Μία υπόκλιση στη Ζωή Λάσκαρη, την Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό
- 19 ΑΥΓ 2017
Η δεύτερη σκέψη από τη στιγμή που ο Ηλίας μετέφερε στα γουρλωμένα μάτια το θάνατο της Ζωής Λάσκαρη ήταν η εξής: Α, ρε Τόλη. Νταραβερίστηκες με δύο από τις πιο όμορφες Ελληνίδες όλων των εποχών. Αν και η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για τις δύο ωραιότερες που γεύτηκε η οθόνη την κίνησή τους, αν δεν έχεις τη Ζωή Λάσκαρη και την Άντζελα Γκερέκου στο τοπ 5 σου, υποστηρίζεις (ή ανήκεις στην) Αλ-Κάιντα.
Η πρώτη σκέψη δεν ήταν ουσιαστικά σκέψη. Ήταν αναμνήσεις, μικρές ή μεγάλες. Μου είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσω τι έπαθα την πρώτη φορά που την είδα, αν και δεν νομίζω ότι συνιστά πρωτοτυπία, ούτε η αποτύπωση της εσώτερης κατάστασης ενός παιδιού έτοιμο να εισβάλλει στα δυσώδη ύδατα της εφηβείας ούτε φυσικά η μονάδα, καθώς πολύς κόσμος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έπεφτε στα άδολα δίχτυα της. Ήταν το βαθύτερο κοκομπλόκο που έχω πάθει ποτέ με γυναίκα στην πρώτη οπτική επαφή, ενδεχομένως εξιδανικεύοντας εκείνο το Σάββατο που η τηλεόραση έπαιζε το Κορίτσια για Φίλημα. Δεν ήταν η πρώτη ταινία της, αλλά ήταν η πρώτη που την είδα και την ξέχασα. Αυτή η ανάμνηση είναι πανίσχυρη ή τουλάχιστον είναι πανίσχυρο το συνονθύλευμα, το άθροισμα των αναμνήσεων της εφηβείας, που περιείχε πολλές ελληνικές ταινίες στο όριο του ωραρίου που οι γονείς –ή κάποιο γονείς- επέτρεπαν τότε στα παιδιά τους να μένουν ξύπνια τη νύχτα.
Κορίτσι για Φίλημα
Ένα βράδυ Σαββάτου μου ‘σφύριξαν’ ότι το βράδυ της Κυριακής, στις 21:00, θα παιζόταν ξανά το Κορίτσια για Φίλημα. Τρελός και παλαβός, αλλά με προηγμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ζήτησα από τους γονείς μου να δω την ταινία. Και όταν μου είπαν όχι, λόγω του σχολείου την επόμενη μέρα, απείλησα με αυτοχειρία. Όχι μόνο είδα την ταινία, τελικά, αλλά την έγραψα και σε κασέτα στο κασετόφωνο, με αποτέλεσμα να περάσω τουλάχιστον ένα τρίμηνο στην Α’ Λυκείου που γυρνούσα στο σπίτι το μεσημέρι και έβαζα την κασέτα να παίζει, για να ακούω τη Ζωίτσα, τον Βουτσά, τη Βλαχοπούλου και τη Χλόη Λιάσκου, που θα μπορούσε άνετα να είναι η Τουίγκι της Ελλάδας.
Ήδη η προσέγγιση προς το θέμα βρωμάει, διότι προσεγγίζοντας όλες τις γυναίκες με ένα σαρκικό τρόπο, που, βεβαίως, επωάζει τα αυγά του στο βαθύτερο οργανικό είναι, γίνεσαι θύτης μίας φαλλοκρατικής κατάστασης. Ωστόσο εδώ πρόκειται για τον απόλυτο πλατωνισμό, ο οποίος κράτησε τη βάση του σε κάθε ηλικία, ακόμα και σε εκείνες που το αίμα βράζει και το γυναικείο δέρμα είναι αφορμή για την κάθοδο στην υγρή φύση. Ίσως λόγω της εκκίνησης, η οποία βρήκε τον υπογράφοντα παγωμένο απέναντι στην τόση ομορφιά, ίσως λόγω της ασυμμετρίας, διότι ενώ το σώμα της ως έφηβης και στη μετεφηβεία ήταν συμμετρικό δεν γινόταν να αναλογεί στον ορισμό της θεσπεσιότητας, τα ξανθά μαλλιά και το πρόσωπο, που σε οδηγούσαν πάραυτα στην έκσταση χωρίς να σου ζητήσουν λογαριασμό και βάζοντάς σε να πληρώνεις και τους φόρους, η Λάσκαρη δεν μπήκε ποτέ στην κατηγορία της κάψας.
