός πλέον. Εδώ είμαι επαγγελματίας.

Η πατίνα του καλτ

Η συζήτηση αυτή με τη Βάνα Μπάρμπα έγινε με αφορμή την άλλη της δουλειά, αυτή στην οποία τώρα είναι ερασιτέχνης. Για την ακρίβεια, έγινε επειδή την Παρασκευή 20/01 θα την δούμε μαζί με τον Χρήστο Κάλοου στο stage του Gagarin 205, να παρουσιάζει το φετινό Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου. Είναι σημαντική αυτή η 12η διοργάνωσή – για πρώτη φορά το φεστιβάλ θα ‘τρέξει’ χωρίς τον ιδρυτή του, τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, που έφυγε πρόωρα τον περασμένο Ιούνιο.

Και για τη Βάνα Μπάρμπα θα είναι μια ενδιαφέρουσα στιγμή το φεστιβάλ. Δεν είναι εύκολο για έναν καλλιτέχνη να αποδέχεται το cult status του, ούτε να παραδέχεται ότι ένα κομμάτι της καριέρας του ήταν τόσο αλλοπρόσαλλο ώστε να φτάσει να γίνει καλτ και να μας αφορά πλέον όχι ως καλλιτεχνικό προϊόν, αλλά ως διασκεδαστική υποκουλτούρα. Για τη Βάνα δεν μοιάζει τόσο δύσκολο. Το διασκέδασε και τότε, σκοπεύει να το διασκεδάσει και τώρα.

Αυτές οι ταινίες είναι καλτ, πώς να το κάνουμε; Ήταν κάκιστες, τραγικές, αλλά μας έδιναν ψωμί τότε. Έφαγε πολύς κόσμος χάρη στις βιντεοταινίες. Εγώ έκανα δουλειές με τον Βούρο, με τον Κιμούλη, οι πάντες κάναμε τέτοιες ταινίες. Είχαν και μια αθωότητα, μια αφέλεια που σήμερα μοιάζει ως και συγκινητική.

Μου αρέσει αυτό το φεστιβάλ, η ιδέα ότι ο Γκουσγκούνης και ο Κιμούλης μπορεί να τιμηθούν δίπλα – δίπλα. Έχει έρθει η ώρα να πέσουν οι μάσκες. Μια ζωή το σκεπάζαμε αυτό, ότι όλοι τότε κάναμε και τέτοιες ταινίες.

Εγώ ήμουν τυχερή που τις έκανα αυτές τις ταινίες. Το είχα σκάσει από την επαρχία, από τα Γιάννενα, ήθελα να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό και δεν είχα μία. Είχα βγει Μις Ελλάς και δούλευα σε ένα μπαρ στο Κολωνάκι, στα ‘Νούφαρα’. Έπλενα πιάτα και ήμουν στην ταμειακή μηχανή. Εκεί με βρήκε ο Βουτσάς και με έβαλε στις βιντεοταινίες, επειδή ήμουν όμορφη. Και το έκανα. Με τα κακά σενάρια και τα πρόχειρα γυρίσματα, αλλά και με τον Ρίζο, με τον Ψάλτη, με τον Βούρο, με τον Κιμούλη, με όλους. Αυτές οι ταινίες μου έδωσαν ψωμί και με βοήθησαν να επιβιώσω μέχρι να με πάρει το καλό σινεμά – ο Πανουσόπουλος, ο Τσεμπερόπουλος, αυτοί που με βοήθησαν να πάω σε μια άλλη διαδρομή.

Για μένα αυτά ήταν τα χρόνια της αθωότητας. Είναι κρίμα να τα θάβω και να τα θάβουμε. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο κόσμος τις ήθελε αυτές τις ταινίες τότε – όλοι τις έβλεπαν. Ο ‘Ροζ Γάτος’ προβάλλεται ακόμα στην τηλεόραση. Είναι classic. Εκεί δούλεψα δίπλα στον Μουστάκα, έναν πολύ μεγάλο κωμικό. Κι ο Ψάλτης είναι σπουδαίος. Αναλώθηκε σε ευτέλειες, αλλά είναι μεγάλη μορφή.

