H Βασιλική Τρουφάκου νιώθει σαν χάμστερ που τρέχει μάταια στη ρόδα
Η βραβευμένη 32χρονη πρωταγωνίστρια με τα συγκλονιστικά μάτια, μας εξηγεί γιατί οι Ελληνίδες ηθοποιοί καταντούν τρελές και παλαβές. Όπως ακριβώς δηλαδή είμαστε εμείς μαζί της.
- 28 ΝΟΕ 2018
‘Όταν ήρθε ο Κώστας Καραφώτης στο Ηρώδειο σε παράστασή μου και είδα ότι ανέβασε μετά story στο instagram, έπαθα πλάκα. Το είπα σε όλους τους φίλους μου. Ήθελα μέχρι να του στείλω μήνυμα. Βλέπεις, όταν έδινα πανελλήνιες, έβλεπα φανατικά Fame Story 2 μαζί με την μητέρα μου, στην οποία απαγόρευα μάλιστα να το δει χωρίς εμένα. Ήταν η ένοχη απόλαυσή μου.
Όπως είναι φέτος το Next Top Model (σ.σ. αγαπημένη της παίκτρια η Άννα Τσακουρίδου). Σκέψου ότι τηλεόραση αγόρασα πριν από μερικούς μήνες. Πέρυσι, όταν ήθελα να δω Survivor, επειδή ήταν κάποιοι φίλοι μου μέσα, χτυπούσα το κουδούνι στην γειτόνισσά μου την Δήμητρα και το βλέπαμε μαζί”.
Αυτό είναι το πιο αυθόρμητο και απολαυστικά ‘κόντρα’ στην ποιοτική αύρα της (ένεκα 10 συνεχόμενων χρόνων σε ‘δύσκολες’ θεατρικές παραστάσεις όπως ‘Η αληθινή ταυτότητα της Τζίνα Ντέιβις’, ‘Έντα Γκάμπλερ’, ‘Αντιγόνη’, ‘Έρωτες και θρήνοι γυναικών’) πράγμα που μου ‘εκμυστηρεύτηκε’ η απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου στα πλαίσια της ‘μαραθώνιας’ τρίωρης συνέντευξης μας σε ένα πεζόδρομο στο αγαπημένο της Κουκάκι.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
Για την ακρίβεια αυτό μαζί με το ‘μη παιδαγωγικά ορθό’ κόλλημα που είχε μεγαλώνοντας με τα ‘μπλιμπλίκια’.
“Πέρναγα τα καλοκαίρια μου στο χωριό του μπαμπά μου, τα Παπαδιάνικα Λακωνίας. Μιλάμε για πολύ ποδήλατο, πολλή ρακέτα και πολλά ηλεκτρονικά (Bubble Βobble- το παιχνίδι της, Tetris, Street Fighter και Pocket Gal- το μπιλιάρδο που έγδυνες τις αντιπάλους) στo Domino’s του κ. Χρύσανθου στα Πλύτρα. Ήμασταν κάθε βράδυ εκεί με τις ώρες. Μας έβγαζαν από μέσα με το ζόρι”.
Τη σύλληψή της την εποχή που, πριν δέκα χρόνια, πρωταγωνιστούσε στην πρώτη της παράσταση ως Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων στη Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Περπατούσα στην Πειραιώς πηγαίνοντας για το θέατρο. Με σταμάτησε χωρίς λόγο ένας ασφαλίτης λέγοντας μου ότι ‘Κοριτσάκια σαν και εσένα διακινούν πρέζα’
“Πήρα στο θέατρο να ενημερώσω ότι θα καθυστερήσω. Εκείνος άρχισε να φωνάζει ότι αντιστέκομαι. Οπότε μου έβαλε πισθάγκωνα χειροπέδες. Με πήρε μετά παράμερα, άρχισε να μου δείχνει μια κατεβασμένη σιδερένια βιτρίνα μαγαζιού και να μου λέει ‘Τα βλέπεις αυτά τα βαθουλώματα; Εγώ τα έχω κάνει με μπουνιές και κλωτσιές’. Ήθελε απλά να κάνει επίδειξη δύναμης. Όταν κατάλαβε ότι ήμουν ηθοποιός με άφησε ελεύθερη”.