Η Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό
Υπήρξε παράνομη ως ύπαρξης στα μάτια του άλαλου θεατή, που νιώθει περίπου σαν τον πιτσιρικά απέναντι στη Μαλένα του Τζουζέπε Τορνατόρε. Η δική μου εικονική Μαλένα, εξ όσων μπορώ να θυμάμαι, ήταν η Ζωίτσα και κράτησα αυτό το αθώο φρόνημα ψηλά ακόμα και όταν η ίδια άνοιξε το δρόμο προς μία πιο ρεαλιστική εποχή. Είμαι έως και βέβαιος ότι με τον Κατήφορο, τον Νόμο 4000, τη Στεφανία, το Δάκρυα για την Ηλέκτρα (νομίζω ο πιο γοητευτικός Αλέκος που έχω δει), τον Ίλιγγο, τον Εγωισμό, όλες τις ταινίες που έκανε πριν καν γίνει 25, ο Δαλιανίδης έψαχνε τον τρόπο για να φτιάξει την Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό. Απέτυχε, βεβαίως, το τεστ στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, συν ότι ο Ροζέ Βαντίμ ήταν ο γκόμενος της Μπριζίτ και ένας playboyπεριωπής και βεβαίως η αισθητική στα Παρίσια είναι εντελώς διαφορετική από ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, η απαγορευμένη αφίσα στον Εγωισμό, στην οποία απεικονίζεται και ο Σπύρος Φωκάς, ένας γνήσιος γυναικοκατακτητής, είναι ένα δείγμα. Η εικόνα της ΜπεΜπε μπρούμυτα, στο ‘ο Θεός έπλασε τη Γυναίκα’, είναι ακόμα ένα σύμβολο της γυναικείας ομορφιάς στους σύγχρονους καιρούς, χωρίς η Μπαρντό να προσπαθήσει να κάνει κάτι για αυτό.
Η Λάσκαρη πήγαινε άνετα απέναντι σε όλες, μόνο που ενώ τόσο η ΜπεΜπε όσο και η Λόρεν ήταν αντιπροσωπευτικές των χωρών τους, δύσκολα έβρισκες τα κοινά σημεία της Λάσκαρη με την ελληνική ομορφιά. Ήταν αναμφίβολα μία κατηγορία μόνη της και ποτέ ελληνική κάμερα δεν έχει ‘γράψει’ πιο όμορφο γυναικείο πρόσωπο. Ήταν παράλογα λαμπερή και δεν μπορούσες καν να την πεις ‘κρύα’. Από τον Ατσίδα ως το Μαριχουάνα στοπ* ενέπνεε θέρμη που μόνο αν προσπαθούσες πολύ θα μπορούσες να εξηγήσεις από πού προερχόταν. Ο Μπουκόφσκι έλεγε ότι υπάρχουν όμορφα πρόσωπα που όμως θυμίζουν πιάτο με σούπα, αλλά εκείνο της Ζωίτσας Κουρούκλη, που ο Δαλιανίδης την ξαναβάπτισε με ιταλικό επώνυμο επειδή η πρώτη ξαδέλφη της έκανε καριέρα στο τραγούδι όταν η έφηβη έκανε τα πρώτα βήματά της, ήταν αποτέλεσμα παραλογισμού: Πιθανότατα μπορούσες να βρεις ομορφότερα ξανθά καρέ ή μακριά μαλλιά, πιο μεγάλα μάτια, ένα κλικ πιο σκιστά, ωραιότερες γωνίες στο χαμόγελο, πιο δαχτυλιδένια περιφέρεια, περισσότερο σαγηνευτική κούρμπα στην πλάτη, αλλά δεν υπήρχε ούτε μία που να τα είχε όλα αυτά μαζί. Η Λάσκαρη ήταν άθροισμα θαυμαστών οργανικών και βαρυτικών καταστάσεων, δεν είχε ένα συστατικό αποτρόπαιο, αλλά η δύναμη της ολότητας σε έριχνε νοκ άουτ χωρίς καν να σηκώσει το χέρι της.