Ένα θαύμα που δεν άφησε το θαύμα να συμβεί

Η Βάνα Μπάρμπα είναι από τις ελάχιστες Ελληνίδες ηθοποιούς που μπορούν να καυχιούνται ότι έχουν ένα Όσκαρ στην τροπαιοθήκη τους. Πιθανότατα, είναι η μόνη ηθοποιός παγκοσμίως που κέρδισε ένα Όσκαρ και δεν το έκανε τίποτα. Αν αναλογιστεί κανείς πόσο γενναιόδωρα σάρκινη και ποθητή ήταν η Βάνα το 1991, πώς αναδείχτηκε το θαύμα της συγκλονιστικής ομορφιάς της στο ‘Mediterraneo’ του Γκαμπριέλε Σαμπατόρε και τι ώθηση μπορεί να δώσει ένα Όσκαρ στην καριέρα ενός ηθοποιού, δύσκολα θα χωνέψει το ότι αυτή η καριέρα δεν συνέβη ποτέ.

Τότε, εκεί, στο ευφορικό 1991, ένα υλικό πρώτης ποιότητας τοποθετήθηκε για λίγο στην πιο κεντρική βιτρίνα του πλανήτη και μετά έπεσε σε μια μαύρη τρύπα και αναδύθηκε ως θραύσματα. Το θαύμα της ομορφιάς δεν μετουσιώθηκε σε μια θαυμάσια καριέρα, δεν μετεξελίχτηκε σε ένα καλλιτεχνικό θαύμα. Η Βάνα Μπάρμπα το ξέρει. Έχει επίγνωση και του θαύματος που ήταν η ίδια και του θαύματος που άγγιξε, αλλά δεν έφτασε. Ξέρει και τι έφταιξε, ξέρει και σε τι έφταιξε η ίδια.

Την ερώτηση για την καριέρα μου μην την κάνετε σε μένα, να την κάνετε στους παραγωγούς αυτής της χώρας. Εγώ έφτασα μέχρι τα Όσκαρ. Ποιος μου έκανε πρόταση μετά; Εγώ άφησα την Αμερική για να έρθω στην πατρίδα μου και η υποδοχή που μου επιφύλαξαν ήταν να με πάρουν σε ένα σήριαλ και να με βάλουν να χορεύω στα τραπέζια.

Ακούστε κάτι: Αυτή η χώρα τα σκοτώνει τα παιδιά της. Το δικό μου μεγάλο λάθος ήταν ότι επέστρεψα εδώ. Είχα στο μυαλό μου το ‘πατρίδα πάνω απ’ όλα’ και του κώλου τα εννιάμερα. Εμένα η πατρίδα με πρόδωσε. Είχα πάρει Όσκαρ καλύτερης ταινίας και κανείς δεν με κάλεσε να παίξω κάτι στον κινηματογράφο. Κανείς.

Δεν παράτησα εγώ τη δουλειά μου, πάντως, η δουλειά μου με άφησε απ’ έξω.

Οι Ιταλοί με διάλεξαν, οι Έλληνες δεν θα με διάλεγαν ποτέ. Είμαστε βαθιά κομπλεξικοί και βαθιά ρατσιστές

Αυτή η χώρα τους γαμάει τους Έλληνες. Κυρίως αυτούς που αξίζουν. Αγκαλιάζουμε τους μέτριους γιατί η μετριότητα μας βολεύει. 

Η ομορφιά είναι από μόνη της έργο Τέχνης. Η Ελλάδα, όμως, τη μισεί την ομορφιά. Ό,τι είναι όμορφο, πρέπει υποχρεωτικά να το βγάλει ευτελές και ανόητο. Εδώ ό,τι έχει ομορφιά πρέπει να κλείνει το ντεκολτέ ή να φοράει μαύρα για να γίνει αποδεκτό.

Το δικό μου έγκλημα ήταν ότι ήμουν πολύ όμορφη και – ακόμα χειρότερα – ερωτική. Το ‘πρότυπο’ της μεσογειακής ομορφιάς με γάμησε. Μου γάμησε τη ζωή.

Έχω ακόμα θυμό μέσα μου. Γι’ αυτό λέω σε όλα τα νέα παιδιά: Φύγετε από εδώ, από τη Βουλγαρία. Εδώ είναι Αλβανοχώρα. Εδώ είναι Βαλκάνια.