Και άλλες 1.000+1 κινηματογραφικές ιστορίες που είναι φανερό ότι διαθέτει ‘κάβα’ από την εποχή που, η μαθήτρια του 19 μέσο όρο του 4ου Λυκείου Νέας Σμύρνης, άφησε το ‘Kraken’ που ζούσε μέσα της ελεύθερο σε ελληνικές θάλασσες και νησιά.
“Το αγαπώ το ελληνικό καλοκαίρι. Εκεί θα ήθελα να συμπυκνώσω τη ζωή μου. Το πρώτο που θυμάμαι έντονα ήταν αυτό με το που τελείωσα το Λύκειο. Είχα μπει στο Πολυτεχνείο, είχα τελειώσει με το διάβασμα οπότε η φάση ήταν εντελώς ‘Release the Kraken”.
Όλα πράγματα που αν η -σαφώς ποιοτική αλλά διόλου ‘αποστειρωμένη’- κόρη του εκδότη και της μαθηματικού είχε την ευκαιρία να διαβάσει την συγκεκριμένη συνέντευξη πριν δημοσιευτεί, θα είχε μπει σίγουρα στον πειρασμό να τα υπεραναλύσει (όπως κάνει αυτόματα με κάθε κίνηση, λέξη και συμπεριφορά της).
“Έτσι είναι η φτιαξιά μου, δεν το κάνω επίτηδες. Το να μην σταματάω δηλαδή ποτέ να σκέφτομαι και να αναλύω το τι συμβαίνει. Είναι ένας μηχανισμός αυτοσυντήρησης που με έχει βοηθήσει σε δύσκολες καταστάσεις”.
Και γενικότερα και εντός σχέσεων.
“Σε μια σχέση είναι μάλλον ευεργετικό να αφήνεις τα μικρά πράγματα να πέσουν κάτω. Την βοηθάει να προχωρήσει. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να το κάνω. Αυτό, η υπερανάλυση, καθώς και μια έλλειψη υπομονής στην καθημερινότητα (επειδή ο άλλος μπορεί να έχει π.χ. άλλη ταχύτητα από εμένα στο να καταλάβει ή να κάνει κάτι) είναι θεωρώ τα πιο δύσκολα στοιχεία μου”.
Να τα υπερ-αναλύσει και τελικά, να τα κάνει edit/ delete αποφασίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξέρεις τέτοιες ιστορίες για εκείνη.
Είναι σόκιν ιστορίες, ρε συ. Δεν είναι για να γράφονται. Άσε που μου αρέσει να με σκέφτονται ως ‘το καλό κορίτσι της διπλανής πόρτας’. Κάτι που δεν νιώθω ότι είναι ψέμα
(σ.σ. προσοχή στην διατύπωση της. Δεν λέει ότι είναι αλήθεια, απλώς ότι δεν είναι ψέμα).
Όχι γιατί η ‘αιώνια πτυχιούχος’ του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών (που ολοκληρώνει οσονούπω την διπλωματική της πάνω στην απορροή των υδάτων στα αρχαία θέατρα) είναι σεμνότυφη ή υπολογίστρια.
”Ήταν τραγική στιγμή στη ζωή μου ήταν όταν πέρασα στο Πολυτεχνείο και είδα με το τι πραγματικά ασχολείται ο πολιτικός μηχανικός. Ότι δηλαδή μιλάμε κυριολεκτικά για χώματα και σίδερα. Είπα απλά ‘Όχι, κάποιο λάθος έγινε’ και έδωσα εξετάσεις για την δραματική σχολή”.