*Ένα στοιχείο που ίσως είναι εντυπωσιακό αποτυπώνεται σε αριθμό: στο Μαριχουάνα στοπ η Ζωή Λάσκαρη ήταν μόλις 27 χρόνων. Η αίσθηση που έχεις ως παιδί για την ηλικία είναι ένας λόγος, αλλά φαντάσου να είσαι 27 και να μοιάζεις τουλάχιστον 35 εξαιτίας της καριέρας που έχεις κάνει.
Η γυναίκα για την οποία χάθηκαν μεγάλα ματς
Η παρουσία της Λάσκαρη στο σινεμά και οι ρόλοι της έπαιξαν το ρόλο τους στην είσοδο στον κινηματογραφικό ρεαλισμό. Η Λάσκαρη δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από femmefatale, τέτοια που ο κινηματογραφικός μύθος λέει ότι η μόνη ελληνική ταινία για την οποία γράφτηκαν δύο διαφορετικά φινάλε ήταν η Στεφανία. Κατά τη γνώμη μου, δεν γινόταν να την κοιτάς για πολλή ώρα χωρίς να σε προδώσουν οι σιελογόνοι αδένες, κάτι που ο αναγνώστης ενδεχομένως το θεωρήσει υπερβολικό. Ήταν ρεαλισμός, όσο και, φυσικά, ένα σύμβολο του εμπορίου, που προσέφερε στον αισθησιασμό της χώρας. Γυμνή και τιμωρημένη, λαχταριστή, που δεν μπορούσες να κάνεις άλλο παρά να τη βιάσεις, λίγες φορές πριν είχαν εμφανιστεί τέτοιες σκηνές σε ταινίες, αλλά βλέποντας τη Ζωίτσα δεν μπορούσες να πεις ότι ο σκηνοθέτης δεν οδηγήθηκε πολύ λογικά στο συμπέρασμα ότι η ακαταμάχητη παρουσία της ήταν λόγος τρέλας για τα αρσενικά. Ήθελες να σκοτωθεί ο πούστης, βέβαια. Να τον βρει μεγάλο κακό.
Από το μετερίζι μου, για τη Λάσκαρη ήμουν απίκο. Με θυμάμαι να παραβαίνω κανόνα ο οποίος στοιχειοθετήθηκε μετά: ποτέ, μα ποτέ, δεν χάνεις μεγάλο ματς για γυναίκα. Στις 10 Μαΐου 1995 ο τελικός του Κυπέλλου Κυπελλούχων Σαραγόσα-Άρσεναλ έπεσε πάνω στο Κορίτσι για δύο, μία ταινία που, προς υπεράσπισή μου, δεν είχα ξαναδεί. Έβαλα την ταινία… για λίγο και κατέληξα να προλάβω τσίμα τσίμα το μυθικό γκολ του Ναΐμ στο 119’ από τη σέντρα.
Πολύ δύσκολα δεν είναι η ομορφότερη Ελληνίδα ηθοποιός στην ιστορία και μία από τις πλέον συνταρακτικές γυναίκες που έχεις δει στη ζωή σου. Παρ’ όλα αυτά, η διαφορά στο γούστο είναι δείγμα πολιτισμένων ανθρώπων και συνιστά υποχρέωση να γίνεται σεβαστή. Η Ζωή Λάσκαρη, παρ’ όλα αυτά, που τόσο ξαφνικά απεβίωσε, είναι το πιο ανάγλυφο περίγραμμα μίας εποχής που έχει περάσει και δεν συγκεκριμενοποιείται. Δεν είναι από τότε ως τότε. Για τους νεαρούς που έμειναν εν είδει αγαλμάτων να κοιτάζουν τη Ζωίτσα, ενώ μέσα τους άλλαζε το δυναμό του εκλεπτυσμού και το επίπεδο της ευμορφίας, αυτή η εποχή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, μολονότι λαμπυρίζει ανεμπόδιστα και χωρίς να έχει χάσει έστω ένα από τα βατ της στο μυαλό.