Εγώ δέχομαι ότι ήμουν κακή ηθοποιός, ρε μάγκες. Αλλά ήμουν και μια εικόνα, ένα προϊόν και δεν το αναδείξατε. Οι Ιταλοί δεν νοιάστηκαν ποτέ αν η Μπελούτσι ήταν μέτρια ηθοποιός. Στ’ αρχίδια τους αν ήταν μέτρια. Αρκούσε το πώς έγραφε στα κοντινά πλάνα. Αυτό είναι art. Τέχνη.

Ένας τελευταίος γύρος

Σε έναν κόσμο πιο Φελινικό, με λίγη περισσότερη ανοχή στην ομορφιά και λίγο περισσότερο σεβασμό στις φαντασιώσεις, ο μισός αιώνας της Βάνας Μπάρμπα θα γιορταζόταν θριαμβευτικά. Στη μέση του πανηγυριού θα υπήρχε ένα μεγάλο καρουζέλ φορτωμένο με τους άντρες της ζωής της και τις κερκίδες θα γέμιζε το πλήθος των αντρών που δεν μπήκαν ποτέ στη ζωή της, αλλά την έβαλαν στη δική τους ζωή, την είχαν δική τους κάθε φορά που άνοιγαν τα περιοδικά κι έκλειναν τα μάτια.

Στον δικό μας, ακριβοδίκαιο αλλά πεζό κόσμο, η Βάνα Μπάρμπα στα πενήντα της είναι μια γυναίκα χωρίς άντρα. Ίσως αυτό να είναι το τίμημα για κάθε γυναίκα που επέλεξε να ζήσει ως γυναίκα σκέτο και όχι ως γυναίκα κάποιου. Ο φόρος του να είσαι κεφαλαιώδες θηλυκό. Στη δική της περίπτωση, η εφορία είναι αμείλικτη, έχει αρχίσει να απαιτεί και τα χρεολύσια της ομορφιάς που καθόρισε την ως τώρα ζωή της.

Είναι σοκαριστικό να βλέπεις τον νεανικό εαυτό σου στο σινεμά. Πρώτα απ’ όλα γιατί ξυπνά μνήμες και δεύτερον γιατί όταν γερνάς πια, βλέπεις τον εαυτό σου κοριτσάκι.

Εγώ πάντα κοιτάω αυτό το κοριτσάκι με συγκίνηση. Δεν έχω φτάσει στην αυτολύπηση, αλλά είναι πολύ δύσκολο να μεγαλώνεις όταν όλη σου η ύπαρξη έχει βασιστεί στην ομορφιά σου. Είναι δύσκολα τα γεράματα σε μας. Παρόλα αυτά, όταν βλέπω τον εαυτό μου στα 18, στα 20, στα 25, νιώθω ακόμα τρυφερά. Ήταν υπέροχα χρόνια και τα έζησα στου φουλ.

Με τους άντρες ήταν λίγο περίεργο αυτό που έκανα. Θα μπορούσες να το πεις κι επαναστατικό. Οι όμορφοι άνθρωποι, όμως, είναι και λίγο καταραμένοι, όπως στο βιβλίο του Φιτζέραλντ. “Οι μοιραίοι άνθρωποι καταλήγουν ή μόνοι τους ή σχιζοφρενείς”, που έλεγε η Μάρω Βαμβουνάκη.

Οι πιο σημαντικοί άντρες στη ζωή μου ήταν ο πατέρας μου – ο μόνος άντρας που του ήμουνα πιστή – κι ένας άνθρωπος που έχασα. Και σ’ αυτόν ήμουν πιστή, γιατί τον έχασα. Όλους τους άλλους τους αγάπησα, αλλά έφευγα. Είχα μια δειλία στο να μένω στις σχέσεις, αλλά μου άρεσε και το να προκαλώ τα πάθη και να φεύγω. Δεν είχα τη δύναμη να μένω.

Ίσως ήταν και λίγο αυθυποβολή όλο αυτό. Ασυνείδητα έπεσα στην παγίδα: Έπρεπε ν’ αλλάζω άντρες κάθε χρόνο

Θέλω να γράψω ένα βιβλίο και να αφηγηθώ όλη μου τη ζωή, γιατί ήταν μια ζωή σαν παραμύθι. Θα περιγράψω όλη τη διαδρομή, με τα άσχημα και τα καλά μαζί. Όλες τις ιστορίες. Σαν αυτή που κάποτε με πήραν για να γυρίσω μια υποτιθέμενη ταινία με τον Τέλη Σαβάλας στην Καλαμάτα και μόλις έφτασα συνειδητοποίησα ότι ήθελαν να γυρίσουν τσόντα. Με άφησαν εκεί και δεν είχα λεφτά για το λεωφορείο της επιστροφής.