Αλλά γιατί το μυαλό της, αυτό που όταν την γνωρίσεις από κοντά συνειδητοποιείς ότι είναι -με διαφορά- το πιο ακαταμάχητο στοιχείο πάνω της, επιμένει να εξετάζει εξονυχιστικά την ουσία και την αλήθεια πίσω από το καθετί. Θεωρώντας την απόλυτη ειλικρίνεια σε κάθε πτυχή της ζωής της δεδομένη και αυτονόητη.
“Εννοείται πως και έχω ζηλέψει και έχει τύχει να πετάξω μαξιλάρια και τασάκια. Αυτό όμως συνέβη επειδή ένιωσα ότι ο άλλος με μειώνει. Ότι, ενώ δεν του είχα ‘απαγορέψει’ ποτέ να κάνει κάτι (όπως π.χ. να πάει σε μια καφετέρια με άλλη παρέα), εκείνος κάθισε και μου είπε προκαταβολικά ψέματα”.
Μόνο τυχαίο δεν είναι που, στα επόμενα σχέδια της (και η απάντησή της στο αν έχει κάποιο back up plan σε σχέση με την υποκριτική) είναι το να κάτσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη.
“Γνώριζα ανέκαθεν ότι κάποια στιγμή θα το επιχειρούσα. Πλέον όμως έχει γεννηθεί μέσα μου η επιθυμία και να το κάνω. Μπορώ να με δω δηλαδή σε κάποια χρόνια να μην παίζω”.
Μισό λεπτό όμως γιατί ξεκίνησα λίγο απότομα. Οπότε βάρα delete σε ότι διάβασες ως τώρα και πάμε πάλι από την αρχή.
Τίτλος 2: Η φριχτή τιμωρία της Βασιλικής Τρουφάκου
Το πρώτο πράγμα που σε εντυπωσιάζει πάνω στη Βασιλική, καθώς την βλέπεις να έρχεται προς το μέρος σου, είναι τα υπέροχα μάτια που κληρονόμησε από τον μπαμπά της, τα οποία πλαισιώνονται από ένα ‘φτιαγμένο για τον φακό, κάθε φακό’ πρόσωπο και ένα αψεγάδιαστο σώμα ‘προίκα’ λόγω της χρόνιας ενασχόλησής της με την ενόργανη γυμναστική.
“Το πιο ωραίο πράγμα στο να έχει κάποιος σχέση μαζί μου; Ότι δεν νομίζω να βαρεθεί. Δεν μου έχει τύχει. Γιατί δεν ησυχάζω”.
“Πάντοτε κάνω διαφορετικά πράγματα (σ.σ. όπως π.χ. τώρα που μαθαίνει ρώσικα και πιάνο). Μου αρέσει να βγαίνω, να κάνω βόλτες, να μιλάω και να ακούω'”.
Το αμέσως επόμενο, στο πεντάλεπτο πάνω, ο αριστοτεχνικός τρόπος που μιλάει και εκφράζεται και η βάναυση ειλικρίνεια που την χαρακτηρίζει. Και το τρίτο το γεγονός ότι σε κοιτάζει στα μάτια και ακούει. Δίνει στην κάθε απάντησή σου την ίδια στοργή και προσοχή με την οποία αγκαλιάζει και κάθε δική σου ερώτηση.
“Ο σκηνοθέτης που θα ήθελα να γυρίσει ταινία, όπως με ρωτάς, τη ζωή μου, είναι ο Γιάννης Οικονομίδης. Και ξέρω τι λέω. Γιατί ξέρω την ζωή μου'”.
Ακόμη και όταν δεν της αρέσει. Κάτι που, μεταξύ μας, συμβαίνει μόνο όταν αισθανθεί ότι κάποιος πάει να της βάλει ταμπέλα. Όπως π.χ. εγώ που επιμένω να την θεωρώ μοιραία / πηγαία ερωτική.
”Λυπάμαι τις συναδέλφους μου που είναι όντως μοιραίες, που έχουν αυτό το πράγμα πάνω τους. Που χτίζουν ζωή και καριέρα πάνω σε αυτή την τρύπια εικόνα. Το θεωρώ κατάρα. Εγώ δεν μπορώ να με δω έτσι: δύσκολη και μοιραία. Πιστεύω, αντιθέτως, ότι είμαι εύκολη και καθόλου μοιραία. Σου το ορκίζομαι αυτό”.
Από την άλλη, αν ο άλλος θέλει να σου φορτώσει την ταμπέλα ότι του ‘μάσησες την καρδιά’, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό
“Γενικώς κρατάω καλές σχέσεις με τους ανθρώπους που ήμουν μαζί. Γιατί δεν φεύγω από τις σχέσεις με μπουρλότο. Φεύγω πολύ καλά. Και τα λάθη που έκανα όταν ήμουν μικρότερη, τα διόρθωσα ένα ένα με τα χεράκια μου. Όπως το να μην υπολογίζεις τα συναισθήματα του άλλου. Κυρίως επειδή δεν έχεις συναίσθηση της δύναμης σου. Όπως περίπου η Kirsten Dunst στο ‘Συνέντευξη με ένα βρικόλακα’ που είναι παιδί και δεν καταλαβαίνει τι κάνει και πίνει το αίμα από τους πάντες”.
Το πιστεύω ότι πιστεύει ότι είναι εύκολος άνθρωπος. Το πιστεύω ότι πιστεύει ότι δεν είναι ιδιαιτέρως όμορφη. Αυτό που μάλλον αδυνατεί να κατανοήσει είναι το γεγονός το ότι είναι (ή μοιάζει να είναι) τόσο δυναμική και ανεξάρτητη, είναι επιεικώς ακαταμάχητο.
Κάτι που, μεταξύ μας, δεν είναι και ότι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε μια νεαρή Ελληνίδα ηθοποιό η οποία όντως έχει κάθε λόγο να τρελαθεί. Αλλά κάτσε να ακούσεις από την ίδια το γιατί.
“Μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά έχω καταλάβει γιατί γίνονται τρελές οι γυναίκες ηθοποιοί. Ξεκινάς σχεδόν πάντα από το μηδέν. Είναι τόση η ταλαιπωρία που περνάμε, που δεν το αντέχεις. Συναντάς τόσους τρελούς, τόσες δυσκολίες και τόσες αδικίες που μειώνονται συνεχώς τα όρια και οι αντοχές σου. Καταλήγεις να σου λέει ‘καλημέρα’ ο άλλος και να τον βρίζεις. Αν και δεν έχω φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο.
Η νέα γυναίκα είναι έτσι και αλλιώς ο ενεργειακός ‘απόπατος’ της κοινωνίας. Και εγώ η ίδια πολλές φορές, παρότι ευαισθητοποιημένη στα θέματα φύλων, μπορεί να είμαι πιο καχύποπτη με μια γυναίκα που είναι όμορφη και ακτινοβολεί.
Ξέρω a priori ότι ο κόσμος αποκλείει να είναι μια γυναίκα και ωραία και σκεπτόμενη και ταλαντούχα. Και την τιμωρούν φριχτά για αυτό, δεν μπορούν να το συνδυάσουν
Αν και, έτσι για την ιστορία, επισημαίνω ότι στην ίδια την Βασιλική ποτέ δεν έχει τύχει κάποια extreme κατάσταση, της συνομομοταξίας #Me Too.
‘Ένα από τα πράγματα για τα οποία είμαι περήφανη για τον εαυτό μου είναι οι μέθοδοι απόκρουσης που έχω ‘ανακαλύψει’. Είναι αδύνατον να με φέρει πια κάποιος σε δύσκολη θέση. Βάζω μια απόσταση, μόνο και μόνο με το βλέμμα και τον τρόπο μου, που με προστατεύει. Αν και στις γυναίκες ηθοποιούς αυτό είναι μια κατάσταση που θεωρώ ότι συμβαίνει ασταμάτητα. Σκέψου ότι δουλεύω σχεδόν δέκα χρόνια και δυο στα τρία τηλέφωνα για δουλειά που με παίρνουν δεν ξέρω αν τελικά είναι για δουλειά. Βρίσκομαι να πίνω καφέδες και να ακούω τον άλλο να μου λέει την ιστορία της ζωής του. Για ποιο λόγο; Μια χαρά φίλους και προσωπική ζωή έχω”.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν νιώθει και εκείνη σαν -ταλαντούχο μεν, παγιδευμένο δε- χάμστερ στη ρόδα.