Το βιβλίο θα λέγεται ‘Με δύο παπούτσια πάνινα’, γιατί όταν έφυγα σαν κυνηγημένη από τα Γιάννενα, απ’ τη βιασύνη μου φόρεσα ένα μαύρο κι ένα καφέ παπούτσι. Έτσι πήγα στο Κάραβελ κι έκανα αίτηση για τα καλλιστεία. Η αφήγηση θα τελειώνει τη μέρα που γέννησα, γιατί εκείνη η μέρα με καθόρισε και άλλαξα τη ζωή μου.

Στην κόρη μου θα πω αυτό που μου είπε κάποτε η Αλίκη Βουγιουκλάκη και δεν το κατάλαβα: “Κορίτσι μου, αν θέλεις να μείνεις σ’ αυτόν το χώρο πρέπει να έχεις γερό στομάχι”. Τώρα που έφτασα τα 50, το στομάχι μου έχει διαλυθεί.

Τα παιδιά μας, όμως, δεν μας ανήκουν. Δεν είναι μέσα προβολής των δικών μας ονείρων. Εγώ δεν ήθελα η κόρη μου να μπει σ’ αυτόν το χώρο, εκείνη όμως θέλει να το κάνει, να το ζήσει. Δεν θα σταθώ εμπόδιο στα δικά της ‘θέλω’. Θα δώσω τα πάντα για να τη στηρίξω.

Για μένα επόμενη πίστα δεν υπάρχει. Εδώ τελειώνω. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Αλλά είναι τεράστια αυτή η πίστα, έχει δυνατό round turn. Αφορά την πατρίδα μου και την προσφορά. Αυτό θέλω μόνο πλέον: να αισθάνομαι χρήσιμη.

Χρήματα δεν έχω βγάλει, αλλά νομίζω ότι από εδώ και πέρα θα βγάλω και θα βγάλω πολλά. Γιατί ξέρω πια, έχω γνώση. Θέλω όμως, με αυτά τα χρήματα να φανώ χρήσιμη στους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα. Έτσι θέλω να πορευτώ από εδώ και πέρα.

Η Βάνα Μπάρμπα ζήτησε να κλείσει εδώ αυτή η συνέντευξη. Στο τώρα. Στον νέο, μεγάλο και τελευταίο γύρο της. Δεν θα κλείσει εδώ, όμως. Θα τελειώσει με μερικές δικές της σκέψεις για το ‘μετά’.

Θέλω να φύγω γενναία. Δεν μ’ αρέσει να γερνάω. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να φεύγει δυνατός και με σώας τα φρένας. Κι αφού δεν μπορεί να επιλέξει τη γέννησή του, να επιλέγει τουλάχιστον τον θάνατό του. Να λέει “Εγώ τώρα θέλω να φύγω. Έζησα, κλείνω, κάνω ένα μεγάλο πάρτι και σας γράφω στ’ αρχίδια μου”.

Πρέπει να ζούμε και να φεύγουμε γεμάτοι. Και γεμάτοι χαρά.

Το τι γίνεται μετά δεν το ξέρει κανείς. Το επόμενο πανηγύρι είναι άγνωστο. Εγώ θέλω να ξεχρεώσω εδώ. Μέχρι την τελευταία μου μέρα θα πολεμάω για να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει να παραδέχεσαι ότι είσαι καθίκι. Εγώ, όταν ασχολούμαι με τα φιλανθρωπικά, ξέρω ότι κατά βάθος δεν το κάνω από φιλανθρωπία, αλλά από ματαιοδοξία. Έτσι το κάνουν όλοι. Η διαφορά είναι ότι εγώ το παραδέχομαι. Εγώ ξέρω τη μετριότητά μου – οι άλλοι δεν ξέρουν τη δική τους.

Το πιο άμεσο ‘μετά’, θα βρει τη Βάνα Μπάρμπα στο Gagarin 205, στο 12ο Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου. Από την Παρασκεύη, 20 Ιανουαρίου, ως την Κυριακή 22/01.