Γενικώς στην Ελλάδα ο ηθοποιός -ανεξαρτήτως φύλου- είναι σαν το χάμστερ στη ρόδα στο κλουβί που όλο τρέχει αλλά μένει ακριβώς στο ίδιο σημείο. Οι παλιότεροι το ξέρουν για αυτό γίνονται κακοί και φθονεροί. Οι μικρότεροι δεν το ξέρουν για αυτό γίνονται υστερικοί και καταλήγουν να κυνηγάνε τον ίσκιο τους σαν τον Λουκι Λουκ
“Αν και για τους άντρες σαφώς τα πράγματα είναι καλύτερα επειδή υπάρχουν οι υπερδεκαπλάσιοι ρόλοι. Και είναι πολύ λιγότεροι οι άνδρες ηθοποιοί. Θεωρώ πως θα είχε πολύ ενδιαφέρον να ερευνήσει κάποιος στατιστικά πόσες γυναίκες δουλεύουν και τι έργα ανεβαίνουν στα Αθηναϊκά mainstream θέατρα”.
Από την άλλη, για την Βασιλική, η υποκριτική ήταν ανέκαθεν μονόδρομος.
“Αν και αισθανόμουν ηθοποιός από πάντα, δεν πίστευα ότι θα πέρναγα στην δραματική όταν πήγα να δώσω εξετάσεις. Μέχρι που ο Νικήτας Τσακίρογλου, που ήταν στην κριτική επιτροπή στο Κρατικό Θέατρο, γυρίζει και μου λέει ‘Τι θα κάνετε όταν περάσετε και στο Εθνικό;’, θεωρώντας το ως δεδομένο. Και η αλήθεια είναι ότι όντως πέρασα. Και στο Εθνικό και στο Τέχνης. Μάλιστα θυμάμαι εκείνη την εποχή την μητέρα μου, καθώς πλέναμε τα δόντια μας, να γυρίζει και να μου λέει ‘ Ρε Βασιλική, τώρα εσύ νομίζεις ότι έχεις ταλέντο;”.
Ένας μονόδρομος που και καλώς (κρίνοντας εκ του αποτελέσματος) έκανε και ακολούθησε και της χαρίζει σε καθημερινή βάση ανείπωτη χαρά.
“Κάθε φορά που σου λένε ‘τι καλή που ήσουν’ χαίρεσαι, ως ηθοποιός, με τον ίδιο τρόπο. Πεταρίζει η καρδιά σου σαν μικρό παιδί. Αν τον ξέρεις δε τον άλλο, είναι κάποιος συνάδελφος, κριτικός ή σκηνοθέτης, ακόμη περισσότερο. Αυτό δεν αλλάζει ποτέ”.
Μισό λεπτό όμως γιατί και πάλι πήρα λάθος δρόμο. Οπότε ξέχνα ότι διάβασες ως τώρα και πάμε πάλι από την αρχή.
Τίτλος 3: Ένα ερωτικό γράμμα στην Βασιλική Τρουφάκου
Αν δεν το έχεις καταλάβει ήδη μέχρι τώρα, οφείλω να σου ξεκαθαρίσω ότι δεν γράφω επουδενί αυτή τη συνέντευξη για εσένα. Την γράφω για εκείνη.
Δεν θέλω απαραίτητα να της αρέσει. Αυτό που έχω ανάγκη απεγνωσμένα είναι να την κάνω να αισθανθεί ότι δεν χαράμισε τον χρόνο (και την ειλικρίνεια) της μαζί μου.
Θέλω να αισθανθεί ότι το αποτέλεσμα αντανακλά, στο βαθμό που μου επιτρέπουν οι ικανότητές μου, το ποια (βλέπε συναρπαστική, πολύπλοκη, αξεπέραστη) της απάντησα ότι πιστεύω ότι είναι όταν με ρώτησε, προς το τέλος της συνέντευξης, αν την θεωρώ ‘τέρας’ και αν ‘έχει τρομάξει το μάτι μου’ με όσα μου έχει πει.
Ένα τρίπτυχο χαρακτηριστικών που θα σε βοηθήσουν, ελπίζω, να συνειδητοποιήσεις, γιατί της είναι τόσο εύκολο να διαπρέπει σε μια γκάμα δύσκολων θεατρικών ρόλων (όπως φέτος στο ‘Ο ήχος του όπλου’ της Λούλας Αναγνωστάκη στο θέατρο Σταθμός).
Και, ταυτόχρονα, να είναι πειστική σε τηλεοπτικές κωμωδίες (Κάτω Παρτάλι, Daddy Cool, Ο Άντρας των ονείρων μου). Κινηματογραφικές ταινίες όπως τα Ουζερί Τσιτσάνης (για το οποίο κέρδισε το βραβείο Β’ γυναικείου ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου) και 1968. Και, οσονούπω, το Bachelor 3 (που κυκλοφορεί τα Χριστούγεννα στις αίθουσες), την ελληνογερμανική ταινία A Pure Place και το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για την ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη.
“Στη δουλειά αυτή είσαι έρμαιο, αέρας, μια φήμη. Ειδικά στο θέατρο ο ηθοποιός υπάρχει μόνο μέσα από αυτό που έχει δει ο άλλος. Δεν υπάρχει καταγραφή. Για αυτό και εγώ οποιαδήποτε ταινία θα την έκανα εις βάρος οποιαδήποτε θεατρικού. Γιατί η ταινία καταγράφεται. Για αυτό και γουστάρω την δουλειά μου στην τηλεόραση. Γιατί μπορεί ο άλλος να πάρει να την δει”.
Ένα τρίπτυχο χαρακτηριστικών (που η ίδια δεν αποδέχεται) τα οποία θα σε κάνουν να σταματήσεις να τσεκάρεις μόνο το account της στο instagram και να πας να δεις από κοντά την αλήθεια που εκπέμπει πίσω από κάθε ερμηνεία της.
“Βλέπω τα social media ως προέκταση της δουλειάς μου, αλλά δεν είμαι ερωτευμένη μαζί τους. Αν δεν ήταν η δουλειά μου θα εκφραζόμουν και πιο αναρχικά. Αλλά τώρα δεν θέλω να δίνω τίτλους δεξιά και αριστερά'”
Ένα τρίπτυχο χαρακτηριστικών που θα σε κάνουν να καταλάβεις γιατί δεν μου πάει καρδιά να πατήσω την ρημάδα την τελεία. Αλλά πρέπει. Γιατί το χρέος μου το έκανα. Οπότε απλά δεν περιγράφω άλλο. Γιατί τα ηφαίστεια, στην τελική, δεν τα περιγράφεις. Τα σέβεσαι. Και μένεις μακρυά τους για να μην καείς.
*Για περισσότερη Τρουφάκου κάνε μια στάση Πεμ-Κυρ στην παράσταση ‘Ο ήχος του όπλου’ της Λούλας Αναγνωστάκη σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη στο θέατρο Σταθμός (με τους Πέγκυ Σταθακοπούλου, Τζένη Σκαρλάτου, Σταύρο Μερμήγκη, Αγησίλαο Μικελάτο και Κώστα Νικούλι) και, από τον Ιανουάριο, ταυτόχρονα στις ‘Φυλές’ της Νίνα Ρέιν σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά.